κρέας
English (LSJ)
τό, Dor. κρῆς (q.v.), Ep. κρεῖας dub. cj. in Anan.5.3; Att. gen.
A κρέως S.Fr.728; Cret. κρίως GDI5128 (Vaxos): pl. κρέα IG12.84.26, etc.; gen. κρεῶν Od.15.98, Hdt.1.73, IG12.10.7, Ar.Ra.191, etc.; Ep. κρειῶν Il.11.551, al., κρεάων [ᾰ] h.Merc.130; dat. κρέασι Il.12.311, κρέεσσι Orac. ap. Hdt.1.47, κρεάεσσι Epic.in Arch.Pap.7.4. [κρέᾰ Hom., E.Cyc.126, Ar.V.363, al., κρέ) elided Od.3.65, 470, Ar.Th. 558, κρέᾱ Antiph.20 (s.v.l.).]:—flesh, meat, Od.8.477, etc.; ἄρνειον κ. piece of lamb, Pherecr.45, cf. Ar.Pl.1137; ἐρίφειον Antiph.222.6; τρία κρέα [ἢ] καὶ πλείω X.Cyr.2.2.2; τέτταρα… κρέα μικρά Antiph. 172.3 (anap.): pl., mostly in collect. sense, dressed meat, Od.3.65, etc.; κ. ἑφθά Hdt.3.23; κ. ἀνάβραστα, ὠπτημένα, Ar.Ra.553, Pl.894; κ. ὀρνίθεια Id.Nu.339; βοῶν Id.Pax1280; βόεια Pl.R.338c; δαῖτα παιδείων κρεῶν A.Ag.1242, 1593; κ. Ἀθηναίοις μερίζειν, νέμειν τῷ δήμῳ, IG22.334.15, 24. 2 carcass: hence, body, person, τοῦδε τοῦ κρέως (i.e. ἐμοῦ) S.l.c. (satyric): in Com. addresses, like κάρα, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.Eq.421, cf. 457: prov., ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν [δρόμον] τρέχει 'to save one's bacon', Zen.4.85, cf. Plu.2.1087b; so νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν Ar.Ra.191, v. Sch. (κρεϝας, cf. Skt. krauís 'raw meat', Lat. cruor.)
Greek (Liddell-Scott)
κρέας: τό, Δωρ. κρῆς, (ὃ ἴδε) Ἐπικ. κρεῖας Ἀναν. παρ’ Ἀθην. 282Β· Ἀττ. γεν. κρέως Σοφ. Ἀποσπ. 650a, Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· ― πληθ., κρέα· Ἀττ. γεν. κρεῶν Ὀδ. Ο. 98, Ἡρόδ. 1. 73, Ἀττ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἀλλαχοῦ Ἐπικ. κρειῶν· κρεάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 130· δοτ. κρέασι Ἰλ. Μ. 311, κρέεσσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ πληθ. κρέατα. κρέᾰ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς Elmsl. εἰς Ἀχ. 1049· ὅθεν καὶ ἡ ἔκθλιψις κρέ’ Ὀδ. Γ. 65, 470, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558· ― ἀλλὰ κρέᾱ (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, 1, ἔνθα νῦν γράφεται κρέας. Ὡς καὶ νῦν, τεμάχιον σαρκός, Ὀδ. Θ. 477, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1137· ἄρνειον κρ. Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 4· ἐρίφειον Ἀντιφ. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 6· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα Ξεν. Κύρ. 2.2, 2· τέτταρα κρέα… μικρά Ἀντιφ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1, 3· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν περιληπτικῇ σημασία, κρέας μεμαγειρευμένον, παρεσκευασμένον, ἔδεσμα ἐκ κρέατος, Ὁμ., κτλ.· κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23· κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 553, Πλ. 894· κρ. ὀρνίθεια Νεφ. 339· βοῶν Εἰρ. 1280· βόεια Πλάτ. Πολ. 338C· δαῖτα παιδείων κρεῶν Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1242, 1593. 2) σῶμα· ἐντεῦθεν, ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀποσπ. 650a (ἐκ σατυρικοῦ δράματος)· καὶ οὕτως ἐν κωμ. προφωνήσεσιν, ὡς τὸ κεφαλή, ὦ δεξιώτατον κρέας Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, πρβλ. 457· παροιμ., λαγὼς τὸν περὶ κρεῶν δρόμον τρέχει, νὰ σώσῃ «τὸ τσιτσί του ἢ «τὸ πετσί του», Παροιμιογρ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1087· καὶ οὕτω πιθ. ἑρμηνευτέον τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 191, τὸν περὶ κρεῶν νεναυμάχηκε, ἀλλ’ ἴδε Σχολ. (Ἐκ τῶν εἰς ει τύπων γεν. πληθ., κρειῶν, κρεῖον, κτλ. πρβλ. πρὸς τὸ Σανσκρ. κρεFj· πρβλ. Λατ. caro· Ἀρχ. Σκανδιν. hrœ, Ἀγγλο-Σαξον. hreaw, Ἀρχ. Γερμ. hreô (πτῶμα).)
French (Bailly abrégé)
(τὸ), gén. κρέατος = att. κρέως ; plur. τὰ κρέατα = κρέα, gén. κρεάτων = κρεῶν;
1 chair, particul. chair à manger, au sg. morceau de viande ; τρία κρέα ἢ καὶ πλέα XÉN trois portions de viande ou plus ; τὰ κρέα viandes, morceaux de viande;
2 corps.
Étymologie: DELG cf. lat. cruor.
English (Autenrieth)
ατος, pl. κρέα and κρέατα, gen. κρεῶν and κρειῶν, dat. κρέασιν: flesh, meat, pl., pieces of dressed meat; κρέα, Od. 9.347.
English (Slater)
κρέας
1 flesh, meat τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον the flesh of Pelops (O. 1.50) ἵνα κρεῶν νιν (= Νεοπτόλεμον) ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ meat of sacrifice. (N. 7.42)
English (Strong)
perhaps a primary word; (butcher's) meat: flesh.
English (Thayer)
τό (cf. Latin caro, cruor; Curtius, § 74), plural κρέα (cf. Winer s Grammar, 65 (63); (Buttmann, 15 (13))); (from Homer down); the Sept. very often for בָּשָׂר; (the) flesh (of a sacrificed animal): 1 Corinthians 8:13.
Greek Monolingual
το (AM κρέας, -ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως)
1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.)
2. η σάρκα τών σφαγίων, σε αντιδιαστολή με τη σάρκα τών ψαριών και τών μαλακίων ή με τα όσπρια, τα χορταρικά και τα ζυμαρικά (α. «βαρέθηκα να τρώω κάθε μέρα κρέας» β. «καὶ κρέα γε πρὸς τούτοισιν ἀνάβρασε εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολιαῑα», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τρώει τα κρέατά του» — σχίζει ή δαγκώνει τις σάρκες του από μανία, οργή ή μεγάλη λύπη
β) «θα του κάνω τα μούτρα κρέας»
i) θα τον δείρω πολύ
ii) θα τον κάνω να ντραπεί, θα τον εξευτελίσω
γ) «είναι ένα μάτσο κρέας» — είναι χοντρός και νωθρός
δ) «δεν πιάνει κρέας πάνω του» — δεν μπορεί να παχύνει
μσν.
1. θήραμα
2. ούλο
αρχ.
1. σώμα ή πτώμα
2. συνεκδ. άνθρωπος ή ζώο
3. παροιμ. «ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν (δρόμον) τρέχει» — λέγεται για κάποιον που, μπροστά σε κίνδυνο, σκέφτεται να σώσει μόνο τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. qrewәs- (< ΙΕ ρίζα qreu- «πηγμένο αίμα, ωμό κρέας»), αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. kravis «ωμό κρέας» και συνδέεται με λιθουαν. kraũjas «αίμα», αρχ. σλαβ. kroub «αίμα». Τη μηδενισμένη βαθμίδα kru- της ΙΕ ρίζας kreu- εμφανίζουν οι συγγενείς λ. κρύος, λατ. cruor «αίμα», crudus «ωμός, σκληρός» (από τη λατ. προήλθαν λέξεις διαφόρων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. γαλλ. cru «ωμός», cruel «σκληρός», αγγλ. cruel, crude), αρχ. ιρλδ. cru «αίμα», αρχ. σλαβ. krŭvĭ «αίμα». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κρέας < κρέαρ (πρβλ. αρχ. ινδ. krūr-a «ωμός», αβεστ. xrūra).
ΠΑΡ. αρχ. κρείον, κρεΐσκος, κρεύλλιον, κρεώδης, κρεών, κρήινον
αρχ.-μσν.
κρεάδιον
νεοελλ.
κρεάτειος, κρεατένιος, κρεατερός, κρεατής, κρεατίλα, κρεάτινος, κρεατινός, κρεατώδης, κρεατώνω.
ΣΥΝΘ. Για τη λ. κρέας ως Α' συνθετικό βλ. κρε(ο)-. (Β' συνθετικό) πάγκρεας
αρχ.
αρτόκρεας, δίκρεας, δίκρεως, γλυκύκρεως, ηδύκρεως, καλλίκρεας, κατάκρεως, λιπόκρεως, πολύκρεως.
Greek Monotonic
κρέας: τό, Δωρ. κρῆς· Αττ. γεν. κρέω· πληθ. κρέᾰ, γεν. κρεῶ, Επικ. κρειῶν και κρεάων· δοτ. κρέασι, Επικ. επίσης·
1. κρέας, σάρκα, κομμάτι κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα, σε Ξεν.· επίσης με περιληπτική σημασία, παρασκευασμένο κρέας, μαγειρεμένο κρέας ως έδεσμα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. σώμα, άνθρωπος, ὦ δεξιώτατον κρέας, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρέας κρέως en κρέατος, τό, Dor. κρῆς, gen. κρέως, κρέατος; dat. κρέᾳ, κρέατι; plur. κρέα, κρέατα; gen. κρεῶν, κρεάτων, ep. κρεάων en κρειῶν; dat. κρέασι, ep. κρεάεσσι en κρέεσσι, vlees; portie vlees:; τοῦτο πόρε κρέας... Δημοδόκῳ geef deze portie vlees aan Demodocus Od. 8.477; κρέα ὀρνίθεια gevogelte Aristoph. Nub. 339; lijf, persoon:; νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν hij heeft in de zeeslag voor zijn leven gevochten Aristoph. Ran. 191; als vocat.. ὦ δεξιώτατον κρέας allerhandigst stuk vreten! Aristoph. Eq. 421.
Russian (Dvoretsky)
κρέας: дор. κρῆς τό (gen. κρέατος - атт. κρέως; pl.: nom. κρέατα и κρέᾰ, gen. κρειῶν и κρεάων - атт. κρεῶν, dat. κρέασι - ион. κρέεσσι)
1) мясо, кусок мяса: κρέα ἀνάβραστα Arph. и ἑφτά Arst. вареное мясо; κρέα βοῶν Arph. или βόεια Plat. говядина; τρία κρέα Xen. три порции мяса;
2) презр. «шкура» (περὶ κρεῶν ναυμαχεῖν Arph.);
3) презр. (в обращении) человек, создание: ὦ δεξιώτατον κ.! Arph. ах ты, хитрец из хитрецов!
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: meat, piece of meat.
Other forms: Gen. κρέως (sec. κρέατος; Attica 338a); Pl. nom. κρέα (Il., innovation; very uncertain κρέατα Od.), gen. κρεῶν (IA.), also κρειῶν (Hom.; prob. for κρεέων), κρεάων (h. Merc. 130; Zumbach Neuerungen 3), dat. κρέασι (Il.), also κρέεσσι (Orac. ap. Hdt. 1, 47), κρεάεσσι (late Ep.).
Dialectal forms: Dor. κρῆς
Compounds: As 1. member usually κρεο- (after the ο-stems), e.g. κρεο-κοπέω cut meat (A., E.), also κρεω- (after γεω-, λεω- a. o.) as v. l. and e.g. in κρεω-δαίτης meat-distributor (Phld.), κρε-άγρα meat-pincer (Ar.; elision, from κρεο-), κρεα-νόμος, -έω, -ία distributing meat (E., Is., hell.; after ἀγορα-νόμος; after this κρεα-δοτέω, -σία), κρεη-φαγέω eat meat (Hp., analogical beside κρεο-φ.). Details on the inflexion Schwyzer 516, Sommer Μνήμης χάριν 2, 145 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 209 f.; on the form of the 1. member Solmsen Unt. 23 n. 1. Rarely as 2. member: πάγ-κρεας sweetbread, pancreas (Arist., medic.), γλυκύ-κρεος with sweet meat (Sophr.) a. o.
Derivatives: Diminut. κρεᾳδιον (IA.), κρεΐσκος (Alex. 189), κρεύλλιον (Theognost.); with κρεώδης meaty (Arist., Thphr.), κρεῖον butcher stall (I 206; H. κρήϊον), after ἀγγεῖον a.o.; not with Specht KZ 62, 230 n. 2 and Ursprung 126 from *κρέϜι-ον with old i-stem; quite uncertain κρηστήριον (Attica IVa).
Origin: IE [Indo-European] [621] *kreu₂- flesh
Etymology: But for the accent κρέας can be identical with Skt. kravíṣ- n. raw flesh; basis *kreuh₂s- n. Wrong Benveniste Origines 31. Skt. krūr-á- raw, bloody < *kruh₂-ro-. Beside it Skt. kravyám n. raw flesh = OPr. krawian n., Lith. kraũjas m. blood (all *kreuh₂-i̯-); with diff. ablaut e.g. OCS krъvь f. blood (*kruh-i-). - More forms Pok. 621f., W.-Hofmann s. cruor, crūdus, cruentus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kraũjas, Vasmer Russ. et.Wb. s. krovь.
See also: S. auch κρύος.
Middle Liddell
1. flesh, meat, a piece of meat, Od., etc.; τρία κρέα ἢ καὶ πλέα Xen.; also in collective sense, dressed meat, meat, flesh, Hom., etc.
2. a body, person, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.