χάσκω
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
Anacr.14.8, Ar.V.1493 (anap.); subj. A χάσκῃς Id.Eq.1032 (hex.); inf. χάσκειν X.Eq.10.7, (ἐγ-) Ar.V.721; part. χάσκων Sol. 13.36, Hp.Art.30, f.l. in Ar.Eq.1018 (hex.), (ἀνα-) Id.Av.502(anap.): Ion. fem. χασκευσα Herod.4.42 Pap. (also Med. χασκόμενοι Cass.Pr. 20): pres. χαίνω only in late writers, Phld.Rh.2.189 S., Antig.Mir. 128, AP9.797 (Jul.), 11.242 (Nicarch.), Gal.7.686, Gp.10.30 tit., etc., (ἐπι-) Luc.DMort.6.3, (περι-) Ael.NA3.20: fut. χᾰνοῦμαι (ἐγ-) Ar.Eq. 1313 (troch.), (ἀνα-) Hp.Steril.217, Superf.29, etc.: aor. 2 ἔχᾰνον Il.4.182, al., Hp.Art.30, S.Aj.1227, Ar.V.342 (lyr.), etc.; aor. 1 ἔχᾱνα Aesop.223: pf. κέχηνα Il.16.409, Hp.Coac.487, etc.; Dor. 3pl. κεχάναντι Sophr.25 (Hdn.Gr.2.793 cites κεχήνετε from Ar.Ach.133, and A.D.Adv.197.31 has κέχαγκα): plpf. ἐκεχήνεσαν Ar.Eq.651; early Att. κεχήνη Id.Ach.10.—Used by Hom. only in aor. 2 χάνοι, χανών, and pf. part. κεχηνώς:—yawn, gape, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών then may earth yawn for me, i.e. to swallow me, Il.4.182, 8.150, cf. 17.417; especially of opening the mouth wide, [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανών 16.350; ἕλκ' ἐκ δίφροιο κεχηνότα ib.409; ἐάλη τε χανών, of a lion, 20.168; πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, of one drowning, Od.12.350: c. acc., στόμα χάσκων AP11.418 (Trajan); of a wound, v.l. in S.Fr.508; of shellfish, αἵ γα μὰν κόγχαι . . κεχάναντι πᾶσαι Sophr. l.c.; ἐπεὰν ὁ κροκόδειλος . . χάνῃ . . πρὸς τὸν ζέφυρον Hdt.2.68; of a goose, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Eub.115; of fruit, burst with ripeness, M.Ant.3.2, Gp.l.c. 2 after Hom., gape in eager expectation, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Sol.l.c.: freq. in Com., ὅτε δὴ 'κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον when I was all agape, Ar.Ach.10; λύκος ἔχανεν the wolf opened his mouth (for nothing), prov. of disappointed hopes, Id.Fr.337, cf. Eub.15.11, Euphro 1.30: with Preps., πρὸς ταῦτα κεχηνώς Ar.Nu.996 (anap.); πρὸς ἄλλην τινὰ χάσκει Anacr. l.c., cf. Ar.Eq.651,804 (anap.), Porph.Marc.9, etc.; ἔς τι (sc. νόμισμα) Philostr.VA2.7; ἄνω κεχηνώς, of a stargazer, Ar.Nu.172, cf. Av.51, Pl.R.529b; ὧδε χὧδε χ. Herod.4.42; κεχηνότες gaping fools, Ar.Ra.990 (lyr.), cf. Eq.261 (troch.), V.617 (anap.), and v. Κεχηναῖοι. 3 yawn from weariness, ennui, or inattention, Id.Ach.30; ὅταν σύ που ἄλλοσε χάσκῃς Id.Eq.1032 (hex.), cf. Lys.426; χάσκεις αὐτός; are you yawning? paying no attention? Mnesim.4.22 (anap.). 4 metaph., ἀναπληροῦν τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας fill the lacuna, A.D. Synt.266.22. II less freq., speak with open mouth, utter, c. acc., σὲ δὴ τὰ δεινὰ ῥήματ' . . καθ' ἡμῶν . . χανεῖν; S.Aj.1227; τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν; Ar.V.342 (lyr.); ὀϊζυρόν τι χανοῦσα Call.Ap.24. III in Paus.6.21.13, if the text be correct, it must be trans., χανεῖν . . τὴν γῆν . . τὸ ἅρμα opened and swallowed the chariot.—Not in A. (exc. in compd. προσ-, q.v.) or E.; rare in early Prose, exc. Hp.; once in Hdt. (v. supr. 1.1).
German (Pape)
[Seite 1340] im praes. u. imperf. gebräuchlicher als χαίνω, offenstehen, gähnen, aufklaffen, bes. den Mund weit offen haben, das Maul aufsperren; Sol. 5, 36; Ar. Equ. 1013; ἄλλοσέ που 1027; πρός τινα, Einen mit weitem Maule angaffen, Anacr.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
s'ouvrir, s'entrebâiller ; d'où
1 bâiller par indolence, ennui ou inattention;
2 particul. demeurer bouche bée.
Étymologie: R. Χα, être béant ; cf. χάος, lat. hio, hisco.
Russian (Dvoretsky)
χάσκω: (praes. Anth.; impf. как у χαίνω) широко разевать рот: ἄλλοσε χ. Arph. зевать по сторонам; χ. πρός τινα Anacr. жадно разглядывать или высматривать кого-л. - см. тж. χαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
χάσκω: Ἀνακρ. 13. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1493· ὑποτακ. χάσκης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1018, 1032· ἀπαρ. χάσκειν Ξεν. Ἱππ. 10, 7, (ἐγ-) Ἀριστοφ. Σφ. 721· μετοχ. χάσκων Σόλων 12. 36, (ἀνα-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· - ὁ ἐνεστ. χαίνω ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγεν. Ἀνθ. Παλατ. 9. 797., 11. 242, Διοσκ., κλπ.· (ἐπι-) Λουκ. Νεκρ. Δ. 6. 2, (περι-) Αἰλ. περὶ Ζῴων 3. 20· - ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος τούτου σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, - μέλλ. χανοῦμαι (ἐγ) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1313, κλπ.· (περὶ τοῦ τύπου χήσομαι, ἴδε χανδάνω ἐν τέλ)· - ἀόρ. ἔχᾰνον Ὅμ. καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀόρ. α΄ ἔχᾱνα Αἴσωπος 223 Halm.· - πρκμ. κέχηνα αὐτ.· Δωρ. γ΄ πληθ. κεχάναντι Σώφρων 51 Ahr. κέχαγκα μόνον ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 611· - ὑπερ. ἐκεχήνειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 651· Δωρ. καὶ ἀρχ. Ἀττ.· ’κεχήνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 10 - Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. β' χάνοι, χανών. καὶ μετοχ. πρκμ. κεχηνώς. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, κατ’ ἐπέκτασιν ΧΑΝ, παράγοντα τὰ χάος, χάσκω, χανεῖν, χαῦνος· πρβλ. Λατ. hi-o, his-co· Ἀρχ. Σκανδ. gin-a· Ἀγγλο-Σαξον. gîn-an (yawn)· Ἀρχ. Γερ. g-êm, gin-êm, (gähnen)· Σλαυ. zi-jati (hio).) Χάσκω, χαίνω, ἀνοίγω, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών, «τότε με γῆ χάσματι δεχθείη. οὐ γὰρ ἐπιθετικῶς λέγειν αὐτὴν εὐρεῖαν, ἀλλὰ τὴν εὐρὺ τῇ διαστάσει χάσμα ποιοῦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 182, Θ. 150, πρβλ. Ρ. 417· ἰδίως, ἀνοίγω τὸ στόμα πολύ, χάσκω, τὸ δ’ (δηλ. αἷμα) ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανὼν Π. 350· ἕλκ’ ἐκ δίφροιο κεχηνότα αὐτόθι 409· ἑάλη τε χανών, «ἑάλη, συνεστράφη, εἰλήθη» Σχόλ., ἐπὶ λέοντος, Υ. 168· πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγομένων, Ὀδ. Μ. 350· ἐπὶ τραύματος, Σοφ. Ἀποσπ. 449 ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, αἵ γα μὰν κόγχαι .. κεχάναντι πᾶσαι Σώφρων 51 Ahr.· ἐπὶ χηνῶν, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ἐπὶ καρπῶν, ἰδίως τῆς ῥοιᾶς, «σκάζω», Γεωπ. 10. 30, 1. 2) μεθ’ Ὅμ., μάλιστα παρὰ τοῖς κωμικοῖς, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Σόλων 12. 36· ὅτε δὴ ’κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον, ὅτε μὲ στόμα ἀνοικτὸν περιέμενα τὸν Αἰσχύλον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 10· λύκος ἔχανεν, ἤνοιξε τὸ στόμα του (μάτην), παροιμία ἐπὶ ἐλπίδων ἀποτυχουσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 319, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 11, Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· - οὕτω μετὰ προθέσεων, πρὸς ταῦτα κεχηνὼς Ἀριστοφ. Νεφ. 996· πρὸς ἄλλον τινὰ χάσκει Ἀνακρ. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, 803· χ. περί τι Jacobs εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 847· ἄνω κεχηνώς, ἐπὶ ἀνθρώπου χάσκοντος πρὸς ἄστρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 173, πρβλ. Ὀρν. 51, Πλάτ. Πολ. 529Β· κεχηνότες, «χάχηδες», 990, πρβλ. Ἱππ. 261, Σφ. 617, καὶ ἴδε Κεχηναῖοι. 3) χάσκω ἐκ κοπώσεως, ἐξ ἀνίας ἢ ἐξ ἐλλείψεως προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 30· ὅταν σύ που ἄλλοσε χάσκῃς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1032, πρβλ. Λυσί. 426· χάσκεις αὐτός; τί; δὲν προσέχεις; Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 22. ΙΙ. σπανιώτερον ὁμιλῶ μὲ χάσκον στόμα, ὡς τὸ Λατ. hisco, μετ’ αἰτ., τὰ δεινά ῥήματ’ ... καθ’ ἡμῶν ... χανεῖν; Σοφ. Αἴ. 1227· τοῦτ’ ἐτόλμησεν χανεῖν; Ἀριστοφ. Σφ. 342· ὀϊζυρόν τι χανεῖν; Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 24. ΙΙΙ. παρὰ Παυσ. 6. 21, 13, εἰ τὸ κείμενον ἔχει ὀρθῶς, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς μεταβατ., χανεῖν … τὴν γῆν ... τὸ ἅρμα, ἡ γῆ ἤνοιξε καὶ κατέπιε τὸ ἅρμα. - Ἐκ τῶν τραγικῶν μόνος ὁ Σοφοκλῆς χρῆται τῷ ῥήματι τούτῳ.
English (Autenrieth)
see χαίνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό
2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω
3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, -υία, -ός
βλ. χαίνω
μσν.
(για καρπούς) σχάζομαι
αρχ.
1. μιλώ με το στόμα ανοιχτό
2. (πιθ. και ως μτβ.) ανοίγω και καταπίνω κάτι («χανεῖν... τὴν γῆν... τὸ ἅρμα», Παυσ.)
3. (το αρσ. μτχ. παρακμ. με σημ. επιθ.) κεχηνώς
αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό, χάχας, χαζός, ευήθης
4. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κεχηνός
το σκοτεινό και ασαφές σημείο ενός κειμένου
5. παροιμ. φρ. «λύκος ἔχανεν» — λεγόταν για να δηλώσει ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. χαίνω (< ghăn-jo) όσο και ο αρχαιότερος τ. χάσκω (< ghәsko) ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ghn- μιας μορφής ghen- της ΙΕ ρίζας ghe- «χάσκω». Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή» και gana «χάσκω», καθώς και το λατ. hisco, το οποίο έχει και την ίδια σημ. και το ίδιο επίθημα με το χάσκω. Ωστόσο, αρχαιότεροι τ. αυτού του ρηματ. συστήματος πρέπει να θεωρηθούν ο αόρ. ἔχανον και ο παρακμ. κέχᾱνα/ κέχηνα, από τους οποίους, κατά μία άποψη, πρέπει να υποτεθεί ένας αρχικός τ. ενεστ. χᾰνημι ή χᾰνω. Από το ίδιο θ. χᾰν-, εκτός από τον ενεστ. χαίνω (< χᾰν-jω με ενεστ. επίθημα -jω), έχουν επίσης σχηματιστεί το ουσ. χάνος, το επίρρ. χανδόν και τα σύνθ. σε -χανής, ενώ παράλληλα απαντά και ένα θ. χᾱν-, από όπου οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χήνημα και χηνῆσαι, καθώς και το β' συνθετικό -χήνη (πρβλ. κατα-χήνη, κυσο-χήνη). Τα παρ. χάσμα και χάσμη μπορεί να έχουν σχηματιστεί είτε από το χάσκω είτε από το χαίνω (πρβλ. φαίνω: φάσμα). Τέλος, υπάρχουν και οι εκφραστικοί σχηματισμοί χανύω και χανύσσω από ένα θ. χᾰνυ-, το οποίο, κατά μία άποψη, προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. χάνῡμι. Για τη σύνδεση του χανύω με τους τ. χαῦνος, χάος, πρβλ. το σχήμα γάνυμαι: γαῦρος.
Greek Monotonic
χάσκω: (√ΧΑ ή ΧΑΝ), μεταγεν. ενεστ. χαίνω, μέλ. χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἔχᾰνον, παρακ. κέχηνα, υπερσ. ἐκεχήνειν, Δωρ. και αρχ. Αττ. 'κεχήνη·
I. 1. Λατ. hio, ανοίγω, χάσκω, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών, τότε η γη άνοιξε για μένα, δηλ. για να με καταπιεί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς κῦμα χανών, λέγεται για κάποιον που πνίγεται, σε Ομήρ. Οδ.
2. στέκομαι με το στόμα ανοιχτό (σε κωμική εκδοχή), χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα, σε Σόλωνα· ὅτε δὴ 'κεχήνη, όταν καθόμουν με το στόμα ανοιχτό, σε Αριστοφ.· ομοίως, πρὸς ταῦτα κεχηνώς, στον ίδ.· κεχηνότες, χάσκωντες ανόητα, στον ίδ.
3. χασμουριέμαι (από πλήξη, ανία, κόπωση), σε Αριστοφ.
II. σπανιότερα, μιλώ με ανοιχτό το στόμα, αρθρώνω, Λατ. hisco, με αιτ., τὰ δεινὰ ῥήματα χανεῖν, σε Σοφ.· τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[Root !χα or !χαν]
I. Lat. hio, to yawn, gape, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών then may earth yawn for me, i. e. to swallow me, Il.; πρὸς κῦμα χανών, of one drowning, Od.
2. to gape (in eager expectation), χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Solon; ὅτε δὴ 'κεχήνη when I was all agape, Ar.; so, πρὸς ταῦτα κεχηνώς Ar.; κεχηνότες gaping fools, Ar.
3. to yawn (from weariness, ennui, or inattention), Ar.
II. more rarely, to speak with open mouth, to utter, Lat. hisco, c. acc., τὰ δεινὰ ῥήματα χανεῖν; Soph.; τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν; Ar. Hence
Frisk Etymology German
χάσκω: (ion. att.),
{kháskō}
Forms: χαίνω (hell. u. sp.), Aor. 2 χανεῖν, Perf. κέχηνα (beide seit Il.), Aor. 1. Konj. καταχήνῃ (H.; vgl. unten), dor. ἔχανα (Aesop.), Perf. 3. pl. κεχάναντι (Sophr.), Fut. χανοῦμαι (ion. att.),
Grammar: v.
Meaning: klaffen, gähnen, den Mund aufsperren.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐν-, περι-, ὑπο-,
Derivative: Davon A. Adv. χανδόν mit aufgesperrtem Munde, gierig (φ 294, hell. u. sp. Epik, sp. Prosa; Haas Μνήμης χάριν 1, 134, 142, 144), χανδοπόται m. pl. (AP: χανδὸν πιεῖν· κεχηνότως καὶ ἀθρόως πιεῖν ὅλῳ στόματι H.); χανδά ib. (A. D.). — B. Subst. 1. χάσμα n. klaffende Öffnung, Abgrund, Schlund (seit Hes.) mit -άτιον n. Demin. (Hero, Sch.), -ατίας m. Erdbeben, wobei die Erde birst (Arist., Posidon.; vgl. βρασματίας u.a. s. βράσσω). 2. χάσμη f. ‘das Gähnen, bes. vor Schläfrigkeit’ (Hp., Pl. u.a.) mit -άομαι, vereinzelt m. ἀντι-, ἐπι-, κατα- (ion. att.), -έομαι (Theok.) gähnen, mit offenem Munde stehen mit χάσμημα n. offenes Maul (Ar. Av. 61), -ησις f. = χάσμη (H., EM, Eust.); -ώδης (auch auf χάσμα beziehbar) immer gähnend, gleichgültig (D. L., Plu.), auch metr. hiatusbildend (A. D.) mit -ωδία f. Hiatus, -ωδέω einen Hiatus bilden, schaffen (Eust.). —3. χάνος n. Schlund, Mund (Kom. Adesp.); dazu, wenn nicht eher direkt zu χανεῖν, u.a. ἀχανής (< ἁ- dissimiliert) klaffend, weit geöffnet, ausgedehnt, unermeßlich (Parm., Arist., hell. u. sp.) mit ἀχάνεια f. weite Öffnung, Ausdehnung, Unermesslichkeit (sp.), auch (mit α priv.) nicht weit geöffnet, mit geschlossenem Munde (Thphr., Hegesipp. Kom., Plb., Luk. u.a.). — C. Verba. 1. χασκάζω begaffen, angaffen (Ar. V. 695 [anap.]) mit -αξ, -ακος m. Begaffer (Eust.). 2. -ωρεῖν· περιβλέπειν H. (nach θεωρεῖν u.a.). 3. χανύειν· βοᾶν, χανύσσει· βοᾷ (cod. βία), καλεῖH.; dazu Χανύλαος u.a. (Pharsalos; Bechtel Hist. Personennamen 464). 4. Iterativ (Schwyzer 719) χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι mit χήνημα· καταμώκημα H. —D. Vereinzelte volkstümliche Kompp.: κατωμόχανε (Vok.) = χαίνων κατ’ ὤμου, usque ad humeros hians (Hippon. 28; vgl. Masson z.St.); καταχήνη f. Hohn, Spott (Ar. V. 575, Ek. 631), = καταχάσμησις, κατάγελως H. (vgl. καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ H.).
Etymology: An das alte Formenpaar χανεῖν: κέχηνα (mit Präsensbed.; Wackernagel Syntax 1, 167) traten als Neubildungen das Futurum χανοῦμαι, das Präsens χαίνω und der Aor. ἔχηνα. Daneben stand schon in alter Zeit das σκ-Präsens χάσκω, das sich mit χανεῖν, κέχηνα schwerlich unmittelbar vereinigen läßt. Daß der Nasal ursprünglich aus einem Nasalpräsens *χάναμι, *χάνω stammen sollte, wozu ἔχανον, χανεῖν als altes Ipf. (Schwyzer 694; vgl. 771 und Schulze Kl. Schr. 53), ist eine hypothetische Annahme, die jedenfalls in dem späten χαίνω keinen Anhalt hat. Für χανύειν ist eine Zerlegung in χαν-ύειν (: χαῦνος, χάϝος; vgl. γάνυμαι: γαῦρος) kaum mehr als eine theoretische Möglichkeit. — Zu χανεῖν, χάνος stimmt ein nord. Wort gan n. das Aufsperren des Mauls, Rufen, Schreien (awno.), Schlund, Rachen, Kiemen (schw. norw.) mit dem schwachen Verb gana aufklaffen, begehren, gaffen; als idg. Grundform läßt sich ĝhan- ansetzen (WP. 1, 534, Pok. 411). Für χάσκω ergibt sich keine unmittelbare Entsprechung, es kann aber die Tiefstufe zu χήμη (s.d.) u.a. enthalten. Die Nomina χάσμα, -μη lassen sich sowohl aus χάσκω wie aus χανεῖν (vgl. φάσμα: φαίνω) erklären. — Neben den obigen Formen bieten sich zum weiteren Vergleich eine fast unabsehbare Menge Worter der Bed. gähnen, klaffen auf anl. ĝh- mit ī̆- (ēi-) Vokal, z.B. lat. hiscō, ahd. gīēn, awno. gīna, ahd. ginēn, nhd. gähnen, heth. ki-nu-zi aufbrechen, gewaltsam öffnen, Kausativbildung (Laroche BSL 58, 58 f.), lat. hiāre, hiō = lit. žió-ju, -ti, aksl. zějǫ, toch. B kāy- (Ptz. Pass. kakāyau) öffnen (van Windekens A.I.O.N. 4,20). Dazu mehrere Nomina, z.B. χιράς (s.d.). Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 1, 548 ff. (mit Persson Beitr. 1, 13 u. 62 f.; 2, 708 f. u. 893), Pok. 419ff., W.-Hofmann s. hiō; auch Fraenkel s. žióti und Vasmer s. zíny und zijátь. Vgl. noch χάος, auch χήν.
Page 2,1076-1077
Mantoulidis Etymological
καί μεταγ. χαίνω (=ἀνοίγω πολύ τό στόμα μου). Ἀπό τό χαίνω σχηματίζονται οἱ ἄλλοι χρόνοι τοῦ χάσκω. Ἀπό ρίζα χα- καί μέ ἐπέκταση χαν-. Θέμα χαν + πρόσφ. σκ + ω = χάνσκω = χάσκω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ρῆμα χάζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χανδόν (=μέ ἀνοιχτό τό στόμα, ἄπληστα), χανδός (=εὐρύχωρος), χάννη, ἡ (=τό ψάρι χάννος), χάος, χαώδης, χάσμα (=βάραθρο, χασμουρητό), χασμῶμαι, χάσμη (=χασμούρημα), χάσμημα, χάσμησις, χασμώδης, χασμωδία, χασματίας (=δυνατός σεισμός), χάσκαξ (=χάχας), χάσκανον (=εἶδος φυτοῦ), χαῦνος (=χαλαρός, μάταιος), χαυνότης, χαυνόω -ῶ (=χαλαρώνω, γίνομαι ἀλαζόνας), χαύνωμα, χαύνωσις (=χαλάρωση), (νεοελλ. ἀποχαύνωσις = ἀτονία καί ἀδράνεια), χειά, ἡ (=τρύπα φιδιῶν), χήμη, χήν, χηνός (=ἡ χήνα, ἐπειδή ἀνοίγει τό μεγάλο ράμφος της).