ἥσσων

From LSJ
Revision as of 07:36, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥσσων Medium diacritics: ἥσσων Low diacritics: ήσσων Capitals: ΗΣΣΩΝ
Transliteration A: hḗssōn Transliteration B: hēssōn Transliteration C: isson Beta Code: h(/sswn

English (LSJ)

ἧσσον, gen. ονος; Att. ἥττων, Ion. ἥσσων (not ἕσσων) Hdt. (v. infr.), Democr.50, Hp.VC2: formed from ἦκα (prop. ἠσσ-, cf. ἤκιστος), but in sense Comp. of κακός, μικρός:
I c. gen. pers., inferior; especially in force, weaker, αἴθ' ὅσον ἥ. εἰμὶ τόσον σέο φέρτερος εἴην Il.16.722; of horses, 23.322, al.; ῥώμῃ ἥσσονες τῶν Περσέων Hdt.8 113, cf. 9.62; γυναικῶν ἥσσονες S.Ant.680; Κύπριδος E.Andr.631; ἔς τι in a thing, Hdt.3.102: c. inf. modi, ἥσς. τινὸς θέειν not so good at running, ib.105; οὐδενὸς ἥσς. γνῶναι second to none in judging, Th.2.60; ἱππεύειν ἥττ. τῶν ἡλίκων inferior to them in riding, X.Cyr. 1.3.15.
2 abs., οἱ ἥσς. the weaker party, A.Supp.203, 489; οὐχ ἥσσους γενέσθαι to have the best of it, Th.4.72; τὸ λαμβάνειν τὰ τῶν ἡττ. X.An.5.6.32: c. dat. modi, ἥσσονες ναυμαχίῃ Hdt.5.86: c. acc. modi, τὸν νοῦν ἥσς. S.El.1023, cf. X.Cyr.1.4.4; of things, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν 'to make the worse appear the better cause', Pl.Ap.18b, cf. Ar.Nu.114: pl., οἱ ἥττους λόγοι ib.1042, Isoc.15.15; τὸ ἧσς. ἀδικία νέμεις E.Supp.379 (lyr.).
b less, fewer, ἵνα πλείω μὲν ἀκούωμεν, ἥττονα δὲ λέγωμεν Zeno Stoic.1.68.
II c. gen. rei, giving way or yielding to a thing, a slave to.., τοῦ τῆσδ' ἔρωτος εἰς ἅπανθ' ἥσς. S.Tr.489; τῶν αἰσχρῶν Id.Ant.747; ὀργῆς Id.Fr.929; γάμων E.IA1354; κέρδους Ar.Pl.363; ἡδονῶν Pl.Prt. 353c; γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ ἀφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου X.Mem.1.5.1; χρημάτων Democr. l.c., Theopomp.Hist.121: generally, unable to resist, τοῦ πεπρωμένου E.Hel.1660; νόσων καὶ γήρως Lys.2.78; οἱ ἥττους τῶν πόνων [ἵπποι] X.Eq.Mag.1.3, 2.78.
III neut. ἧσσον, ἧττον, as adverb, less, ὀλίγον δέ τί μ' ἧσς. ἐτίμα Od.15.365, cf. E.Hipp.264 (anap.); ἧσσόν τι Th. 3.75; ἧσς. ἑτέρων Id.1.84; ὁμοίως τε τρωθεὶς καὶ ἧσς. Hp.l.c.: mostly with Verbs, but also with Adjs., ἀριστοκρατίαι.. αἱ μὲν ἧττ., αἱ δὲ μᾶλλον μόνιμοι Arist.Pol.1307a14, cf. Mete.340b8: with a Comp., ἧττ. ἀκριβέστερον Id.Pr.957b8; ἧττ. εὐληπτοτέραν D.H.3.43 codd.: with neg., οὐχ ἧσς., οὐδ' ἧσς., not a whit less, just as much, A.Ch.181, 708, Th.1.8; οὐδὲν ἧσς., μηδὲν ἧσς., S.Aj.276, 1329; for τὸ μᾶλλον καὶ ἧττ., v. μάλα.

German (Pape)

[Seite 1177] ον, att. ἥττων, ον, ion. ἕσσων, ον (compar. zu ἧκα, vgl. den superlat. ἥκιστος), wird als compar. zu κακός gebraucht, geringer, schlechter, bes. schwächer an Kräften, u. dah. unterliegend, nachstehend; αἴθ' ὅσον ἥσσων εἰμὶ τόσον σέο φέρτερος εἴην Il. 16, 722; θρασυστομεῖν γὰρ οὐ πρέπει τοὺς ἥσσονας Aesch. Suppl. 200, vgl. 484; κοὐκ ἂν γυναικῶν ἥσσονες καλοίμεθ' ἄν Soph. Ant. 676; τῶν αἰσχρῶν 743; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος Tr. 489; ἥσσων οὐδενὸς θεῶν ἔφυ Eur. Bacch. 776; τοῦ πεπρωμένου Hel. 1676; γιγνώσκω γὰρ ἥττων ὢν πολὺ ὑμῶν Ar. Plut. 944; in Prosa, ῥώμῃ ἕσσονες ἔσαν τῶν Περσέων Her. 8, 113. 9, 111; τῇ ναυμαχίᾳ 5, 86; οὐδενὸς ἥσσων γνῶναι τὰ δέοντα, d. i. so gut wie jeder Andere das Nothwendige erkennen, Thuc. 2, 60; τῶν ἡδονῶν, der Luft unterliegen, Plat. Prot. 353 c; οἴνου u. ä., Xen. Cyr. 8, 8, 12 Mem. 1, 5, 1; τοῦ κέρδους Ar. Plut. 363; οὐδενὸς ἥττων σοφιστής, keinem nachstehend, Plat. Prot. 316 d; oft im Gegensatz von κρείττων, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Apol. 18 b, neben χείρων Gorg. 484 c, öfter in Ar. Nubb., die schwächere (schlechtere) Sache zur stärkeren (siegreichen, scheinbar besseren) machen, Unrecht zu Recht machen. – Auch im Gegensatz von πλείων, weniger, Zeno bei D. L. 7, 23 u. Sext. Emp. adv. phys. 1, 300, oft. – Adv. ἧσσον, weniger, geringer; οὐδ' ἧσσον ἂν γένοιο δώ μασιν φίλος Aesch. Ch. 697; Ag. 1364; σοὶ μηδὲν ἧσσον ἢ πάρος ξυνηρετμεῖν Soph. Ai. 1308; bei Plat. oft im Gegensatz καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, z. B. Prot. 356 a; auch c. gen., πειράσομαι μηδενὸς ἧττον εἰκότα λέγειν Tim. 48 d; Phaedr. 237 b; Arist. Eth. 6, 11 ταῖς δόξαις οὐχ ἧττον τῶν ἀποδείξεων, für ἢ ταῖς ἀποδείξεσιν; οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν Thuc. 1, 8; – τὸ ἧσσον, Mangel, Verlust.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
I. adj. inférieur à, moindre que, plus faible que, d'où
1 inférieur en gén. τινός, à qqn, qui se laisse vaincre par qqn ; τινος ῥώμῃ HDT inférieur en vigueur à qqn ; τινος ἔς τι, inférieur en qch, ou avec l'acc. : ἥσσων τὸν νοῦν SOPH (j'étais alors) trop faible de raison ; avec un inf. : τινος θεῖν HDT, ἱππεύειν XÉN inférieur à qqn pour la course, pour l'équitation ; abs. τὸ λίαν ἧσσον, EUR le trop peu, l'insuffisance;
2 inférieur dans un combat, plus faible, vaincu : ἥσσων ναυμαχίῃ HDT vaincu dans un combat naval;
3 qui se laisse vaincre ou abattre : γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ αφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου XÉN par la gourmandise ou par le vin ou par les plaisirs des sens ou par la fatigue ou par le sommeil ; ἥττων τοῦ ἔρωτος SOPH qui se laisse vaincre par l'amour ; incapable de résister à, gén.;
II. neutre adv. • ἧσσον, moins : ἧσσόν τι THC un peu moins ; οὐχ ἧσσον, οὐδὲν ἧσσον ou ἧττον, non moins, néanmoins.
Étymologie: Cp. de ἦκα, cf. ἥκιστα.

Russian (Dvoretsky)

ἥσσων: атт. ἥττων, ион. ἕσσων 2, gen. ονος (compar. к κακός и μικρός, при superl. ἥκιστος)
1 более слабый, уступающий: αἴθ᾽ ὅσον ἥ. εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην Hom. если бы я был сильнее тебя настолько, насколько я (в действительности) слабее; πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἕσσονες Her. (мидяне были) по численности не ниже персов, но уступали (им) в силе; αἱ κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ἐς ταχυτῆτα εἰσίν Her. верблюды не уступают лошадям в скорости; τὸν νοῦν ἥ. Soph. менее разумный; ἥ. ἱππεύειν Xen. менее искусный в верховой езде; ἥ. τῇ ναυμαχίη Her. более слабый в морском бою;
2 побеждаемый или побежденный: τὰ τῶν ἡττόνων Xen. имущество побежденных;
3 не умеющий совладать, покорный, подвластный, легко соблазняющийся: ἥ. γαστρός Xen. склонный к чревоугодию; ἥ. πόνου и τῶν πόνων Xen. не умеющий бороться с усталостью, мало выносливый; ἥ. τῶν ἡδονῶν Plat. не умеющий устоять перед наслаждениями; ἡ φύσις καὶ νόσων ἥ. καὶ γήρως Lys. природа, подверженная и болезням и старости;
4 меньший (πλείονα μὲν ἀκούειν, ἥττονα δὲ λέγειν Diog. L.). - см. тж. ἧσσον.

Greek (Liddell-Scott)

ἥσσων: ἧσσον, γεν. -ονος· νεώτ. Ἀττ. ἥττων, Ἰων. ἕσσων, Ἡρόδ.· συγκρ. τοῦ κακὸς ἢ μικρὸς (ἀλλ’ ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἧκα, ἡσύχως, ὥστε ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο ἡκίων ἢ ἡκjων μετὰ ὑπερθ. ἥκιστος, ὃ ἴδε). Ι. μετὰ γεν. προσώπ., μικρότερος, κατώτερος, ἀσθενέστερος· ἰδίως κατὰ δύναμιν, ἧττον ῥωμαλέος, ἧττον γενναῖος, Ὅμ., κλπ.· αἴθ’ ὅσον ἥσσων εἰμὶ τόσον σέο φέρτερος εἴην Ἰλ. Π. 722· ἐπὶ ἵππων, Ψ. 322 κ. ἀλλ.· ῥώμῃ ἕσσονες τῶν Περσέων Ἡρόδ. 8. 113, πρβλ. 9. 92· γυναικῶν ἥσσονες Σοφ. Ἀντ. 680· Κύπριδος Εὐρ. Ἀνδρ. 631· ἔς τι, ἔν τινι πράγματι, Ἡρόδ. 3. 102· μετ’ ἀπαρ. τρόπου, εἶναι γὰρ ἕσσονας θεῖν τῶν θηλέων, διότι εἰς τὸ τρέχειν ὑπολείπονται τῶν θηλέων, αὐτόθι 105· οὐδενὸς ἥσσων γνῶναι, οὐδενὸς κατώτερος εἰς τὸ νὰ κρίνῃ, Θουκ. 2. 60· ἱππεύειν ἥττων τῶν ἡλίκων, κατώτερος αὐτῶν εἰς τὸ ἱππεύειν, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 15. 2) ἀπολ., οἱ ἥσσονες, οἱ ἀσθενέστεροι, τὸ ἀσθενέστερον μέρος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 203, 489· ἥσσους γενέσθαι, ἡττηθῆναι, Θουκ. 4. 72· τὰ τῶν ἡττόνων, ἡ περιουσία τῶν ἡττηθέντων, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 32· μετὰ δοτ. τρόπου, ἕσσων ναυμαχίῃ Ἡρόδ. 5. 86· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τρόπου, τὸν νοῦν ἥσσων Σοφ. Ἠλ.1023, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· - οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 114· καὶ ἐν τῷ πληθ., οἱ ἥττους λόγοι αὐτόθι 1042, Ἰσοκρ. 313Β· - τὸ ἧσσόν τινι νέμειν Εὐρ. Ἱκέτ. 379· τὸ λίαν ἧσσον, ἀντίθ. τὸ ἄγαν, ὁ αὐτ. Ἱππ. 264. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, ἐνδίδων, ὑποκείμενος, ὑποχωρῶν εἴς τι, δοῦλος εἴς τι, τοῦ τῆσδ’ ἔρωτος Σοφ. Τ. 489· τῶν αἰσχρῶν ὁ αὐτ. Ἀντ. 747· ὀργῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 668· γάμων Εὐρ. Ι. Α. 1354· κέρδους Ἀριστοφ. Πλ. 363· ἡδονῶν Πλάτ. Πρωτ. 353C· γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ ἀφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· χρημάτων Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 252C· - καθόλου, ὑποχωρῶν εἴς τι, ἀνίκανος νὰ ἀντισταθῇ, τοῦ πεπρωμένου Εὐρ. Ἑλ. 1660· νόσων καὶ γήρως Λυσ. 198. 5· οἱ ἥττους τῶν πόνων ἵπποι Ξεν. Ἱππ. Ι, 3· πρβλ. ἡσσάομαι 1.4. ΙΙΙ. οὐδ., ἧσσον, ἧττον, ὡς ἐπίρρ., ὀλιγώτερον, ὀλίγον δὲ τί μ’ ἧσσον ἐτίμα Ὀδ. Ο. 365· ἧσσόν τι Θουκ. 3. 75· ἧσσον ἑτέρων ὁ αὐτ. 1. 84· - συνήθ. μετὰ ῥημάτων, ἀλλὰ καὶ μετ’ ἐπιθ., ἀριστοκρατίαι... αἱ μὲν μᾶλλον, αἱ δὲ ἦττον μόνιμοι Ἀριστ. Πο. 5. 7, 6, πρβλ. Μετεωρ. 1. 3, 20· ἔτι καὶ μετὰ συγκρ., ἧττον ἀκριβέστερον ὁ αὐτ. Προβλ. 31. 2· ἧττον εὐληπτοτέρα Διον. Ἁλ. 3. 43· - συχνάκις προηγουμένης ἀρνήσεως οὐχ ἧσσον, οὐδ’ ἧσσον, ὄχι ὀλιγώτερον, ἐπ’ ἴσης, ἐξ ἴσου, Αἰσχύλ. Χο. 181, 708, Σοφ. Αἴ. 672, 1329, Θουκ. 1. 8, κτλ.· - περὶ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον, ἴδε ἐν λ. μάλα ΙΙ. 6 καὶ 7.

English (Autenrieth)

ἧσσον, ονος: inferior.— Neut. as adv., less.

English (Thayer)

(ἥττων) or (so L T Tr WH, see Sigma) ἥσσων, ἧσσον, inferior; neuter adverbially (from Homer down) less, εἰς τό ἧσσον, for the worse (that ye may be made worse; opposed to εἰς τό κρεῖττον), 1 Corinthians 11:17.

Greek Monolingual

-ον (Α ἥσσων, -ον)
αρχαιότ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἥττων.

Greek Monotonic

ἥσσων: ἧσσον, γεν. -ονος, Αττ. ἥττων, Ιων. ἕσσων, συγκρ. του κακός ή του μικρός (αλλά σχηματισμένο από το ἦκα, ήσυχα, απαλά, επομένως ο αρχικός τύπος ήταν ἡκίων, με υπερθ. ἥκιστος).
I. 1. με γεν. προσ., λιγότερος, κατώτερος, ασθενέστερος, λιγότερο γενναίος, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρέμφ., ἕσσων θεῖν, όχι τόσο καλός στο τρέξιμο, σε Ηρόδ.· οὐδενὸς ἥσσωνγνῶναι, ανώτερος από όλους στην κρίση, σε Θουκ.
2. απόλ., λέγεται για την πιο αδύναμη πλευρά· ἥσσους γενέσθαι, ισοδύναμο του ἡττηθῆναι, στον ίδ.· τὰ τῶν ἡττόνων, η περιουσία των ηττηθέντων, σε Ξεν.· λέγεται επίσης για πράγματα, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν, «κάνοντας να φανεί ο χειρότερος λόγος σαν ο καλύτερος», σε Πλάτ.
II. με γεν. πράγμ., υποκύπτοντας σε κάτι, γίνομαι υπόδουλος σε κάτι· ἔρωτος, σε Σοφ.· κέρδους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά, υποτασσόμενος σε κάτι, ανίκανος ως προς την αντίσταση· τοῦ πεπρωμένου, σε Ευρ.
III. ουδ., ἧσσον, Αττ. ἧττον, ως επίρρ., λιγότερο, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· συχνά με άρνηση που προηγείται, οὐχ ἧσσον, οὐδ' ἧσσον, όχι λιγότερο, εξίσου, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

[comp. of κακός or μικρός [formed from ἦκα, softly, so that the orig. form was ἡκίων, with Sup. ἥκιστοσ);]
I. c. gen. pers. less, weaker, less brave, Hom., etc.; c. inf., ἕσσων θεῖν not so good at running, Hdt.; οὐδενὸς ἥσσων γνῶναι "second to none" in judging, Thuc.
2. absol. of the weaker party, ἥσσους γενέσθαι to have the worst of it, Thuc.; τὰ τῶν ἡττόνων the fortunes of the vanquished, Xen.; of things, τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν "to make the worse appear the better reason, " Plat.
II. c. gen. rei, yielding to a thing, a slave to, ἔρωτος Soph.; κέρδους Ar., etc.: —generally, yielding to, unable to resist, τοῦ πεπρωμένου Eur.
III. neut. ἧσσον, Attic ἧττον, as adv., less, Od., Thuc., etc.:—with a negat., οὐχ ἧσσον, οὐδ' ἧσσον not the less, just as much, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:¼tton 赫團
詞類次數:形,名(2)
原文字根:減少(地)
字義溯源:更壞,較小,低劣,受損,少得;源自(ἦθος)X*=輕微地),用在(κακός)=卑劣的*)
出現次數:總共(2);林前(1);林後(1)
譯字彙編
1) 少得(1) 林後12:15;
2) 受損(1) 林前11:17

English (Woodhouse)

inferior, a slave to, inferior to, lower than, second to, secondary to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)