οἰκία
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
Ion. οἰκίη, Cret. and Locr. ϝοικία, Leg.Gort.5.26, Berl.Sitzb. 1927.8 (v B. C.), cf. IG14.636 (Petelia):—ἡ,
A building, house, dwelling, Hdt.1.17,114, etc.; ἡ οἰκία ἡ δημοσία IG12.94.36; οἰκία ἱερά ib.363.24; κατ' οἰκίαν = at home, Pl.La.180d; ἰδίᾳ καὶ κατ' οἰκίας Id.Lg. 788a; ἔτυχεν ἐπὶ τῆς οἰκίας was at home, X.Eph.5.4: in Com. and Attic Prose much more freq. than οἶκος: sometimes opp. οἶκος as house to set of apartments or room, τᾶν οἰκιᾶν τιμὰν κομιζέσθω τῶ οἴκω ἑκάστω δύο μνᾶς SIG306.16 (Tegea, iv B. C.), cf. PTeb.46.9 (cf. 18) (ii B. C.), 38.14, 15 (ii B. C.), PFay.31.11 (ii A. D.).
2 in Att. law, οἶκος was distinguished from οἰκία, the former being the property left at a person's death, his estate, the latter the dwelling-house only, as stated by X.Oec.1.5, cf. Hdt.7.224, Jul.Gal.Fr.12, etc.
3 distinguished from συνοικία, as one's own apartments from those let out to lodgers, Aeschin.1.124.
II household, domestic establishment, Pl.Grg. 520e; δὔ οἰκίας ᾤκει, i.e. he kept two establishments, D.39.26, cf. Arist.Pol.1265b26; more primitive than the πόλις, ib.1252b17, EN1162a18, al.; ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας the house-steward, PCair.Zen.150.16 (iii B. C.).
III the household, i.e. inmates of the house, Pl.Lg.909b (pl.).
IV house or family from which one is descended, οἰκίης ἀγαθῆς Hdt.1.107; οἰκίης οὐ φλαυροτέρης ib.99; οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Id.2.172; τῇ Κύρου οἰκίῃ συγγενέες Id.3.2, cf. Pl.Grg. 472b; ἐκ τῶν μεγίστων οἰ. Eup.117.5, cf. And.1.126, Th.8.6, etc.; περὶ ὀλίγας οἰ. αἱ… τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po.1453a19; ἡ Μακεδόνων οἰ. Plb.2.37.7; ἡ βασιλικὴ οἰκία D.S. 18.57.
V medical school, ἐξ οἰκίας Ἡροφίλου Erot.Praef., cf. Gal. 17(2).145.
German (Pape)
[Seite 300] ἡ, 1) Haus, Behausung, Wohnung; τὰς οἰκίας οὐ κατέβαλε, Her. 1, 17; οἰκίας οἰκοδομέειν, 1, 114, öfter; im Gegensatz von καλύβη, Thuc. 2, 52 u. A. – 2) wie auch wir »Haus« sagen für Geschlecht, Familie, οἰκίης ἀγαθῆς, von gutem Hause, guter Herkunft, Her. 1, 107. 2, 172, δεύτερος ταύτης τῆς οἰκίας, 1, 25, u. sonst; ἡ οἰκία Λακωνικὸν ὄνομα ἔσχεν, Thuc. 8, 6; ἰδιώτας καὶ ὅλας οἰκίας καὶ πόλεις, Plat. Legg. X, 909 b; der συγγένεια entsprechend, Gorg. 472 b; neben γένος, Dem. 23, 67; öfter bei Pol., δέκα τῶν συγγενῶν φίλων οἰκίαι 39, 2, 4, τῆς ἐπιφανεστάτης οἰκίας 2, 59. Bei Strab. 7, 1 der röm. familia entsprechend. – Das Hauswesen, ἐπὶ τῇ τῆς οἰκίας παρασκευῇ διατρίβειν, Plat. Rep. II, 370 a; τὴν οἰκίαν διοικεῖν, Gorg. 520 e. – Genauer unterschieden von οἶκος ist es das eigentliche Wohnhaus, während οἶκος das Gesammtvermögen umfaßt (vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379), ἐξ οἰκίας ἐξελαύνων Plat. Rep. VIII, 569 a, καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ IX, 579 b, κατ' οἰκίαν διατρίβειν, zu Hause verweilen, Lach. 180 d; δύ' οἰκίας ᾤκει, von Einem, der zwei Frauen geheirathet hat und zwei Wirthschaften führt, Dem. 39, 26. Von συνοικία unterschieden, Aesch. 1, 105.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. habitation;
II. p. ext.
1 train de maison, les affaires d'une maison;
2 les habitants de la maison, càd la famille et les domestiques;
3 famille, race.
Étymologie: οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκία: ион. οἰκίη ἡ
1 строение, здание (οἰκίας οἰκοδομέειν Her.);
2 дворец (τῆς Καίσαρος NT);
3 дом, домашний очаг: κατ᾽ οἰκίαν Plat. дома; ἰδίᾳ καὶ κατ᾽ οἰκίας Plat. в частной и семейной жизни;
4 семья, род: οἰκίης ἀγαθῆς Her. из знатного рода;
5 домашнее хозяйство (τὴν οἰκίαν διοικεῖν Plat.);
6 собир. домочадцы (ἡ ὅλη οἰ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκία: Ἰων. -ίη, ἡ, οἰκοδόμημα, κατοικία, οἶκος Ἡρόδ. 1. 17, 114, κτλ.· κατ’ οἰκίαν, οἴκοι, κατ’ οἶκον, Πλάτ. Λάχ. 180D· ἰδίᾳ καὶ κατ’ οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 788Α· παρὰ τοῖς κωμ. καὶ ἐν τῷ κοινῷ πεζῷ λόγῳ πολλῷ συνηθέστερον τοῦ οἶκος. 2) κατὰ τὸ Ἀττ. δίκαιον, οἶκος διεκρίνετο ἀπὸ τοῦ οἰκία, - καθ’ ὅσον τὸ πρῶτον ἐσήμαινεν ἅπασαν τὴν περιουσίαν ἣν ὁ ἀποθνήσκων κατέλειπεν, ἐν ᾧ τὸ δεύτερον ἐσήμαινε μόνον ἁπλῶς τὴν οἰκίαν, Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 224, Böckh P. E. 2, σημ. 199, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 569Α, κτλ. 3) οἰκία διεκρίνετο ὡσαύτως ἀπὸ τοῦ συνοικία, καθ’ ὅσον ἐσήμαινε τὰ πρὸς ἰδίαν τινὸς χρῆσιν οἰκήματα ἢ δωμάτια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρεχόμενα ἐπὶ ἐνοικίῳ εἰς ξένους, Αἰσχίν. 15. 4., 17. 28. ΙΙ. τὰ τῆς οἰκίας, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν οἰκίαν, Πλάτ. Γοργ. 520Ε· οἰκίας δύο ᾤκει, δηλ. διετήρει δύο οἰκίας ἐν ἐνεργείᾳ, Δημ. 1002. 13· ὡς προαπαιτούμενον πρὸς ὕπαρξιν πόλεως Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 12, 7, Πολιτ. 1. 2, 12, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἡ οἰκογένεια, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ οἰκοῦντες, Λατ. familia, Ἀντιφῶν 140. 34, Πλάτ. Γοργ. 472Β, κτλ. IV. οἰκία ἢ οἰκογένεια ἐξ ἧς κατάγεταί τις, οἰκίης ἀγαθῆς Ἡρόδ. 1. 107 οἰκίας οὐ φλαυροτέρης αὐτόθι 99· οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος 2. 172· Κύρου οἰκίᾳ συγγενέες 3. 2· στρατηγοὶ ἐκ τῶν μεγίστων οἰκιῶν Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15. 5, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 35, Θουκ. 8. 6, κτλ.· περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται.. τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7.
English (Strong)
from οἶκος; properly, residence (abstractly), but usually (concretely) an abode (literally or figuratively); by implication, a family (especially domestics): home, house(-hold).
English (Thayer)
οἰκίας, ἡ (οἶκος), the Sept. for בַּיִת (from Herodotus down), a house;
a. properly, an inhabited edifice, a dwelling: οἱ ἐν τῇ οἰκία namely, ὄντες, οἱ ἐκ τῆς οἰκίας with the genitive of person, ἡ οἰκία τοῦ (πατρός μου) Θεοῦ, i. e. heaven,. the inmates of a house, the family: ἡ οἰκία τίνος, the household, the family of anyone, Winer's Grammar, § 58,4; Buttmann, § 129,8a.);. universally, for persons dwelling in the house, property, wealth, goods (cf. Latin res familiaris): τίνος, (cf. Wetstein (1752) at the passage); οἶκος in Homer (as Odyssey 2,237 κατεδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσηος, cf. 4,318), in Herodotus 3,53and in Attic; Hebrew בַּיִת, Sept. τά ὑπάρχοντα); Sept. ὅσα ὑπῆρχεν). Not found in Rev. (Synonym: see οἶκος, at the end)
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία)
στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή της οικογένειας, εστία της οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε καταλιπόντας καὶ ἱερά», Θουκ)
αρχ.
1. διαμέρισμα, τμήμα σπιτιού, δωμάτιο
2. (αττ. δίκ.) το κτήριο της διαμονής, σε αντιδιαστολή με τον οίκο, που δήλωνε όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη, του ιδιοκτήτη
3. οικιακός εξοπλισμός, οικοσκευή
6. όσοι ζουν μέσα στο σπίτι, οικογένεια, φαμίλια
7. συνεκδ. το γένος από το οποίο κατάγεται κανείς, η γενιά, το σόι
8. (με ειδική σημ.) ιατρική σχολή
9. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας» — επιστάτης, οικονόμος
β) «κατ' οἰκίαν» και «κατ' οἰκίας» και «ἐπὶ τῆς οἰκίας» — στο σπίτι, κατ' οίκον, οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος. Η λ. οἶκος έχει ευρύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο από τη λ. οἰκία, γιατί, εκτός από την οικογένεια και τον τόπο διαμονής της οικογένειας, δήλωνε και ολόκληρη την πατρική περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης].
Greek Monotonic
οἰκία: Ιων. -ίη, ἡ (οἰκέω),·
I. κτίριο, σπίτι, κατοικία, σε Ηρόδ.
II. 1. τα της οικίας, σε Πλάτ.· οἰκίας δύοᾤκει, δηλ. διατηρούσε δύο κατοικίες, σε Δημ.
2. οικογένεια, δηλ. το σύνολο των ενοίκων του σπιτιού, Λατ. familia, σε Πλάτ.
III. οίκος ή οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
οἰκία, ἡ, οἰκέω
I. a building, house, dwelling, Hdt.
II. a household, domestic establishment, Plat.; οἰκίας δύο ᾤκει, i. e. he kept two establishments, Dem.
2. the household, i. e. inmates of the house, Lat. familia, Plat.
III. the house or family from which one is descended, Hdt., Attic
Chinese
原文音譯:o„k⋯a 哀企阿
詞類次數:名詞(95)
原文字根:家 相當於: (בַּיִת / בַּת / בֵּית אַשְׁבֵּעַ / בֵּית הַגָּן / בֵּית תֹּוגַרְמָה)
字義溯源:家,屋,屋子,房子,房屋,家產,家財,戶,所,人家,家裏,家庭;源自(οἶκος)*=住處)。這字有兩個用意:
1)字面上指家庭,房屋( 太2:11; 5:15)
2)隱喻上指父的家,可供許多信徒的住處( 約14:2)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(95);太(26);可(18);路(24);約(5);徒(12);林前(2);林後(2);腓(1);提前(1);提後(2);約壹(1);約貳(1)
譯字彙編:
1) 家(48) 太8:6; 太8:14; 太9:23; 太10:12; 太10:13; 太10:14; 太12:29; 太13:57; 太24:17; 太26:6; 可1:29; 可2:15; 可3:25; 可3:27; 可3:27; 可6:4; 可13:15; 可13:34; 可13:35; 可14:3; 路4:38; 路5:29; 路7:6; 路7:36; 路7:37; 路7:44; 路8:51; 路10:7; 路10:7; 路10:7; 路15:25; 路22:11; 約4:53; 約8:35; 約11:31; 約14:2; 徒9:11; 徒9:17; 徒10:17; 徒10:32; 徒12:12; 徒16:32; 徒17:5; 徒18:7; 徒18:7; 林前11:22; 提前5:13; 約貳1:10;
2) 房子(15) 太2:11; 太7:24; 太7:25; 太7:26; 太7:27; 太9:28; 太13:1; 太13:36; 路6:48; 路6:48; 路6:49; 路6:49; 路8:27; 路22:10; 徒10:6;
3) 房屋(8) 太19:29; 太24:43; 可10:29; 可10:30; 路18:29; 徒11:11; 林後5:1; 林後5:1;
4) 一家(7) 太12:25; 可3:25; 可6:10; 可7:24; 路9:4; 路10:5; 林前16:15;
5) 屋(4) 太9:10; 可9:33; 可10:10; 路17:31;
6) 家財(3) 太12:29; 太23:14; 路20:47;
7) 屋子(2) 太17:25; 路15:8;
8) 戶(1) 提後2:20;
9) 人家(1) 提後3:6;
10) 家裏(1) 腓4:22;
11) 所(1) 約壹5:10;
12) 家產(1) 可12:40;
13) 家中(1) 太5:15;
14) 屋裏(1) 約12:3;
15) 房屋的(1) 徒4:34
English (Woodhouse)
family, house, household, dwelling place
Translations
house
Abenaki: wigwôm; Abkhaz: аҩны; Adyghe: унэ; Afar: qari; Afrikaans: huis; Aghwan: 𐕄𐕒𐕁; Ahom: 𑜍𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: チセ; Akan: fi, fie, ofi, efie; Akkadian: 𒂍; Aklanon: baeay; Albanian: banesë, banë, shtëpi; Alviri-Vidari: کیه; Ama: nu; Ambonese Malay: rumah; Amharic: ቤት; Andi: гьакъу; Apache Western Apache: kįh; Arabic: بَيْت, مَنْزِل, دَار; Egyptian Arabic: بيت; Gulf Arabic: بيت, دار; Hijazi Arabic: بيت, دار; Moroccan Arabic: دار, خيمة; Aramaic Classical Syriac: ܒܝܬܐ; Jewish Babylonian Aramaic: בֵּיתָא; Armenian: տուն; Aromanian: casã; Assamese: ঘৰ; Asturian: casa; Atayal: ngasal; Avar: мина, рукъ; Azerbaijani: ev, beyt; Baba Malay: ruma; Bahnar: hnam; Bakhtiari: حونه; Baluchi: لوگ, گس; Bashkir: өй; Basque: etxe; Belarusian: дом, хата; Bengali: ঘর; Berber Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⴳⵎⵎⵉ, ⵜⴰⴷⴷⴰⵔⵜ; Tachawit: taddarṭ; Tarifit: taddart; Tashelhit: tigmmi; Bikol Central: harong; Blackfoot: naapiooyis; Borôro: bai; Bouyei: raanz; Breton: ti; Brunei Malay: rumah; Budukh: кӏул; Bulgarian: къ́ща, дом; Burmese: အိမ်; Buryat: гэр, байшан; Catalan: casa; Cebuano: balay; Central Dusun: walai; Chamicuro: ajkochi; Chechen: цӏа, цӏенош, хӏусам; Cherokee: ᎨᏣᏗ, ᎦᎵᏦᏕ; Cheyenne: mȧhēō'o; Chichewa: nyumba, chilowero; Chickasaw: abooha, aboowa, chokka'; Chinese Cantonese: 屋; Dungan: фонзы; Hakka: 屋, 屋仔; Mandarin: 房屋, 家, 房子, 屋子, 住宅; Min Bei: 厝; Min Dong: 厝; Min Nan: 厝, 住宅; Wu: 房子; Chinook Jargon: haws; Choctaw: chuka; Chulym: em; Chuvash: ҫурт, кил; Comanche: kahni; Coptic: ⲏⲓ; Cornish: chi; Corsican: casa; Cree: wikowin; Plains Cree: wâskahikan; Crimean Tatar: ev; Czech: dům; Dalmatian: cuosa; Danish: hus; Dhivehi: ގެ; Dogrib: kǫ̀; Drung: kyeum; Dutch: huis, onderkomen; Dzongkha: ཁྱིམ; Eastern Arrernte: warle; Eastern Cham: ꨧꩃ; Elfdalian: aus; Emilian: cà, chèśa, abitasiòun, abitasiòṅ; Erzya: кудо; Eshtehardi: کیه; Esperanto: domo; Estonian: maja, hoone, elamu; Even: дьу; Evenki: дю, гулэ; Farefare: yire; Faroese: hús; Fijian: vale; Finnish: talo; French: maison; Friulian: cjase, čhase; Gagauz: ev; Galician: casa; Ge'ez: ቤት; Georgian: სახლი; German: Haus; Alemannic German: Huus; Gothic: 𐍂𐌰𐌶𐌽; Greek: σπίτι; Ancient Greek: οἶκος, οἰκία; Greenlandic: illu; Guaraní: óga; Gujarati: ઘર; Haitian Creole: kay; Hausa: 'daki, gida, soro; Havasupai-Walapai-Yavapai: 'waː; Hawaiian: hale; Hebrew: בַּיִת; Higaonon: balay; Hiligaynon: balay; Hindi: घर, मकान, गृह; Hittite: 𒂍; Hungarian: ház, lakóhely, lakhely, hajlék; Hunsrik: Haus; Icelandic: hús, híbýli; Ilocano: balay; Indonesian: rumah; Ingush: цӏа; Interlingua: casa; Irish: teach, tithe; Old Irish: tech; Isan: เฮือน; Istro-Romanian: cåsĕ; Italian: casa; Iu Mien: biauv; Japanese: 家, 建物, 家屋, 一戸建て, お宅, お住まい; Jarai: sang; Javanese: omah, griya, dalem; Jersey Dutch: häus; Kabardian: унэ; Kaingang: ĩn; Kalenjin: kot; Kalmyk: гер; Kamba: mumba; Kannada: ಮನೆ; Kapampangan: bale; Karachay-Balkar: юй; Karaim: üj; Kashmiri: گَرٕ, गरॖ; Kashubian: dóm; Kazakh: үй; Ket: иӈг̡усь; Khakas: тура, иб; Khalaj: häv; Khinalug: цӏва; Khmer: ផ្ទះ, ឃរ, សំបែង; Khumi Chin: ing; Kildin Sami: пэ̄ҏҏт; Kilivila: bwala; Komi-Zyrian: керка; Korean: 집, 댁(宅); Koryak: яяӈа; Kumyk: уьй; Kuna: nega; Kurdish Central Kurdish: خانوو; Northern Kurdish: xanî; Kyrgyz: үй; Ladin: cèsa, cesa, cësa; Lakota: tipi; Laboya: umma; Lao: ບ້ານ, ເຮືອນ; Latgalian: noms, sāta, kuorms; Latin: domus, casa, aedes; Latvian: māja, nams; Lezgi: кӏвал; Limburgish: hoes; Lingala: ndáko; Lithuanian: namas; Lombard: cà; Louisiana Creole French: lamézon, kabann, kabònn, kay; Low German Dutch Low Saxon: hoes, huus; German Low German: Huus; Luganda: nyumba; Luhya: enju; Luiseño: kíiča; Luo: ot; Luxembourgish: Haus; Lü: ᦢᦱᧃᧉ, ᦊᦱᧁᧉᦵᦣᦲᧃ, ᦵᦣᦲᧃ; Maasai: enkaji; Macedonian: куќа; Malagasy: trano; Malay: rumah, balai; Malayalam: വീട്, ഗൃഹം; Maltese: dar; Manchu: ᠪᠣᠣ, ᡡᠯᡝᠨ; Mansi: кол; Manx: çhagh; Maori: whare, kaaruhi; Maranao: astana', walay; Marathi: घर; Mari Eastern Mari: пӧрт; Meänkieli: talo; Middle English: hous, hom; Mingrelian: ოხორი; Mohawk: kanónhsa; Moksha: куд; Mongolian Cyrillic: байшин, гэр; Mongolian: ᠪᠠᠶ᠋ᠢᠰᠢᠩ, ᠭᠡᠷ; Moore: zaka, yiri; Mwani: nyumba; Mòcheno: haus; Nahuatl: calli, chan; Nama: oms; Nanai: дё; Navajo: kin; Nepali: घर, बास्स्थान; Ngazidja Comorian: ɗaho; Nheengatu: suka; Nigerian Pidgin: haus; Nivkh: тыф; Nogai: уьй; Norman: maîson, maiethon; North Frisian: hüs; Northern Ohlone: núw̄ai'; Northern Sami: dállu, viessu; Northern Thai: ᩁᩮᩬᩥᩁ; Northern Yukaghir: ниме; Norwegian Bokmål: hus; Nynorsk: hus; O'odham: ki꞉; Occitan: ostal, casa; Ojibwe: waakaa'igan, waakaa'iganan; Okinawan: 家; Old Church Slavonic Cyrillic: домъ; Glagolitic: ⰴⱁⰿⱏ; Old East Slavic: домъ; Old English: hūs; Old French: meson; Old Javanese: umah, śāla, weśma; Old Norse: hús; Old Saxon: hūs, hof; Old Tupi: oka; Old Turkic: 𐰋; Oriya: ଘର; Oromo: mana, waxee; Ossetian: хӕдзар, бӕстыхай; Pacoh: dúng, dúng xu; Pali: agāra; Pangasinan: abong; Papiamentu: kas; Pashto: کور, کوټه; Pela: ja̠m⁵⁵; Pennsylvania German: Haus; Penobscot: wigwom; Persian: خانه, کاشانه; Peñoles Mixtec: be'e; Phoenician: 𐤁𐤉𐤕, 𐤁𐤕; Pirahã: kaiíi; Pite Sami: dåhpe; Pitjantjatjara: waḻi; Plautdietsch: Hus; Pohnpeian: ihmw; Polish: dom; Portuguese: casa; Punic: 𐤁𐤕; Punjabi: ਮਕਾਨ, ਘਰ; Quechua: wasi sg, wasikuna; Rapa Nui: hare; Rarotongan: 'are; Romani: kher; Romanian: casă; Romansch: chasa; Russian: дом; Rusyn: хыжа; S'gaw Karen: ဒၢး; Saho: care; Samoan: fale; Sango: da bê; Sanskrit: गृह, गेह, अस्त, अगार; Sardinian: domu; Saterland Frisian: Húus; Scots: hoose; Scottish Gaelic: taigh; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏ћа; Roman: kȕća; Shan: ႁိူၼ်; Shor: эм; Sichuan Yi: ꑳ; Sidamo: mine; Sindhi: گھَر; Sinhalese: ගෙය, නිවස; Skolt Sami: põrtt; Slovak: dom; Slovene: hiša; Somali: guri; Sorbian Lower Sorbian: dom; Upper Sorbian: dom; Sotho: ntlo; Southern Altai: ӱй; Spanish: casa; Sumerian: 𒂍; Svan: ქორ; Swahili: nyumba; Swedish: hus; Sylheti: ꠊꠞ, ꠛꠣꠠꠤ; Tachawit: taddarṭ; Tagalog: bahay, tahanan, tirahan; Tahitian: fare; Tai Dam: ꪹꪭꪙ; Tai Nüa: ᥞᥫᥢᥰ; Tajik: хона; Talysh: که; Tamil: வீடு; Taos: thə́na; Tatar: йорт, өй; Tausug: bay; Tedim Chin: inn; Telugu: ఇల్లు; Ternate: fala; Tetum: uma; Thai: บ้าน, เรือน; Tibetan: ཁང་པ, ཁྱིམ; Tigrinya: ቤት; Tlingit: hít; Tocharian A: waṣt; Tocharian B: ost; Tofa: öh; Tok Pisin: haus; Tongan: fale; Tourangeau: houstiau; Tswana: ntlo; Turkish: ev, hane; Turkmen: öý; Tuvaluan: fale; Tuvan: ӧг, бажың; Tzotzil: na; Udi: кӏож, кӏодж; Udmurt: корка; Ugaritic: 𐎁𐎚; Ukrainian: дім, хата; Umotína: xipá; Unami: wikewam; Urdu: گھر, مکان; Uyghur: ئۆي; Uzbek: hovli, uy; Venetian: ca', caxa; Veps: pert; Vietnamese: nhà, nhà ở; Volapük: dom; Walloon: måjhon, måjhone; Waray-Waray: balay; Welsh: tŷ, annedd; West Frisian: hûs; Western Juxtlahuaca Mixtec: be'e; White Hmong: tsev; Wolof: kër; Xhosa: indlu; Yakut: дьиэ; Yiddish: הויז; Yonaguni: 家; Yoruba: ilé; Yucatec Maya: naj, otoch; Yup'ik: ne, ena; Zazaki: keye, xane, çe; Zealandic: 'uus, huus; Zhuang: ranz; Zou: in; Zulu: indlu
dwelling
Arabic: مَنْزِل, سَكَن; Moroccan Arabic: سكنة; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה, דיור, מגורים, שכן; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German German Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋; Orok: дуку; Pashto: کور, خونه; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse