προγράφω
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
[ᾰ],
A write before or first, τὰς αἰτίας προὔγραψα πρῶτον Th.1.23; write before or above, Ep.Eph.3.3; αἱ προγεγραμμέναι λέξεις Hipparch.1.7.5; κατὰ τὰ -γεγραμμένα PPetr.3p.179(iii B.C.); ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός before-mentioned, Plu.2.1018c. 2 write as a copy, Poll.4.18. II set forth as a public notice, π. τι ἐν πινακίοις Ar.Av.450; π. κρίσιν, δίκην τινί, give notice of a trial, D.47.42, Plu. Cam.11 (Pass.); appoint or summon by public notice, ἐκκλησίας Aeschin. 2.60,61; χορηγοὺς π. appoint as choregi, Arist.Oec.1352a1; π. τινὰ [κληρωθησόμενον τ]ῆς φυλῆς ἣν ἂν βούληται Supp.Epigr.4.183.15 (Halic., iii B.C.); π. τοὺς λειτουργήσοντας IG5(1).1390.73, cf. 74 (Pass., Andania, i B.C.); στρατιᾶς κατάλογον Plu.Cam.39; φρουρᾶς ἡμῖν προγραφείσης D.54.3; π. ὅσα δεῖ χρηματίζειν τὴν βουλήν Arist. Ath.43.3; ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι ib.53.7; οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς . . Χριστὸς προεγράφη was proclaimed or set forth publicly, Ep.Gal.3.1, cf. Supp.Epigr.4.263.13, 15 (Panamara, i A.D.):—Med., περὶ ὧν προεγράψατο εἰς τὴν βουλήν Milet.6.43 (iii B.C.), cf. SIG562.3(Paros, iii B.C.), etc. 2 give written notice of sale, παρὰ τῇ ἀρχῇ Thphr.Fr.97.1, cf. Plu.2.205c; sell by auction, ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα D.C.51.4. 3 = Lat. proscribere, π. τινὰς φυγάδας Plb.32.5.12; οἱ προγεγραμμένοι the proscribed, ib.6.1; οἱ π. ὑπὸ Σύλλα Str.5.2.6; οἱ προγραφέντες D.C.47.13; οἱ προγραφέντες ἐπὶ θανάτῳ Plu.Brut.27: metaph., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρίμα those whose names have been registered for condemnation, Ep.Jud.4. III write a name at the head of a list, π. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Plu. Demetr.10; τῆς βουλῆς π . . . Μάρκον, of the censor, name Marcus princeps senatus, Id.Aem.38, cf. Flam.18:—Pass., προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου Id.2.318c; προγεγραμμένος τῆς βουλῆς Id.TG4.
German (Pape)
[Seite 714] voraus oder vorher schreiben; προὔγραψα πρῶτον Thuc. 1, 23; Sp., wie N. T. – Bes. durch einen öffentlichen Anschlag im voraus verkündigen, bekannt machen, ἐν τοῖς πινακίοις, Ar. Av. 450; u. bes. in Prosa, τοὺς πρυτάνεις προγράφειν αὐτῷ τὴν κρίσιν ἐπὶ δύο ἡμέρας Dem. 47, 42, ἐξήλθομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης 54, 3, indem das Hinausgehen durch öffentlichen Anschlag befohlen war; δίκην τινί, Plut. Camill. 11; bes. bei Sp., das römische proscribere, in die Acht erklären und das Vermögen des Geächteten öffentlich verlaufen; Pol. vrbdt προὔγραφεν αὐτοὺς φυγάδας, 32, 21, 12; οἱ προγεγραμμένοι, 32, 22, 1; auch vom Censor, προγράφειν τινὰ τῆς βουλῆς, Einen in der Liste des Senats obenansetzen, zum princeps senatus machen, Plut. Flamin. 18 Aemil. Paul. 38; προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου, fort. Rom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω πρότερον, προηγουμένως, τὰς αἰτίας προέγραψα πρῶτον Θουκ. 1. 23˙ γράφω πρότερον ἢ ἀνωτέρω, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 3˙ ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός, ὁ ἀνωτέρω μνημονευόμενος, Πλούτ. 2. 1018C. 2) γράφω ὡς ἀντίγραφον, Πολυδ. Δ΄, 18. ΙΙ. προγράφω τι ἐν πινακίοις, γνωστοποιῶ τι εἰς τὸ δημόσιον γράφων αὐτὸ ἐν πινακίοις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 450˙ πρ. κρίσιν ἢ δίκην τινί, γνωστοποιῶ περὶ δίκης, Δημ. 1151 ἐν τέλ., Πλουτ. Κάμιλλ. 11˙ ― διορίζω ἢ καλῶ διὰ δημοσίας γνωστοποιήσεως, ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 35 ἐν τέλ., 36. 4˙ χορηγοὺς πρ., διορίζω χορηγούς, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32, 1˙ στρατιᾶς κατάλογον Πλουτ. Κάμιλλ. 39˙ καὶ ἐν τῷ παθ., φρουρᾶς προγραφείσης Δημ. 1257. 5˙ πρ. πότε δεῖ δικάζειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 378˙ πρ. ὑπὲρ ὧν δεῖ χρηματίζειν αὐτόθι 394, πρβλ. 429˙ ― οὕτως ἴσως, οἷς κατ’ ὀφθαλμούς… Χριστὸς προεγράφη, ἐκηρύχθη ἢ δημοσίᾳ ἐξετέθη, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. γ΄, 1. 2) προκηρύττω δημοπρασίαν, παρὰ τῇ ἀρχῇ Θεόφρ. παρὰ Στοβ. 280. 50, πρβλ. Πλούτ. 2. 205C· ― πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα Δίων Κ. 51. 4. 3) = Λατ. proscribere, φυγάδα πρ. τινὰ Πολύβ. 32. 21, 12˙ οἱ προγεγραμμένοι, οἱ προγραφέντες, εἰς θάνατον καταδικασθέντες, αὐτόθι 22. 1˙ οἱ προγραφέντες Δίων Κ. 47. 13˙ προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ Πλουτ. Βροῦτ. 27˙ ― οὕτω πιθ., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἐκεῖνοι ὧν τὰ ὀνόματα εἶναι γεγραμμένα ὡς ἀνθρώπων ὡρισμένων εἰς κατάκρισιν, Ἐπιστ. Ἰουδ. δ΄. ΙΙΙ. γράφω ὄνομά τι ἐπὶ κεφαλῆς καταλόγου, πρ. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Πλουτ. Δημήτρ. 10˙ πρ. τινὰ τῆς βουλῆς, ἐπὶ τοῦ τιμητοῦ, ὀνομάζω ἢ διορίζω τινὰ princeps senatus, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, Φλαμιν. 18˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου ὁ αὐτ. 2. 318C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Πρβλ. Κόβητον ἐν Var. Lect. σ. 352.
French (Bailly abrégé)
1 écrire auparavant : δίκην τινί PLUT envoyer d’avance à qqn par écrit une assignation en justice;
2 écrire en tête de : τινα τῆς βουλῆς PLUT écrire le nom du princeps senatus (propr. inscrire qqn en tête de la liste des sénateurs, en parl. du censeur) ; en gén. τινα ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων PLUT inscrire qqn en tête des décrets ; Pass. être inscrit en tête de, gén.;
3 faire savoir par un écrit exposé en public, afficher, placarder : προγράφειν ἐκκλησίαν ESCHN convoquer une assemblée par voie d’affiches ; à Rome inscrire sur une liste de proscription affichée ; Pass. προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ PLUT inscrit, pour être mis à mort, sur une liste de proscription ; abs. οἱ προγεγραμμένοι, les proscrits.
Étymologie: πρό, γράφω.
English (Strong)
from πρό and γράφω; to write previously; figuratively, to announce, prescribe: before ordain, evidently set forth, write (afore, aforetime).
English (Thayer)
1st aorist προέγραψα; 2nd aorist passive προεγραφην; perfect passive participle προγεγραμμενος;
1. to write before (of time): R G L text T Tr WH, 4 b οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τό κρίμα, of old set forth or designated beforehand (in the Scriptures of the O. T. and the prophecies of Enoch) unto this condemnation, to depict or portray openly (cf. πρό, d. α: οἷς κατ' ὀφθαλμούς Ἰησοῦς Χριστός προεγράφη ἐν ὑμῖν (but ἐν ὑμῖν is dropped by G L T Tr WH) ἐσταυρωμένος, before whose eyes was portrayed the picture of Jesus Christ crucified (the attentive contemplation of which picture ought to have been a preventive against that bewitchment), i. e. who were taught most definitely and plainly concerning the meritorious efficacy of the death of Christ, γράφειν is often used of painters, and προγράφειν certainly signifies also to write before the eyes of all who can read (Plutarch, Demetr. 46 at the end, προγραφει τίς αὐτοῦ πρό τῆς σκηνῆς τήν τοῦ Ὀιδιποδος ἀρχήν), I see no reason why προγράφειν may not mean to depict (paint, portray) before the eyes; (R. V. openly set forth). Cf. Hofmann at the passage (Farrar, St. Paul, chapter xxiv., vol. i, 470 note; others adhere to the meaning to placard, write up publicly, see Lightfoot at the passage; others besides; see Meyer).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους
μσν.-αρχ.
γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.)
αρχ.
1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» — ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.)
2. αντιγράφω κάτι
3. γνωστοποιώ κάτι δημοσίως («σκοπεῑν δ' ὅ, τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῑς πινακίοις», Αριστοφ.)
4. διορίζω ή καλώ με δημόσια γνωστοποίηση («προγράψαι δύο ἐκκλησίας», Αισχίν.)
5. προσδιορίζω εκ τών προτέρων («ὅσα δεῑ χρηματίζειν τὴν βουλὴν... οὗτοι προγράφουσι», Αριστοτ.)
6. εκθέτω δημοσίως
7. προκηρύσσω δημοπρασία
8. πουλώ σε δημοπρασία
9. καταδικάζω φυγόδικο σε θάνατο και δημεύω την περιουσία του
10. γράφω το όνομα κάποιου στην αρχή καταλόγου
11. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγεγραμμένοι
αυτοί που εκ τών προτέρων καταδικάστηκαν σε θάνατο
12. φρ. α) «οἱ προγεγραμμένοι εἰς τοῡτο τὸ κρίμα» — εκείνοι τών οποίων τα ονόματα έχουν συμπεριληφθεί σε κατάλογο ατόμων υποκείμενων σε καταδίκη
β) «προγράφων τινὰ τῆς βουλῆς»
(για τον τιμητή) διορίζω κάποιον προϊστάμενο της βουλής.
Greek Monotonic
προγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω,
I. γράφω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ.
II. 1. γνωστοποιώ στο δημόσιο εγγράφως, σε Αριστοφ., Δημ.· επίσης, συγκαλώ με δημόσια γνωστοποίηση, ἐκκλησίαν, σε Αισχίν. — Παθ., κηρύσσομαι δημόσια, σε Καινή Διαθήκη
2. = Λατ. proscribere, σε Πλούτ.
III. γράφω όνομα στην κορυφή του καταλόγου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προγράφω: (ᾰ)
1) описывать сначала: τὰς αἰτίας προὔγραψα πρῶτον Thuc. я начал с описания причин;
2) писать впереди: προγεγραμμένος κατ᾽ ἀξίωμα τῆς Ῥωμαίων βουλῆς Plut. записанный первым в списке римского сената, т. е. как princeps senatus;
3) писать раньше (ὅσα προεγράφη NT): ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός Plut. вышеупомянутое число;
4) письменно объявлять или назначать, предписывать приказом: π. τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. созывать народное собрание; π. κρίσιν τινί Dem. вызывать кого-л. на суд; φρουρὰ προγραφεῖσα Dem. гарнизон, назначенный письменным приказом;
5) (в Риме, лат. proscribo) вносить в проскрипционные списки, объявлять вне закона (τινά Polyb.): οἱ προγεγραμμένοι Polyb. (лат. proscripti) занесенные в проскрипционные списки; προγραφεὶς ἐπὶ θανάτῳ Plut. приговоренный к смерти.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-γράφω vooraf opschrijven:. τὰς αἰτίας προέγραψα πρῶτον ik heb eerst de oorzaken beschreven Thuc. 1.23.5; τὰ προγεγραμμένα vroegere geschriften Luc. 59.42. bovenaan een lijst schrijven:. τοῦτον ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων... προέγραφον zij schreven hem (d.w.z. zijn naam) boven de besluiten Plut. Demetr. 10.3; προγεγραμμένος... τῆς Ῥωμαίων βουλῆς officieel aangewezen als leider van de senaat Plut. TG et CG 4.2. bekend maken, afkondigen:; σκοπεῖν δ ’ ὅ τι ἂν προγράφωμεν ἐν τοῖς πινακίοις bekijken wat we op de openbare borden afkondigen Aristoph. Av. 450; προέγραψε στρατίας κατάλογον hij liet een lichting van het leger afkondigen Plut. Cam. 39.3; τῆς δίκης προγεγραμμένης αὐτῷ toen het proces aan hem was aangekondigd Plut. Cam. 11.3; spec. in Rome op de proscriptielijst zetten: ptc. subst.. οἱ προγραφέντες de vogelvrijverklaarden, de mensen op de proscriptielijst Plut. Brut. 27.5.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to write before or first, Thuc.
II. to give public notice of anything, Ar., Dem.:—also to summon by public notice, ἐκκλησίαν Aeschin.:—Pass. to be set forth publicly, NTest.
2. = Lat. proscribere, Plut.
III. to write at the head of a list, Plut.