δεῦρο

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῦρο Medium diacritics: δεῦρο Low diacritics: δεύρο Capitals: ΔΕΥΡΟ
Transliteration A: deûro Transliteration B: deuro Transliteration C: deyro Beta Code: deu=ro

English (LSJ)

(Aeol. δεῦρυ Hdn. Gr.2.933, who read δεύρω in Il.3.240), strengthd. in Att. δευρί Ar.Nu.323, And.2.10: sts. written δεῦρε in Att. Inscrr., as IG12.900: late δευρεί Stud.Pal.10.7.6 (iv/v A. D.). Adv.:    I of Place, hither, with all Verbs of motion, Il.1.153, etc.: strengthd., δ. τόδ' ἵκω Od.17.444, cf. Il.14.309; in pregn. sense with Verbs of rest, to [have come hither and] be here, δ. παρέστης 3.405; πάρεστι δ . . . ὅδε S.OC1253; τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο πάντ' ἀνασκόπει Ar.Th.666: with Art., μακρὸν τὸ δ. πέλαγος S.OC663; τῆς δ. ὁδοῦ ib.1165; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δ. Ar.Av.426, cf. E.Ph. 266, [315]; δ. ἐλθών Pl.Tht.143a.    b later, here, τὰ δ., = sensible objects, Arist.Metaph.991b30; τὰ σώματα τὰ δ. Id.Cael.269b15; τὰ δ. κακά Max.Tyr.14.7.    2 used as Interjection, come on! in Hom. with 2sg. imper. (δεῦτε (q. v.) being used with pl.), ἄγε δ. Il.11.314; δ. ἄγε Od.8.145; δ. ἴθι Il.3.130; δ. ἴτω 7.75; δ. ὄρσο Od.22.395: later with 2pl. imper., δ. ἴτε A.Eu.1041(lyr.); δ. ἕπεσθε E.HF 724.    b with 1pl. subj., δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν come let us... Od.8.292, cf. Il.17.120, al.; later in this sense with imper., καί μοι δ. εἰπέ here now, tell me, Pl.Ap.24c; δεῦρό σου στέψω κάρα come let me... E.Ba.341.    c without a Verb, δ. δηὖτε Μοῖσαι Sapph.84; δεῦρο, σύ here, you! Ar.Pax881; δ. παρὰ Σωκράτη (sc. καθίζου) Pl.Tht.144d; δ. δὴ πάλιν (sc. βλέπε) Id.R.477d.    d later, go away! LXX 4 Ki.3.13.    3 in arguments, μέχρι δ. τοῦ λόγου up to this point of the argument, Pl.Smp.217e; τὸ μέχρι δ. ἡμῖν εἰρήσθω Id.Lg.814d; δεῦρ' ἀεὶ προεληλύθαμεν Id.Plt.292c; ἄχρι δ. Gal.15.453.    II of Time, until now, hitherto, Trag. (v. infr.) and Prose, Pl.Ti.21d; μέχρι τοῦ δ. Th.3.64, Onos.Praef.7, PLond. 2.358.16 (ii A.D.); μέχριδεύρου (sic) PGen.47.8 (iv A. D.); εἰς τὴν δ. Hld.1.19; ἐξ ἕω μέχρι δ. Pl.Lg.811c; δεῦρ' ἀεί E.Med.670, Ion 56, etc.; paratrag. in Ar.Lys.1135; δεῦρό γ' ἀεί A.Eu.596.

German (Pape)

[Seite 552] adv., 1) vom Orte. hierher, bei Verbis der Bewegung, von Hom. an überall; Hom. Iliad. 14, 309 δεῦρο τόδ' ἱκάνω, Homerisch, δεῦρο und τόδε stebn παραλλήλως; Odyss. 1 7, 444 δεῦρο τόδ' ἵκω. Auch bei Verdis, die eine Ruhe bezeichnen, so daß an die vorangegangene Bewegung gedacht wird, z. B. δεῦρο παρέστης Il. 3, 405; πάρεστι δεῦρο, er ist hierher gekommen u. ist jetzt hier, Soph. O. C. 1255; ἐπιδημεῖν δεῦρο Ar. Lys. 62; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 43; Ap. Rh. 2, 874; erst Sp., wie Max. Tyr., brauchen es geradezu für »hier«, s. Schäfer D. Hal. C. V. p. 321. In der Stelle Iliad. 1, 153 οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ' ἤλυθον αἰχμητάων δεῦρο μαχησόμενος verbanden einige Alte δεῦρο mit μαχησόμενος, = »um hier zu kämpfen«, s. Scholl. Nicanor. l. c. u. Lehrs Aristarch. p. 138 sqq. – Verstärkt durch μέχρι, z. B. μέχρι οὖν δεῦρο τοῦ λόγου καλῶς ἔχοι Plat. Conv. 217 e; τὸ μέχρι δεῦρο ἡμῖν εἰρήσθω Legg. VII, 814 d; mit dem Artikel, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Eur. Phoen. 272. 324; τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο Ar. Th. 666. – Bes. steht es beim imperat. als Ermunterungspartikel; Iliad. 23, 485 δεῦρό νυν, ἢ τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἄγε τὸ δεῦρο; ἄγε δεῦρο, frisch heran! Il. 17, 685; δεῦρ' ἄγε Od. 8, 145; δεῦρ' ἴθι Il. 3, 1301 δεῦρ' ἴτω Iliad. 7, 75; allein δεῦρο Od. 8, 292, wie Ar. Pax 846; Plat. Rep. IV, 445 d V, 477 d. Auch bei andern imperat., καί μοι δεῦρο – εἰπέ Plat. Apol. 24 c; δεῦρο αὖ συνεπίσκεψαι Crat. 422 c; mit conj., δεῦρό σου στέψω κάρα, auf, soll ich, Eur. Bacch. 841. – 2) von der Zeit, bis hierher, bis jetzt, Plat. Theaet. 143 a; δεῦρ' ἀεί Aesch. Ch. 596; Eur. Ion 56; Ar. Lys. 1 135; μέχρι τοῦ δεῦρο, bis setzt, Thuc. u. Sp.; μέχρι δεῦρο Plut. Num. 4. – B. A. 241 wird dieser Gebrauch den Rednern abgesprochen.

Greek (Liddell-Scott)

δεῦρο: ἐπιτεταμ. παρ’ Ἀττ. δευρὶ (Ἀριστοφ. Νεφ. 323, Ἀνδοκ. 21. 8)· τύπος τις δεύρω ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. ὡς ἀπαντῶν ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὅθεν διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Ἰλ. Γ. 240· ἐπίρρ. Ι. τόπον, ἐδῶ, πρὸς τὰ ἐδῶ, Λατ. huc, μετὰ πάντων τῶν ῥημάτων κινήσεως, Ὅμ., κτλ.· ἐπιτεταμένον, δεῦρο τόδ’ ἵκω Ὀδ. Ρ. 444, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 309, κατ’ ἄλλους τὸ τόδε σύστοιχον ἀντικείμενον τοῦ ῥήματος· ὡσαύτως βραχυλογικῶς μετὰ ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν [ἔχω ἔλθει καὶ εἶμαι ἐνθάδε], δεῦρο παρέστης Γ. 405· πάρεστι δεῦρο … ὅδε Σοφ. Ο. Κ. 1253· τὰ τῇδε καὶ τὰ δεῦρο πάντ’ ἀνασκόπει Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· – ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, μακρὸν τὸ δ. πέλαγος Σοφ. Ο. Κ. 66· τῆς δ. ὁδοῦ αὐτόθι 1165· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 426, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 266, 315. β) παρὰ μεταγ. ἁπλῶς, ἐδῶ, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῆς κινήσεως, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 9, 20, Οὐρ. 1. 2, ἐν τέλ. 2) συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ πρὸς παραθάρρυνσιν ἢ ἁπλῶς κλητικόν, ἐδῶ! ἀπ’ ἐδῶ! ἐμπρός! Λατ. adesdum, ἄγε δεῦρο, δεῦρ’ ἄγε, δεῦρ’ ἴθι, καὶ δεῦρ’ ἴτω, ἀείποτε μετὰ ῥήματος ἑνικοῦ, (τὸ δὲ δεῦτε, ὃ ἴδε, εἶναι ἐν χρήσει μετὰ ῥήματος πληθ.)· ἀλλὰ τὸ δεῦρο ἐνίοτε κεῖται καὶ μετὰ πληθ., παρὰ Τραγ., δ. ἴτε Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041· δ. ἕπεσθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 724· – ἐνίοτε ὑπάρχει μόνον, δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν, ἐμπρός, ἂς … , Ὀδ. Θ. 292· οὕτω παρ’ Ἀττ., καί μοι δ. εἰπέ, ἐμπρὸς τώρα, εἰπέ μοι, Πλάτ. Ἀπολ. 24C· δεῦρό σου στέψω κάρα, ἔλα, ἐμπρός, ἂς σοῦ … , Εὐρ. Βάκχ. 341· καὶ ὅλως ἄνευ ῥήματος, δεῦρο, σύ, ἐδῶ, σύ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 880· δεῦρο παρὰ Σωκράτη (ἐνν. καθίζου) Πλάτ. Θεαιτ. 144D, κτλ. 3) ἐν συζητήσει ἢ ἐπιχειρήμασι καὶ ἀποδείξεσι, μέχρι δ. τοῦ λόγου, μέχρι τοῦδε τοῦ σημείου τῆς ὑποθέσεως, ὁ ἀυτ. Συμπ. 217Ε· τὸ μέχρι δ. εἰρήσθω ὁ αὐτ. Νόμ. 814D· ὡσαύτως, δεῦρ’ ἀεὶ προεληλύθαμεν ὁ αὐτ. Πολιτ. 292C· δ. δὴ πάλιν (ἐνν. βλέπε) ὁ αὐτ. Πολ. 477D. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μέχρι τοῦδε, μέχρι τοῦ νῦν, «ἕως ἐδῶ», μόνον παρ’ Ἀττ., ἰδίως Τραγ.· οὕτω Πλάτ. Θεαίτ. 143D, Τιμ. 21D· ὡσαύτως, δεῦρ’ ἀεὶ Εὐρ. Μηδ. 670, Ἴωνι 56, κτλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1135· δεῦρό γ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 596· πρβλ. Βαλκ. Φοιν. 1215, Πόρσ. Ὀρ. 1679· – παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως, μέχρι δ. ἀεὶ Πλάτ. Νόμ. 811C.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec idée de lieu ici avec mouv.
2 avec idée de temps jusqu’ici, jusqu’à présent.
Étymologie: DELG cf. lit. aurè, arm. ur, ombr. uru, de m. sign., avec particule lative -δε placée en tête.

English (Autenrieth)

hither; often w. imp., or subj. of exhortation, and sometimes in hortatory sense without a verb, ἀλλ' ἄγε δεῦρο, εἰ δ ἄγε δεῦρο, etc.; also without definite reference to motion, δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω, ‘come on,’ let him try, Od. 8.205, 145

English (Slater)

δεῡρο
   1 this way, to this place “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” to Olympia (O. 6.63) Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἂν ἵπποις χρυσέαις to Aigina (O. 8.51) Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ (sc. Πείσανδρος), Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων to Tenedos (N. 11.35)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δεύρω Il.3.240; eol. δεῦρυ dud. en Sapph.2.1, cf. Hdn.Gr.2.933; reforzado en át. δευρί Ar.Nu.323, Ec.1074, And.2.10, Com.Adesp.1056.3, 1147.67, Plu.2.764f, Cor.33; δεῦρε en inscr. át. IG 13.1127, 1130, 1131 (todas V a.C.); apócope δεῦ POxy.1297.15 (IV d.C.), SB 12943.3 (VI d.C.), 12473.7 (VI/VII d.C.)
I adv. de lugar
1 hacia aquí, aquí
a) c. verb. de mov. οὐ γὰρ ἐγὼ ... ἤλυθον ... δ. μαχησόμενος Il.1.153, δ. ... νέεσθαι Od.4.351, δ. ... ἄγρια φάρμακα βάλλε Hes.Fr.302.15, cf. 17, δ. ἕπου Ar.Ec.1074, δ. τραπέσθαι Plu.Cor.33
unido a τόδε: δ. τόδ' ἵκω he llegado aquí mismo, Od.17.444, cf. Il.14.309, δ. ἐλθών Pl.Tht.143a, cf. Com.Adesp.l.c., Plu.l.c.;
b) c. otros verb. que llevan implícito el mov. βλέπε νυν δ. πρὸς τὴν Πάρνηθ' Ar.Nu.323, δ. ἀνάγνωθι IHadrianopolis 79.1 (imper.), δ. Παιανιōν τριττὺς τελευτᾷ IG 13.1127, cf. 1131 (ambas V a.C.)
c. verb. de reposo que presuponen un mov. anterior δ. παρέστης has llegado aquí, Il.3.405, πάρεστι δ. ... ὅδε aquí está S.OC 1253, ἐπιθυμία τῆς ... πολιτείας ... ἐξ ἧς δ. μετέστην And.l.c.;
c) sin verb. pero c. idea de mov. μακρὸν τὸ δ. πέλαγος (es) anchuroso el mar (que hay que atravesar para llegar) hasta aquí S.OC 663, ἡ δ. ὁδός el camino (que hay que recorrer para llegar) hasta aquí S.OC 1165, δεῦ μετ' αὐτοῦ καὶ ἔνεγκε τοὺς ἄμητας ven aquí con él y trae los pasteles, POxy.l.c., cf. SB ll.cc.;
d) fig. en argumentaciones μέχρι δ. τοῦ λόγου hasta este punto del razonamiento Pl.Smp.217e, cf. Plt.292c, ἔστι δὴ οὖν δ. ὁ πᾶς ἥκων λόγος Pl.Phdr.249d, cf. Ti.21d, λόγος, ὃν ἄχρι δ. διῆλθεν Gal.15.453.
2 usado como interj. ven aquí o fig. ea!, ¡vamos gener. c. 2a sg. imperat. ἄγε δ. Il.11.314, 17.685, Od.9.517, cf. 8.145, δ. ἄγε Ἀθηναίη Hes.Fr.302.2, δ. ἴθι Il.3.130, 390, Call.Fr.726, Il.7.75, δ. δὴ ὄρσο ¡levántate y ven aquí!, Od.22.395, δ. σύμπωθι ¡ea, bebe conmigo! Alc.401b, δ. εἴσελθε ¡ven aquí y entra! LXX Ge.24.31, δ. ἀκολούθει μοι Eu.Matt.19.21
fig. en el diálogo καί μοι δ. ... εἰπέ ¡vamos a ver! dime Pl.Ap.24c
posteriormente, c. 2a plu. δ. ἴτε A.Eu.1041, δ. ἕπεσθε E.HF 724
c. subj. δ., φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν Od.8.292, δ. σου στέψω κάρα ven aquí, quiero coronar tu cabeza E.Ba.341
sin verb. y a veces c. un n. propio o pron. pers. δ. δηὖτε Μοῖσαι Sapph.127, δ. σύ ¡tú, ven aquí! Ar.Pax 881, δ. παρὰ Σωκράτη Pl.Tht.144d, δ. πρὸς τοὺς προφήτας τοῦ πατρός σου ¡ea, (vé) a los profetas de tu padre! LXX 4Re.3.13, δ. Τύχη Orph.H.72.1, cf. 54.7, δ. μοι Κύπρι Suppl.Mag.63.9, cf. 65.31, PMag.7.570, δ. μεθ' ἡμῶν εἰς τὸ βαλανεῖον Apoph.Patr.Sys.7.15.7.
3 sin idea de mov. aquí τὰ τῇδε καὶ τὰ δ. πάντ' ἀνασκόπει Ar.Th.666, τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δ. lo de este lado y lo de allí y lo de aquí Ar.Au.426
en fil. ref. al mundo terreno τὰ δ. las cosas de aquí e.e. los objetos sensibles Arist.Metaph.991b30, τὰ σώματα τὰ δ. Arist.Cael.269b15, τὰ δ. κακά Max.Tyr.8.7, cf. 14.8.
II adv. de tiempo, frec. c. ἄχρι o μέχρι hasta ahora, hasta este momento ἔχοντές τε τοὺς νόμους οὕσπερ μέχρι τοῦ δ. Th.3.64, ἐξ ἕω μέχρι δ. Pl.Lg.811c, cf. PLond.358.16 (II d.C.), ἄχρι τοῦ δ. hasta el día de hoy, Ep.Rom.1.13, Gal.10.676, tb. εἰς τὴν δ. Hld.1.19.4
poét. δ. γ' αἰεί siempre hasta ahora, sin interrupción hasta ahora A.Eu.596, cf. E.Med.670, Io 56, Ar.Lys.1135 (= E.Fr.9.5M.). • DMic.: de-we-ro-a3-ko-ra-i-ja.

• Etimología: Quizá conglomerado de partíc. *de-w(e)-ro o *de-u-ro, cf. het. duwan ‘acá’, ‘hacia aquí’, awan ‘junto a’, ‘lejos’ y lituan. aurè ‘¡mira!’, ‘¡ahí’!

English (Strong)

of uncertain affinity; here; used also imperative hither!; and of time, hitherto: come (hither), hither(-to).

English (Thayer)

adverb, from Homer down;
1. of place,
a. hither; to this place.
b. in urging and calling, "Here! Come!" (the Sept. especially for לֵך and לְכָה): δεῦρο ἔξω come forth). δεῦρο εἰς γῆν, ἥν κτλ., δεῦρο εἰς τόν οἶκον σου, hitherto, now: ἄχρι τοῦ δεῦρο up to this time, μέχρι δεῦρο (Plato, legg. 7, p. 811c.); Athen. 1,62, p. 34c.; Plutarch, vit. Numbers 4; Pomp. 24).

Greek Monolingual

δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α)
1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)
2. φρ. «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα
3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το σημείομέχρι μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῡ λόγου καλῶς μὲν ἄν ἔχοι»)
4. (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό μόριο με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! εμπρός! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε χρήση το δεύτε)
5. (χωρίς ρήμα) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο παρά Σωκράτη» (Πλάτ., Θεαίτ.)
6. πήγαινε προς («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)
7. (για χρόνο) μέχρι τώρα, μέχρι εδώ, έως τώρα («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ μέμφομαι» (Αισχ., Ευμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεύρο πιθ. < δε-υρο < δε-αυρο (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «πέδευρα
ύστερα» όπου το λακων πέδευρα < πεδά- αυρα). Το α' συνθετικό της λ. δεύρο είναι προφανώς το επιθηματικό στοιχείο -δε, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. δεύρο, με αρχική επιρρηματική σημασία «εδώ», εξέλαβε προστακτική χροιά «έλα εδώ» (πρβλ. λιθ. aure, λέξη συνώνυμη του δεύρο, καθώς και αρμ. ur «προς τα εδώ» < ure, ουμβρ. uru «εκεί»). Παράλληλοι τύποι του δεύρο είναι: ο αιολ. τ. δεύρυ (πρβλ. άλλυ-δις)
ο τ. δευρί με το επιτατικό δεικτικό -ί, του οποίου άλλη μορφή είναι το δευρεί, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.
ο τ. δεύρω σχηματισμένος κατά το πρόσ(σ)ω
ο μεμονωμένος τ. δεύρε ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -ε, ενώ το δεύτε, τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το δεύρο (πρβλ. δεύρο ίτε)].

Greek Monotonic

δεῦρο: επιτετ. στην Αττ. δευρί, επίρρ.·
I. 1. τόπου, εδώ, προς τα εδώ, Λατ. huc, με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· με ρήματα που δηλώνουν στάση (έχω έρθει εδώ και) είμαι εδώ, σε Σοφ.
2. χρησιμ. για να φωνάξουμε κάποιον, εδώ! ἀπ' εδώ! έλα!, Λατ. adesdum, ἄγε δεῦρο, δεῦρ' ἄγε, δεῦρ' ἴθι, δευρ' ἴτω, πάντοτε με ρήμα στον ενικ. (το δεῦτε χρησιμ. με ρήμα στον πληθ.), σε Όμηρ.· αλλά με πληθ. στους Τραγ.
3. χρησιμ. σε επιχειρήματα, μέχριδ. τοῦ λόγου, μέχρι του συγκεκριμένου σημείου της υπόθεσης, σε Πλάτ.
II. χρόνου, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα, σε Τραγ., Πλάτ.· επίσης, δεῦρ' ἀεί, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).