τέρμα

From LSJ
Revision as of 20:34, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρμα Medium diacritics: τέρμα Low diacritics: τέρμα Capitals: ΤΕΡΜΑ
Transliteration A: térma Transliteration B: terma Transliteration C: terma Beta Code: te/rma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A end, boundary, chiefly poet.:    I goal round which horses and chariots had to turn at races, περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib.462,466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib.333,358; ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El.686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh.1409b23.    2 mark set to show how far a quoit was thrown, ἔθηκε δὲ τέρματ' Ἀθήνη Od.8.193.    3 metaph., issue, event, A. Ag.781,1177 (both lyr.).    II generally, end, limit, δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr.286 (anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl., ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227.    2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει . . πρὸς αὐτὸτ. Id.El.1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr.362, S.OT1530 (troch.), E.Alc.643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr.1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr.100 (anap.), 186 (lyr.), 259; Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax.371e; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu.633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138.    3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67); κακῶν E.Supp. 369 (lyr.); πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av.705; τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10; τ. τέχνης Parrhas. 2; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag.1002 (lyr.); ἀγχόνης τέρματα Id.Eu.746; θανάτου τ. E.Hipp.140 (lyr.).    4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112; θεοὶ . . πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp.617 (lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter . ., Id.Or.1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge . ., S.OC725; δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ' . . ἔχετε AP12.170 (Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.)

German (Pape)

[Seite 1094] ατος, τό, 1) Ende, Gränze, Ziel; – a) das Ziel, um welches beim Wettfahren die Wagen nach links umbiegen mußten; dah. ἑλίσσειν περὶ τέρματα, στρέφειν, βάλλειν od. εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, Il. 23, 309. 323. 333. 462. 466. – b) das Ziel, bis zu welchem die Wettrenner laufen mußten, Il. 23, 332. 358. 757; δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου, Pind. O. 3, 33; u. übertr., δρόμου δ' ἔσωσας τῇ φύσει τὰ τέρματα, Soph. El. 678; τί τέρμα τόλμης καὶ θράσους γενήσεται, Eur. Hipp. 140. – c) das Malzeichen, durch welches beim Wettkampfe mit dem Diskos die Stelle bezeichnet wurde, wo ein Diskos niedergefallen war, Od. 8, 193. – 2) das äußerste Ende, z. B. des Laufes eines Flusses, Her. 4, 52; Εὐρώπης, 7, 54; πῆ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῖλαι, Aesch. Prom. 100; ὡς ἂν τέρματ' ἐκμάθῃς ὁδοῦ, 708, u. öfter; vgl. πολλῶν ἄκουσον τέρματ' αἰδοίων λόγων, Suppl. 450; jedes Aeußerste oder Höchste, Gipfel, τέρμ' ἀέθλων, Pind. I. 3, 85; τέχνης, der höchste Gipfel, die Vollendung der Kunst; βίου, das Ziel, der Gipfel des Lebens, Alter, Tod, Soph. O. R. 1530; vgl. Xen. Lac. 10, 1 u. Plut. Philop. 18; auch θανάτου τέρμα, Eur. Hipp. 140; auch in sp. Prosa, wie Luc. Tim. 20. – 3) bes. die oberste Gewalt, die letzte, höchste Entscheidung, θεοὶ ἁπάντων τέρμ' ἔχοντες, die Götter, die über Alles die höchste Gewalt od. Entscheidung haben, Eur. Suppl. 615; τέρμα σωτηρίας ἔχειν, die Macht haben Heil zu verleihen, Or. 1343; τέρμα Κορίνθου ἔχειν, die Obergewalt über Korinth haben, Simonds. 85; θεοί, οἳ φιλίης τέρματ' ἐμῆς ἔχετε, Diosc. 5 (XII, 170). – Auch adv. τέρμα, endlich, zuletzt, wie τέλος, Phocylid. 130.

Greek (Liddell-Scott)

τέρμα: τό, τέλος, ἄκρον, ὅριον, Λατ. terminus, κυρίως ποιητ.· 1) τὸ ἄκρον καθ’ ὃ ἐν τῷ ἀγῶνι οἱ ἵπποι καὶ τὰ ἅρματα ἔπρεπε νὰ κάμψωσι, καμπτήρ, περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν Ἰλ. Ψ. 309· βάλλειν ἢ εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα αὐτόθι 462, 466· τέρματα θεῖναι ἢ σημαίνειν αὐτόθι 333, 358, 757· ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Πινδ. Π. 9. 202· δρόμου τέρματα Σοφ. Ἠλ. 686, καὶ ἴδε ἐν λ. δωδεκάγναμπτος· ἔξω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6· - τὸ παρὰ Ρωμαίοις meta, ἀλλαχοῦ καμπτήρ, νύσσα. 2) τὸ σημεῖον ὅπερ ἐτίθετο ὅπως δεικνύῃ μέχρι τίνος ἔφθασε δίσκος τις ῥιφθείς, ἔθηκε δὲ τέρματ’ Ἀθήνη Ὀδ. Θ. 193. 3) μεταφορ., τέλος, ἀποτέλεσμα, συμβάν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 781, 1176, ΙΙ. καθόλου, τέλος, ὅριον, δολιχῆς τ. κελεύθου ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 284, πρβλ. 706, 823· ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 422· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ὁδοῦ τέρματα Θέογν. 1166Β· ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (ἐξυπακουομ. τῆς Εὐρώπης) Ἡρόδ. 7. 54· τέρματα συνάγουσι (ἐπὶ δύο ποταμῶν) συστέλλουσι τὰ ὅρια αὐτῶν, δηλ. πλησιάζουσι πρὸς ἀλλήλους καὶ οὕτως ἐλαττοῦσι τὸ μεταξὺ αὐτῶν διάστημα, ὁ αὐτ. 4. 53· - μεταφορ., τέρμα πλούτου, ὅριον..., Θέογν. 227. 2) τέλος ὡς πρὸς χρόνον ἢ τόπον, πρὸς τέρμα εἶναι, ἐπὶ τέρμ’ ἀφικέσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 828, Σοφ. Αἴ. 48· Ἑρμῆς σφ’ ἄγει... πρὸς αὐτὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1397· τ. βιότου, τὸ ὅριοντέλος τῆς ζωῆς, Σιμωνίδ. 85. 13· τ. τοῦ βίου ἢ βίου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 299, Σοφ. Ο. Τ. 1530, Εὐρ. Ἄλκ. 643· γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1081· τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου Αἰσχύλ. Πρ. 100, 184, 257· πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· - ἐπὶ τέρματι, ἐπὶ τέλους, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 634· οὕτω καὶ τέρμα ἀπολ., ὡς τὸ τέλος, Ψευδοφωκυλ. 130. 3) τὸ τέλος ἢ ὕψιστον σημεῖον, τ. ἀέθλων, τὸ βραβεῖον, Πινδ. Ι. 4. 115 (3. 86)· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 367· πρὸς τέρμασιν ὥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 705· τέρματα νίκης Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 302Α· τ. τέχνης Παρρασ. αὐτόθι 543Ε· - ἐνίοτε κεῖται ἁπλῶς ἐν περιφράσει, τέρματα ἐμπορίης ἀντὶ ἐμπορίη Θέογν. 1168· τέρμα ὑγιείας = ὑγίεια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1002· ἀγχόνης τέρματα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 746· τ. τῆς σωτηρίας Σοφ. Ο. Κ. 725· τ. θανάτου Εὐρ. Ἱππ. 140, Ὀρ. 1343. 4) ἡ ἄκρα ἢ ἡ ὑψίστη ἐξουσία, ἡγεμονία, τ. Κορίνθου ἔχω, εἶμαι ἡγεμών, βασιλεὺς τῆς Κορίνθου, Σιμωνίδ. 117, πρβλ. Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. ἕρμα 3, σημ.· θεοί... ἁπάντων τέρματ’ ἔχοντες Εὐρ. Ἱκέτ. 617, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 170· ἴδε τέλος, κῦρος. (Πρὸς τὸ τέρμα πρβλ. τὸ τέρμων, τέρθρον· Σανσκρ. t.ri, tar-âmi (trajicio), tir-as· Ζενδ. tar-ô (trans), tîr-as (ripa)· Λατ. ter-minus, in-tr-are, tr-ans).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. but, particul.
1 borne autour de laquelle évoluent les chars dans la carrière;
2 but pour le jet du disque;
3 fig. but : πρὸς τέρμα εἶναι ESCHL être près du but ; ἀφικέσθαι ἐπὶ τέρμα SOPH parvenir au but;
II. p. suite extrémité, terme : τέρμα κελεύθου ESCHL terme d’une route ; τέρμα φυγῆς ESCHL terme d’une fuite ; au plur. τέρματα Εὐρώπης HDT les extrémités de l’Europe ; fig. fin, cessation : μόχθων ESCHL, πόνων ESCHL terme des épreuves, des fatigues, des maux ; τέρμα βίου SOPH terme de la vie, la mort ; adv. • ἐπὶ τέρματι ESCHL à la fin, enfin.
Étymologie: R. Τερ, traverser, v. τείρω ; cf. lat. terminus, trans.

English (Autenrieth)

ατος (cf. τέλος, terminus): limit, goal; the turning-post in the race, Il. 23.307; a mark to show how far a quoit was thrown, Od. 8.193.

English (Slater)

τέρμα (τέρμ(α) nom., acc., -ασιν.)
   1 starting, finishing mark δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου (O. 3.33) ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος (P. 9.114) met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.71) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. ends in a trial of strength) (I. 4.67)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα του καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ' ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ.
δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.
ε. «πήποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῑλαι», Αισχύλ)
2. τερματισμός, λήξη (α. «το τέρμα της συνεδρίασης» β. «πλούτου δ' οὐδὲν τέρμα πεφασμένον ἀνθρώποισι», Θέογν.)
3. το σημείο ή η γραμμή που δείχνει την κατάληξη ενός αγώνα δρόμου
4. φρ. «το τέρμα του βίου» και «βιότου τέρμα» — τα βαθιά γεράματα ή το τέλος της ζωής, ο θάνατος
νεοελλ.
1. (στο ποδόσφαιρο, στην υδατοσφαίριση και στη χειροσφαίριση) η εστία μιας ομάδας, που ορίζεται από δοκάρια και δίχτια και την οποία πρέπει να παραβιάσει ο αντίπαλος ρίχνοντας την μπάλα για να σημειώσει επιτυχία
2. (κατ' επέκτ.) το πέρασμα της μπάλας πέρα από τη γραμμή της εστίας, γκολ («σημείωσε πέντε τέρματα»)
3. τελευταίος σταθμός συγκοινωνιακής γραμμής
4. μτφ. τελικός σκοπός, κατάληξη δράσης ή ενέργειας («το τέρμα τών προσπαθειών του»)
5. φρ. «θέτωβάζω] τέρμα στη ζωή μου» — αυτοκτονώ
μσν.
(ως επίρρ.) τέρμα
επιτέλους
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) α) (κατά την αρματοδρομία) το σημείο στο οποίο έπρεπε να κάνουν καμπή και να στρίψουν τα άρματα προς τα αριστερά, καμπτήρας, νύσσα
β) το σημάδι με το οποίο καθόριζαν ώς πού έφθανε ο δίσκος που έριχνε ένας αθλητής
2. (κατ' επέκτ.) το ανώτερο σημείο το οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος ή κάτι, αποκορύφωμα (α. «τέρμα ἀέθλων» — το βραβείο, Πίνδ.
β. «τέρματα νίκης», Αρχέστρ.)
3. (με γεν.) η τελειότητατέρμα τέχνης», Παρρ.)
4. μτφ. α) έκβαση, αποτέλεσμα
β) η ανώτατη εξουσία («τέρματα Κορίνθου ἔχω» — είμαι ηγεμόνας της Κορίνθου, Σιμων.)
5. φρ. α) «ἐπὶ τέρματι» — επιτέλους (Αισχύλ.)
β) «ὑγείας τέρμα» — η υγεία (Αισχύλ.)
γ) «ἀγχόνης τέρματα» — θάνατος με απαγχονισμό (Αισχύλ.)
δ) «θανάτου τέρμα» — ο θάνατος, Ευρ.)
ε) «τέρμα της σωτηρίας» — η σωτηρία (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τέρμα έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τη ρίζα ter- «τρυπώ, περνώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο, τέρθρο), με την κατάληξη -μα τών ουδέτερων ουσιαστικών και συνδέεται με τα λατ. termen, -inis και termo, -ōnis (πρβλ. τέρμων), καθώς και με το αρχ. ινδ. ρ. tarati, tirati «περνώ απέναντι». Στο ουδ. τέρμα αντιστοιχεί το αρσ. τέρμων, -ονος (πρβλ. μνῆμα: μνήμων). Στις λ. τέρμα, τέρμων και τέρθρον η ρίζα ter- «τρυπώ, περνώ» χρησιμοποιείται με τη σημ. του διαπερνώ, φθάνω ώς το τέλος].

Greek Monotonic

τέρμα: -ατος, τό, τέλος, όριο, Λατ. terminus·
I. 1. σημείο, άκρο γύρω από το οποίο έπρεπε τα άρματα να στρίβουν στους αγώνες, Λατ. meta, σε Ομήρ. Ιλ.· δρόμου τέρματα, σε Σοφ.
2. το σημάδι που τοποθετούνταν για να δείξει πόσο μακριά είχε ριφθεί ο δίσκος, σε Ομήρ. Οδ.
3. μεταφ., τέλος, αποτέλεσμα, γεγονός, σε Αισχύλ.
II. 1. γενικά, τέλος, όριο, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., σύνορα, σε Ηρόδ.
2. τέλος, πρὸς τέρμα εἶναι, ἐπὶ τέρμ' ἀφικέσθαι, έχοντας φτάσει στο όριο, έχοντας συναντήσει το τέρμα, σε Αισχύλ., Σοφ.· τέρμα βίου, τέλος ζωής, θάνατος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἐπὶ τέρματι, στο τέλος, σε Αισχύλ.
3. η άκρη ή το ψηλότερο σημείο, κακῶν, σε Ευρ.· πρὸς τέρμασιν ὥρας, σε Αριστοφ.
4. περιφραστ., τέρμα ὑγιείας = ὑγιεία, σε Αισχύλ.· τέρμα τῆς σωτηρίας, σε Σοφ.
5. ύψιστη εξουσία, ηγεμονία, τέρμα Κορίνθου ἔχειν, είμαι βασιλιάς της Κορίνθου, σε Σιμων.· θεοὶἁπάντων τέρμ' ἔχοντες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τέρμα: ατος τό
1) (на ристалищах) конечный столб, мета Hom., Pind., Soph., Arst.;
2) отметка, знак Hom.;
3) исход, результат: τ. δ᾽ ἀμηχανῶ Aesch. недоумеваю, каков будет исход;
4) конец, край, предел (τὰ τέρματα τῆς Εὐρώπης Her.): τ. θανάτου Eur. смертный конец; τ. τοῦ βίου Soph. жизненный предел, кончина; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν Eur. в самой глубокой старости; τέρματα ὥρας Arph. конец юности;
5) высшая степень, верх: τ. ὑγιείας Aesch. цветущее здоровье;
6) осуществление, исполнение: τ. τῆς σωτηρίας Soph. оказание помощи; ἀγχόνης τέρματα Aesch. повешение;
7) верховенство, высшая власть (ἁπάντων τ. ἔχειν Aesch.);
8) награда, приз (τ. ἀέθλων Pind.).

Middle Liddell

τέρμα, ατος, τό,
I. an end, boundary, Lat. terminus:
1. the goal round which chariots had to turn at races, Lat. meta, Il.; δρόμου τέρματα Soph.
2. the mark set to shew how far a quoit was thrown, Od.
3. metaph. an end, issue, event, Aesch.
II. generally, an end, limit, Aesch.; so in pl. boundaries, Hdt.
2. an end, πρὸς τέρμα εἶναι, ἐπὶ τέρμ' ἀφικέσθαι to have reached the limit, be at the end, Aesch., Soph.; τ. βίου the term or end of life, death, Soph., Eur., etc.; ἐπὶ τέρματι at last, Aesch.
3. the end or highest point, κακῶν Eur.; πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.
4. periphr., τέρμα ὑγιείας = ὑγιεία, Aesch.; τ. τῆς σωτηρίας Soph.
5. the highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.; θεοὶ ἁπάντων τέρμ' ἔχοντες Eur.

Frisk Etymology German

τέρμα: {térma}
Grammar: n.
Meaning: ‘Ziel (der Rennbahn), Endpunkt, höchster Punkt, oberste Gewalt’ (vorw. ep. poet. seit Il.).
Composita : Als Vorderglied m τερμοδρομέω ans Ziel laufen (Man.), τερματοῦχος H. als Erld. von βαλβιδοῦχος. Oft als Hinterglied (auch auf τέρμων beziehbar). z.B. ἀτέρμων ohne Ende, grenzenlos (A., E., Arist. u.a.).
Derivative: Davon 1. τέρμιος am Ende befindlich, letzt (S.); vgl. στόμιος von στόμα. 2. -ιεύς m. Bein. des Zeus (als Inhaber der obersten Gewalt oder als Grenzwächter? Lyk.), vgl. Bosshardt 66 f.; nach Πολιεύς, nicht mit Bosshardt von τέρμιος. 3. -ιόεις Beiwort von ἀσπίς (H 804), von χιτών (τ 242, Hes. Op. 537), Bed. unklar (nach den Alten = ποδηνεκής, zustimmend Picard Rev. arch. Sér. 6 : 46, 68ff.), vgl. Trümpy, Fachausdrücke 24; Bildung wie τειχιόεις (s. zu τειχος m. Lit.); daraus τέρμις· πούς H. (anders darüber Lejeune Mem. de phil. myc. 338f. und Minos N. S. 9,35m. A. 62 anläßlich myk. te-mi-dwe-te, -ta; noch anders v. Blumenthal Hesychst. 46). 4. -άζω begrenzen (Tab.Heracl., ThermonIIIa) mit -αστῆρες pl. m. Grenzbehörden (Epid.IIIa; Fraenkel Nom. ag. 1, 159 m. A. 1). 5. -ατίζω, ganz vereinzelt m. ἀπο-, ἐπι-, ib. (Str., S.E., Vett. Val. u.a.). — Daneben τέρμων, -ονος m. Ende, Grenze, Kante (A., E., hell. u. sp. Prosa; wie μνῆμα : μνήμων u.a.) mit τερμόνιος am Ende befindlich (A. Pr. 117 [lyr.]), -ονίζω abgrenzen, -ονισμός Abgrenzung (Epid. IIIa); erweitert τερμοσύνα f. (Trag.Adesp. 509 [lyr.]), Gelegenheitsbildung (Wyss -σύνη 40).
Etymology : Zu τέρμα bzw. τέρμων stimmen lat. termen, -inis n. bzw. ter-, -ōnis m. Grenzstein, Markstein, Grenze ebenso wie, formal, aind. tárman- n. Spitze des Opferpfostens (unbel.), su-tárman- eine schöne Überfahrt gewährend (RV; vom Schiff); dazu mit thematischer Erweiterung lat. terminus und umbr. termnom-e ad terminum. Hierher noch venet. termo terminus, auch heth. tarma- Nagel, Pflock, wenn urspr. *’Grenzpflock’ (Stammvokal mehrdeutig; Kronasser ̨ 102, 4); vgl. indessen auch zu τόρμος. Das zugrunde liegende Verb ist in aind. tárati, tiráti übersetzen, hinüberfahren vorhanden. —Uralte Beziehung zu τετραίνω, τείρω durchbohren ist nicht ausgeschlossen. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 732 ff., Pok. 1074 f., Bq s. τέρμα und τερμιόεις, W.-Hofmanns.terminus, Mayrhofer s. tárma. S. auch τέρθρον.
Page 2,880