σχεδόν
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
Adv., (ἔχω, σχεῖν): I of Place, near, hard by, Ep. and Lyr., δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100; σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392, cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458; μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378, cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat., οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422; νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23; οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc.113; so στάθεν τύμβῳ σ. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ σ. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι σ. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης σ. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.; σ. αἵματος 11.142. 2 with Verbs of motion, σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304, cf. Hes.Sc.435; τινος Od.4.439; Ἀχαιίδος 11.481; ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363. II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σ. Od.10.441. 2 similar to, c. dat., σ. τούτοις . . αἱ παραλλαγαὶ . . εἰσίν Iamb.Comm.Math.27. III of Time, [θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202, cf. Od.2.284; σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27; σοὶ . . φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε . .[the time] is near, when... Il.13.817. IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking, σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42; σ. τι ταὐτά Pl.Prm.128b; σ. τι τοιαῦτα Id.Smp.201e; σ. τι ταῦτα Id.Grg.472c; σ. πάντες Hdt.1.65, 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα σ. Arist.Mete.350b21; σ. ἅπαντας Ar.Ec.1157; πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7; σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete.350b34; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib.351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ . .not long before, S.OT736; σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit) ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58 (ii B.C.); σ. . . τὸν αὐτὸν . . καιρόν Inscr.Prien.105.13 (i B.C.); also σ. ἴσως Pl.Sph.253c, Arist.Top.118a13; σ. που D.S.36.10; σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo.79a20, Rh.1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.). 2 with Verbs (freq. in pf.), esp. of saying or knowing, σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36; εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr.32a16; διώρισται σ. Id.Pol.1328a19; τὸν ἐμὸν . . σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33; σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43; σ. οἶδα E.Tr.898; ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl.860; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony, σ. γὰρ . . συνίημι Hdt.5.19; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not... S.El.609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant.470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd.61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr.236d. 3 used in affirmative answers, I suppose so, I dare say, Id.Sph.250c,255c, al. V perhaps, ὑποδραμὼν σ. φασεῖ (φάσει codd.) Dius ap.Stob.4.21.17. VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance).
German (Pape)
[Seite 1054] (s. ἔχω, σχεῖν), adv., vom Orte, nahe, in der Nähe, lat. cominus; oft bei Hom. u. Hes., sowohl absolut, als mit dem gen. u. dat.; σχεδὸν ἐλθέμεν, Il. 4, 247 u. öfter; σχεδὸν οὔτασε, aus der Nähe, im Nahkampf, 5, 458; ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ' ἀλλήλοισιν ἰόντες, 5, 14 u. öfter; auch σχεδὸν εἵαται, 10, 100. 422; ἀλλ' οὐ σχεδόν ἐστιν ἑλέσθαι, 23, 268; μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος, 13, 402, wie ὅστις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ, 20, 363, u. öfter; ἧσται σχεδὸν αἵματος, Od. 11, 142; auch von der Verwandtschaft, 10, 441; θάνατος δή τοι σχεδόν ἐστι, Il. 17, 202, u. sonst; πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη, Pind. Ol. 1, 74; παρέσταν σχεδόν, 11, 52; τύμβῳ σχεδόν, N. 10, 66; ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, P. 5, 38. – Nach Homer = beinahe, ungefähr; Soph. El. 599 O. R. 736 u. öfter; Eur. Hel. 111 u. öfter; in Prosa: σχ. πάντες, Her. 1, 10. 65; σχ. ταὐτά, 2, 48; τὴν διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων δίειμι, Plat. Phaedr. 228 d; σχεδόν τι λέγοντες ταὐτά, Parm. 128 b, und öfter so mit τί verbunden, wie Xen. Hell. 4, 2, 14 u. sonst; σχεδόν τι ταῦτα, grade das, Plat. Gorg. 472 c; bald mehr, bald weniger bejahend in Antworten, Soph. 250 c, u. sonst oft, wie bei Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδόν: Ἐπίρρ. (ἔχω, σχεῖν)· Ι. ἐπὶ τόπου, πλησίον, ἐγγύς, πλησιέστατα, Λατ. comnius, Ὅμηρ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ. σχ. εἶναι, στῆναι, συχν. παρ’ Ὁμ.· σχεδὸν οὔτασε Ἰλ. Ε. 458· ἐνίοτε μετὰ δοτικ., νῆσοι σχ. ἀλλήλῃσι Ι. 23· οἳ δή σφι σχεδόν εἰσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 113· οὕτω, τύμβῳ σχ. Πινδ. Ν. 10. 123· (ὡσαύτως. πὰρ ποδὶ σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 1. 118· ἀμφ’ ἀνδριάντι σχ. ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 53)· συχνότερον μετὰ γεν., γαίης σχ. Ὀδ. Ε. 288, πρβλ. 475, Ζ. 125, κτλ.· σχ. αἵματος Λ. 142· ἔγχεος Ἰλ. Υ. 263. 2) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, σχ. ἐλθεῖν, ἰέναι, συχν. παρ’ Ὁμ.· σχ. ἐλθεῖν τινι Ἰλ. Ι. 304, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 435· τινος Ὀδ. Δ. 439, Λ. 481. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ συγγενείας, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχ. Κ. 441. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[[θάνατος]]] δή τοι σχ. ἐστιν Ἰλ. Ρ. 202, πρβλ. Ὀδ. Β. 284· σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστι Ζ. 27· σοί... φημὶ σχ. ἔμμεναι, ὁππότε... [ὁ χρόνος] εἶναι πλησίον, ὅτε..., Ἰλ. Ν. 817. ΙV. μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ βαθμοῦ, ὡς καὶ νῦν, σχεδόν, μετ’ ἀντωνυμιῶν, σχ. ταὐτὰ Ἡρόδ. 2. 48, πρβλ. 6. 42· σχεδόν τι ταὐτὰ Πλάτ. Παρμ. 128Β· σχ. τι τοιαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 201Ε· σχεδόν τι ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 472C· σχ. πάντες, σχ. πάντα Ἡρόδ. 1. 10, 65, Ἀττικ.· οὕτω, σχ. πρόσθεν, μόλις πρὸ ὀλίγου, Σοφ. Ο. Τ. 736· ― ὡσαύτως, σχεδὸν ἴσως Πλάτ. Σοφιστ. 253C, κλπ.· σχεδόν που Διοδ. Ἐκλογ. 537. 51. 2) μετὰ ῥημάτων μάλιστα λεκτικῶν καὶ γνωστικῶν, σχ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Δημ. 38. 27· εἴρηται σχ., διώρισται σχ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 12 (ἴδε Waitz), κλπ.· σχ. ἐπίσταμαι, satis scio, Σοφ. Τρ. 43· σχ. οἶδα Εὐρ. Τρῳ. 898· ὡσαύτως μετ’ ἄλλων ῥημάτων, σχ. τι... μωρίαν ὀφλισκάνω Σοφ. Ἀντ. 470· ― συχνάκις ἐν χρήσει ἁπλῶς ὅπως κολάσῃ θετικήν τινα διαβεβαίωσιν ὡς ἐν τῇ Λατ. τὸ fere, μετά τινος ἐννοίας μετριοφροσύνης, ἄλλοτε δὲ εἰρωνείας, σχ. γάρ... συνίημι Ἡρόδ. 5, 19· σχ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν, νομίζω ὅτι δεν..., Σοφ. Ἠλ. 608· σχεδὸν δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν, σχεδὸν ἐντελῶς, Θουκ. 3. 68· σχ. οὐδ’ ὁπωστιοῦν σοι πείσεται Πλάτ. Φαίδων 61C· σχ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε, μοὶ φαίνεται ὅτι ἔχω λόγον..., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236D. 3) ἐν χρήσει ἐπὶ καταφατικῶν ἀποκρίσεων, σχεδὸν οὕτω, μάλιστα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250C, 255C, κ. ἀλλ. V. ἴσως, ἀλλ’ ὑποδραμών τις σχεδὸν φάσει Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tenant à ; proche, près :
I. avec idée de lieu, avec ou sans mouv., avec le dat. ou le gén. ; fig. proche par le sang;
II. avec idée de temps θάνατος δή τοι σχεδόν ἐστιν IL la mort est près de toi ; suivi d’un relat. : σοί φημι σχεδὸν ἔμμεναι ὁππότε IL je te dis que le temps est proche où;
III. postér. avec idée de degré :
1 à peu près, presque : σχεδὸν εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν DÉM j’ai dit à peu près ce que je crois utile ; σχεδὸν ἐπίσταμαι SOPH je sais à peu près;
2 un peu : σχεδὸν πρόσθεν SOPH peu avant;
3 peut-être : σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν SOPH je pense que je ne fais pas honte à mon origine (au sang que j’ai reçu de toi).
Étymologie: ἔχω, -δον.
English (Autenrieth)
(ἔχω): near, hard by; w. dat. or gen., Od. 9.23, Od. 6.125; of relationship, Od. 10.441; of time, Il. 13.817, Od. 2.284, Od. 6.27.
English (Slater)
σχεδόν
1 near, close
a adv., c. prep. ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη (O. 1.74) παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν (O. 10.52) τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν (P. 5.40)
b prep.
I c. dat. τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (N. 10.66) “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει Πα. 2. 73, cf. Παρθ. 2. 69.
II c. gen. σχεδὸν δ[ὲ Το]μάρου (edd. omnes praeter Radt, qui δ[. . .]μαρ.ου legit) Πα. . 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (σχεδὸν with δάφνας edd., with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of the alternate of ἔχω as adverb; nigh, i.e. nearly: almost.
English (Thayer)
(ἔχω (σχεῖν), adverb, from Homer down;
1. near, hard by.
2. from Sophocles down (of degree, i. e.) well-nigh, nearly, almost; so in the N. T. three times before πᾶς: Winer s Grammar, 554 (515) n.; (R. V. I may almost say)); (3 Maccabees 5:14).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.)
αρχ.
1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσιν», Ομ. Οδ.)
2. (με χρον. σημ.) κοντά, εγγύς («σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν», Ομ. Οδ.)
3. (για να μετριάσει μία θετική διαβεβαίωση ή κάποτε και με ειρωνική σημ.) πολύ λίγο, ελάχιστα
(α. «εἴρηται σχεδὸν ἱκανῶς», Αριστοτ.
β. «σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν», Σοφ.)
4. (σε καταφατικές απαντήσεις) μάλιστα, ναι
5. ίσως, πιθανώς
6. σιγά σιγά, σχέδην
7. μτφ. α) δηλώνει συγγενική σχέση
β) (με δοτ.) ομοίως, παρόμοια, όπως
8. φρ. α) «σχεδόν τι πρόσθεν ἤ» — μόλις πριν από λίγο (Σοφ.)
β) «σχεδὸν εἰπεῑν» — σαν να λέμε, περίπου (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. σχε-δόν έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-σχ-ον / σχέσθαι, βλ. και λ. έχω) με επιρρμ. κατάλ. -δόν, η οποία και προσέδωσε στη λ. τη σημ. της προσέγγισης «πολύ κοντά, περίπου» τόσο με τοπική όσο και με χρονική σημασία. Η αρχική αυτή σημ. του επιρρ. σχεδόν εξελίχθηκε προς δύο σημαντικές κατευθύνσεις: α) τη στρατιωτική σημ. στο επίθ. σχέδιος της μάχης σώμα με σώμα και β) τη σημ. «αμέσως, αιφνίδια», από όπου και η σημ. του επιθ. σχέδιος «αιφνίδιος, πρόχειρος, συνηθισμένος» και του συνθ. αυτοσχέδιος (βλ. και λ. σχέδιο, σχεδιάζω, σχεδία)].
Greek Monotonic
σχεδόν: επίρρ. (σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω)·
I. λέγεται για τόπο·
1. κοντά, πολύ κοντά, πλησιέστατα, Λατ. cominus, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σχεδὸν οὔτασε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., γαίης σχεδόν, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με ρήμ. κίνησης, σχεδὸν ἐλθεῖν, ἰέναι, σε Όμηρ.
II. μεταφ., λέγεται για συγγενική σχέση, σε Ομήρ. Οδ.
III. λέγεται για χρόνο, (θάνατος) δή τοι σχεδόν ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστι, σε Ομήρ. Οδ.
IV. λέγεται για βαθμό, διαβάθμιση·
1. σχεδόν, περίπου, σχεδὸν ταὐτά, σε Ηρόδ.· σχεδὸν πάντες, στον ίδ. κ.λπ.
2. με ρήμ. ιδίως λεκτικά ή γνωστικά, σχεδὸν ἐπίσταμαι, Λατ. satis scio, σε Σοφ.· σχεδὸν οἶδα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σχεδόν:
I adv. σχεῖν
1) на близком расстоянии, близко, вблизи (στῆναι Hom.): πηὸς μάλα σ. Hom. ближайший родственник;
2) на близкое расстояние, вплотную (ἐλθεῖν τινι и τινος Hom.);
3) приблизительно, почти: σ. πάντες Her. почти все; σ. παρὰ τοῖσι ἄλλοισι Her. почти у всех остальных; σ. τι ταὐτά Plat. почти одно и то же; σ. τι πρόσθεν ἢ … Soph. незадолго до того, как …; σ. ἐπίσταμαι Soph. я почти уверен;
4) быть может, пожалуй, надеюсь, полагаю: σ. ἱκανῶς Arst. пожалуй, достаточно; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν Soph. надеюсь, что (этим) я не порочу твоего рода; σ. οὐ πείσεται Plat. он, полагаю, не послушается; σ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Dem. я сказал, кажется, (все), что считаю полезным: σ. συνίημι Her. я склонен думать (что) …;
5) (в ответах) пожалуй (что так) Plat.
II в знач. praep. cum gen. et dat.
1) близ Hes., Pind.: νῆσοι σ. ἀλλήλῃσι Hom. близко расположенные друг к другу острова; σ. ὕδατος Hom. близ реки; σ. ἀνθρώπων Hom. вблизи людей;
2) на близкое расстояние: σ. ἔγχεος ἐλθεῖν Hom. подойти на близкое расстояние к копью;
3) (во времени) близко: θάνατός τοι σ. ἐστι Hom. смерть твоя близка.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: near, of place and time (ep. lyr. Il.), nearly, almost, about (posthom. IA.);
Other forms: Also -όθεν from nearby (Hom., A. R.; Schwyzer 628).
Compounds: Comp. αὑτο-σχεδόν (-δά P 319) right in the vicinity, very near (Hom., Arat.), at once (A. R.) with αὑτοσχεδ-ίη, only in obl. cas.: dat. -ίῃ (μάχῃ, ὑσμίνῃ?; cf. Trümpy Fachausdrücke 113), acc. -ίην in close combat, man to man (Hom.), ἐς σχεδόν in close combat (Tyrt.), ἐξ -ίης inconsiderate, offhand (h. Merc.); adj. -ιος unprepared, improvised (Arist., hell. a. late).
Derivatives: σχέδ-ιος nearby, belonging to close combat (A. in lyr. a.o.), adjacent, concerning the closest present, instantly, unprepared, improvised (hell. a. late); adv. -ίην in close combat (Ε 830), soon (Nic.). -- From this the verbs: 1. σχεδι-άζω, also w. ἀπο- a.o., to improvise, to do, make offhand, to act thoughtlessly (hell. a. late) with -ασμα, -ασμός, -αστικῶς (hell. a. late.; on the meaning Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὑτοσχεδι-άζω id. (Att.) with -αστής (X.), -ασμα, -ασμός, -αστός, -αστικός (Pl. Com., Arist. a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [888] *segh- hold
Etymology: From σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) with suffix -δον (Schwyzer 626; cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); prop. holding (himself) to, connecting. Lat. LW [loanword] schedius, -ium. Cf. σχέδην.
Middle Liddell
σχεῖν, aor2 of σχέδιος
I. of Place, close, near, hard by, nigh, Lat. cominus, Hom., Hes.; σχεδὸν οὔτασε Il.; c. gen., γαίης σχ. Od.; c. dat., νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι Il.
2. with Verbs of motion, σχ. ἐλθεῖν, ἰέναι Hom.
II. metaph. of relationship, Od.
III. of Time, θάνατος δή τοι σχ. ἐστιν Il.; σοὶ δὲ γάμος σχ. ἐστι Od.
IV. of Degree, nearly, all but, almost, just, σχ. ταὐτά Hdt.; σχ. πάντες Hdt., etc.
2. with Verbs, esp. of saying or knowing, σχ. ἐπίσταμαι satis scio, Soph.; σχ. οἶδα Eur.
Frisk Etymology German
σχεδόν: {skhedón}
Forms: auch -όθεν aus der Nähe, nahe (Hom., A. R.; Schwyzer 628).
Grammar: Adv.
Meaning: nahe, von Ort und Zeit (ep. lyr. seit Il.), beinahe, fast, ungefähr (nachhom. ion. att.);
Composita : Komp. αὐτοσχεδόν (-δά P 319) gleich in der Nähe, ganz nahe (Hom., Arat.), sogleich (A. R.) mit αὐτοσχεδίη, nur in obl. Kas.: Dat. -ίῃ (μάχῃ, ὑσμίνῃ?; vgl. Trümpy Fachausdrücke 113), Akk. -ίην im Nahkampf, Mann gegen Mann (Hom.), ἐς ~ in den Nahkampf (Tyrt.), ἐξ -ίης ‘unüber- legt, aus dem Stegreif’ (h. Merc.); Adj. -ιος unvorbereitet, improvisiert (Arist., hell. u. sp.).
Derivative: Davon σχέδιος in der Nähe befindlich, zum Nahkampf gehörig (A. in lyr. u.a.), naheliegend, auf die nächste Gegenwart bezüglich, augenblicklich, unvorbereitet, improvisiert (hell. u. sp.); Adv. -ίην im Nahkampf (Ε 830), bald (Nik.). — Davon die Verba: 1. σχεδιάζω, auch m. ἀπο- u.a., improvisieren, aus dem Stegreif tun, machen, unbesonnen handeln (hell. u. sp.) mit -ασμα, -ασμός, -αστικῶς (hell. u. sp.; zur Bed. Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὐτοσχεδιάζω ib. (att.) mit -αστής (X.), -ασμα, -ασμός, -αστός, -αστικός (Pl. Kom., Arist. u.a.).
Etymology : Von σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) mit δον-Suffix (Schwyzer 626; vgl. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); eig. ‘(sich) an etwas haltend, anschließend’. Lat. LW schedius, -ium. Vgl. σχέδην.
Page 2,837
Chinese
原文音譯:scedÒn 士黑端
詞類次數:副詞(3)
原文字根:幾乎
字義溯源:近,幾乎,近乎,差不多;源自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(3);徒(2);來(1)
譯字彙編:
1) 幾乎(3) 徒13:44; 徒19:26; 來9:22