μιμέομαι

From LSJ
Revision as of 14:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμέομαι Medium diacritics: μιμέομαι Low diacritics: μιμέομαι Capitals: ΜΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: miméomai Transliteration B: mimeomai Transliteration C: mimeomai Beta Code: mime/omai

English (LSJ)

fut. μιμήσομαι: aor.
A ἐμιμησάμην Pi. P.12.21, etc.: pf. μεμίμημαι (v. infr.):—imitate, represent, portray, ἔργα Γιγάντων Batr.7; φωνάς h.Ap.163; γόον Pi.P.12.21; γλώσσης ἀϋτήν A.Ch.564; τὴν τοῦ παιδὸς ὄρχησιν X.Smp.2.21; τινα Thgn.370, Hdt.4.166, Th.2.37, E.El.1037, etc.; μ. τινά τι one in a thing, Hdt.5.67; τινὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα dub. in Id.2.104; κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα Pl. R.393c; [ὀρθὴν πολιτείαν] ἐπὶ τὰ καλλίω, ἐπὶ τὰ αἰσχίονα μεμιμημένας, Id.Plt.293e; ἐπὶ τὸ σεμνόν Id.Lg.814e; ἡδοναὶ μεμιμημέναι τὰς ἀληθεῖς ἐπὶ τὰ γελοιότερα Id.Phlb.40c: c. acc. cogn., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινά imitate him in what is bad, Id.Lg.705c, cf. Ar.Nu.1430, Pl.306; τὰ πλεῖστα μ. τὴν Κρητικὴν πολιτείαν Arist.Pol.1271b22: pf. part. μεμιμημένος, in act. sense, στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι pillars made to represent palms, Hdt.2.169, cf. Pl.Cra.414b: in pass. sense, made exactly like, portrayed, γραφῇ Hdt.2.78, 86, cf.Arist.Rh.1371b6: pres. part. in pass. sense, Pl.R. 604e: fut. part. μιμηθησόμενον ib.599a: aor. part. μιμηθέν Id.Lg.668b.
II of the arts, represent, express by means of imitation, of an actor, Id.R.605c, cf.Ar.Pl.291 (lyr.); of painting and music, Pl.Plt. 306d; τὴν τῶν μελῶν μίμησιν τὴν εὖ καὶ τὴν κακῶς μεμιμημένην Id.Lg.812c; of poetry, Arist.Po.1447a17, al.; of μῖμοι, represent, act, τι X.Smp.2.21.—Neither μῖμος, μιμέομαι, nor any derivs. occur in Il. or Od.:—Trag. use only pres. and fut.

German (Pape)

[Seite 186] nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο γόον, Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem παράδειγμα μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσθαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηθέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηθησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. μιμητέος, Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]

French (Bailly abrégé)

μιμοῦμαι;
I. 1 imiter, acc.;
2 particul. mimer, imiter par une pantomime;
II. au sens Pass. être imité.
Étymologie: R. Μι, imiter ; cf. lat. imitari, p. *mimitari.

Russian (Dvoretsky)

μῑμέομαι:
1 подражать (μ. τρόπους πατρός Eur.; τινα NT): γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μ. Aesch. говорить на наречии Фокиды; μ. τετράπουν κέλευθον Eur. подражать походке четвероногих, т. е. ходить на четвереньках; μ. τὸν Πρωτέα Plat. уподобляться Протею; μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα Plat. подражать кому-л. в дурном;
2 воспроизводить, изображать: μεμιμημένος καὶ γραφῇ καὶ ἔργῳ Her. воспроизведенный письменно и вещественно, т. е. изображенный в виде расписной фигуры; στῦλοι φοίνικας τὰ δένδρεα μεμιμημένοι Her. колонны в виде пальм; τὸ μιμηθησόμενον καὶ τὸ εἴδωλον Plat. подлежащее изображению и (само) изображение, т. е. оригинал и копия; τὸ μιμηθὲν οσον τε καὶ οἷον Plat. оригинал, воспроизведенный с количественной и качественной точностью;
3 выражать, отображать, представлять: μιμοῦνται οἱ μιμούμενοι πράττοντας Arst. актеры представляют действующих лиц (драмы); μ. τὴν ὄρχησιν Xen. плясать.

Greek Monolingual

(ΑΜ μιμοῦμαι, μιμέομαι) μίμος
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι (αὐτόθι)· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, παριστάνω, εἰκονίζω, τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, οὕτως ὥστε νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., γίνομαι, κατασκευάζομαι ἐντελῶς ὅμοιος, ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ Πλάτων ὡσαύτως μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον αὐτόθι 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, παριστάνω, ἐκφράζω διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, παριστάνω, ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις μῖμος, μιμέομαι, οὔτε παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ (φάντασμα, γοητεία): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ μέχρι Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].

English (Slater)

μῑμέομαι imitate παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 1. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο i. e. in dancing *fr. 107a. 3.*

English (Strong)

middle voice from mimos (a "mimic"); to imitate: follow.

English (Thayer)

μιμοῦμαι; (μῖμος (an actor, mimic)); to imitate: τινα, anyone, τί, Pindar, Aeschylus, Herodotus, others.)

Greek Monotonic

μῑμέομαι: (μῖμος)· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμιμησάμην, παρακ. μεμίμημαι·
I. αποθ., μιμούμαι, αντιγράφω, παριστάνω, εικονίζω, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· μιμοῦμαί τινά τι, κάποιον σε κάτι, σε Ηρόδ.· τινα κατά τι, στον ίδ.· Παθ. μτχ. με Ενεργ. σημασία, στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, στύλοι φτιαγμένοι έτσι ώστε να παριστάνουν φοίνικες, στον ίδ.· αλλά επίσης με Ενεργ. σημασία, είμαι φτιαγμένος ακριβώς όπως, εξεικονισμένος, στον ίδ., σε Πλάτ.
II. στις καλές τέχνες, αναπαριστώ, εκφράζω με τα μέσα της μίμησης, λέγεται για ηθοποιό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για τη ζωγραφική και τη μουσική, σε Πλάτ.· λέγεται για τη γλυπτική και την ποίηση, σε Αριστ.

Middle Liddell

μῖμος
I. to mimic, imitate, represent, portray, Hhymn., Aesch., etc.; μ. τινά τι one in a thing, Hdt.; τινα κατά τι Hdt.; perf. part. in act. sense στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι pillars made to represent palms, Hdt.; but also in pass. made exactly like, portrayed, Hdt., Plat.
II. of the fine arts, to represent, express by means of imitation, of an actor, Ar., Plat.; of painting and music, Plat.; of sculpture and poetry, Arist.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μῖμος πού παράγεται ἀπό ρίζα ιμ = σιμ (Λατιν. imitor, similis, =ὅμοιος).
Παράγωγα: μίμημα, μίμησις, μιμητέος, μιμητέον, μιμητής, μιμητικός, μιμητός, μιμικός, ἀμίμητος, εὐμίμητος, μιμηλός (=μιμητικός).

Chinese

原文音譯:mimšomai 摩姆哦買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:模仿
字義溯源:模仿,描述,象徵,仿效,效法;源自(μιμνῄσκομαι)X*=效法)。參讀 (ἀκολουθέω)同義字
同源字:1) (μιμέομαι)模倣 2) (μιμητής)模倣者 3) (συμμιμητής)一同模倣者
出現次數:總共(4);帖後(2);來(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 效法(2) 帖後3:7; 約叄1:11;
2) 當效法(1) 來13:7;
3) 你們效法(1) 帖後3:9

Translations

imitate

Arabic Egyptian Arabic: قلد‎; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi

Lexicon Thucydideum

imitari, to imitate, 2.37.1.