βέβηλος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, Dor. βέβᾱλος IG3.3845, Ps.-Lysisap.Iamb.VP17.75: (βαίνω, βηλός):—
A allowable to be trodden, prob. of ground (opp. ἱερός, D.H.7.8); καὶ πῶς β. ἄλσος ἂν ῥύοιτό με ; A.Supp.509; ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν either on profane ground or... S.OC10; ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα Id.Fr.88: hence generally, permitted, καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια public, current, E.Heracl.404; ἐν βεβήλῳ Th.4.97; βέβηλα permitted meats, Ath.2.65f. II of persons, unhallowed, = ἀμύητος, S.Fr.154, Orph.Fr.245; impure, E.Fr.648; β. τε καὶ ἄγροικος Pl.Smp.218b; β. καὶ ἀνόσια ἐνθυμήματα Ph.2.165: c. gen., uninitiated, τελετῆς AP9.298 (Antiphil.); ἀποδεικτικῆς μεθόδου Gal.UP12.6. Adv. -λως Ph.1.523.
German (Pape)
[Seite 440] ον (βαίνω), zugänzlich, was man ungehindert betreten darf, dem Geweihten entgegengesetzt, Suid. τὰ μὴ ὅσια μηδὲ ἱερά, παντὶ δὲ βάσιμα; ἄλσος Aesch. Suppl. 504; Soph. O. C. 10; Thuc. 4, 97 u. Folgde. Von Menschen, nicht eingeweiht, τινός, z. B. τελετῆς καὶ ἡλίου Antiphil. 33 (IX, 298); mit ἄγροικος vrbdn Plat. Conv. 218 b; so bes. Sp., unheilig, unrein. – Von Speisen, die man essen darf, Ath. II, 65 f.
Greek (Liddell-Scott)
βέβηλος: -ον, (βαίνω, βηλός) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ ἱερός, ὡς τὸ βάσιμος τῷ ἄδυτος· καὶ πῶς β. ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. Ἡρακλ. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ βρῶσις, Ἀθήν. 65F· πρβλ. ὅσιος. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, ἀμύητος, Λατ. profanes (οὕτως, odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ ἀκάθαρτος, Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ ὡσαύτως μετὰ γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut marcher, dont l’accès n’est pas interdit ; profane en parl. de lieux : ἐν βεβήλῳ THC dans un lieu profane.
Étymologie: R. Βα, marcher, avec redoubl.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. βέβαλος Erinn.SHell.401.32, IG 3.3845 (Atenas), Call.Cer.3, Theoc.26.14, Pythag.Ep.2.1; βάβαλος SEG 9.72.9, 21 (Cirene IV a.C.)
• Morfología: [fem. -η Thasos 18.4, 12 (V a.C.)]
I de cosas, lugares o abstr.
1 que se puede hollar, profano ἄλσος A.Supp.509, ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν S.OC 10, ἐν τῷ βεβήλῳ Hdt.9.65, ἐν βεβήλῳ en un lugar profano Th.4.97, Themist.Ep.8.15, ἐς ἱαρὰ καὶ ἐς βάβ[αλα] καὶ ἐς μιαρά SEG l.c., τόπος de una de las partes del tabernáculo, I.AI 3.181, κατ' αὐτō μὴ ἔστω μηδὲ δίκη μηδεμία μήτε ἱρὴ μήτε βεβήλη περὶ τότων no se emprenda contra él ninguna acción legal ni sagrada ni profana al respecto, Thasos ll.cc.
•por extensión no consagrado ἄρτοι LXX 1Re.21.5
•profano, impío μῦθοι 1Ep.Ti.4.7, κενοφωνίαι 1Ep.Ti.6.20, 2Ep.Ti.2.16
•de sacrificios ofrecidos a los ídolos τῇ ἰδίᾳ φύσει λιτὰ ὄντα, τῇ ἐπικλήσει τῶν δαιμόνων βέβηλα γίνεται Cyr.H.Catech.19.7, ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων Ph.2.165, cf. Hsch.
2 que no es propio de iniciados, que es para profanos βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια παλαιά E.Heracl.404.
II ref. pers.
1 no iniciado, profano πόδες Erinn.l.c., s. cont., S.Fr.570, βεβήλοισι δὲ οὐ θέμις, πρὶν ἢ τελεσθῶσιν ὀργίοισιν ἐπιστήμης op. ἱεροῖσιν ἀνθρώποισι Hp.Lex 5, οὐ γὰρ θέμις βέβηλον ἅπτεσθαι δόμων E.Fr.648, εἴ τις ἄλλος ἐστὶν β. τε καὶ ἄγροικος, πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b, θύρας γὰρ ἐπιθέσθαι κελεύσας τοὺς βεβήλους Orph.Comm.3.8, cf. Fr.245, Call.l.c., Theoc.l.c., Pythag.l.c., Hsch.
•c. gen. no iniciado en τελετῆς AP 9.298 (Antiphil.), ἀποδεικτικῆς μεθόδου Gal.4.21.
2 no sagrado en el pitagorismo «ἶσον καὶ κυάμων τρώγειν κεφαλῶν τε» οὐ «τοκήων» μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων βεβήλων Ath.65f
•en lit. judeo-crist. impío, profano unido a ἀνόσιος LXX 3Ma.2.2, 1Ep.Ti.1.9, β. γινόμενος καταλείπει ἁγιασμόν Origenes Hom.17.4 in Ier., cf. Aq.Ez.48.15.
3 impuro unido a πόρνος Ep.Hebr.12.16, cf. PMasp.4.16 (VI d.C.).
III adv. -ως de forma profana β. ὁρᾷ Ph.1.523.
IV neutr., usado como interj. βέβηλον trad. del hebr. halylah, líbrenos Dios Aq.1Re.20.2, 22.15.
• Etimología: Forma red. formada sobre un tema bā de la r. *gu̯H2- de βαίνω, etc.; el ciren. βάβαλος presenta una r. dif.
English (Abbott-Smith)
βέβηλος, -ον (< βαίνω, whence βηλός, a threshold), [in LXX chiefly for חֹל;]
1.permitted to be trodden, accessible (v. DCG, ii, 422b); hence,
2.(opp. to ἱερός) unhallowed, profane: of things, I Ti 4:7 6:20, II Ti 2:16; of men, I Ti 1:9, He 12:16 (cf. κοινός; Cremer, 140).†
English (Strong)
from the base of βάσις and belos (a threshold); accessible (as by crossing the door-way), i.e. (by implication, of Jewish notions) heathenish, wicked: profane (person).
English (Thayer)
βεβηλον (ΒΑΩ, βαίνω, βηλός threshold);
1. accessible, lawful to be trodden; properly, used of places; hence,
2. profane, equivalent to חֹל (i. e. unhallowed, common), ἅγιος (as in (Philo, vit. Moys. iii., § 18): profane i. e. ungodly: Aeschylus down.) (Cf. Trench, § 101.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βέβηλος, -ον)
1. ασεβής, άπιστος
2. μιαρός, ανίερος
3. ανέντιμος, ανήθικος
αρχ.-μσν.
αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία
μσν.
(για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ' όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο επιτρέπεται να πατήσει κανείς, βατός
2. (για λόγο ή φράση) αυτός που επιτρέπεται να κοινολογηθεί, ο μη απόρρητος
3. (για φαγητό) αυτό που επιτρέπεται να καταναλωθεί, να φαγωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του βέβηλος με το βέβηκα, παρακμ. του βαίνω (πρβλ. βέβαιος) δεν είναι ικανοποιητική. Κατ' άλλη άποψη, η λ. βέβηλος, ως αρχαίος θρησκευτικός όρος, πιθ. < (φράση) βε βηλού «μπροστά (έξω) από το κατώφλι (ενν. του ναού)», όπου το βε «χωρίς» (πρβλ. λιθ. be «χωρίς») και βηλός «το κατώφλι» (πρβλ. λατ. profānus < pro fanum «προ του ναού, βέβηλος, ανίερος»). Ο όρος βέβηλος, επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε για χώρους που δεν ήταν ιεροί και στους οποίους επιτρεπόταν να θέσει κανείς πόδι ανίερο, δήλωνε «τον μη άβατο, τον επιτρεπόμενο». Τέλος, η λ. βέβηλος ως χαρακτηρισμός προσώπων σημαίνει «ασεβής, μη μεμυημένος, μιαρός» (Σοφοκλής, Ευριπίδης)].