μυελός

From LSJ
Revision as of 10:20, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελός Medium diacritics: μυελός Low diacritics: μυελός Capitals: ΜΥΕΛΟΣ
Transliteration A: myelós Transliteration B: myelos Transliteration C: myelos Beta Code: muelo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A marrow, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ' Il.20.482, cf. Pl.Ti.73b sq., 91b, Thphr.HP1.2.6, etc.: pl., Ti.Locr.100b; brain, S.Tr.781, Gal.UP8.4; μ. ῥαχίτης spinal cord, Hp.Coac.499; μ. νωτιαῖος Diocl.Fr.141.    2 fat, χηνὸς μ. Hp.Nat.Mul.109, al.    3 marrow as good food, ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Il.22.501 (but ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν, as becoming or making marrow, Od.2.290, cf. 20.108): metaph., φάγεσθε τὸν μ. τῆς γῆς LXX Ge.45.18.    4 metaph., νεαρὸς μ. A.Ag.76 (anap.); πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς marrow, inmost part, E.Hipp.255 (anap.); Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theoc. 28.18.    5 generally, soft, marrow-like meat, Alex.186.10. [ῡ always in Hom.: ῠ always in Att.; so also in the deriv. words.]

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mark; μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλτο, Il. 20, 482; μυελὸν οἱον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν, 22, 501; auch übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise, Od. 2, 290. 20, 108; νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, Aesch. Ag. 76; das Gehirn, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, Soph. Tr. 778; übertr. sagt Eur. πρὸς ἄκρον μ υελὸν ψυχῆς, Hipp. 255; ὀστέα μυελῶν περιφράγματα, Tim. Locr. 100 b; διαυχένιος καὶ νωτιαῖος, Plat. Tim. 54 a, öfter, u. Folgde. – Bei Alexis in Ath. III, 117 d, εἶτ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα, ἐνθεὶς τὸ τέμαχος, λευκὸν οἶνον ἐπιχέας, ἐπεσκέδασα τοὔλαιον· εἶθ' ἕψων ποιῶ μυελόν, scheint eine Art Gallerte gemeint; vgl. Mein. zu Philox. coen. (Ath. XIV, 643) III p. 638 u. μυελόεις. – Uebh. das Innere, Sp. – Uebtr. nennt Theocr. 28, 18 Syrakus νάσω Τρινακρίας μυελόν. – [Υ, bei Hom. stets lang, ist bei den Attikern gewöhnlich kurz, wie in den angeführten Stellen der Tragg.; auch zuweilen bei sp. Ep., vgl. Iac. A. P. p. XCIV; so auch in den Ableitungen.]

Greek (Liddell-Scott)

μυελός: ὁ, μυαλόν, Λατ. medulla, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ Ἰλ. Υ. 482, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 73Β κἑξ., 91Α· πληθ., Τίμ. Λοκρ. 100Β· - ὁ ἐγκέφαλος, Σοφ. Τρ. 781. 2) ἡ ἐντεριώνη, «καρδιὰ» τῶν φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6. 3) μεταφορ., ἐπὶ τροφῆς δυναμωτικῆς, οἶνον... καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Ὀδ. Β. 290, Υ. 108· ἐντεῦθεν λέγεται περὶ τοῦ Ἀστυάνακτος ὅτι: ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Ἰλ. Χ. 501· νεαρὸς μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 76· πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς, τὸ ἐνδότερον αυτῆς, Εὐρ. Ἱππ. 255· Τρινακρίας μ., ἐπὶ τῶν Συρακουσῶν, Θεόκρ. 28. 18. 4) καθόλου, κρέας τρυφερόν, ὅμοιον μυελῷ, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1, 10, ἴδε Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σελ. 638· πρβλ. μυελόεις. [ῡ ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· ῠ ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν παραγώγων].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moelle ; p. ext. toute substance nutritive ou fortifiante.
Étymologie: DELG innovation du grec qui remplace le nom i.-e.

English (Strong)

perhaps a primary word; the marrow: marrow.

English (Thayer)

μυελοῦ, ὁ (enclosed within, from μύω to close, shut), marrow: Homer down; the Sept. Job 21:24.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυελός)
φρ. «μέχρι μυελού οστέων» — σε μεγάλο βαθμό, καθ' ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων»)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαίος μυελός
ανατ. το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον σπονδυλικό σωλήνα
β) «μυελός τών οστών»
ανατ. μαλακή λιπώδης ουσία που πληροί τον αυλό τών διαφύσεων και τις κυψέλες της σπογγώδους ουσίας τών διαφόρων οστών
γ) «προμήκης μυελός» — μυελός που αποτελεί τον έσχατο εγκέφαλο και παριστά την προς τα άνω συνέχεια του νωτιαίου μυελού, από τον οποίο χωρίζεται με την ανάδυση τών πρώτων αυχενικών νεύρων και περατούται καθώς ενώνεται με τη γέφυρα
μσν.
συνεκδ. άνθρωπος που έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης
αρχ.
1. νωτιαίος μυελός
2. προμήκης μυελός
3. μαλακή ουσία που εμπεριέχεται στο εσωτερικό του στελέχους τών φυτών του οποίου ο αγγειώδης ιστός έχει κυλινδρική μορφή και χρησιμεύει για την αποθήκευση τροφής, η εντεριώνη, η καρδιά
4. (για κρέας) το τρυφερότερο μέρος
5. εξαιρετικής ποιότητας λίπος, πάχος σφαγίου
6. μτφ. α) (για την ψυχή ή τη σκέψη) το εσώτερο, το μύχιο
β) ο ωραιότερος τόπος («ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε πότ' Ἀρχίας νάσω Τρινακρίας μύελον», Θεόκρ.)
7. (κατ' επέκτ.) α) κάθε εκλεκτή και κατ' εξοχήν θρεπτική και δυναμωτική τροφή
β) σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία
8. φρ. «μυελὸς ραχίτης» — ολόκληρη η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μυ-ελός εμφανίζει επίθημα -ελός (πρβλ. πιμ-ελή «λίπος», πύ-ελος) και συνδέεται πιθ. με τον τ. μυ-ών (< μῦς), πρβλ. αγκ-ών: αγκ-αλή, εξαιτίας της μαλακότητας τών μυών και του μυελού, σε αντίθεση με τη σκληρότητα τών οστών. Η λ. μυελός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών ιατρικών όρων που εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνεια (πρβλ. μυελοσάρκωμα < γαλλ. myelosarcome, μυελοκύτταρο < γαλλ. myelocyte).
ΠΑΡ. μυέλινος, μυελώδης
αρχ.
μυελόεις, μυελόθεν, μυελούμαι
μσν.-νεοελλ. μυαλό(ν)
νεοελλ.
μυελικός, μυελίτιδα, μυέλωμα, μυέλωση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυελαυξής, μυελοποιός, μυελοτρεφής
νεοελλ.
μυελαιμία, μυελασθένεια, μυελεγκέφαλος, μυελοβλάστη, μυελόγραμμα, μυελογραφία, μυελοδυσπλασία, μυελοειδής, μυελοκήλη, μυελοκυστοκήλη, μυελοκύτταρο, μυελομαλακία, μυελομηνιγγίτιδα, μυελοπάθεια, μυελόπλακα, μυελοσάρκωμα, μυελοσκλήρωση, μυελοτομία, μυελόφθιση. (Β' συνθετικό) αμύελος
αρχ.
πολυμύελος.

Greek Monotonic

μυελός: [ῠ], ὁ, μυελός, μεδούλι, Λατ. medulla, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· εγκέφαλος, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για δυναμωτικό φαγητό, οἶνον καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄκρον μυελὸν ψυχῆς, το μεδούλι του εσώτατου μέρους, σε Ευρ.· Τρινακρίας μυελός, λέγεται για τις Συρακούσες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μυελός: эол. μύελος ὁ (Hom. ῡ, атт. ῠ)
1) костный мозг: μ. σφονδυλίων ἔκπαλτο Hom. мозг брызнул из позвонков;
2) (тж. νωτιαῖος μ. Plat., Arst.) спинной мозг Arst.;
3) головной мозг (κόμης λευκὸν μυελὸν ἐκραίνειν Soph.);
4) бот. сердцевина, мякоть (οἱ μυελοὶ τῶν δένδρων Arst.);
5) сила, крепость (νεαρός Aesch.; ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν Hom.): Τρινακρίας μ. Theocr. оплот Тринакрии, т. е. Сиракузы;
6) перен. недра, глубь, глубина (ψυχῆς Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: marrow (Il.).
Other forms: ep. υ metr. lengthening. Late Greek has μυαλός, rejected by Phrynichos.
Compounds: Some compp., e.g. ἀ-μύελος without marrow (Arist.).
Derivatives: μυελ-όεις full of marrow (Od.), -ώδης marrow-like (Arist.), -ινος soft as marrow (AP); μυελόομαι be changed into marrow, consist of marrow (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the formation cf. πιμελή fat with comparable meaning. Prob. to μυών ball of muscles, knot (s. μῦς) with n : l-variation as in ἀγκών : ἀγκάλη etc. (Specht Ursprung 84). Both the weak marrow and the weak muscles form an opposition to the hard knuckle. As in Latin by medulla, in Greek the old word for marrow in Skt. majján-, OHG mark etc. was replaced by μυελός (Porzig Gliederung 211). -- Wrong older interpretations were rejected by Bq. But the word has no further etymology; Chantraine Fom. 244 is prob. right that the word is Pre-Greek. Fur. 350 adduces μυαλός as evidence, but this may be recent and is unreliable.

Middle Liddell

μυελός, οῦ, ὁ,
marrow, Lat. medulla, Il., Hom., etc.:— the brain, Soph.: metaph. of strengthening food, οἶνον καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Od.; πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς the marrow or inmost part, Eur.; Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theocr.