ἀμείβω

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείβω Medium diacritics: ἀμείβω Low diacritics: αμείβω Capitals: ΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: ameíbō Transliteration B: ameibō Transliteration C: ameivo Beta Code: a)mei/bw

English (LSJ)

[ᾰ], Il., Trag.: Ep. impf.

   A ἄμειβον Il.14.381: fut. -ψω A.Pr. 23: aor. ἤμειψα, Ep. ἄμειψα [ᾰ] h.Cer.275, A.R.3.280; Dor. ἄμ [ᾱ] Pi.P.5.38; Trag.:—Med., impf. ἠμειβόμην, Ep. ἀμ- Il.3.171, etc.: fut. ἀμείψομαι E.Supp.517: aor. ἠμειψάμην, Ep. and Ion. ἀμ- Il.4.403, Hdt.1.37, al.:—Pass., fut. ἀμειφθήσεται Hsch.: aor. ἠμείφθην AP7.589 (Agath.), 638 (Crin.), etc. (in med. sense, Pi.P.4.102, Theoc.7.27): pf. ἤμειπται Gal.1.210: Ep. plpf. ἄμειπτο Nonn.D.44.241.—Verb and compds. are almost exclus. poet. and Ion., but used once or twice in Pl. and X., and late Prose.    A Act., change, exchange, (not Od.), ἔντε' ἄμειβεν Il.17.192, etc.: τί τινος, as γόνυ γουνὸς ἀμείβων changing one knee for other, i. e. walking slowly, ib.11.547, etc.:—so either,    1 give in exchange, ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε' ἄμειβε χρύσεα χαλκείων ib. 6.235: c.acc., δάμαρτ' ἀμείψας E.Alc.46: or more freq.,    2 take in exchange, τι ἀντί τινος Pi.P.4.17, E.Hel.1382; πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς redeem at that price, Id.Alc.462, etc.; μορφὴν ἀ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Id.Ba.4; ἀ. τὰν ἐμὰν [φυλακάν] Id.Rh.527; τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ibyc.24, cf. A.Ch.1019 (anap.) (prob.).    3 in Att. often of Place, change it, so pass, cross, πορθμόν, πόρον, Id.Pers. 69, E.IA 144, etc.:—hence,    b either pass out of a house, leave it, ἀ. στέγας, δώματα, S.Ph.1262, E.El.750; or pass into, enter it, ἀ. θύρας Hdt.5.72, cf. A.Ch.571: generally, πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. Pl.Sph. 224b, cf. Prm.138d; v. infr. B.11.2.    4 change, alter, χρῶτα βαφῇ A.Pers.317; χροιᾶς ἄνθος Id.Pr.23; ἐς κακοχυμίην ἤμειψε τὰ σπλάγχνα Aret.SD2.13: abs., πολλὰ ἀ. change colour, Jul.Caes. 309a; so Med., χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6.    5 causal, make others change, τεύχε' ἄμειβον Il.14.381; pass on, hand on from one to another, τέκνα . . διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν E.Hec.1159.    b shift, dislodge, κακὸν κακῷ Aret.SD2.1.    6 rarely like Med. B.1.3, repay, return, ἀ. χάριν A.Ag.729, cf. Ch.793.    II intr. in part., ἀμείβοντες, οἱ, the interchangers, i.e. rafters that meet and cross each other, Il.23.712, cf. Theo Sm.p.122 H., Nonn.D.37.588; ἐν ἀμείβοντι, = ἀμοιβάδις, Pi.N.11.42:—so prob. ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε succeeds, E.Or.1503.    B Med., change one with another, do in turn or alternately, abs., ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Il.9.471; ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ 1.604; ὀρχείσθην . . ἀμειβομένω Od.8.379; ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους at every house in turn, 1.375, 2.140; ἄρουραι ἀμειβόμεναι ploughed and fallow in turn, Pi.N.6.9; so ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς alternating, crosswise, of the motion of the legs in horses or oxen, Id.P.4.226; ἄλλα ἄλλοθεν ἀμείβεται now comes one thing, now another in turn, E.Hipp.1108; ἀμείβεται μιάσματα Id.Med.1267: c. part., θρῴσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται leaps in turn... Il.15.684:—ἀ. στενότητι vary in narrowness, X.Cyn.9.14.    2 of dialogue, ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι answer one another, Od.3.148, etc.; in part., ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, Il.3.437, 17.33; ἀ. πρός τινα Hdt.8.60codd.; πρός τι ib.58, E.Tr.903: c. acc. pers. et dat. rei, ἀ. τινα μύθῳ, μύθοις, Od. 12.278, 2.83; ἀ. τινα alone, answer one, reply to him, Il.1.172, etc.; τὸν λόγοις ἀμείφθη Pi.P.4.102, cf. Theoc.7.27; ἀμείβετο τοῖσδε in these words, Hdt.1.35, al.:—later c. acc. rei, τούτοις ἀμείβου . . εὐμαθές τι A.Eu.442; ἔπος πρὸς ἔπος 586; μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον E.Supp.478; ταῦτα ἀμείψατο Hdt.1.37: c. dupl. acc., ταῦτα τοὺς φίλους ἀμείψατο Id.2.173, cf.3.52, A.Supp.195; ἕν μ' ἄμειψαι μοῦνον S.OC991; τὸν δὲ . . μῆτιν . . ἀμείβετο gave him counsel in reply, Pi.P. 9.39:—also late Prose, Luc.Alex.19.    3 repay, requite, c. acc. pers. et dat. rei, δώροισιν ἀ. τινα Od.24.285; χρηστοῖσι Hdt.1.41, cf. 4.97; ὁμοίοις D.20.6; ἀμείβομαί σε τῷ φυγεῖν τὴν οἰκίαν Com.Adesp.371: c. acc. pers. only, τὸν ἄδικον ἀ. S.Fr.12; τοὺς μὲν ἐκόλαζε, τοὺς δὲ ἠμείβετο D.C.74.8: c. acc. et dat. rei, ἀ. εὐεργεσίας χάρισιν X.Mem.4.3.15: c. acc. rei only, χάριν φιλότητος S.El.134; βροτῶν ἀσυνεσίας E.Ph.1727; τὴν προϋπαρχήν Arist.EN1165a5: rarely c. dat. pers., πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο E.Cyc.312: rarely also c. gen. rei compensatae, ἀ. τινα τῆς δικαιοσύνης Luc.Somn. 15:—mostly, return good for good; but also, bad for good, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα Pi.P.7.17; bad for bad, ἀμείψεται φόνον φόνος E.El.1093; κακὸν κακῷ Aret.SD2.13.    4 purchase, λύχνον Lib. Or.45.10.    II get in exchange, [οὔτοι] νιν (sc. Καρθαίαν) Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Pi.Pae.4.16; θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν S.Tr. 737.    2 like Act., change a place, pass either out or in, ψυχὴ . . ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Il.9.409; and reversely of things swallowed, φάρμακα . . ἀ. ἕρκ. ὀδ. Od.10.328; ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν... ἡ μὲν ἔσω . . ἡ δὲ θύραζε Hes. Th.749; πατρίδ' ἀμειψάμενος Sol.2; ποταμόν Simon.94; πρόθυρα A.Ch.965; πύλας E.Alc.752; γῆν οὐρανοῦ ἀ. change earth for heaven, Plu.2.607e; ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον Theoc. 2.104; ἄλλην ἐξἄλλης πόλεως ἀμειβόμενος Pl.Ap.37d; ἕτεραδ' ἕτερος ἀμείβεται πήματα passes through them, E.Or.979.    3 exchange, τὶ πρὸς νόμισμα Plu.Aem.23.    III surpass, outdo, μελισσᾶν πόνον Pi.P.6.54.    IV χεροῖν πίτυλον, ὃς αἰὲν δι' Ἀχέροντ' ἀ. θεωρίδα convoys, accompanies it, A.Th.856.

German (Pape)

[Seite 120] wechseln, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμείβων Iliad. 11, 547, ἀμείβοντες 23, 712, ἄμειβεν 17, 192, ἄμειβον plur. 14, 381; – ἀμεἰβεται 15, 684. ἀμείβεο imperat. Od. 17, 393, ἀμείβεσθον imper. Iliad. 23, 492, ἀμειβόμενος 3, 437 u. oft, -μένω Od. 3, 148, -μενοι Iliad. 9, 471, -μένη Od. 4, 234, -μεναι Iliad. 1, 604, ἠμείβετο 1, 292 u. oft, ἀμείβετο 3, 171 u. oft, ἀμειβόμεθα impft. Od. 11, 225, ἠμείψατο Iliad. 23, 542, ἀμείψατο 4, 403, ἀμείψεται conj. Iliad. 9, 409 Od. 10, 328, ἀμείψασθαι Od. 2, 83, ἀμειψάμενος 24, 285; – τεύχεα πρός τινα die Rüstung mit einem wechseln Il. 6, 235, vgl. 14. 381; ἔντε' ἄμειβεν, er wechselte die Waffen, 17, 192; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, Knie mit Knie wechselnd, langsam schreitend, 11, 547; οἱ ἀμείβοντες die sich gegen einander lehnenden Dachsparren 23, 712, wie Nonn. 11. 37, 588; Pind. ἵππους ἀντὶ δελφίνων, austauschend, P. 4, 17; von dem Wechsel eines Ortes, λόφον P. 5, 36, über den Hügel gehen; so bes. Tragg., π ορθμόν Aesch. Pers. 59. βαλὸν ἕρκειον πυλῶν Ch. 564; στέγας, ἑστίαν, das Haus verlassen, Soph. Phil. 1246 (Schol. καταλιπών) Trach. 655; κέλευθον, πόρον, Eur. Or. 1294 Iph. A. 144; Τμῶλον, nach d. Tmolus gehn, Bacch. 65; δώματα El. 750; κλίμακος βάθρα, hinaufsteigen, Phoen. 1186. Auch in Prosa, θύρας ἀμεῖψαι, in die Thür hineingehen, Her. 4, 72; χώραν Plat. Parm. 138 d; πόλιν ἐκ πόλεως, von Stadt zu Stadt gehen, Soph. 224 b; γῆν Luc. Gymn. 18; öfter so in Anthol.; auch = verwandeln, χρῶτα βαφῇ Aesch. Pers. 309; μορφὴν ἐκ θεοῦ βροτησίαν, seine Gestalt aus der eines Gottes in die menschliche verwandeln, Eur. Bacch. 4; καινὸν ἐκ καινῶν Or. 1503; τὸν πόσιν ἀντὶ τῆς ψυχῆς Alc. 463, d. i. mit dem Leben loskaufen; πέπλους αντὶ στολῆς Hel. 1398; auch der bloße gen., πέπλους μέλανας λευκῶν 1293; Ibyc. 51 τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω, Ehre eintauschen; χάριν τροφᾶς ἀμεῖψαι, Dank abstatten für die Erziehung, Aesch. Ag. 711; auch παλίμποινα ἀμ., vergelten, Ch. 782; ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβαδίς, Pind. N. l 1, 42. – Häufiger im med.; für den aor. med. tritt auch der aor. pass. ein, Pind. P. 4, 102; aber ἀμειφθεῖσαι κέλευθ οι Parm. 9 (IX, 304) sind verwechselte Wege; vgl. ἀπαμείβομαι; für sich eintauschen, vertauschen, abwechseln, Soph. Trach. 737 λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ' ἀμείψασθαί ποθεν, die jetzige Gesinnung mit einer besseren vertauschen; Hom. Iliad. 9, 471 οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον; Od. 1, 875. 2, 140 ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους; – von einem Tänzerpaare Od. 8, 379 ὠρχείσθην ταρφέ' ἀμειβομένω; Iliad. 1, 604 φόρμιγγος, ἣν ἔχ' Ἀπόλλων, μουσάων θ', αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, vgl. Od. 24, 80; – bes. 1) antworten, τὸν δ'Ἑλένη μύθοισιν ἀμείβετο Il. 3, 171, u. häufig ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, τὸν δ' ἠμείβετο; χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Od. 3, 148; so Tragg., ἔπος πρὸς ἔπος Aesch. Eum. 556, ξένους ἔπη Suppl. 192, πρὸς ταῦτα 246; Soph. Phil. 378; ἕν μ' ἄμειψαι O. C. 995; μῦθον ἀμείβεσθαι Eur. Suppl. 478, πρῶτα σὲ πρὸς τὰ πρῶτ' ἀμείψομαι 517, ἄνδρα λόγοις Rhes. 639, πρὸς ταῦτα λόγῳ Troad. 903; Her. theils ebenso 1, 35, ταῦτα τοὺς φίλους ἠμείψατο 2, 173, theils τινὰ τοῖσδε, mit solchen Worten, 1, 120. 2, 173 u. sonst; auch Plut. u. Luc. – 2) den Ort vertauschen: ψυχή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, sobald die Seele den Zaun der Zähne überschritten hat, Iliad. 9, 409; Od. 10, 328 οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ' ἀνέτλη, ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, entweder conj. conditional. statt des optat. iterativ., oder ἀνέτλη in Präsensbdtg, wie der aor. oft, = pflegt zu ertragen; – Tragg. τόπον, πέδον, πρόθυρα, hineingehen, Aesch. Suppl. 229 Spt. 286 Ch. 859; ὅταν δι' ἐχθρᾶς ποὺς ἀμείβηται χθονός Phoen. 278; πύλας Alc. 755; Pind. χθόνα P. 4, 226; ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλιν πόλεως, von einer Stadt zur andern gehen, Plat. Apol. 37 d; ὑπὲρ θύρας οὐδὸν ἀμ., über die Schwelle ins Haus gehen, Theocr. 2, 104; οὐρανοῦ γῆν ἀμειψαμένη Plut. de exil. a. E. – 3) δώροις ἀμ., Gabe mit Gabe erwiedern, Od. 24, 285; dah. übh. vergelten, χάριν Soph. El. 132; Dank erwidern, εὐεργέταν Pind. I. 1, 53; ζημίαν κέρδη πον ηρὰ ἠμείψαντο, sie gaben ihm schlechten Lohn, Eur. Cycl. 311; εἰ δ' ἀμείψεται φόνον δικάζων φόνος El. 1093; χάριν φιλότητος Soph. El. 134; εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν Xen. Mem. 4, 3, 15; τινὰ χρηστοῖ. σιν ἔργοις Her. I, 97 vgl. 2, 41; τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι Dem. 20, 6; σὲ δὲ θεοὶ ἀμείψαιντο, die Götter mögen Dir vergelten, Hel.; ἀμείψομαί σε τῆσδε τῆς δικαιοσύνης Luc. Somn. 15; τινὰ δικαίᾳ ἀμοιβῇ Asin. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείβω: [ᾰ], Ἰλ., Τραγ.: Ἐπ. παρατ. ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381: μελλ. -ψω Αἰσχύλ. Πρ. 23: ἀόρ. ἤμειψα Δωρ. ἄμ- [ᾱ] Πίνδ., ἀπαρ. ἀμεῖψαι Ἡρόδ., μετ. ἀμείψας Τραγ: ― Μέσ., παρατ. ἠμειβόμην Ὅμ., Ἡρόδ., Ἐπ. ἀμ- Ἰλ. Γ. 171, κτλ.: μέλλ. ἀμείψομαι Εὐρ. Ἱκ. 517: ἀόρ. ἠμειψάμην Ἰλ., Σοφ., Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀμ- Ἰλ. Δ. 403, Ἡρόδ.: ― Παθ.: μέλλ. ἀμειφθήσεται Ἡσύχ., ἀόρ. ἠμείφθην Ἀνθ. Π. 7. 589, 638, κτλ. (ἀλλὰ καὶ = ἠμειψάμην Πινδ. Π. 4. 179, Θεόφρ. 7. 27): πρκμ. ἤμειπται Γαλην., ὑπερσ ἤμειπτο Νόνν. ― Τὸ ῥῆμα εἶναι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ποιητ. καὶ Ἰων., ἀλλ’ εὕρηται ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἡ αὐτὴ δὲ παρατήρησις ἰσχύει καὶ διὰ τὰ σύνθετα ἀντ- ἀπ- ἀνταπ- μετ- αμείβω, ἀντ’ αὐτῶν δὲ εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. τὸ ἀλλάσσω καὶ τὰ σύνθετα αὐτοῦ. (Ἐκ τῆς √ΜΕϜ ἢ ΜΑϜ μετὰ προθεματικοῦ α παράγονται τὰ ἀμεύομαι (ὅ ἐ. ἀμέϝομαι), ἀμείβω, ἀμοιβή: πρβλ. Σανσκρ. mîv, mîvâmi (moveo), Λατ. moveo, motus, muto, mutuus. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὰ Σανσκρ. apamayê (muto), mi-mayas (ἀνταλλάσσω) ὡς λέξεις μακρόθεν συγγενευούσας. Α. ἐνεργ. ἀλλάσσω, ἀνταλλάσσω, μεταβάλλω (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἔντε’ ἄμειβεν Ἰλ. Ρ. 192, κτλ.: τί τινος, ὡς γόνυ γουνὸς ἀμείβων, κινῶν βραδέως τὰ γόνατα τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, δηλ. βραδυπορῶν, Ἰλ. Λ. 547 (ἴδε κατωτέρω Β. Ι. 1). κτλ.: ― ἑπομένως ἢ 1) δίδω πρὸς ἀνταλλαγήν, ἀνταλλάσσω, ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε’ ἄμειβε χρύσεα χαλκείων = ἀντὶ χαλκῶν ἔδιδε χρυσᾶ, Ἰλ. Ζ. 235: δάμαρτ’ ἀμείψας Εὐρ. Ἄλκ. 46· ἴδε κατωτέρω 6: ἢ συνηθέστερον, 2) λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμά τι ἀντί τινος Πινδ. Π. 4. 30, Εὐρ. Ἑλ. 1382· πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς, νὰ ἐξαγοράσῃς διδοῦσα, παρέχουσα τὴν σὴν ψ., ὁ αὐτ. Ἄλκ. 462, κτλ.: μεθ’ ἁπλῆς αἰτιατ., τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ἴβυκ. 24. 3) παρ’ Ἀττ. συχνάκις ἐπὶ τόπου, ἀλλάσσω τὸν τόπον, ὅθεν διέρχομαι, διαβαίνω· πορθμόν, πόρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, Εὐρ. Ι. Α. 144, κτλ.: ὅθεν β) ἢ ἐξέρχομαι οἰκίας τινός, καταλείπω αὐτήν, ἀμ. στέγας, δώματα, Σοφ. Φ. 1262, Εὐρ. Ἠλ. 750, ἢ εἰσχωρῶ, εἰσέρχομαι εἰς αὐτήν· ἀμ. θύρας Ἡρόδ. 5. 72· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 571: καὶ ἐν γένει ἐγκαταλείπω τόπον τινά, ἀπέρχομαιτοὐναντίον μεταβαίνω εἰς αὐτόν, (ὡς τὸ Λατ. muto, Ὁράτ. Carm. 39, Od. I. 17. 2), πόλιν ἐκ πόλεως ἀμ. Πλάτ. Σοφ. 224Β, πρβλ. Παρμ. 138D: οὕτω, μορφὴν ἀμ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Εὐρ. Βάκχ. 4: ἀμ. τὰν ἐμάν [φυλακάν] ὁ αὐτ. Ρῆσ. 527· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 4) ἁπλῶς = μεταβάλλω, ἀλλάσσω, ἀλλοιῶ, χρῶτα βαφῇ Αἰσχύλ. Περσ. 317· χροιᾶς ἄνθος ὁ αὐτ. Πρ. 23, καὶ οὕτω κατὰ μέσον τύπον, χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Σόλων 27. 6. 5) μετὰ ἐνεργ. μεταβ. σημ. κάμνω ἄλλους νὰ ἀλλάξωσι, τεύχε’ ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381· διαβιβάζω, παραλαμβάνων παρά τινος καὶ διδοὺς εἰς ἕτερον, τέκνα... διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν Εὐρ. Ἑκ. 1159. 6) σπανίως ὡς τὸ Μέσ. κατωτέρω (Β. Ι. 3) ἀνταποδίδω, ἀμ. χάριν Αἰσχύλ. Ἀγ. 729, πρβλ. Χο. 793. ΙΙ. ἀμετάβ. κατὰ μετοχ. ἀμείβοντες, οἱ, αἱ δοκοὶ αἱ σταυροειδῶς συναντώμεναι, «δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι ὥστε βαστάζειν τὴν ὀροφήν, αἵτινες καὶ συστάται καλοῦνται» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 792, πρβλ. Νόνν. Δ. 37. 588· ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβάδις, Πινδ. Ν. 11. 53: ― οὕτω πιθ., ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε, Λατ. excipit, διαδέχεται, ἀκολουθεῖ, Εὐρ. Ὀρ. 1503. Β. Μέσ., ποιῶ τι ἐκ διαδοχῆς, διαδέχομαι ἄλλον, ἀπολ., ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, ἐκ διαδοχῆς φυλάσσοντες, Ἰλ. Ι. 471· ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ (πρβλ. ἀμοιβαῖος) Α. 604: ὠρχείσθην… ἀμειβομένω Ὀδ. Θ. 379· ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους, εἰς τὴν οἰκίαν ἑκάστου ἐκ διαδοχῆς, Ὀδ. Α. 375, Β. 140· ἄρουραι ἀμειβόμεναι, ἀροτριούμεναι καὶ ἀφινόμεναι ἀκαλλιέργητοι ἐκ διαδοχῆς Πινδ. Ν. 6. 17· οὕτως: ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς, διασταυροῦσαι τὰς ὁπλάς, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν τῶν ἵππων ἢ βοῶν, Πινδ. Π. 4. 403. (πρβλ. Ἰλ. Λ. 547 καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλ. Sinnatque alterna volumina crurum)· ἄλλα ἄλλοθεν ἀμείβεται, τώρα ἔρχεται ἓν πρᾶγμα, ἔπειτα δὲ ἄλλο ἐκ διαδοχῆς, Εὐρ. Ἱππ. 1108· ἀμείβεται φόνος ὁ αὐτ. Μήδ. 1267: μετὰ μετοχ. θρώσκων ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλον ἀμείβεται, ἐφορμᾷ ἐκ διαδοχῆς… Ἰλ. Ο. 684: ἀμ. στενότητι ποικίλλω κατὰ τὴν στενότητα, Ξεν. Κυν. 9. 14. 2) συχνάκις ἐπὶ διαλόγου ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι, ἀποκρίνεσθαι ἀλλήλοις, Ὀδ. Γ. 148, κτλ. καὶ κατὰ μετοχ. ἀμειβόμενος προσέφη, προσηύδα, προσέειπε Ὅμ.: ἀμ. πρός τινα Ἡρ. 8. 60· πρός τι αὐτόθι 58, Εὐρ. Τρῳ. 903: ― ἀλλ’ ὡσαύτως μ. αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. τινα μύθῳ, μύθοις, ἐπέεσσιν: ὡσαύτως ἀμείβεσθαί τινα, ἁπλῶς ἀποκρίνεσθαί τινι, Ὅμ., κτλ.: τὸν λόγοις ἀμείφθη Πινδ. Π. 4. 180, πρβλ. Θεόκρ. 7. 27· ἀμείβετο τοῖσδε, διὰ τούτων τῶν λέξεων, Ἡρόδ. 1. 35 καὶ ἀλλ.: ― ἀκολούθως μετ’ αἰτ. πράγμ. τούτοις ἀμείβου… εὐμαθές τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 442, πρβλ. 286· μή... σφριγῶντ’ ἀμείψῃ μῦθον Εὐρ. Ἱκ. 478· ἀμείψατο ταῦτα, Ἡρόδ. 1. 37 (ἂν καὶ συχνότερον λέγει τοῖσδε): ἔτι δὲ καὶ ταῦτα τοὺς φίλους ἀμείψατο Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἱκ. 195· τὸν δέ... μῆτιν... ἀμείβετο, εἰς ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν συμβουλήν, Πινδ. Π. 9. 68· οὐχὶ οὕτως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 19. 3) ἀνταποδίδω, ἀποδίδω τὸ ὅμοιόν τινι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγ., δώροισιν ἀμ. τινὰ Ὀδ. Ω. 285· χρηστοῖσι Ἡρόδ. 1. 41, πρβλ. 4. 97· ὁμοίοις Δημ. 458· ἐν τέλ.: μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, τὸν ἄδικον ἀμ. Σοφ. Ἀποσπ. 11: ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. εὐεργεσίας χάρισιν Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 15· ἢ μετ’ αἰτ. πράγ. μόνον, χάριν φιλότητος Σοφ. Ἠλ. 134· βροτῶν ἀσυνεσίας Εὐρ. Φοίν. 1727· τὴν προϋπαρχὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5· σπανίως μετὰ δοτ. προσ. πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Εὐρ. Κύκλ. 311: σπανίως ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἕνεκά τινος, ἀμ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης Λουκ. Ἐνύπ. 15. Σημειωτέον ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ χρῆσις εἶναι: ἀνταποδίδω καλὸν ἀντὶ καλοῦ· ἀλλὰ καὶ κακὸν ἀντὶ καλοῦ, Πινδ. Π. 7. 19· κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1093. ΙΙ. λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα, δι’ ἀνταλλαγῆς, λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν Σοφ. Τρ. 737. 2) ὡς τὸ ἐνεργ., ἀλλάσσω τόπον, ἐξέρχομαιεἰσέρχομαι, ψυχὴ... ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409: καὶ τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων καταπινομένων, φάρμακα... ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Ὀδ. Κ. 328· ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδόν..., ἡ μὲν ἔσω..., ἡ δὲ θύραζε Ἡσ. Θ. 749· οὕτω: πατρίδ’ ἀμειψάμενος Σόλων 4· ποταμὸν Σιμων. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· βίοτον ἀμείψεται (ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἀμείψει) Αἰσχύλ. Χο. 1019· πρόθυρα αὐτόθι 965· πύλας Εὐρ. Ἄλκ. 752· γῆν οὐρανοῦ ἀμ., τὴν γῆν ἀντὶ τοῦ οὐρανοῦ, Πλούτ. 2.607Ε· ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον Θεόκρ. 2.104· ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλεως ἀμειβόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 37D· ὡσαύτως: ἕτερα δ’ ἕτερος ἀμείβεται πήματα, διέρχεται δι’ αὐτῶν, ὑφίσταται, Εὐρ. Ὀρ. 979. 3) ἀνταλλάσσω τι πρός τι: πρὸς νόμισμα Πλουτ. Αἰμίλ. 23. ΙΙΙ. ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ· μελισσᾶν πόνον Πινδ. Π. 6. 54, πρβλ. 7. 19· ἴδε ἀμεύομαι. IV. ἐν Αἰσχύλ. Θ. 856· πίτυλον χεροῖν, ὃς αἰὲν δι’ Ἀχέροντα ἀμ. θεωρίδα, προπέμπει, συνοδεύει (deducit κατὰ Βλωμφίλδιον).

French (Bailly abrégé)

f. ἀμείψω, ao. ἤμειψα, pf. inus.
Pass. f. ἀμειφθήσομαι, ao. ἠμείφθην, pf. ἤμειμμαι;
A. tr. I. échanger :
1 prendre en échange, acc. ; πόρον ἀμ. EUR passer par un endroit;
2 donner en échange : πρός τινά τι ἀμείβειν τινός IL donner à qqn une chose en échange d’une autre ; fig. ἀμείβειν χάριν ESCHL témoigner en retour sa reconnaissance;
3 prendre et donner tout à tour, quitter et reprendre : τέκν’ ἐν χεροῖν διαδοχαῖς ἀμείβουσαι EUR prenant et faisant passer les enfants l’un après l’autre de main en main;
II. changer, altérer : χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ ESCHL se teindre la peau avec de la couleur pourpre;
B. intr. prendre la place de, succéder à : οἱ ἀμείβοντες IL poutres qui se soutiennent mutuellement;
Moy. ἀμείβομαι (f. ἀμείψομαι, ao. ἠμειψάμην ou ἠμείφθην au sens actif);
échanger, càd :
1 prendre ou obtenir en échange : λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσιῶν τῶνδ’ ἀμείψασθαί ποθεν SOPH litt. (puisses-tu) prendre de qqe part des sentiments meilleurs que ceux dont tu fais preuve en ce moment;
2 donner en échange : τι πρὸς νόμισμα PLUT échanger qch à soi contre de l’argent ; particul. donner en échange par compensation, compenser : δώροισιν ἀ. τινά OD donner à qqn des présents en échange ; ἀ. ὁμοίοις DÉM rendre la pareille ; ἀ. εὐεργεσίας χάρισιν XÉN donner des marques de reconnaissance en retour de bienfaits litt. compenser des bienfaits par) ; φόνον φόνος ἀμείβεται EUR le meurtre suit et venge le meurtre ; rar. avec le gén. de chose : ἀ. τινα τῆς δικαιοσύνης LUC récompenser qqn de son équité;
3 prendre la place de, remplacer, succéder : ἀμειβόμενοι φύλακας ἔχον IL ils faisaient sentinelle tout à tour ; ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι OD répondre à qqn ; ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα IL à son tour, il répondit ; τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα IL il lui répondit alors ; πρὸς ταῦτα ἀμ. HDT répondre à ces paroles ; ταῦτα τοὺς φίλους ἀμείψατο HDT il fit cette réponse à ses amis ; abs. répondre;
4 changer de place pour entrer ou pour sortir ; ἀ. ἕρκος ὀδόντων franchir la barrière des dents ; γῆν οὐρανοῦ ἀ. PLUT quitter la terre pour le ciel ; πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. PLAT aller de ville en ville.
Étymologie: ἀ- prosth. et R. Μυ, ΜεϜ changer de place ; cf. ἀμεύομαι ; lat. moveo.

English (Autenrieth)

fut. ἀμείψω, -ομαι, aor. ἠμείψατο, ἀμείψατο: I. act., change, exchange; τινός τι πρός τινα (something with one for something else), Il. 6.235 ; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, ‘only a little changing knee for knee’ (in retreating slowly step by step), Il. 11.547; part. as subst., ἀμείβοντες, ‘rafters’ of a house, Il. 23.712.—II. mid., change with each other, answer, pass; of responsive (‘amoebean’) singing, Il. 1.604; ‘alternating’ in the dance, Od. 8.379 ; θρώσκων ἀμείβεται, ‘springs alternately,’ Il. 15.684; ‘passing from house to house,’ Od. 1.375; ‘requiting’ one with gifts, Od. 24.285. In the sense of answer, very freq. the part. ἀμειβόμενος, ‘in reply,’ ἀμειβόμενος προσέειπεν, ἠμείβετο μύθῳ.

English (Slater)

ᾰμείβω (ἀμείβοντι coni.: aor. μειψεν, -ψαντες: med. ἀμείβεται; -όμενοι, -όμεναι, -ομένοις: fut. ἀμείψομαι: impf. ᾰμείβετο: aor. pass. pro med. ᾰμείφθη.
   1
   a exchange “ἀντὶ δελφίνων ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” (P. 4.17)
   b pass Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)
   2 med. c. aor. pass.
   a exchange τι ἀντί τινος, ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ (Pae. 4.15)
   b answer ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη (P. 4.102) c. acc. dupl., τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.39)
   c requite τὸ δἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι (i. e. ἀντιδίδοντας τῷ θεῷ τὸν ὕμνον ἀντὶ τῶν εἰς τὸν νικηφόρον εὐεργεσιῶν Σ.) (I. 1.53)
   d surpass γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον (P. 6.54)
   e part. in turn, by turn τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ (P. 4.93) χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι of oxen (τοὺς πόδας ἐναλλάσσοντες Σ.) (P. 4.226) καρποφόροις ἁρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι, τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.9)
   3 dub., ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musurus: ἐναμείβοντι codd.) (N. 11.42)

English (Slater)

ᾰμείβω (ἀμείβοντι coni.: aor. μειψεν, -ψαντες: med. ἀμείβεται; -όμενοι, -όμεναι, -ομένοις: fut. ἀμείψομαι: impf. ᾰμείβετο: aor. pass. pro med. ᾰμείφθη.
   1
   a exchange “ἀντὶ δελφίνων ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” (P. 4.17)
   b pass Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)
   2 med. c. aor. pass.
   a exchange τι ἀντί τινος, ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ (Pae. 4.15)
   b answer ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη (P. 4.102) c. acc. dupl., τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.39)
   c requite τὸ δἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι (i. e. ἀντιδίδοντας τῷ θεῷ τὸν ὕμνον ἀντὶ τῶν εἰς τὸν νικηφόρον εὐεργεσιῶν Σ.) (I. 1.53)
   d surpass γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον (P. 6.54)
   e part. in turn, by turn τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ (P. 4.93) χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι of oxen (τοὺς πόδας ἐναλλάσσοντες Σ.) (P. 4.226) καρποφόροις ἁρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι, τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.9)
   3 dub., ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musurus: ἐναμείβοντι codd.) (N. 11.42)