ἐπεξέρχομαι

From LSJ
Revision as of 20:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξέρχομαι Medium diacritics: ἐπεξέρχομαι Low diacritics: επεξέρχομαι Capitals: ΕΠΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epexérchomai Transliteration B: epexerchomai Transliteration C: epekserchomai Beta Code: e)pece/rxomai

English (LSJ)

(v. ἐπέξειμι),
A march out, make a sally, Hdt.3.54, 6.101, Th.3.26, etc.; ἐπεξέρχομαι τινὶ ἐς μάχην Id.5.9; of a message, ἐπεξέρχομαι τινί = reach him, Hdt.8.99 codd. (ἐπεσέρχομαι Reiske).
2 proceed against, prosecute, τινί Antipho1.1: generally, τῷ δράσαντι Th.3.38; attack, Pl.Prt.345d; ἐπεξέρχομαι τινὶ φόνου = proceed against one for murder, Id.Euthphr.4d; also ἐπεξέρχομαι τινὶ δίκην Id.Lg. 866b; (γραφήν) follow it up, Lex ap. D.21.47; ἐπεξέρχομαι φόνον Antipho2.1.2: abs., ἐπεξέρχῃ λίαν = thou visitest with severity, E.Ba.1346: c. acc. pers., prosecute, Lys.31.18; punish, Plu.Caes.69; τὴν πόλιν E.Andr. 735: c. dat., take vengeance for, Nic.Dam.130.18J.
3 proceed to an extremity, κἀπαπειλῶν ὧδ' ἐπεξέρχῃ; S.Ant.752; ἐ. πρὸς τέλος ἁπάσης πολιτείας Pl.Lg.632c.
4 follow up, τῇ παρούσῃ τύχῃ Th.4.14; pursue, develop, an argument, τῷ λόγῳ Pl.R.361d, Grg.492d.
II c. acc., go through or go over, πάντα τῆς χώρης Hdt.4.9; τὸ πᾶν γὰρ ἐ. διζήμενον Id.7.166.
2 carry out, accomplish, ἔργῳ τι (opp. ἐνθυμεῖσθαι) Th.1.120; opp. ἐπινοεῖν, ib.70; πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν = try every course, Id.5.100: abs., opp. παραινέσαι, ib.9; νίκην App.BC 5.91; ἐ. τι εἰς τέλος Luc.JTr.17.
3 discuss, relate or examine accurately or examine fully, οὐδ' εἰ πάντ' ἐ. σκοπῶν S.Fr.919, cf. A.Pr.870, Th. 3.67, Pl.Lg.672a; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐ. Th.1.22; τι δι' ὀλίγων Pl.Lg.778c.

German (Pape)

[Seite 916] (s. ἔρχομαι), 1) gegen Einen ausgehen, ausrücken, einen Ausfall oder Streifzug gegen Einen machen; Thuc. 3, 26; Xen. An. 5, 2, 7 u. öfter; αὐτοῖς ἐς μάχην Thuc. 5, 9, öfter, wie Sp.; darauf losgehen, ἀπειλῶν Soph. Ant. 748; τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι Plat. Prot. 345 d. – Bes. gerichtlich verfolgen, belangen, τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1, τὸν φόνον 2, 2, Klage wegen Mord erheben; τῷ πατρὶ φόνου, den Vater eines Mordes wegen, Plat. Euthyphr. 4 d; τινὶ δίκην Legg. IX, 866 b u. öfter bei den Rednern; züchtigen, bestrafen, πόλιν Eur. Andr. 736; vgl. Plut. Caes. 69; übh. gegen oder mit Jemand verfahren, τινί, sich an ihm rächen, Thuc. 3, 38. – 21 weiter-, fortgehen, ἐπ' ὅσον ὕβρις ἐπεξῆλθε, wie weit der Übermuth ging, Her. 3, 80; πρὸς τέλος, zu einem Ziel, Plat. Legg. I, 632 c; bes. in der Rede, εἰς τέλος τούτων τῷ λόγῳ Phil. 23 b; χώραν, ganz durchgehen, Xen. An. 7, 8, 25, vgl. ἐπέξειμι; ausführlich durchgehen, auseinandersetzen, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν τορῶς Aesch. Prom. 870; ἀκριβείᾳ περί τινος Thuc. 1, 22; auch δι' ὀλίγων, Plat. Legg. VI, 778 c; τῷ πράγματι Clitoph. 408 d; πᾶν, Alles unternehmen, Thuc. 5, 100 u. Sp.; vgl. τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον, er habe Alles durchsucht, Her. 7, 166; ἐπὶ τέλος, ἐπὶ πέρας τι, zu Ende bringen, Luc. Iup. Trag. 17 Bacch. 17; τὴν νίκην, den Sieg verfolgen, App. B. Civ. 5, 91; vgl. τῇ παρούσῃ τύχῃ ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἐπεξελθεῖν, so weit wie möglich verfolgen, Thuc. 4, 14; ἔργῳ τι, durch die That ausführen, D. Hal. 6, 43; vgl. Thuc. 1, 120 ἐνθυμεῖται γὰρ οὐδεὶς ὁμοῖα τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξέρχομαι: (ἴδε ἐπέξειμι), ἐξέρχομαι ἐναντίον τινός, κάμνω ἔξοδον, Ἡρόδ. 3. 54., 6. 101, Θουκ. 3. 26, κλ.˙ ἐπ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 5. 9˙ ἐπὶ ἀγγελίας, ἐξικνοῦμαι, φθάνω ἔκ τινος μέρους εἴς τινα μετά τι, ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε οὕτω, κτλ., Ἡρόδ. 8. 99. 2) ὡς δικαν. λέξις, καταδιώκω τινὰ δικαστικῶς, κατηγορῶ, καταγγέλλω, τινι Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 3. 38, κλ.˙ ἐπ. τινι φόνου, καταδιώκειν τινὰ (δικαστικῶς) διὰ φόνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D· ὡσαύτως, ἐπ. δίκην ἢ γραφὴν παρακολουθεῖν, διεξέρχομαι, ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 866Β. Νόμος παρὰ Δημ. 529. 25˙ ἐπ. φόνον Ἀντιφῶν 115. 9˙ ἀπόλ., ἀλλ’ ἐπεξέρχει λίαν, κολάζεις, τιμωρεῖς αὐστηρῶς, Εὐρ. Βάκχ. 1346˙ μετ’ αἰτ. προσώπου, Πλουτ. Καῖσ. 69˙ τὴν πόλιν Εὐρ. Ἀνδρ. 735, ἔνθα ἴδε Δινδ. 3) προβαίνω μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νά, ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ’ ἐπεξέρχει θρασύς; φθάνεις λοιπὸν μέχρι τοῦ σημείου ὥστε καὶ νὰ ἐπαπειλῇς θρασέως; Σοφ. Ἀντιγ. 752˙ ἐπ. πρὸς τέλος Πλάτ. Νόμοι 632C. 4) παρακολουθῶ, τῇ παρούσῃ τύχῃ Θουκ. 4. 14˙ τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 349Α, 361Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι διὰ μέσου ἢ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, χώρην Ἡρόδ. 4. 9˙ τὸ πᾶν γὰρ ἐπεξελθεῖν διζήμενον ὁ αὐτὸς 7. 166. 2) φέρω εἰς πέρας, ἐκτελῶ, ἔργῳ τι Θουκ. 1. 120˙ πᾶν ἐπεξέρχομαι, δοκιμάζω πᾶν μέσον, 5. 100 (καὶ οὕτως ἀναγνωστέον ἐν 1. 70 ἀντὶ ἐξέλθωσι)˙ τὴν νίκην Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91˙ ἐπ. τι εἰς τέλος Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 17. 3) συζητῶ, διηγοῦμαι ἢ ἐξετάζω μετ’ ἀκριβείας ἢ ἐντελῶς, Λατ. oratione persequi, οὐδ’ εἰ πάντ’ ἐπεξέλθοις σκοπῶν Σοφ. Ἀποσπ. 659, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 870, Θουκ. 3. 67, Πλάτ. Νόμ. 672 Α˙ ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Θουκ. 1. 22˙ δι’ ὀλίγων Πλάτ. Νόμοι 778C.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεξελεύσομαι, ao.2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα;
I. s’avancer contre :
1 marcher contre (l’ennemi) τινι;
2 fig. poursuivre en justice;
3 chercher à se venger de, τινι ; châtier, punir, acc.;
II. s’avancer jusqu’à : ἐπ. τινι parvenir à qqn en parl. d’un message ; ἐπ. χώρην HDT parcourir complètement un pays ; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. THC poursuivre avec soin l’examen de chaque point ; ἐπ. ἔργῳ τι THC achever complètement une entreprise.
Étymologie: ἐπί, ἐξέρχομαι.

Greek Monolingual

(AM ἐπεξέρχομαι)
1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι
2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.)
3. εξετάζω με ακρίβεια
αρχ.-μσν.
εκδικούμαι
αρχ.
1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ ἐπισκήψαντος τοῦ πατρὸς ἐπεξελθεῖν τοῖς αὐτοῦ φονεῡσι μὴ ἐπέξειμι»
2. καταφθάνω («ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε», Ηρόδ.)
3. φθάνω σ' ένα σημείο («κἀπειλῶν ὧδ' ἐπεξέρχη;», Σοφ.)
4. παρακολουθώ
5. διευκρινίζω
6. περνώ ανάμεσα
7. ερευνώ
8. εκτελώ, φέρνω σε πέρας («ἐνθυμεῑται γὰρ οὐδεὶς ὁμοίᾳ τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται», Θουκ.)
9. επιχειρώ, δοκιμάζω.

Greek Monotonic

ἐπεξέρχομαι: (βλ. ἐπέξειμι),·
I. 1. εξέρχομαι εναντίον, εξορμώ εναντίον, τινι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για αγγελία, είδηση, ἐπ. τινι, φθάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ.
2. προχωρώ, βαίνω εναντίον, διώκω ποινικώς, μηνύω, καταγγέλλω, τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. τιμωρώ, σε Ευρ.
3. προχωρώ, προβαίνω στο έσχατο σημείο ώστε να, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. με αιτ. τόπου, διασχίζω ή διέρχομαι, διατρέχω, σε Ηρόδ.
2. φέρνω εις πέρας, πετυχαίνω, εκτελώ, σε Θουκ.· πᾶν ἐπεξ., δοκιμάζω κάθε μέσο.
3. συζητώ, διηγούμαι ή εξετάζω με ακρίβεια ή πλήρως, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἀκριβείᾳ περί ἑκάστου ἐπ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεξέρχομαι: (= ἐπέξειμι) (fut. ἐπεξελεύσομαι, aor. 2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα)
1) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, идти войной, выступать (τινι Her., Thuc.; перен. τῷ ῥήματί τινος Plat.): ἐπεξελθεῖν μηκέτι προσδεχομένῳ μάχην Plut. напасть на уже не ожидавшего боя (противника), т. е. врасплох;
2) преследовать в судебном порядке (τινι φόνου Plat.): ἐ. τινι δίκην Plat. или γραφήν Dem. возбудить против кого-либо судебное дело;
3) карать, наказывать (ἀδίκημα Plut.; τὴν πόλιν Eur.); воздавать, мстить (τῷ δράσαντι Thuc.);
4) доходить, достигать (ἡ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα Her.): εἴδετε τὴν ὕβριν ἐπ᾽ ὅσον ἐπεξῆλθε Her. вы видите, до чего дошло своеволие (Камбиса);
5) проходить (вдоль и поперек) (πάντα τὰ τῆς χώρης Her.);
6) тщательно разбирать, рассматривать (ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου Thuc.): τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον Her. тщательно обыскав все, но πᾶν ἐπεξελθεῖν Thuc. испробовать все средства; μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν Aesch. долго рассказывать об этом; ἐ. τι πρὸς τέλος Plat., εἰς τέλος Plat., Luc. и ἐπὶ πέρας Luc. доводить что-л. до конца; ἔργῳ ἐ. Thuc. приводить в исполнение.

Middle Liddell

[v. ἐπέξειμι
I. to go out against, make a sally against, τινι Hdt., Thuc., etc.; of a message, ἐπ. τινι to reach him, Hdt.
2. to proceed against, prosecute, τινι Thuc., etc.:—c. acc. pers. to punish, Eur.
3. to proceed to an extremity, Soph., Eur.
II. c. acc. loci, to go through or over, traverse, Hdt.
2. to carry out, accomplish, execute, Thuc.; πᾶν ἐπεξ. to try every course.
3. to discuss, relate or examine accurately or fully, Aesch., Thuc.; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Thuc.