κριθή
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
ἡ, mostly in plural,
A barleycorns, barley (cf. κρῖ), the meal being ἄλφιτα: πυρῶν ἢ κριθῶν Il.11.69, cf. Od.9.110, 19.112, Ar.Eq.1101; κριθᾶν μέδιμνον IG42(1).40.7 (Epid.); τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.35; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος = a kind of beer, Hdt.2.77; ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp.953, cf.Arist.Fr.106; κριθαὶ πεφρυγμέναι = κάχρυς, Th.6.22, cf. Moer.p.213 P.: pl., also of species of barley, Thphr. HP8.1.1: sg., PGrenf.2.29.9 (ii B. C.); κριθὴ Ἰνδική = millet, Sorghum halepense, Thphr.HP8.4.2.
II pustule on the eyelid, stye, Hp. Epid.2.2.5, Gal.12.742.
III barley-corn, the smallest weight, Thphr.Lap.46.
IV in sg., = πόσθη, Ar.Pax965. (The connection with Lat. hordeum, OHG. gersta is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1508] ἡ (nach Buttmann mit κρύος, ὀκριόεις verwandt, wie horreum mit horreo, horridus, wegen der rauhen, struppigen Gestalt), gew. im plur.; – 1) Gerste; π υροὶ καὶ κριθαί Od. 9, 110; so auch Plat. Legg. VIII, 847 e (vgl. κρῖ); οὐ πίνοντες ἐκ κριθῶν μέθυ Aesch. Suppl. 931; κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ' ἡμέραν Ar. Equ. 1101; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος Her. 2, 27; vgl. Ath. 1, 34 b; κριθαὶ πεφρυγμέναι, geröstete Gerste, Thuc. 6, 22, von Moeris als hellenistisch für κάχρυς verworfener Ausdruck. – 2) Gerstenkorn, ein kleines Geschwür am Auge, Medic., vgl. ποσθία. – 3) Das kleinste Gewicht, ein Gran, Theophr. – 4) auch = πόσθη, Ar. Pax 965; Hesych.
French (Bailly abrégé)
ής (ἡ) :
1 litt. le grain d'orge, orge d'ord. au pl.
2 p. anal. prépuce.
Étymologie: cf. κρῖ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθή -ῆς, ἡ meestal plur. gerst:; πεφρυγμέναι κριθαί geroosterde gerst Thuc. 6.22; ἐκ κριθῶν μέθυ gerstewijn Aeschl. Suppl. 953; οἶνος ἐκ κριθέων bier Hdt. 2.77.4; seks. om penis aan te duiden:. οὐκ ἔστιν οὐδεὶς ὅστις οὐ κριθὴν ἔχει er is hier niemand die geen ‘gerst’ heeft Aristoph. Pax 965. geneesk. gerstekorrel, strontje (aan ooglid).
Russian (Dvoretsky)
κρῑθή: ἡ
1 (преимущ. pl.) ячмень (πυροὶ καὶ κριθαί Hom., Arst.): ἐκ κριθῶν μέθυ Aesch. и οἶνος ἐκ κριθέων Her. ячменная брага (род пива); κριθαὶ πεφρυγμέναι Thuc. сушеный ячмень;
2 Arph. = πόσθη.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθή: ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κόκκοι κριθῆς, «κριθάρι» (πρβλ. κρῑ), τὸ δὲ ἐκ κριθῆς ἄλευρον καλεῖται ἄλφιτα· συνεχῶς τιθεμένη παρὰ τὸν σῖτον, ὄγμον... πυρῶν ἢ κριθέων Ἰλ. Λ. 67· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ὀδ. Ι. 110., Τ. 112, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1100, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ Στράτωνος ἴδε ἐν λ. οὐλοχύται· ― οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος, εἶδος ζύθου (πρβλ. κρίθινος), Ἡρόδ. 2. 77· οὕτως, ἐκ κριθῶν μέθυ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 953· βρῦτον ἐκ ἢ ἀπὸ τῶν κρ. παρ’ Ἀθην. 447Β· κριθαὶ πεφρυγμέναι = κάχρυς, Θουκ. 6. 22. πρβλ. Μοῖριν σ. 213. ΙΙ. μικρὸν ἐξάνθημα ἐπὶ τοῦ ἄκρου βλεφάρου, «κριθαράκι» Ἱππ. 1010G, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ σμικρότατον «βάρος», «κόκκος», ὡς νῦν λέγομεν «σιτάρι», Θεοφρ. π. Λίθ. 46. IV. ἐν τῷ ἑνικ. = πόσθη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 965· πρβλ. κόκκος. (Λατ. hord-eum, Ἀρχ. Γερμ. gerst-a, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀριθμ. 75.)
English (Autenrieth)
only pl. κριθαί: barley, barleycorn.
Spanish
English (Strong)
of uncertain derivation; barley: barley.
English (Thayer)
κριθῆς, ἡ (in Greek writings (from Homer down) only in plural αἱ κριθαί), the Sept. for שְׂעֹרָה, barley: κριθῆς R G, κριθῶν L T Tr WH.
Greek Monolingual
ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῖ, τὸ)
1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι
2. ο καρπός του φυτού αυτού («οἴνω δ' ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», Ηρόδ.)
3. μικρό εξάνθημα που οφείλεται σε φλεγμονή ενός βλεφαρικού αδένα και που εμφανίζεται, εξωτερικά, στο χείλος του βλεφάρου, ή εσωτερικά, κάτω από τον βλεφαρικό βλεννογόνο, το κριθαράκι
αρχ.
1. ο κόκκος του φυτού αυτού, ως το πιο μικρό βάρος
2. πόσθη
3. φρ. «κριθὴ Ἰνδική» — είδος κέγχρου, κεχριού (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κριθή < κριθ-, που αρχικά απαντά με τη μορφή κρι (η μακρότητα του -ι- οφείλεται στο ότι ο αρχικός τ. κρι είναι μονοσύλλαβος). Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με λατ. hordeum, αρχ. άνω γερμ. gersta καθώς και με αλβ. drith «κριθάρι, σιτηρά», που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα gherzd(h)- «κόκκος σιτηρού, κριθάρι». Η αναγωγή, ωστόσο, τών τ. κρι και κριθή σ' αυτή τη ρίζα γεννά προβλήματα στην ερμηνεία του σχηματισμού τους. Ο τ. κρι, τέλος, είναι πιθ. αιγαιακής προελεύσεως ή «μεταφερόμενη λέξη» (Wanderwort). Ο τ. κριθή απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή kirita = κριθά.
ΠΑΡ. κριθάρι(ον), κρίθινος
αρχ.
κρίθα, κριθαία, κριθάμινος, κριθανίας, κριθίδιον, κριθίζω, κριθικός, κριθίον, κριθιώ, κριθώ, κριθώδης
νεοελλ.
κριθί.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριθάλευρο(ν), κριθομαντεία, κριθοπώλης, κριθοφόρος
αρχ.
κριθάχυρον, κριθηλογία, κριθολόγος, κριθόμαντις, κριθοπομπία, κριθόπυρον, κριθοτράγος, κριθοφάγος, κριθοφυλακία, κριθώλεθρος
μσν.
κριθοδεία. (Β' συνθετικό) αρχ. άκριθος, ετεόκριθος, εύκριθος, ισόκριθος, ολυρόκριθος, ομοιόκριθος, πολύκριθος.
Greek Monotonic
κρῑθή: ἡ, κυρίως στον πληθ., κριθάλευρα, κριθάρι (πρβλ. κρῑ), το αλεύρι είναι ἄλφιτα, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.· οἶνος ἐκ. κριθέων πεποιημένος, είδος μπύρας (πρβλ. κρίθινος), σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: barley-corns, usually pl. barley (Il.); also metaph. = pustule on the eyelid (medic.; Strömberg Theophrastea 192, Wortstudien 63). On the meaning of κριθή, πυρός, σῖτος Moritz Class. Quart. 49 (N. S. 5) 129ff.
Other forms: Short form κρῖ n., s. below.
Compounds: Compp., e.g. κριθό-πυρον n. mix of barley and wheat (pap.; cf. on διόσπυρον), εὔκριθος rich in barley (Theoc., AP). --
Derivatives: Diminut.: κριθίον (Luc., Longos), κριθίδιον, also decoction of barley (Hp., Posidon.), κριθάριον (pap.). Further substantives: κριθαία barley-soup (Hom. Epigr. 15,7; after ἁλμαία a.o., Chantraine Formation 86); κριθανίας m. name of a kind of wheat (Theophr. HP 8, 2, 3 beside σιτανίας; after νεανίας? Strömberg Theophrastea 91; s. also Chantraine 94). Adjectives: κρίθινος of barley (Ion., hell.), κριθάμινος id. (Polyaen.; after σησάμινος), κριθικός consisting of barley (pap.), κριθώδης like barley, full of barley-corns (Hp.). Denomin. verbs: κριθάω feed oneself with barley (A., S.), also κριθιάω (Arist.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732) with κριθίασις surfeit caused by over-feeding with barley (X.); κριθίζω feed with barley (Aesop., Babr.). - GN Κριθώτη (-ωτή) name of a land-tongue in Acarnania (Krahe IF 48, 223ff.). Surname Κρίθων (H.) from κριθή = πόσθη (Ar. Pax 965); Schulze KZ 29, 263 = Kl. Schr. 308.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The enlarged form κριθ-ή points to an original root noun *κριθ, from where ep. κρῖ n. (Il.), only nom. a. acc. (cf. Egli Heteroklisie 12). - The attempts to connect κρῖ with the western words for barley, Lat. hordeum, OHG gersta, which are in themeselves not quite clear, have not given a convincing result. The for hordeum and Gerste supposed basic forms, IE. *ghr̥zd(h)-, resp. *gherzd-, would have given Gr. *χραζ- or *χρασθ- > *κρασθ-, resp. *χερδ- (*χερθ- > *κερθ-). κρι agrees better with Alb. drith, -ë barley, wheat, of which -ri- may come from IE. -r̥-. Also Arm. gari, gen. garwoy wheat (formally = IE. *ghr̥i̯o-) reminds of κρῖ; a similar word appears in Georgian, Grusin. qeri barley, cf. Deeters IF 56, 140 f. Whether κρῖ goes back directly on an IE. basis, remains somewhat uncertain; perhaps we have to do with a Wanderwort. Also Egyptian origin has been considered (Schwyzer 61, Debrunner Eberts Reallex. 4, 525). -Attempts, to analyse κρι in Walde KZ 34, 528, Schwyzer 352; overtaken combinations in Wood Mod. Phil. 1, 240 (to OE grotan, Engl. groats), Persson Stud. 103. Details in Pok. 446, W.-Hofmann s. hordeum; cf Schrader-Nehring Reallex. 1, 389, Porzig Gliederung 209. - So we stop at a (Pre-Greek?) form *krit.
Middle Liddell
κρῑθη, ἡ,
barley-corns, barley (cf. κρῖ), the meal being ἄλφιτα, Hom., Ar., etc.; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer (cf. κρίθινοσ), Hdt. mostly in plural,]
Frisk Etymology German
κριθή: {krithḗ}
Forms: Kürzere Form κρῖ n., siehe unten.
Grammar: f.
Meaning: Gerstenkorn, gew. pl. Gerste (seit Il.), auch übertr. = Geschwulst am Augenlid (Mediz.; Strömberg Theophrastea 192, Wortstudien 63). Zur Begriffsbestimmung von κριθή, πυρός, σῖτος Moritz Class. Quart. 49 (N. S. 5) 129ff.
Composita: Kompp., z.B. κριθόπυρον n. Mischung von Gerste und Weizen (Pap.; vgl. zu διόσπυρον), εὔκριθος reich an Gerste (Theok., AP).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Deminutiva: κριθίον (Luk., Longos), κριθίδιον, auch Dekokt von Gerste (Hp., Posidon. u. a.), κριθάριον (Pap.). Sonstige Substantiva: κριθαία Gerstensuppe (Hom. Epigr. 15,7; nach ἁλμαία u.a., Chantraine Formation 86); κριθανίας m. N. einer Weizenart (Theophr. HP 8, 2, 3 neben σιτανίας; nach νεανίας? Strömberg Theophrastea 91; s. auch Chantraine 94). Adjektiva: κρίθινος aus Gerste bereitet (ion., hell. u. sp.), κριθάμινος ib. (Polyaen.; nach σησάμινος), κριθικός aus Gerste bestehend (Pap.), κριθώδης gerstenartig, voll Gerstenkörner (Hp.). Denominative Verba: κριθάω sich an Gerste nähren, in Gerste gütlich tun, überfüttert werden (A., S.), auch κριθιάω (Arist. u. a.; nach dem Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732) mit κριθίασις an Uberfütterung leiden (X.u.a.); κριθίζω mit Gerste füttern (Aesop., Babr.). — ON Κριθώτη (-ωτή) N. einer Landspitze in Akarnanien (Krahe IF 48, 223ff.). Spitzname Κρίθων (H.) von κριθή = πόσθη (Ar. Pax 965); Schulze KZ 29, 263 = Kl. Schr. 308.
Etymology: Die erweiterte Form κριθή erweist ein ursprüngliches Wurzelnomen *κριθ, woraus ep. κρῖ n. (seit Il.), nur Nom. u. Akk. (vgl. Egli Heteroklisie 12). — Die Versuche, κρῖ mit den westlichen Wörtern für Gerste, lat. hordeum, ahd. gersta, die schon für sich betrachtet nicht ganz eindeutig sind, zusammenzubringen, haben zu keinem völlig einwandfreien Resultat geführt. Die für hordeum und Gerste angesetzten Grundformen, idg. *ghr̥zd(h)-, bzw. *gherzd-, hätten am ehesten gr. *χραζ- od. *χρασθ- > *κρασθ-, bzw. *χερδ- (*χερθ-> *κερθ-) ergeben sollen. Besser stimmt κρῖ zu alb. drith, -ë Gerste, Getreide, dessen -ri- sich indessen ebenfalls auf idg. -r̥- zurückführen läßt. Auch arm. gari, Gen. garwoy Gerste (formal = idg. *ghr̥i̯o-) erinnert an κρῖ; ein ähnliches Wort erscheint auch im Georgischen, grusin. qeri Gerste, vgl. Deeters IF 56, 140 f. Ob κρῖ direkt auf ein idg. Grundwort zurückgeht, bleibt somit etwas unsicher; vielleicht haben wir mit einem Wanderwort zu tun. Auch ägäischer Ursprung ist erwogen (Schwyzer 61, Debrunner Eberts Reallex. 4, 525). —Verschiedene Versuche, mit κρῖ lautlich zurechtzukommen, bei Walde KZ 34, 528, Schwyzer 352; abweichende, überholte Kombinationen bei Wood Mod. Phil. 1, 240 (zu ags. grotan, engl. groats Grütze), Persson Stud. 103 (zu χρίω). Weitere Einzelheiten mit reicher Lit. bei WP. 1, 611, Pok. 446, W.-Hofmann s. hordeum; dazu Schrader-Nehring Reallex. 1, 389, Porzig Gliederung 209.
Page 2,18-19
Chinese
原文音譯:kriq» 克利帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:大麥 相當於: (שְׂעֹרָה)
字義溯源:大麥*
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 大麥(1) 啓6:6
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ plu. granos de cebada τῆς δὲ ῥίζης εἰς τὸν τόπον ἑπτὰ μὲν πυροῦ κόκκους, τοὺς δὲ ἴσους κριθῆς μέλιτι δεύσαντες ἐνέβαλον en el lugar de la raíz echaron siete granos de trigo y los mismos de cebada, empapándolos con miel P IV 3004 λαβὼν ἀπομύξης ἀπὸ βοὸς μετὰ κριθῶν βάλε εἰς δέρμα ἐλάφιον toma moco de una vaca y échalo con cebada en una piel de ciervo P XXXVI 328 μῖξον δὲ καὶ ταῖς κριθαῖς καὶ ῥύπον ἀπὸ ὠτίου μούλας mezcla también con los granos de cebada suciedad de la oreja de una mula P XXXVI 332
Lexicon Thucydideum
Translations
barley
Abkhaz: ақьар; Adyghe: хьэ; Afrikaans: gars; Aghwan: 𐕌𐕒𐕡; Albanian: elb; Arabic: شَعِير; Egyptian Arabic: شعير; Aragonese: ordio; Armenian: գարի; Aromanian: ordzu; Asturian: cebada; Avar: бугӏа; Azerbaijani: arpa; Bashkir: арпа; Basque: garagar; Belarusian: ячмень; Breton: heiz; Bulgarian: ечемик; Burmese: မုယော; Catalan: ordi; Cebuano: sebada; Chechen: мукх; Cherokee: ᎤᎦᏔ ᎤᏛᏒ; Chinese Cantonese: 大麥, 大麦; Mandarin: 大麥, 大麦; Chuvash: урпа; Cornish: barlys, barlysen; Crimean Tatar: arpa; Czech: ječmen; Dalmatian: vuarz; Danish: byg; Dargwa: мухъи; Dhivehi: ހިމަ ގޮދަން; Dutch: gerst; Erzya: шуж; Esperanto: hordeo; Estonian: oder; Faroese: bygg; Finnish: ohra; Franco-Provençal: horgeo; French: orge; Friulian: vuardi; Galician: orxo, cebada; Georgian: ქერი; German: Gerste; Greek: κριθάρι; Ancient Greek: κριθή, κρῖ; Guanche: tano, aramotanoque, tamosen; Gujarati: જવ; Hausa: sha'ir; Hebrew: שעורה; Hindi: जौ; Hungarian: árpa; Icelandic: bygg; Ido: hordeo; Ingrian: odra; Ingush: мукх; Inuktitut: ᐹᓖᑦ; Irish: eorna; Old Irish: eórna; Italian: orzo; Japanese: 大麦, オオムギ; Kabardian: хьэ; Kalmyk: арва; Kannada: ಬಾರ್ಲಿ, ಜವೆ; Karachay-Balkar: арпа; Kashubian: jãczm; Kazakh: арпа; Khakas: кӧче; Khmer: ស្រូវបាឡេ; Komi-Permyak: ид; Korean: 보리; Kumyk: арпа; Kurdish Central Kurdish: جۆ; Northern Kurdish: ceh; Southern Kurdish: جۊیە; Kyrgyz: арпа; Lak: хъа; Latgalian: mīži; Latin: hordeum; Latvian: mieži; Lezgi: мух; Lithuanian: miežis; Low German: Garst; Luxembourgish: Geescht; Macedonian: јачмен; Malay: barli; Malayalam: യവം; Manchu: ᠮᡠᠵᡳ, ᠠᡵᡶᠠ; Manx: oarn; Maranao: dawa'; Middle English: barly; Mòcheno: gerst; Mongolian: арвай; Nanai: пуди; Norwegian: bygg or; Occitan: òrdi; Odia: ଯଅ; Old Church Slavonic Cyrillic: ѩчьмꙑ, ѩчьмꙑкъ; Old English: bere; Oromo: garbuu; Ossetian: кӕрвӕдз, хъӕбӕрхор; Persian: جو; Plautdietsch: Joascht; Polabian: jącmin; Polish: jęczmień; Portuguese: cevada; Punjabi: ਜੌਂ; Quechua: siwara; Romanian: orz; Romansch: ierdi, üerdi, giuta, giutta, giuotta; Russian: ячмень; Sanskrit: यव; Sardinian: ogliu, olzu, orgiu, orju, orzu; Scots: baurley; Scottish Gaelic: eòrna; Serbo-Croatian Cyrillic: јечам; Roman: ječam; Shor: арба; Sicilian: oriu; Silesian: jynčmiyń; Sinhalese: බාර්ලි; Slovak: jačmeň; Slovene: ječmen; Somali: shaciir; Sorbian Lower Sorbian: jacmjeń; Upper Sorbian: ječmjeń; Southern Altai: арба; Spanish: cebada; Sudovian: maizīs; Svan: ჭჷმინ; Swahili: shayiri; Swedish: korn; Tabasaran: мух; Tagalog: sebada; Tajik: ҷав; Tamil: வாற்கோதுமை; Tarifit: imendi; Tat: жуьгь; Tatar: арпа; Telugu: బార్లీ; Thai: บาร์เลย์; Tibetan: ནས, འབྲུ; Turkish: arpa; Turkmen: arpa, آرفه; Tuvan: көже; Udi: му; Udmurt: йыды; Ugaritic: 𐎌𐎓𐎗; Ukrainian: ячмі́нь; Urdu: جو; Uyghur: ئارپا; Uzbek: arpa; Venetan: órxo; Vietnamese: lúa mạch; Võro: kesv; Walloon: oidje; Welsh: haidd, barlys; Xhosa: irhasi; Yagnobi: яԝ; Yakut: нэчимиэн; Yiddish: גערשט