αρπάζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
και αρπάχνω (AM ἁρπάζω)
1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» — πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν.
«άρπαξε ο λύκος το πρόβατο»)
2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» — πρβλ. «ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἒπλεον ἁρπάσας» — όταν σε άρπαξα απ' την όμορφη Λακεδαίμονα, Όμ.)
3. (για άνεμο) αναρπάζω, παρασύρω («μου άρπαξ' ο αέρας το καπέλο» — πρβλ. «ἁρπασθεὶς ὑπὸ τοῦ ἀνέμου», Θουκ.)
4. παίρνω κάποιον λόγο ή κάποια σκέψη, προλαβαίνω και λέω κάτι πρώτος («τ' άρπαξες απ' το στόμα μου» — πρβλ. «Αἰσχύλος ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω» — ο Αισχύλος άρπαξε, πρόλαβε και έγραψε αυτό που θα διηγηθώ, Ηρόδ.)
5. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ γρήγορα, έχω ταχεία αντίληψη («ό,τι ακούσει το αρπάζει αμέσως»
«ό,τι αρπάξει το μάτι της το φτιάχνει το χέρι της» — πρβλ. «ἁρπάσας οὖν τὸ αἰνιχθὲν ἐκεῑνος» — αφού κατάλαβε αμέσως εκείνος τον υπαινιγμό, Πλούτ.)
6. παίρνω με τη βία, κλέβω ή λεηλατώ («άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις» — πρβλ. «ὁκὴ 'πιώρκεις ἡρπακὼς», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. προσβάλλομαι από αρρώστια («την άρπαξα τη γρίπη»)
2. πιάνω γρήγορα ή ξαφνικά
3. φρ. α) «άρπα τον ένα και χτύπα τον άλλο» — ο ένας είναι χειρότερος απ' τον άλλο, είναι εξίσου κακοί και οι δύο
β) «άρπαξε φωτιά το σπίτι, το μπαρούτι, το φουστάνι κ.λπ.» (για ξαφνική ανάφλεξη)
γ) «της άρπαξε ένα φιλί» — τη φίλησε ξαφνικά
4. (με άσεμνη σημασία) «τον αρπάζει» ή «τον άρπαξε» (για σαρκική σχέση)
5. καίω εξωτερικά, καψαλίζω
α) (μτβ.) «τ' άρπαξε ο φούρνος τα ψωμιά»
β) (αμτβ.) «άρπαξε το βραστό» — τσίκνισε
6. (-ομαι) α) οργίζομαι, με πιάνει ξαφνική οργή («μην αρπάζεσαι τόσο εύκολα»)
6) συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια («αρπάχτήκανε πάλι» — δέρνονται, μαλώνουν)
αρχ.
καταβάλλω, κυριεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. αρπάζω πιθ. < ρίζα άρπ- (πρβλ. άρπη) παρεκτεταμένη σε -άζω, ενώ η υπόθεση κατά την οποία το ρ. αρπάζω αποτελεί παράγωγο ονόματος με λαρυγγικό θ. αρπαγ-δεν είναι ικανοποιητική. Κατ' άλλη άποψη, από αρχική ρίζα rep- (πρβλ. ερέπτομαι, λατ. rapio «αρπάζω») > αρέπ- > ρ. αρέπω > αρεπάζω (πρβλ. αλύσκω -αλυσκάζω) > αρπάζω (με συγκοπή) > αρπάζω (με δασύτητα κατά τα αιρέω, είλον κ.λπ.), ενώ άλλοι ανάγουν τον τ. σε ρίζα serp- < ρίζα ser-, με παρέκταση (πρβλ. λατ. sarpiō και sarpō «κλαδεύω, αρπάζω»). Ο νεοελλ. τ. αρπάχνω < (αρχ. αόρ.) ηρπάχθην αντί ηρπάσθην κατά τα ρ. σε -νω, ο δε τ. αρπώ < (αόρ.) ήρπασα του αρπάζω κατά το σχήμα: έσπασα-σπω, γέλασα-γελώ κ.ά. Το ρ. αρπάζω απαντά ευρύτατα σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής γραμματείας, με βασικές σημασίες «αφαιρώ, απάγω» (γυναίκα, λεία), «κατάσχω» (όπλο), «λεηλατώ» (πόλη).
ΠΑΡ. άρπαγας (-αξ), αρπάγη, αρπαγή, άρπαγμα, αρπακτός (-χτός)
αρχ.
αρπάγδην, αρπακτήρ, αρπακτήριος αρπακτής
αρχ.-μσν.
αρπαγμός
νεοελλ.
αρπαξιά, αρπάχτης.
ΣΥΝΘ. αναρπάζω, αφαρπάζω, διαρπάζω, εξαρπάζω, συναρπάζω, υφαρπάζω
αρχ.
εισαρπάζω, καθαρπάζω, παραρπάζω, προαρπάζω
μσν.
ανθαρπάζω, εφαρπάζω
νεοελλ.
περιαρπάζω].