ὕδωρ

Revision as of 14:41, 23 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῠ, v. fin.], τό, gen. ὕδατος: an Ep. dat. ὕδει in Hes.Op.61, Thgn.961; later nom.
A ὕδος Call.Fr.475; Boeot. οὕδωρ prob. in IG7.3169 (Orchom.):—water, of any kind, but in Hom. rarely of seawater without an epith., ἄνεμός τε καὶ ὕ. Od.3.300, 7.277; but ἁλμυρὸν ὕδωρ 9.227, al., cf. Th.4.26; of rivers, ὕδωρ Αἰσήποιο, ὕδωρ Στυγός, Il.2.825, 8.369, al.; so in Lyr. and Trag., ὕ, Ἀσώπιον Pi.N. 3.3; ὕδωρ τὸ Νείλου A.Supp.561 (lyr.): freq. in pl. (but only once in Hom., ὕδατ' ἀενάοντα Od.13.109), Καφίσια ὕδατα = the waters of Cephisus, Pi.O.14.1; ῥυτῶν ὑδάτων S.OC1599; ὕδασιν τοίς Ἀχελῴου Id.Fr.271 (anap.): spring water, drinking water, οἶνον ἔμισγον καὶ ὕδωρ Od.1.110; ἀφυσσάμεθ' ὕδωρ 9.85; ὕδατα καὶ . . δῖτοι Pl.R.404a; πότιμον ὕδωρ X.HG3.2.19; ὕδωρ πίνων = a water-drinker, D.6.30, cf. 19.46, Ar.Eq.349; ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν Cratin.199, cf. Aristopho 10.3, Bato 2.9, al.: ὕδωρ κατὰ χειρός water for washing the hands, v. χείρ; φέρτε χερσὶν ὕ. Il.9.171; ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν 3.270, Od.1.146, al.; λοέσσας ὕδατι λευκῷ Il.23.282:—on γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν and διδόναι, v. γῆ 1.2b:—a curse was invoked upon those who refused fire (i.e. the right to borrow burning embers) or water or to direct a traveller on his way, Diph.62, cf. X.Oec.2.15:—prov., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω = the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water S.Fr.811, cf. Men.Mon.25; ἐν ὕδατι γράφειν Pl.Phdr.276c; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, what more can be done ? of a desperate case, Arist.EN1146a35, cf. ἐπιρροφέω 1.
2 rainwater, rain, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς = when Zeus pours down rain most violently, Il.16.385; ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Hdt.1.87; ἐγίνετο ὕδωρ ἄπλετον Id.8.12; πολύ Th.6.70, D.59.99; ὕδωρ ἐπιγενόμενον πολύ X.HG1.6.28; τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Th.2.5, cf. Hdt.8.13: more definitely, ὕδωρ ἐζ οὐρανοῦ X.An. 4.2.2, Aristid.Or.50(26).35 (but ἐζ οὐρανοῦ is a gloss in Th.2.77): pl., ὕδατα ὄμβρια Pi.O.11(10).2; τὰ Διὸς ὕδατα, or τὰ παρὰ τοῦ Διὸς ὕδατα Pl.Lg.761a, 761b; τὸ ἐκ Διὸς ὕδωρ Thphr.HP2.6.5; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ, ὕδωρ τὸν θεὸν ποιῆσαι, Ar.Nu.1280, V.261 (lyr.), cf. Thphr.Char.3.4: abs., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδωρ Id.CP1.19.3: κεραύνια ὕδατα = thunder-showers, Plu.2.664f; ὕδατα πολλά, συνεχέα μαλθακῶς Hp.Epid.1.1.
3 for ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Hdt.3.104, v. βρέχω.
4 in the law-courts, τὸ ὕδωρ was the water of the water clock (κλεψύδρα), and hence the time it took in running out, ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ D.44.45; οὐχ ἱκανόν μοι τὸὕ. Id.45.47; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕ., in the time allowed me, Id.18.139, 57.61; οὐκ ἐνδέχεται πρὸς ταὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν one cannot say (all) in one speech, Id.27.12; τὸ ὕδωρ ἀναλῶσαι Din.2.6; πρὸς ὕδωρ σμικρὸν διδάξαι Pl.Tht.201b; ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕ. D.29.9; ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ = stop the water (which was done while the speech was interrupted by the calling of evidence and reading of documents), Id.45.8; ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ... τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ φεύγοντι Aeschin.3.197; ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, to give him the turn of speaking, Id.1.162, Din.1.114.
5 generally, liquid, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρός Arist.Mete.382b13, cf. Hp.Cord.12.
II part of the constellation Aquarius, Arat.399.
2 a name for the winter solstice, Paul.Al.A.4.
III Ὕδατα, τά, as the name of places with hot or mineral waters, Ὕδατα Σέζτια, Lat. Aquae Sextiae, Ὕδατα Νεαπολιτανά, Aquae Neapolitanae or Aquae Calidae Neapolitanorum etc., Ptol.Geog.2.10.8, 3.3.7, etc. [ῠ by nature, ὕδωρ Il. 18.347, al. (usu. with ὕδωρ when not at end of line), ὕδατος 16.229, al., ὕδατι Od.12.363, al., ὕδατ' 13.109, and so always in Att. (exc. sts. in dactylic verse, Ar.Ra.1339); Hom. freq. has ὕδωρ (always at end of line exc. in phrase Στυγὸς ὕδωρ Il.15.37), also ὕδατος Il. 21.300,312, Od.5.475, ὕδατι Il.23.282, Od.22.439; later Ep. admits ὕδωρ more freely, A.R.4.601, so that we find ῡ in the second half of the foot in h.Cer.381, Batr.97, A.R.4.290, etc.; also in Alc.Supp.11.8.] (Cf. Skt. udán-, gen. udn-ás 'water', OE. woeter, O Norse vatn; I.-E. u(e)d- with suffix r alternating with n (ὕδ-ṇ-τος): cogn. with Skt. u-ná-t-ti (root ud-), 3pl. u-n-d-ánti 'moisten', cf. Lat. unda.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕδωρ: [ῠ, ἴδε ἐν τέλ], τό, γεν. ὕδατος, ὡς τὸ σκώρ, σκατός· Ἐπικ. δοτ. ὕδει παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61, Θέογν. 955, ἐξ οὗ παρὰ Καλλιμ. ἐν Ἀποσπ. 466 καὶ ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 113 ἐσχηματίσθη ὀνομ. ὕδος· Βοιωτ. οὔδωρ· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «νερὸν» οἱονδήποτε, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ σπανίως ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος, τὰς πέντε νέας... Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ Ὀδ. Γ. 300· καὶ μετ’ ἐπιθ., ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Ι. 227, πρβλ. Θουκ. 4. 26· - ἐπὶ ποταμίου ὕδατος, ὕδωρ Αἰσήποιο, Στυγὸς Ἰλ. Β. 825., Θ. 369, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· - συχν. καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀλλ’ ἅπαξ μόνον παρ’ Ὁμ., ὕδατ’ αἰενάοντα Ὀδ. Ν. 109· ὕδατα Καφίσια, τὰ ὕδατα τοῦ Κηφισοῦ, Πινδ. Ο. 14. 1· ῥυτῶν ὑδάτων Σοφ. Ο. Κ. 1599· ὕδασιν τοῖς Ἀχελῴου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 265· - ἐπὶ ὕδατος πηγαίου ἢ ποτίμου, οἶνον καὶ ὕ. μίσγειν Ὀδ. Α. 110· πρβλ. ἄκρατος, ὑδαρής· ὕ ἀφύσσασθαι Ι. 85· ὕδατα καί... σῖτοι Πλάτ. Πολ. 404Β· πότιμον ὕ. Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 2, 19· - ὕδωρ κατὰ χειρός, πρὸς νίψιμον (ὡς τὸ χέρνιψ) ἴδε ἐν λέξ. χεὶρ Ι. 2, θ· οὕτω παρ’ Ὁμ., φέρτε χερσὶν ὕ. Ἰλ. Ι. 171· ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν Γ. 270, Ὀδ. Α. 147, κτλ.· λοέσσας ὕδατι λευκῷ Ἰλ. Ψ. 282· - περὶ τοῦ γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν ἢ διδόναι, ἴδε ἐν λ. γῆ IV. - Παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, ἐπὶ παντὸς παροδικοῦ πράγματος ἢ διαρρέοντος ἢ ἀναξίου πίστεως, Σοφ. Ἀποσπ. 694, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 25· οὕτω, ἐν ὕδατι γρ. Πλάτ. Φαῖδρ. 276C (πρβλ. τέφραὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; ἐπὶ καταστάσεως μὴ ἐπιδεχομένης ἐπανόρθωσιν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 10· - ὕδωρ πίνειν, πρβλ. ὑδροπότης. 2) βροχή, ὑετός, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεὺς Ἰλ. Π. 385· ὗσαι ὕδατι Ἡρόδ. 1. 87· ἐγένετο ὕ. ἄπλετον ὁ αὐτ. 8. 12· πολὺ Θουκ. 6. 70, Δημ. 1379. 1· ὕδωρ ἐπεγένετο πολὺ Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28· τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτὸς Θουκ. 2. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 13· - μᾶλλον ὡρισμένως, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ Θουκ. 2. 77, Ξενοφ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὕδατα ὄμβρια Πινδ. Ο. 10 (11). 22· τὰ Διὸς ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 761Α, κλπ.· τὸ ἐκ Διὸς ὕδωρ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 5· - ἐντεῦθεν, Ζεὺς ὕδωρ ὕε, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1280, Σφ. 261, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 3· ἀπολ., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· - κεραύνια ὕδατα, ὑετοὶ ῥαγδαῖοι, Πλούτ. 2. 664F· ὕδατα σκληρὰ ἢ μαλακά, ἱσχυραὶ ἢ ἐλαφραὶ βροχαί, κλπ., Ἱππ., ἴδε Foës. Oecon. 3) περὶ τῆς φράσεως, ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, ἴδε ἐν λ. βρέχω. 4) ἐν τῇ Ἀττ. δικανικῇ φράσει, τὸ ὕδωρ ἦτο τὸ τῆς κλεψύδρας, ἐντεῦθεν δὲ καὶ ὁ χρόνος ὁ ἀπαιτούμενος ὅπως αὐτὸ ἐκρεύσῃ ἐξ αὐτῆς, ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ, δηλ. ἐὰν ὑπάρχῃ χρόνος ἱκανός, Δημ. 1094. 3· οὐχ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. 1116. 11· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, ἐν τῷ χρονικῷ διαστήματι τῷ ἀνήκοντι εἰς ἐμέ, ὁ αὐτ. 274. 9., 1318. 6· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ (τὰ πάντα) ἐν ἑνὶ λόγῳ, ὁ αὐτ. 817. 9· τὸ ὕδωρ ἀναλῶσαι Δείναρχ. 105. 38· οὕτω, πρὸς ὕδωρ σμικρὸν διδάσκειν Πλάτ. Θεαίτ. 201Β· ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕδατος Δημ. 847. 16 ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, κώλυσον αὐτὸ μὴ ῥέειν ἐκ τῆς κλεψύδρας (ὅπερ ἐγίνετο ὅτε ὁ λόγος διεκόπτετο κατὰ τὴν κλῆσιν τῶν μαρτύρων ἢ κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν νόμων ἢ ψηφισμάτων), ὁ αὐτ. 1103· ἐν τέλει ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ..., τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ φεύγοντι Αἰσχίν. 82, 13· ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, δηλ. τὴν σειρὰν νὰ ὁμιλήσῃ, ὁ αὐτ. 23, 20, Δείναρχ. 104. 46. 5) καθόλου ὑγρόν, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρρὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6. ΙΙ. ὕδωρ ἐκαλοῦντο ἀστέρες τινὲς τοῦ ἀστερισμοῦ Ὑδροχόου οἱ παριστάνοντες τὸ χεόμενον ὕδωρ, Aquarius, Ἄρατ. 399. ΙΙΙ. Ὕδατα, τά, ὄνομα τόπων ἐχόντων θερμὰ ἢ μεταλλικὰ ὕδατα, Ὕδατα Σέξτια, Λατιν. Aquae Sextiae, Ὕδατα Νεαπολιτανὰ Πτολ. (Αἱ ῥίζαι τῆς λέξεως εἶναι ΥΔ, ΥΔΑΤ, ΥΔΡ, (ἄσχετοι πρὸς τὸ ὕω, εἰ ὁ Κούρτ. φρονῇ ὀρθῶς)· πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος, ὑδρός, ὑδρία, ὑδαρής, ὑδερός, ὕδρωψ· Σανσκρ. ud, und-âmi (humecto), ud-akam (aqua), ud-an (Λατ. unda), an-udras (ἄνυδρος)· Γοτθ. vat-o, woz-ar (unda)· Ἀρχ. Σκανδιν. vat-n· Ἀγγλο-Σαξον. waet-er· Σλαυ. vod-a· Λιθ. vand-u· Ἀρχ. Ἰρλανδ. uisce (Ἀγγλ. usque-b gh)· Ἁρμορ καὶ Κορν. Dour· Οὐαλλ. dur). [ῠ φύσει, καὶ οὕτως ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἀττικ.· ἀλλ’ Ὅμηρ. καὶ ἕτεροι Ἐπικ. ἔχουσιν ῡ ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσιν ἐν ἄρσει, οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Βατρ. 1339 ἐν δακτυλικῷ στίχῳ· ῡ ἐν θέσει ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 382, Βατραχομυομ. 97, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.]. - Περὶ τοῦ ὕδατος ἴδε μακρὰν μελέτην Μιχ. Κ. Στεφανίδου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 372-416.

French (Bailly abrégé)

ὕδατος (τό) :
eau :
I. en gén.
II. particul. :
1 eau de mer;
2 eau de fleuve, de rivière;
3 eau de source;
4 eau potable ; ◊ prov. ὕδωρ πίνειν boire de l’eau, càd être insipide ou inerte, être incapables de grandes pensées, de grands sentiments, etc.
5 eau pour se laver;
6 eau pour se baigner;
7 eau, comme élément, p. opp. à γῆ : γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν HDT demander la terre et l’eau, en signe de domination ; γῆν καὶ ὕδωρ διδόναι HDT donner la terre et l’eau, càd se soumettre ; ◊ prov. καθ’ ὕδατος γράφειν LUC écrire sur l’eau, càd faire de vains efforts, se donner une peine inutile;
8 eau de pluie;
9 eau de la clepsydre (v. κλεψύδρα) : ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι DÉM pendant l’écoulement de mon eau, càd pendant le temps qui m’était mesuré par la clepsydre ; ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ DÉM donner la parole à qqn ; ὑπὲρ τὸ ἐγχεόμενον ὕδωρ au delà de l’eau versée, càd du temps accordé;
10 sueur : ἐν ὕδατι βρέχεσθαι HDT être mouillé, inondé de sueur.
Étymologie: R. Ὑδ, mouiller ; cf. lat. unda, skr. udnás, hitt. wadar, got. wato > wazzar > Wasser, water.

English (Slater)

ὕδωρ (ῦ *fr. 104b. 2.*: ὕδωρ, ὕδᾰτος, ὕδᾰτι, ὕδωρ; ὑδᾰτων, ὑδᾰτεσσι.)
   1 water ἄριστον μὲν ὕδωρ (O. 1.1) ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν (O. 1.48) οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ (O. 2.64) ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει (O. 2.73) ἀριστεύει μὲν ὕδωρ (O. 3.42) (Θήβαν) τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (O. 6.85) λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.51) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.2) Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι (O. 14.1) Ἀμένα πὰρ ὕδωρ (P. 1.67) ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς (P. 5.31) Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (P. 9.88) λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἄντιον (i. e. αἶνον ἄντιον φθόνῳ, v. infra) (N. 1.24) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ (N. 3.3) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία (N. 4.4) ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (Pae. 6.7) ὑδάτλτ;εσςγτ;ι δ' ἐπ Ἀσωποῦ (G—H: ὕδατι Π.) Πα. . 13. νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Pae. 9.18) κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον δωρ *fr. 104b. 2.* κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ Θρ. . 1. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. of song, (cf. (N. 1.24), (O. 6.85), παγός, ῥοά, ῥόθιον, χεῦμα) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.62) πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.74)

Spanish

agua

English (Strong)

and genitive case, hudatos, etc. from the base of ὑετός; water (as if rainy) literally or figuratively: water.

English (Thayer)

(ὕω (but cf. Curtius, § 300)), genitive ὕδατος, τό, from Homer down, Hebrew מַיִם, water: of the water in rivers, R L), 7; of the water of the deluge, Winer's Grammar, 604f, (562)); of water in any of earth's repositories, ὁ ἄγγελος τῶν ὑδατον, τά ὕδατα, of the waves of the Lake of Galilee, τό ὕδωρ in φωνή, 1); πολλά ὕδατα, many springs or fountains, ποτήριον ὕδατος, τό λουτρόν τοῦ ὕδατος, of baptism, Winer's Grammar, 138 (130)); κεράμιον ὕδατος, τῷ πνεύματι καί πυρί (cf. Buttmann, § 133,19; Winer's Grammar, 217 (204), 412 (384)), πνεύματι alone, τῷ πυρί alone, τῷ οἴνῳ, τῷ αἵματι, the Spirit and truth of God, ὕδωρ σοφίας, ὕδωρ ζῶν, τό ὕδωρ τῆς ζωῆς, ζῶσαι πηγαί ὑδάτων, see ζάω, II.
a. and ζωή, 2b., p. 274a.

English (Autenrieth)

ατος: water; pl., Od. 13.109; prov., ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, as we saybecome dust and ashes, ’ Il. 7.99.

Greek Monotonic

ὕδωρ: [ῠ], τό, γεν. ὕδατος ( Επικ.), δοτ. ὕδατι, Επικ. επίσης ὕδει (όπως αν προερχόταν από το ὕδος),
1. νερό, κάθε είδους, αλλά σε Όμηρ. σπανίως λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν ὕδωρ)· επίσης σε πληθ., ὕδατ' ἀενάοντα, σε Ομήρ. Οδ.· ὕδατα Καφίσια, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· ὕδωρ κατὰ χειρός, λέγεται για πλύσιμο χεριών, σε Αριστοφ.· ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· ἐν ὕδατι γράφειν, σε Πλάτ.· ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.
2. βρόχινο νερό, βροχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ, σε Αριστοφ.
3. λέγεται στην φράση ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, σε Ηρόδ., βλ. βρέχω.
4. σε Αττ. δικανική φράση, τὸ ὕδωρ ήταν το νερό της κλεψύδρας (κλεψύδρα), σε Δημ.· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, στο χρονικό διάστημα που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δεν μπορεί κάποιος να τα πει (όλα) με μία λέξη, μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, σταμάτα την ροή του νερού στην κλεψύδρα (κάτι που συνέβαινε όταν ο λόγος διακόπτονταν από την κλήση μαρτύρων ή από την ανάγνωση νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, του δίνεται η σειρά να μιλήσει, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὕδωρ: ὕδᾰτος τό (ῠ; но иногда ῡ in arsi, реже in thesi)
1) вода (οἶνον καὶ ὕ. μίσγειν Hom.): ὕδατα Καφίσια Pind. воды Кефиса; ὕ. κατὰ χειρός Arph. вода для (омовения) рук; ὕ. πίνειν пить воду, перен. Arph., Dem. быть вялым, пресным или бесталанным человеком; γῆν καὶ ὕ. αἰτεῖν (διδόναι) Her. требовать земли и воды (давать землю и воду) (символ капитуляции); ἐν ὕδατι, εἰς ὕ. и καθ᾽ ὕδατος γράφειν погов. Plat., Men., Luc. писать (вилами) по воде (о бесплодных усилиях);
2) дождевая вода, дождь (ὕ. ἐξ οὐρανοῦ Thuc.; τὰ ἐκ Διὸς ὕδατα Plat.): τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Thuc. выпавший ночью дождь;
3) напиток: ὕδατά τε καὶ οἱ ἄλλοι σῖτοι Plat. напитки, а также разные яства;
4) вода в водяных часах (κλεψύδρα), т. е. время, предоставляемое оратору на суде, регламент: ἀποδιδόναι или ἐγχεῖν τινι τὸ ὕ. Dem. предоставить кому-л. слово; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι и ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος Dem. в течение предоставленного мне (для речи) времени; πρὸς ὕ. σμικρόν Plat. насколько позволяет (позволило) небольшое время.

Middle Liddell

[epic also ὕδει as if from ὕδος
1. water, of any kind, but in Hom. rarely of sea-water (which he calls ἁλμυρὸν ὕδωῤ;— also in pl., ὕδατ' αἰενάοντα Od.; ὕδατα Καφίσια the waters of Cephisos, Pind.:— ὕδωρ κατὰ χειρός water for washing the hands, Ar.; ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν Hom.—Proverbs., γράφειν τι εἰς ὕδωρ of anything untrustworthy, Soph.; ἐν ὕδατι γρ. Plat.; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, what more can be done? of a desperate case, Arist.
2. rain-water, rain, Il., Hdt., attic;—more definitely, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ Thuc., etc.; Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ Ar.
3. for the phrase ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Hdt., v. βρέχω.
4. in attic law-phrase, τὸ ὕδωρ was the water of the water-clock (κλεψύδρἀ, Dem.; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος in the time allowed me, Dem.; οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕ. εἰπεῖν one cannot say (all) in one speech, Dem.; ἐπίλαβε τὸ ὕ. stop the water (which was done while the speech was interrupted by the calling of evidence and reading of documents), Dem.; ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕ. to give him the turn of speaking, Aeschin.

Frisk Etymology German

ὕδωρ: -ατος
{húdōr}
Grammar: n.
Meaning: Wasser (seit Il.).
Composita : In Kompp. unbeschränkt produktiv, z.B. ὑδροφόρος m. f. Wasserträger, ἄνυδρος ohne Wasser (ion. att.); zur Form des Hinterglieds Sommer Nominalkomp. 133 f.; auch ὑδατοτρεφής vom Wasser genährt (ρ 208), ἀνύδατος ohne Wasser (Man.) u.a.; vereinzelt ὑδασι-<σ>τεγής vor Wasser schützend, wasserdicht (AP 6, 90; zum. Dat. pl. als Vorderglied Schwyzer 446 und Fraenkel Nom. ag. l, 42 A. 2). Hypostasen, z.B. ἔνυδρις (-ίς) f. Fischotter (Hdt., Ar., Arist.), Μεθύδριον n. Stadt in Arkadien, "zwischen den Flüssen" (Th.) mit -ιεύς m. ‘Bewohner von M.’, Gen. pl. Μετυδριήων (Orchom.; mit altern unaspir. -υ-? Schwyzer Glotta 12, 5 A. 3).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen (gedrängte Übersicht). A. Vorn Stamm ὑδρ-: Subst. 1. ὑδρία f. Wassereimer, Urne (att., Lokr. Va; eher kollekt. Abstraktbildung als von ὕδριος substantiviert; vgl. Scheller Oxytonierung 56) mit Demin. -ίσκη, -ίον, -ίδιον (hell. u. sp.). 2. -ινεῖον m. ib. (Pap. II-IIIp; von *ὕδρινος od. *ὑδρῖνος). 3. -ότης f. Feuchtigkeit (Prokl.). 4. -ωμα n. = -ευμα (s. unten; ägypt. Inschr.; Erweiterung od. von *-όομαι). 5. ὑδρανας Akk. pl. Gefäß für Reinigungswasser (Andania Ia), eher von ὑδράνη als von ὑδράν (vgl. H.: ὑδράνη· τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν; ὑδράν· εἰς θυσίαν ἀκραιφνές. Ῥίνθων; ὑδρανός· ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων). 6. Ὑδροῦς, -οῦντος m. Stadt in Kalabrien am ionischen Meere (Kretschmer Glotta 14, 89 f.). 7. -ών, -ῶνος m. Monatsname (Ptol.). 8. Myk. u-do-ro Bez. eines Gefäßes. — Adj. 1. ὑδρηλός wässerig, naß (ep. poet. seit ι 113, auch Hp.). 2. -ηρός ib. (Sophr., Trag. Adesp. u.a.). 3. -ώδης ib. (Thphr.). 4. -αῖος zum Wasser gehörig (Olymp. in Phd.); οὐδραια· ὑδρία, μέτρον τι, Ἀττικοῦ μετρητοῦ ἥμισυ H. (lakon. od. böot.?). 5. -ιος vom Wasser (Hero). 6. Unklar ὑδραλής· μετάβολος, auch ὄφις ὕδατος H. — Verba. 1. ὑδραίνομαι, -αίνω (ἀφ-) ‘baden. bewässern, benetzen’ (Od., E. [fast nur in lyr.]) mit -αντικός (Pap. IIIa). 2. -εύομαι, -εύω, ganz vereinzelt m. ἐφ-, προσ-, Wasser schöpfen, holen (seit Od.) mit -εῖον (-ήϊον), -εία, -ευμα, -ευσις, -εύς, -ευτής, -ευτικός. — B. Vom Stamm ὑδατ- (im ganzen jünger als ὑδρ-): Subst. 1. ὑδάτιον n. Wässerlein, kleiner Regen, Bächlein (Pl., Arist., Thphr. u.a.). 2. -ίς f. Wasserblase (Mediz.; vgl. φλυκτίς u.a., Strömberg Wortstud. 102). — Adj. l. -ώδης wässerig, wassersüchtig (Hp., Arist., Thphr. u.a.). 2. -ινος zum Wasser gehörig, wässerig, wasserklar, geschmeidig (hell. u. sp.). 3. -ικός vom Wasser, wässerig (Thphr.. Pap. IIp). 4. -όεις wässerig, durchsichtig wie Wasser (AP, Nonn.). 5. -εινός naß, feucht (Hp.; wie φωτεινός u.a.; Chantraine Form. 196). 6. -ηρός Wasser enthaltend (A. Fr. 96 = 44 M.; wie αἱματηρός). — Verba. 1. ὑδατόομαι (ἐξ-) wässerig, wassersüchtig sein, werden, ἐξυδατόω ins Wasser verwandeln, mit Wasser verdünnen (Hp., Thphr. u.a.) mit -ωσις f. (Mediz.). 2. -ίζω nur in δι- ~ zum Trinken geben (Sch.), ἐξυδατισθέν· ὡς ὕδωρ H.,ὑδατισμόςm.’Wassergeräusch’ (Mediz.). — C. Übrige Bildungen: 1. ὕδος n. (Kall.Fr. 475), Dat. -ει (Hes.Op.61) Wasser. 2. ὑδαλέος wassersüchtig (Hp.) wie μυδαλέος, ἀζαλέος usw., -αλίς· ὑδρωπιῶν H. (zur Bildung Strömberg Wortstud. 84). 3. -αρής wässerig, verdünnt, bes. vom Wein (ion. att.); τὸ ὑδαρόν H. als Erkl. von ὑδαρές; ἐξυδαρόομαι, -όω Wasser werden, zu Wasser machen (Arist., sp.). — Zu ὕδρα, ὕδρος und ὕδερος s. bes.
Etymology : Altes Wort für Wasser, in der Mehrzahl der idg. Sprachen erhalten. Zu ὕδωρ stimmt umbr. utur n., wozu mit alternierendem n -Stamm Abl. une aus *ud-n-i. Im Griech. ist dieser n-Stamm regelmäßig mit einer τ-Erweiterung versehen worden: *ud--t-, woraus Gen. ὕδα-τος usw. Eine direkte Spur dieses n-Stammes hat man in einigen erstarrten Formen erkennen wollen: ἁλοσύδνη Beiw. od. Bein. der Thetis u.a. (s.d.), auch, sehr hypothetisch, in den ON Καλυδών, -ύδνα. Das denominative ὑδραίνομαι könnte allenfalls statt eines älteren *ὑδαινω = aind. udanyáti bewässern eingetreten sein. — Neben diesen Formen mit tiefstufigem ud- stehen in anderen Sprachen auch hochstufige Formen, z.B. heth. u̯adar, auch u̯edar. Dat.-Lok. u̯eden-i. Auch die übrigen Sprachen fügen sich mit verschiedenen Ausgleichungen in dieses System ein, z.B. aind. Gen. ud-n-ás, Lok. ud-án(-i), wozu ein neuer Nom. ud-a-kám n.; der r-Stamm erscheint u.a. im Adj. an-udr-ás = ἄνυδρος (s. oben). Derselbe Wechsel war auch einmal im Germanischen vorhanden nach Ausweis von got. wato, Gen. watins, awno. vatn gegenüber asächs. watar, nhd. Wasser usw. Im Vergleich zu diesem r-n- Stamm sind andere Bildungen spärlich vertreten. Der in ὕδος, Dat. ὕδει ganz sporadisch belegte s-Stamm findet sich in tiefstufiger Gestalt mit thematischer Erweiterung in aind. útsa- m. Quelle, Brunnen (idg. *ud-s-o-) wieder. Dazu ein l-Stamm in ὕλλος ( ?; s. d.), vielleicht auch in ὑδαλέος neben ὑδαρής (s. C. oben; Benveniste Origines 45), wenn nicht analogische Neubildung. — Weitere Formen aus verschiedenen Sprachen, z.B. arm. get, Gen. -oy Fluß (aus *u̯edom od. *u̯edos- n.), fürs Griechische ohne direktes Interesse, bei WP. 1, 252ff., Pok. 78ff. und in den Spezialw örterbüchern, bes. W.-Hofmann s. unda (Nasalbildung; zum infigierten aind. u-n-ád-mi, 3. pl. u-n-d-ánti benetzen wie lit. vanduõ Wasser); daselbst auch reiche Lit. Neben diesem alten stoffbezeichnenden Neutrum. gab es im Idg. auch Wörter, die das Wasser als persönliches und lebendiges Wesen darstellten: im Westen lat. aqua und germ., z.B. got. aƕa, ahd. aha f. Fluß, Gewässer, im Osten aind. ā́pas f. pl., lit. ùpė Wasser usw., s. Porzig Gliederung 205f. Dieselbe doppelte Anschauungsweise ist auch beim Begriff Feuer zu belegen, z.B. πῦρ (s.d.) neben lat. ignis u.a.
Page 2,957-959

Chinese

原文音譯:Ûdwr 虛多而
詞類次數:名詞(79)
原文字根:濕 相當於: (מַיִם‎)
字義溯源:水,雨水,用水,淹;源自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)出自(ὕψωμα)X*=下雨)。舊約編號(מַיִם‎)=水),約用了450次;新約編號(ὕδωρ)=水),約用了80次。受浸是把人埋在水裏。主耶穌所行的第一個神蹟,是由水變酒。主耶穌對撒瑪利亞婦人說,凡喝這水的,還要再渴;人若喝我所賜的水,就永遠不渴;我所賜的水,要在他裏頭成為泉源,直湧到永生( 約4:14)
同源字:1) (ἄνυδρος)無水的 2) (ὑγρός)濕 3) (ὑδρία)水罐子 4) (ὑδροποτέω)喝水 5) (ὑδρωπικός)患水腫的 6) (ὕδωρ)水 7) (ὑετός)雨水
出現次數:總共(79);太(7);可(5);路(6);約(24);徒(7);弗(1);來(2);雅(1);彼前(1);彼後(3);約壹(4);啓(18)
譯字彙編
1) 水(65) 太3:11; 太3:16; 太8:32; 太14:28; 太14:29; 太17:15; 太27:24; 可1:10; 可9:22; 可9:41; 可14:13; 路7:44; 路8:24; 路8:25; 路16:24; 路22:10; 約1:26; 約1:31; 約1:33; 約2:7; 約2:9; 約2:9; 約3:5; 約3:23; 約4:7; 約4:10; 約4:11; 約4:13; 約4:14; 約4:14; 約4:14; 約4:15; 約4:46; 約5:3; 約5:4; 約5:4; 約5:7; 約13:5; 約19:34; 徒8:36; 徒8:36; 徒8:38; 徒8:39; 徒10:47; 弗5:26; 來9:19; 雅3:12; 彼前3:20; 彼後3:5; 彼後3:5; 約壹5:6; 約壹5:6; 約壹5:6; 約壹5:8; 啓8:10; 啓8:11; 啓8:11; 啓11:6; 啓12:15; 啓16:4; 啓16:12; 啓17:1; 啓17:15; 啓21:6; 啓22:17;
2) 水的(7) 約7:38; 啓1:15; 啓7:17; 啓14:2; 啓16:5; 啓19:6; 啓22:1;
3) 用水(5) 可1:8; 路3:16; 徒1:5; 徒11:16; 來10:22;
4) 眾水(1) 啓14:7;
5) 被水(1) 彼後3:6