φροντίς

From LSJ
Revision as of 10:48, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντίς Medium diacritics: φροντίς Low diacritics: φροντίς Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: phrontís Transliteration B: phrontis Transliteration C: frontis Beta Code: fronti/s

English (LSJ)

φροντίδος, ἡ, (φρονέω)
A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen., φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10, cf. E.Med. 1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22; ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111, cf. 7.205; περὶ ὧν ἐν φροντίδι μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.; ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd.101e; φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: followed by a relat. clause, ἐν φροντίδι εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33, cf. Cyr.5.2.5.
2 abs., thought, reflection, meditation, τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.912; πολλὰς . . ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67 (parodied by Henioch.4.5, ἔχον . . πολλὰς φροντίδων διεξόδους); ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46; φροντίδα . . θώμεθα A.Pers.142 (anap.); δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp.407, cf. 417; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC170 (anap.): pl., thoughts, νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov., αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι = somehow second thoughts are wiser Id.Hipp.436.
b especially of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu.233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib.137; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec.572.(lyr.)
c care, anxiety, Xenoph.8; καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers.161 (troch.); ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag.102 (anap.), cf. 166 (lyr.), Eu.453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to Hippocleides, Hdt.6.129. cf. Hermipp.17; παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq.612; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R.330d: pl., cares, worries, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Antipho 2.2.2, cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.; μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452.
d heart's desire, Pi.P. 10.62.
e hypochondria, φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72.
II power of thought, mind, τὸ . . ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph.863 (lyr.); οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT170(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φροντίδα ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib.1390; νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48.
III authority, PLond.1.242.8 (iv A. D.); guardianship, PMasp.26.5 (vi A. D.).
2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49.
3 portion of land entrusted to a person, ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12 (iii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1309] ίδος, ἡ, Sorge, Fürsorge, die einer Person oder Sache gewidmete Aufmerksamkeit, das Nachdenken; Pind. φροντίδι μητίονται P. 2, 92; φροντίδα λάβε παλαισμάτων N. 10, 22; ὑπὸ φροντίσιν γλυκυτάταις ἔθηκε νόον Ol. 1, 19; φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα Aesch. Pers. 138; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς θήσει δικαίως Ag. 886; δεῖ τοι βαθείας φροντίδος σωτηρίου Suppl. 402; τὸ δὲ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι, was ich begreifen kann, Soph. Phil. 851; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ O. C. 167; τίνα φροντίδα ἔχεις Eur. I. T. 137, u. öfter; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Ar. Eccl. 572; – auch Besorgniß, Kummer; Theogn. 1227; καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς Aesch. Pers. 157, vgl. Ag. 260. 655, u. öfter; Soph. Trach. 148; φροντίδα παρέχειν τινί Ar. Equ. 610; περί τινος, Her. 7, 205; ἐκείνοις ἴσως οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φροντίς Plat. Phaed. 101 e, sie kümmern sich nicht darum; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ ὧν ἔμπροσθεν οὐκ εἰσῄει Rep. I, 330 d; ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, um Etwas in Sorge sein, Her. 1, 111; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι 2, 104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα 1, 46; Sp., ἐν φροντίδι ἔχειν τινά, Einen in Ehren halten, Parthen. 2; φροντίς ἐστιν ἐμοί; er ist mir ein Gegenstand der Sorge, Her. 6, 129; – Nachdenken, Betrachtung, εὔφημος φροντίς, andächtig stilles Nachdenken, Gebet, Soph. O. C. 132. – Überh. Sinnesart, Sinn, wie φρόνημα, Eur. Med. 48.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 soin, souci, préoccupation ; φροντίδα ἔχειν τινός SOPH prendre soin de qqn ou de qch ; εὔφημος φροντίς SOPH pensée muette ; en mauv. part soin, souci, inquiétude : ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος HDT être dans l'inquiétude au sujet de qch, s'inquiéter ou se préoccuper de qch ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι XÉN concevoir de l'inquiétude, commencer à se préoccuper;
2 manière de pensée, sentiment;
3 sujet de méditation;
4 pensée, réflexion, méditation : δεύτεραι φροντίδες σοφώτεραι EUR la seconde pensée est la plus sage.
Étymologie: φρήν.

Russian (Dvoretsky)

φροντίς: ίδος ἡ
1 мышление или мысль, тж. понимание: οὐδ᾽ ἔνι φροντίδος ἔγχος Soph. ни одного проблеска мысли, т. е. ничего нельзя придумать; τὸ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι Soph. насколько это доступно моему разумению; νέα φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ Eur. мысли молодежи далеки от печали;
2 размышление, дума (φροντίδα ἔχειν τινός Eur.): ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὶ τῆς βασιληΐης Her. он (и) не думал о царской власти; ἐν φροντίδι γενέσθαι Xen. призадуматься; ὡς δέ μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο Her. так как (это) заинтересовало меня; ἐνέβησε ἐς φροντίδα, εἴ κως δύναιτο … Her. это заставило (его) призадуматься, не сможет ли он …; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; Soph. куда обратить (мне свои) помыслы?; φ. φιλόσοφος Arph. философское размышление;
3 забота, тревога, беспокойство (λῦπαι καὶ φροντίδες Isocr.; ἐν φροντίδι εἶναι ἀλλήλων πέρι Her.): μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men. жизнь полна забот; οὐ φ. τινι Her., Plat. безразлично кому-л.; φροντίδα ποιεῖσθαί τινος и περί τινος Diod. заботиться о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φροντίς: -ίδος, ἡ, (φρονέω) ὡς καὶ νῦν, φροντίς, μέριμνα περὶ προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, μετὰ γεν., φροντίδ’ ἔχει τινὸς Σιμωνίδ. 85. 10, Εὐρ. Μήδ. 1301· παλαισμάτων λάβε φροντίδα, φρόντισον, σκέψαι περὶ αὐτῶν, Πινδ. Ν. 10. 40· ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος Ἡρόδ. 1. 111, πρβλ. 7. 205· ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φρ. Πλάτ. Φαίδων 101Ε· εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330D· φρ. ποιεῖσθαί τινος ἢ περί τινος Διόδ. 11. 28, 36., 15. 28· ― ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐν φρ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 33, πρβλ. Κύρου Παιδ. 5. 2, 5. 2) ἀπολ., σκέψις, μέριμνα, μελέτη, τὰ δ’ ἄλλα φροντίς... θήσει δικαίως Αἰσχύλ. Ἀγ. 912· πολλάς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις Σοφ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 67 (ὅπερ παρῳδεῖ ὁ κωμ. Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1, ἔχον... πολλὰς φροντίδων διεξόδους)· ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, ἐπὶ προσώπου, Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 12· ἀλλὰ, ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Ἡρόδ. 2. 104· ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα, ἐμβαλεῖν τινα εἰς σκέψεις, ὁ αὐτ. 1. 46 φροντίδα θέσθαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 142· δεῖ βαθείης φρ. σωτηρίου ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 407, πρβλ. 417· ποῖ τῆς φροντίδος ἔλθῃ; Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 170.· ἴδε εὔφημος Ι. 1, πλάνος ΙΙ. 2· ― ἐν τῷ πληθ., σκέψεις, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσι, εἴ τί σοι ἡ δόξα τῆς Πίσης καὶ τοῦ Φερενίκου (δηλ. τοῦ νικητοῦ ἵππου) τὸν νοῦν σου ἔθηκεν ὑπὸ γλυκυτάταις φροντίσιν, Πινδ. Ο. Ι. 31, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἐπὶ φροντίδων ζῆν Εὐρ. Ἀποσπ. 685. 4· πρβλ. ἐπίστασις ΙΙ. 1· ― παροιμ., αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 436· ― λέγεται ἰδίως περὶ τοῦ Σωκράτους καὶ τῶν Φιλοσόφων, Ἀριστοφ, Νεφ. 138, 234, 237, 740, 762· φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 572· πρβλ. φροντιστής, φροντιστήριον. β) καὶ με καρδίαν ἀμύσσει φρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 161· ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 102, πρβλ. 163, Εὐμ. 453· οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, ὁ Ἱππ. δὲν δίδει σημασίαν τινὰ εἰς τοῦτο, ἀδιαφορεῖ, δὲν τὸν μέλει, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Δημόταις» 6· παρέχειν φροντίδα τινὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 612· ἐν τῷ πληθ., φροντίδες, μέριμναι, ἀνησυχίαι, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Ἀντιφῶν 116. 28, πρβλ. Ἰσοκρ. 408Ε· τρισάθλιόν γε καὶ ταλαίπωρον φύσει πολλῶν τε μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Μένανδρος ἐν «Συναριστώσαις» 6. ΙΙ. δύναμις τοῦ σκέπτεσθαι, νοῦς, τό... ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι Σοφοκλ. Φιλοκ. 863· οὐδ’ ἔνι φροντίδος ἔγχος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 170· τὸ γὰρ τὴν φρ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκὺ αὐτόθ. 1390· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ, «ἡ γὰρ τῶν νέων διάνοια πονεῖν ἢ λυπεῖσθαι οὐ φιλεῖ· οἱ γὰρ νέοι ἔξω πάσης φροντίδος καὶ κακίας εἰσὶ» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 48. 2) ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου, Πίνδ. Π. 10. 96.

English (Slater)

φροντῐς (φροντίς, -ίδι, -ίδ(α), -ίσιν.)
   a thought, reflection πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22) ἀμευσιεπῆ φροντίδα fr. 24. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. pl., νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19)
   b object of one's thoughts, hope τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (= μέλημα, Gildersleeve) (P. 10.62) cf. ]φροντι . . ἐλπιδ[ (? φροντίδες expll. ἐλπίδες, Lobel) fr. 6b. g.

Greek Monolingual

η / φροντίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα του σπιτιού» β. «ἀλλ' οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ' ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.)
2. ενδιαφέρον, έγνοια
3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πνεύμα, νους («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», Σοφ.)
2. επιθυμία, πόθος («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός», Πίνδ.)
3. σκέψη, συλλογισμός («πολλὰς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της λ. φρήν, φρενός (βλ. λ. φρην) και εμφανίζει κατάλ. -ις, -ίδος και δυσερμήνευτο οδοντικό -τ-. Κατά μία άποψη, το -τ- ανήκει στο επίθημα -τις (πρβλ. πίστις, φάτις), ενώ κατ' άλλη άποψη, η λ. φροντίς έχει προέλθει με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- από έναν αμάρτυρο τ. φροντρίς, θηλ. ενός φροντήρ «αυτός που σκέπτεται, που φροντίζει». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. φροντίζω, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχει σχηματιστεί από το θ. φρονκατά το σχήμα ἐρατίζω: ἐρατός: ἔραμαι.

Greek Monotonic

φροντίς: -ίδος, ἡ (φρονέω),
1. σκέψη, φροντίδα, μέριμνα, προσοχή που εναποτίθεται σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, με γεν., φροντίσ' ἔχειν τινός, σε Ευρ.· ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, σε Ηρόδ.
2. απόλ., σκέψη, μέριμνα, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο (τὸ πρῆγμα), σε Ηρόδ.· ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα, βάζω σε κάποιον μια σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., σκέψεις, αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι, σε Ευρ.
3. βαθιά σκέψη, φροντίδα, ενδιαφέρον, σε Αισχύλ.· οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, καμιά μέριμνα για τον Ιπποκλείδη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φροντίς, ίδος, ἡ, φρονέω
1. thought, care, heed, attention bestowed upon a person or thing, c. gen., φροντίδ' ἔχειν τινός Eur.; ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος Hdt.
2. absol. thought, meditation, Aesch., Soph.; ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα Hdt.; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a thinking, Hdt., etc.:—in pl. thoughts, αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι Eur.
3. deep thought, care, concern, Aesch.; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to Hippocleides! Hdt.

English (Woodhouse)

anxiety, attention, care, idea, meditation, plan, reflection, thought, anxious thought, reflection

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)