πόθος
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ὁ,
A longing, yearning, regret (for something absent or lost, cf. Pl.Cra.420a), mostly c. gen. obj., ἡνιόχοιο π. Il.17.439; ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Od.14.144; γλυκὺν π. Ἀργοῦς Pi.P.4.184; ἀνδρῶν πόθῳ A.Pers.133(lyr.), cf. Ag.414(lyr.); τοῦ βίου δ' οὐδεὶς π. S.El.822; ἔλαβε [αὐτοὺς] π. . . τῆς πόλιος Hdt.1.165; ἀποθανόντος αὐτοῦ π. ἔχειν πάντας Id.3.67, cf. S.Ph.646, Ar.Ra.66: with a possess. Pron., σὸς πόθος = yearning after thee, Od.11.202, cf. Ar.Pax585; τὠμῷ π. S.OT969, cf. OC419: less freq. abs., τίς ὁ π. αὐτοὺς ἵκετ'; Id.Ph. 601; σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις desire to give, Id.OC1106: pl., πότερα πόθοισι; was it by reason of longing? ib.333; τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ π. ἡδονάς Pl.Phlb.48a.
II love, desire, Hes.Sc.41 (who never uses ποθή), A.Pr.654, S.Tr.107(lyr.), 368, Men.Sam.279, Theoc.2.143, etc.; πόθου κέντρα Pl.Phdr.253e; τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ S.Tr.631: generally, desire, πόθῳ θανεῖν longing to die (i.e. τοῦ θανεῖν) E.Andr.824; π. γυναικός Ar.Ra. 55.
2 personified, A.Supp.1039(lyr.), where Πόθος and Πειθώ are children of Κύπρις; Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Πόθος Paus.1.43.6; Κύπρι Πόθων μῆτερ AP10.21 (Phld.).
III name of two plants, larkspur, Delphinium ajacis, and asphodel, Asphodelus ramosus (used at funerals), Thphr.HP6.8.3. (ποθέω, ποθή, πόθος are cogn. with θέσσασθαι, q.v.)
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach, τινός, Hom. ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόθῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε χρεία καὶ πόθος μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόθου ἐλήλυθας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον, Hipp. 526; πόθον ἔχων θυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποθανόντος αὐτοῦ πόθον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόθον ἤνθομες ἄμφω, Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); ἀρσενικός, M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόθοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. désir d'une chose éloignée ou absente ; regret : τινός, de qqn ou de qch ; τὠμῷ πόθῳ SOPH par le regret qu'on aura de moi ; σὸς πόθος OD le regret que j'avais de toi;
II. désir passionné :
1 désir sensuel, amour ; ὁ Πόθος, le Désir personnifié;
2 désir (en gén. de la mort, etc.).
Étymologie: R. Πετ, voler vers ; cf. lat. peto ; sur le θ = lat. t, cf. πάθος et patior, λανθάνω et lateo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόθος -ου, ὁ [~ ποθέω] gemis, verlangen (naar iets afwezigs); met gen. obj..; ἡνιόξοιο πόθῳ over het gemis van hun wagenmenner Il. 17.439; met pron. poss.. σὸς... πόθος het verlangen naar jou Od. 11.202. hevig verlangen:; πόθῳ θανεῖν uit verlangen om te sterven Eur. Andr. 824; begeerte, liefdesverlangen:; εὐνάζειν βλεφάρων πόθον de begeerte in haar ogen tot rust te brengen Soph. Tr. 107; πόθος... γυναικός begeerte naar een vrouw Aristoph. Ran. 55; Ἔρως, ὁ κατ’ ὀμμάτων στάζων πόθον Eros, die liefdesverlangen in de ogen druppelt Eur. Hipp. 526; geliefde:; Ἡράκλειτος, ἐμοὶ πόθος Herakleitos, mijn grote liefde AP 12.152.1; personif.. Πόθος, ὁ Verlangen Aeschl. Suppl. 1039.
Russian (Dvoretsky)
πόθος: ὁ
1 томление, тоска, влечение: π. τινός Hom., Trag., Her. etc. тоска по кому(чему)-л.; ὅτου σε π. μάλιστ᾽ ἔχει Soph. то, к чему тебя больше всего влечет; σὸς π. Hom. тоска по тебе; τοὐμῷ πόθῳ Soph. с тоски по мне; οἱ θρῆνοι καὶ πόθοι Plat. жалобы и томления;
2 любовное томление, любовь, страсть (γυναικός Arph.): πόθου κέντρα Plat. любовное возбуждение.
English (Autenrieth)
=ποθή, σὸς πόθος, ‘yearning for thee,’ Od. 11.202.
English (Slater)
πόθος longing τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθο̄ν ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς (P. 4.184) τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. έντονη επιθυμία για κάτι που μας λείπει ή για κάτι που φοβόμαστε μήπως το χάσουμε (α. «μέσα μου πόθοι ζούνε, πλήσια μεθύσια», Παλαμ.
β. «τίς ὁ πόθος αὐτοὺς ἵκετ';», Σοφ.)
2. έντονη ερωτική επιθυμία (α. «πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον», δημ. τραγούδι
β. «τα μάγια που πάνε μετ' αρπάγια του πόθου», Παλαμ.
γ. «ὅταν δ' οὖν... γαργαλισμοῦ τε καὶ πόθου κέντρων ὑποπλησθῇ», Πλάτ.)
3. επιθυμία, προσήλωση πνευματική (α. «ευγενείς πόθοι και ιδανικά» β. «πόθῳ... ἀγόμενος πρὸς τὴν εὕρεσιν τοῦ καλοῦ», Κλήμ.)
4. ως κύρ. όν. Πόθος
προσωποιημένη η ερωτική επιθυμία, ο θεός του ερωτικού πόθου («Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Πόθος, εἰ δὴ διάφορά ἐστι κατὰ ταὐτὰ τοῖς ὀνόμασι καὶ τὰ ἔργα σφίσι» Παυσ.)
νεοελλ.
1. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό της οικογένειας αροΐδες
2. φρ. ειρων. «ευσεβείς πόθοι» — σκέψεις και επιθυμίες που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν και όμως εμφανίζονται ως γεγονότα ή ως δυνατά να γίνουν
αρχ.
είδος ασφοδέλου που το φύτευαν δίπλα στους τάφους («ὁ πόθος καλούμενος
διττὸς δὲ οὗτος ὁ μὲν ἔχων ἄνθος ὅμοιον ὑακίνθῳ
ὁ δ' ἕτερος ἔκλευκος, ᾧ χρῶνται πρὸς τοὺς τάφους», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποθώ].
Greek Monotonic
πόθος: ὁ,
I. 1. πόθος, επιθυμία, λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία, στοργή ή λύπη (για κάτι απόν ή χαμένο), Λατ. desiderium, σε Όμηρ κ.λπ.
2. με γεν., επιθυμία ή λύπη για πρόσωπο ή πράγμα, στον ίδ.· ομοίως, σὸς πόθος, λαχτάρα για σένα, σε Ομήρ. Οδ.· τοὐμῷ πόθῳ, σε Σοφ.
II. αγάπη, ερωτική επιθυμία, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πόθος: ὁ, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐπιθυμία μετὰ στοργῆς ἢ λύπης (διά τι ἀπὸν ἢ ἀπολωλός), ἐπιπόθησις, Λατ. desiderium (πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 420Α), Ὅμ. (ὅστις προτιμᾷ τὸν τύπον ποθή), Ἡρόδ., Πίνδ., Ἀττ.· π. ἱκνεῖταί τινα Σοφ. Φιλ. 601· αἰτεῖς ἃ τεύξει· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις, τὸ δῶρον συνοδεύεται μὲ ἐπιθυμίαν τοῦ δωρεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1106. 2) μετὰ γεν· ἀντικειμ., π. ἡνιόχοιο Ἰλ. Ρ. 439· ἀλλά μ’ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Ὀδ. Ξ. 144· γλυκὺν π. Ἀργοῦς Πινδ. Π. 4. 327· ἀνδρῶν πόθῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 133, πρβλ. Ἀγ. 414· τοῦ βίου δ’ οὐδεὶς π. Σοφ. Ἠλ. 822· ἔλαβε [αὐτοὺς] πόθος… τῆς πόλιος Ἡρόδ. Ι. 165· ἀποθανόντος αὐτοῦ πόθον ἔχειν πάντας ὁ αὐτ. 3. 67, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 646, Ἀριστοφ. Βατρ. 66· οὕτω μετὰ κτητικῆς ἀντωνυμ., σὸς πόθος, ὁ πρὸς σὲ πόθος, Ὀδ. Λ. 202, πρβλ. Ἀριστ. Εἰρ. 585· τοὐμῷ π. Σοφ. Ο. Τ. 969, πρβλ. Ο. Κ. 419· ― πότερα πόθοισι; ἕνεκα πόθου ἆρά γε; αὐτόθι 332· τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ πόθοις ἡδονὰς Πλάτ. Φίληβ. 48Α. ΙΙ. σφοδρὰ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, τοῖος γὰρ κραδίην πόθος αἴνυτο ποιμένα λαῶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 41 (ὅστις οὐδαμοῦ χρῆται τῷ τύπῳ ποθή), Αἰσχύλ. Πρ. 654, Σοφ. Τρ. 107, 368, Θεόκρ. 2. 143, κτλ.· πόθου κέντρα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ Σοφ. Τρ. 631· ― καθόλου, ἐπιθυμία, πόθῳ θανεῖν (δηλ. τοῦ θανεῖν) Εὐρ. Ἀνδρ. 824· π. γυναικὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 55. 2) προσωποποιεῖται ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, ἔνθα ὁ Πόθος καὶ ἡ Πειθὼ εἶναι τέκνα τῆς Κύπριδος· Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Π. Παυσ. 1. 43, 6· Κύπρι Πόθων μῆτερ, τὸ τοῦ Ὁρανίου mater saeva Cupidinum, Ἀνθ. Π. 10. 21. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ ἐφυτεύετο ἐπὶ τάφων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3.
Middle Liddell
πόθος, ὁ,
I. a longing, yearning, fond desire or regret (for something absent or lost), Lat. desiderium, Hom., etc.
2. c. gen. desire or regret for a person or thing, Hom.; so, δὸς π. yearning after thee, Od.; τοὐμῷ πόθῳ Soph.
II. love, desire, Hes., etc.
English (Woodhouse)
desire, longing, love, regret, appetite for, craving for, desire for, feeling of loss, the glow of passion, yearning for something absent
Mantoulidis Etymological
Ἀρχικά ἦταν φόθος. Ἀπό ρίζα θεσσ- (θέσσασθαι = ζητῶ μέ προσευχή, εἶναι ἐλλειπτικός ποιητ. τύπος).
Παράγωγα: ποθέω -ῶ, ποθεινός, ποθή (=ἐπιθυμία), πόθημα, πόθησις, ποθητός, πο-θητικός, ἐπιπόθητος, περιπόθητος.
Translations
longing
Albanian: mall; Arabic: شَوْق; Hijazi Arabic: شوق; Bulgarian: копнеж; Catalan: enyorança, enyor; Chinese Mandarin: 渴望; Czech: touha, tesknění; Dutch: verlangen; Esperanto: sopiro; Finnish: kaipuu, kaipaus, ikävä; French: nostalgie; Galician: morriña, saudade, soidade, estranía; German: Sehnsucht, Sehnen, Verlangen; Gothic: 𐌲𐌰𐌹𐍂𐌽𐌴𐌹; Ancient Greek: ἄση, δίψα, δίψησις, ἐέλδωρ, ἔλδωρ, ἐπιθυμία, ἐπιθυμίη, ἵμερος, ὄρεξις, πεῖνα, ποθή, πόθος, πόσος, τὸ ποθοῦν, φιλοτιμία, φιλοτιμίη, χρεώ; Hebrew: כְּמִיהָה, כיסופים \ כִּסּוּפִים, גַּעְגּוּעַ; Irish: cumha; Italian: brama, nostalgia, desiderio, voglia, anelito, bramosia; Japanese: 憧れ, 切望; Kapampangan: pamagdulap; Korean: 갈망(渴望); Latvian: ilgas, ilgošanās; Lithuanian: ilgesys; Macedonian: копнеж; Malay: rindu, hasrat, kehendak; Norwegian Bokmål: lengsel; Nynorsk: lengsel, lengsle; Persian: سودا; Polish: pragnienie, tęsknota; Portuguese: saudade; Romanian: dor; Russian: тоска; Sanskrit: छन्दस्, वनस्; Scottish Gaelic: cianalas, iarraidh, fadachd, miann, ionndrainn; Spanish: añoranza, anhelo; Swedish: längtan; Tocharian B: ñyās; Turkish: özlem, hasret; Urdu: اشتیاق; Welsh: hiraeth
feeling of desire
Armenian: ցանկություն, իղձ; Asturian: deséu; Azerbaijani: istək; Bulgarian: желание; Catalan: desig; Chinese Mandarin: 慾望/欲望/欲望/欲望, 欲望; Czech: touha, toužení; Danish: lyst; Finnish: halu; French: désir; Galician: desexo; German: Begehren; Gothic: 𐍅𐌹𐌻𐌾𐌰; Greek: πόθος, επιθυμία; Ancient Greek: ἄση, ἐπιζήτησις, ἐπιθύμησις, ἐπιθυμία, ἐπιθυμίη, ἦτορ, θέλησις, ἵμερος, ἰότης, ἶχαρ, λῆμα, ὄρεξις, ποθή, πόθος, πόσος, στρῆνος, τὸ ἐπιθυμοῦν; Hebrew: תשוקה; Hungarian: vágy, vágyódás, vágyakozás; Ido: deziro; Irish: mian, dúil, fonn, saint; Italian: desiderio; Japanese: 欲望; Kannada: ಡಿಸೈರ್; Khmer: បំណងប្រាថ្នា; Kurdish Central Kurdish: حەز لێکردن, ئاواتی دڵ; Latin: desiderium, studium, cupitas; Latvian: iekāre, alkas, kaisle, kaislība; Lithuanian: geismas, aistra; Macedonian: копнеж, страст; Malayalam: മോഹം; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠨ; Manx: mian, dooill; Maori: minaka; Norwegian Bokmål: begjær, lyst; Old English: lust; Persian: خواهش, کام, یاسه; Portuguese: desejo; Russian: желание, вожделение; Sanskrit: तृष्णा; Scottish Gaelic: drùis, baois, baoiseachd, feòlmhorachd; Slovene: poželenje; Spanish: deseo, gana; Swahili: ari; Swedish: begär, lust, längtan; Tamil: விருப்பம், ஆசை; Telugu: కోరిక, కుతి; Thai: ความใคร่, ความปรารถนา, ตัณหา; Turkish: arzu hissi; Ukrainian: бажання; Urdu: چاہت; Yiddish: באַגער