ἄμικτος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 42: | Line 42: | ||
===[[inhospitable]]=== | ===[[inhospitable]]=== | ||
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; German: [[menschenfeindlich]], [[nicht einladend]], [[nicht gastfreundlich]], [[ungastlich]], [[unwirtlich]]; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig | Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; German: [[menschenfeindlich]], [[nicht einladend]], [[nicht gastfreundlich]], [[ungastlich]], [[unwirtlich]]; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[qui sociari non potest]]'', [[who cannot associate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.77.6/ 1.77.6]. | |lthtxt=''[[qui sociari non potest]]'', [[who cannot associate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.77.6/ 1.77.6]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 16 November 2024
English (LSJ)
ἄμικτον,
A unmingled, that will not mingle, Emp.35.8; ἄμικτος βοή = cries that will not blend or harmonize, A.Ag.321; ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Babr.98.19. Adv. ἀμίκτως, Sup. ἀμικτότατα Pl.Phlb. 59c.
II unmixed, pure, βίος, ἡδονή, ib.50e, 61b:—ἀ. τινι unmixed with a thing, Id.Plt.310d; ἄμικτα κατὰ στίχον, of poems, uniform in metre e.g. of the Epic hexameter, Heph.Poëm.2.
III of persons, not mingling with others, unsociable, savage, of Centaursand Cyclopes, S.Tr.1095, E.Cyc.429; δράκαινα Anaxil.223; τὸ ἄμικτον = ἀμιξία ΙΙ, Hp. Aër.23; ἄμικτος πατήρ morose, E.Fr.500; φίλοις ἄ. καὶ πάσῃ πόλει ib.425; of laws and customs, ἄ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις Th.1.77; πρὸς ἀλλήλω Pl. Sph.254d; ἄ. τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι refuse to admit him to their society, D.25.63.
b not mixing the breed, Pl.Plt. 276a; ἄμικτος θυραίω ἀνδρός = not having intercourse with... Phint. ap. Stob.4.23.61.
2 of places, uncivilized, ἄμικτος αἶα = inhospitable land, E.IT402; τόπος Isoc. 9.67. (Better written ἄμεικτος.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἄμεικτος Emp.B 35.8, A.A.321
I no mezclado, no adulterado, puro de abstr. ἀνδρεία τε ἐν πολλαῖς γενέσεσιν ἄ. Pl.Plt.310d, μετὰ τὰς μειχθείσας ἡδονὰς ... ἐπὶ τὰς ἀ. Pl.Phlb.50e, ἐν τῷ ἀ. βίῳ Pl.Phlb.61b, cf. tb. neutr. plu. subst. τὰ ... ἀμεικτότατα ἔχοντα lo absolutamente sin mezcla Pl.Phlb.59c, (πάντα) ἄμικτα δεῖν προϋπάρχειν (todo) debe haber preexistido en forma no mezclada Arist.Metaph.989b1
•de pueblos y razas πολλὰ δ' (ἔθνεα θνητῶν) ἄμεικτ' ἔστηκε Emp.B 35.8, ὅπως τὸ γένος τῶν ἱερέων ἀ. καὶ καθαρὸν διαμενεῖ I.Ap.1.30
•de animales de pura sangre διῃρούμεθα τὴν ἀγελαιοτροφικὴν ... ἀμείκτοις τε καὶ ἀκεράτοις hemos dividido el arte de cuidar rebaños ... en el de animales que no admiten cruce y sin cuernos Pl.Plt.276a
•τὸ περὶ τὰν εὐνὰν ἦμεν ... ἄμικτον la abstinencia de relaciones sexuales Phint.p.36
•de versos no mezclados, de un solo tipo, homogéneos τὰ δὲ ἄμικτα, ὡς αἱ Ὁμήρου ῥαψῳδίαι Heph.Poëm.2
•de pers. socialmente apartado ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι D.25.63
•neutr. subst. τὸ ἄμικτον = el aislamiento de ciertas tribus del Norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.
II 1que no se puede mezclar, incompatible ἄμικτα γὰρ τά τε καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς νόμιμα τοῖς ἄλλοις ἔχετε Th.1.77, del ser y el no ser ἀ. πρὸς ἀλλήλω Pl.Sph.254d
•incompatible, imposible de armonizar οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει πρέπειν de gritos de dolor y alegría mezclados, A.A.321
•como predicado imposible ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Babr.98.19.
2 de monstruos y de ciertas pers. insociable, intratable ἄ. ἱπποβάμων στρατός de los centauros, S.Tr.1095, φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα E.Cyc.429, φίλοις τ' ἄμικτός ἐστι καὶ πάσῃ πόλει E.Fr.425, πατήρ E.Fr.500, δράκαινα Anaxil.22.3, τὰ ἄμικτα ἔθνη καὶ θηριώδη Ph.2.567, ἔθνος ... ἄμικτον ἀσύμφυλον I.AI 11.212, οἱ δὲ γείτονες ... ἄμικτοι ... καὶ ἄγριοι Luc.VH 1.35.
3 de lugares inhóspito, salvaje αἶα E.IT 402, τόπος Isoc.9.67.
4 fig. turbulento ἐν τοῖς περιστᾶσι ... ἀμείκτοις καιροῖς UPZ 19.9 (II a.C.).
III adv. ἀμίκτως = sin haberse mezclado, sin unión sexual κέχρημαι (τῷ ἐμῷ σώματι) ... ἀ. πρὸς ἑτέρους Alciphr.4.16.4.
German (Pape)
[Seite 124] 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, θηρῶν στρατός, von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; ἀνήρ Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie τόπος ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ ἄγριος Luc. V. H. 1, 35; θηρίον ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; δράκαινα ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, βίος, ἡδονή, Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mélangé, pur;
2 qui ne se mêle pas avec ; insociable, sauvage, farouche ; fig. ἄμικτος αἶα EUR terre inhospitalière ; ἄμικτος τόπος ISOCR lieu sauvage;
3 qui ne se mêle pas ou ne se confond pas avec ; ἄμικτος βοή ESCHL cri qui ne se confond pas, ne s'harmonise pas avec d'autres.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἄμικτος:
1 беспримесный, чистый (βίος, ἡδονή Plat.): ἄ. τινι Plat. свободный от примеси чего-л.;
2 неслитный, многоголосый (βοή Aesch.);
3 необщительный, нелюдимый, дикий (θηρῶν στρατός Soph.; ἀνήρ Eur.; θηρίον Dem.; ἡ τῆς πλεονεξίας ὑπόθεσις Plut.; γείτονες Luc.);
4 негостеприимный, неласковый (αἶα Eur.; τόπος Isocr.);
5 несоединимый, несовместимый, непримиримый (τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄμικτος: -ον, ὁ μὴ μιγνυόμενος, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναμιχθῇ, Ἐμπεδ. 172. 321· ἄμ. βοή = κραυγαί, αἵτινες δὲν δύνανται νὰ συμμιχθῶσι καὶ ἀποτελέσωσιν ἁρμονίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 321· ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Βαβρ. 98. 19. II. ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, ἀμιγής, καθαρός, ἁγνός, βίος, ἡδονὴ Πλάτ. Φίλ. 61Β, 50Ε· - ἀμ. τινι, ὁ μὴ ἀναμιχθεὶς μὲ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. Πολιτ. 310D· ἄμικτα κατὰ στίχον, ἐπὶ κανονικῶν στίχων, οἷοι οἱ Ἐπικ. ἢ ἰαμβ., Ἠφαιστ. 118: - Ἐπίρρ. -τως, ὑπερθ. -τατα Πλάτ. Φίλ. 59C. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος μὲ ἄλλους, (ὅπως τὸ μιγῆναι κεῖται ἐπὶ ἐντεύξεως ἢ κοινωνίας), ἀπροσπέλαστος, ἀκοινώνητος, σκαιός, ἄγριος, περὶ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Κυκλώπων, Σοφ. Τρ. 1095, Εὐρ. Κύκλ. 428· δράκαινα Ἀναξίλας ἐν «Νεοτίδι» Ι. 3: τὸ ἄμικτον = ἀμιξία ΙΙ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294· ἄμ. πατήρ, σκυθρωπός, στρυφνός, δύσκολος, Εὐρ. Ἀποσπ. 502: - ἄμ. τινι = ὁ μὴ ἔχων σχέσιν πρὸς ἄλλους, ὁ ἀποφεύγων τὰς μετὰ τῶν ἄλλων σχέσεις, αὐτόθι 429· οὕτω καὶ ἐπὶ νόμων καὶ ἐθίμων· ἄμ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις Θουκ. 1. 77· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Σοφ. 254D. β. ἄνευ συνουσίας, ἤτοι σαρκικῆς μίξεως, Πλάτ. Πολιτ. 276Α· ἀμ. θηραίω ἀνδρός, μετ’ ἀνδρὸς ξένου, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 28. 2) ἐπὶ τόπων, ἄμ. αἶα, ἄξενος, ἀφιλόξενος γῆ, Εὐρ. Ι. Τ. 402· ἄμ. τόπος Ἰσοκρ. 202C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμικτος, -ον)
1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον
2. αμιγής, καθαρός
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος
2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος
3. αυτός που δεν συνουσιάζεται, δεν έρχεται σε σαρκική μίξη
4. (για τόπο) α) απολίτιστος
β) αφιλόξενος
5. το ουδ. ως ουσ. το ἄμικτον έλλειψη επικοινωνίας, ακοινωνησία
6. φρ. «ἄμικτος βοή», κραυγές που δεν μπορούν να ενωθούν και να αποτελέσουν αρμονία
«ἄμικτόν τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι», αρνούμαι να επιτρέψω την είσοδο κάποιου στην κοινωνία τους
7. επίρρ. ἀμίκτως και ἄμικτα
χωρίς ανάμιξη, άσμιχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μικτός < ἐμίγην, μείγνυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμιξία.
Greek Monotonic
ἄμικτος: -ον, I. αυτός που δεν είναι ανακατεμένος, αυτός που δεν αναμειγνύεται, σε Αισχύλ.
II. ανόθευτος, καθαρός, αγνός, σε Πλάτ.
III. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν συναγελάζεται με άλλους (πρβλ. μιγῆναι, έχω κοινωνικές επαφές), ακοινώνητος, απροσπέλαστος, λέγεται για τους Κενταύρους και τους Κύκλωπες, σε Σοφ., Ευρ.· ἀμ. τινι, δεν έχω σχέσεις με άλλους, στον ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για νόμους και έθιμα, ἄμ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.
2. λέγεται για τόπους, αφιλόξενος, τραχύς, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. unmingled, that will not mingle or blend, Aesch.
II. unmixed, pure, Plat.
III. of persons, not mingling with others (cf. μιγῆναι to have intercourse), unsociable, of Centaurs and Cyclopes, Soph., Eur.:— ἀμ. τινι having no intercourse with others, Eur.; so of laws and customs, ἄμ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc.
2. of places, inhospitable, Eur.
English (Woodhouse)
unapproachable, unmixed, unsociable, without admixture
Translations
irreconcilable
Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig