τακτικός
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
τακτική, τακτικόν,
A fit for ordering, or fit for arranging, especially in war, τακτικὸς ἀνήρ tactician, X.Cyr.8.5.15; τακτικὸν ἡγεῖσθαί τι = to think it a good piece of tactics, ibid.; οἱ τακτικοὶ ἀριθμοί the regular battalions, ib.3.3.11: ἡ τακτική (sc. τέχνη) the art of tactics, Nicom.Com.1.37; τὰ τακτικά X.Cyr. 1.6.14, etc.; τακτικὸν ὑπόμνημα Aen.Tact.tit. (interpol.); τακτικόν, title of work by Democr. (Fr.28b). Adv. Comp. τακτικώτερον v.l. for τατικώτερον in Sch.E.Ph.1141.
2 generally, regulating, δογμάτων M.Ant. 1.9.
II ordinal, of numbers, D.T.636.14.
German (Pape)
[Seite 1064] zum Ordnen, Anordnen gehörig, geschickt; διέξοδοι, Plat. Legg. VII, 813 e; ἀνήρ, Xen. Cyr. 8, 5, 15; dah. ἡ τακτική, sc. τέχνη, die Kunst, ein Heer in Schlachtordnung zu stellen, die Taktik, auch τὰ τακτικά, Xen. Cyr. 1, 6, 14. 23; τακτικὸν σύγγραμμα, Schrift über Taktik; τακτικῶν ἔμπειρος, Luc. Zeux. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'organisation ou l'alignement d'une troupe : τακτικοὶ ἀριθμοί XÉN divisions d'un corps d'armée ; ἡ τακτική (τέχνη) PLUT l'art de ranger ou de faire manœuvrer des troupes, la tactique ; τὰ τακτικά XÉN traité sur la tactique;
2 propre ou habile à faire manœuvrer des troupes, habile tacticien;
3 t. de math. ordinal (nombre).
Étymologie: τάσσω.
Russian (Dvoretsky)
τακτικός:
1 строевой: οἱ τακτικοὶ ἀριθμοί Xen. строевая перекличка;
2 тактический (διέξοδοι Plat.);
3 опытный в тактике или разбирающийся в тактике (ἀνήρ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
τακτικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τακτοποίησιν ἢ διάταξιν, ἱκανὸς εἰς τὸ παρατάσσειν στράτευμα, μάλιστα ἐν πολέμῳ, τ. ἀνήρ, ἔμπειρος στρατιωτικός, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15· τακτικὸν ἡγεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι ὡς μέρος τῆς τακτικῆς (στρατιωτικῆς) τέχνης, αὐτόθι· οἱ τ. ἀριθμοί, τὰ κανονικὰ τάγματα, αὐτόθι 3. 3, 11· πρβλ. διέξοδος ΙΙΙ· - ἡ τακτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ παρατάσσειν στρατόν, τακτική, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 37· οὕτω, τὰ τακτικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 14, κτλ.· τ. σύγγραμμα, πραγματεία τῆς τακτικῆς ἐπιστήμης, Βυζ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Φ λῆς περὶ Ζῴων 3· συγκρ. -ώτερον Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1141. 2) καθόλου, ὁ κανονίζων, ῥυθμίζων, κανονιστικός, τινὸς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 9. ΙΙ. ὁ δηλῶν τάξιν ἢ διαδοχήν, Χοιροβοσκ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, -ή, -ό, Ν τάσσω
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ. «τακτικά έξοδα»)
2. ο σταθερά ή κατά συνήθεια επαναλαμβανόμενος, συχνός, συνήθης (α. «δέχεται τακτικές επισκέψεις» β. «τακτικό φαινόμενο»)
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τάξη και ακρίβεια στην εργασία του, που είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του (α. «είναι τακτικός μαθητής» β. «είναι τακτικός στις πληρωμές του»)
4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τακτική του πολέμου (α. «τακτικός σχηματισμός» β. «τακτική οργάνωση»)
5. το αρσ. ως ουσ. ο τακτικός και ταχτικός
α) ο ειδικός στην τακτική του πολέμου
β) (παλαιότερα) στρατιώτης του τακτικού στρατού, ιδίως του πεζικού («κλάψε με καημένη μάνα, που με 'γράψαν ταχτικό», δημ. τραγούδι)
6. το θηλ. ως ουσ. η τακτική, α) στρ. η τακτική του πολέμου
β) τρόπος, μέθοδος ενέργειας ή συμπεριφοράς («δεν μού αρέσει η τακτική του»)
γ) (γενικά) η τάξη στη ζωή ενός ανθρώπου («δεν έχει τακτική στη ζωή του»)
7. το ουδ. ως ουσ. το τακτικό και ταχτικό
(παλαιότερα) ο στρατός και ιδίως το πεζικό
8. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Τακτικά
α) εκκλ. συμβατική ονομασία τών Εκθέσεων Τάξεως ή Καταλόγων Τάξεως πρωτοκαθεδρίας τών πατριαρχικών, αρχιεπισκοπικών, μητροπολιτικών και επισκοπικών θρόνων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και άλλων πατριαρχείων της Ανατολής, πολύ σημαντικά κείμενα εκκλησιαστικής γεωγραφίας που παρουσιάζουν την εξέλιξη της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου
β) (βυζ.) τίτλος με τον οποίο είναι γνωστοί οι κατάλογοι της ιεραρχίας τών πολιτικών, εκκλησιαστικών και στρατιωτικών αξιωματούχων του Βυζαντίου
γ) (βυζ.) τίτλος τών εγχειριδίων στρατηγικής και τακτικής τών Βυζαντινών
9. φρ. α) «τακτικά αριθμητικά»
γραμμ. τα αριθμητικά επίθετα τα οποία δηλώνουν την τάξη, δηλαδή την κατάταξη ή τη θέση που κατέχει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό σε σχέση με μια σειρά από όμοιά του, όπως λ.χ. πρώτος, πέμπτος, δωδέκατος, πεντηκοστός, εκατοστός
β) «τακτική ακτίνα»
φυσ. η μία από τις δύο διαθλώμενες φωτεινές ακτίνες κατά το φαινόμενο της διπλής διάθλασης, η οποία ακολουθεί τους νόμους της διάθλασης, σε αντιδιαστολή με τη δεύτερη, η οποία λέγεται έκτακτη
γ) «τακτική του πολέμου»
στρ. η τέχνη και η επιστήμη της διεξαγωγής της μάχης, που σχετίζονται με την προσπέλαση ή την προσέγγιση για συμπλοκή, τη διαθεσιμότητα και διάταξη τών στρατευμάτων, τη χρήση τών διαφόρων εξοπλισμών και την πραγματοποίηση τών κινήσεων για επίθεση ή άμυνα (α. «επιθετική τακτική» β. «αμυντική τακτική»)
δ) «τακτικός καθηγητής»
(παλαιότερα) τίτλος πανεπιστημιακού, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο
ε) «τακτικός στρατός» — οργανωμένος και μόνιμος στρατός, σε αντιδιαστολή με τα άτακτα τμήματα ενόπλων
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει σε τάξη ή σε διάταξη
2. ο ικανός στο να παρατάσσει το στράτευμα, ιδίως σε πόλεμο
3. αυτός που δηλώνει τάξη ή διαδοχή
4. (γενικά) αυτός που κανονίζει, που ρυθμίζει, κανονιστικός («καὶ ὁδῷ εξευρετικόν τε καὶ τακτικὸν τῶν εἰς βίον αναγκαίων δογμάτων», Μάρκ. Αυρ.)
5. το αρσ. ως ουσ. α) αρχηγός τών εφήβων στη Θήβα
β) (στους Βαβυλωνίους) πρόεδρος
6. (το θηλ. στον εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η τακτική (ενν. τέχνη) και τὰ τακτικά
η τέχνη της παράταξης του στρατού στη μάχη
7. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Τακτικά
η τέχνη της στρατιωτικής τακτικής
8. φρ. α) «τακτικὸς ἀνήρ» — ο έμπειρος στα στρατιωτικά (Ξεν.)
β) «τακτικὸν ἡγοῦμαί τι» — θεωρώ κάτι ως μέρος της τακτικής, δηλαδή της στρατιωτικής τέχνης (Ξεν.)
γ) «τακτικὸν ὑπόμνημα [ή σύγγραμμα]» — υπόμνημα [ή σύγραμμα] για την τακτική, δηλαδή τη στρατιωτική τέχνη (Αιλ.).
επίρρ...
τακτικώς και τακτικά και ταχτικά Ν
1. με την καθορισμένη ή την πρέπουσα τάξη
2. συχνά («μάς επισκέπτεται τακτικά»).
Greek Monotonic
τακτικός: -ή, -όν (τάσσω), αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην τακτοποίηση ή σε διάταξη, ικανός στο να παρατάσσει στράτευμα, ιδίως στον πόλεμο, τακτικὸς ἀνήρ, έμπειρος στρατιωτικός, σε Ξεν.· τακτικὸν ἡγεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι ως καλό κομμάτι της τακτικής (στρατιωτικής τέχνης), στον ίδ.· οἱ τακτικοὶ ἀριθμοί, τα κανονικά τάγματα, στον ίδ.· τὰ τακτικά, η τεχνική παράταξης των στρατιωτών στη σειρά, στον ίδ.
Middle Liddell
τακτικός, ή, όν τάσσω
fit for ordering or arranging, especially in war, τ. ἀνήρ a tactician, Xen.; τακτικὸν ἡγεῖσθαί τι to think it a good piece of tactics, Xen.; οἱ τ. ἀριθμοί the regular battalions, Xen.: τὰ τακτικά the art of drawing up soldiers in array, tactics, Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
orderly
Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ