αλλά
Greek Monolingual
(I)
(Α ἀλλά)
αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη του λόγου
ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η αντίθεση αναφέρεται σε τμήμα ή λέξη της προηγούμενης πρότασης:. ύστερα από άρνηση ή απλό αρνητικό μόριο
«όχι υποσχέσεις, αλλά έργα»
«ἦ παραφρονεῖς; οὔκ, ἀλλ' ὕπνος μ’ἔχει» (Αριστοφ. Σφήκες 9)
2. ύστερα από τις περιφράσεις «ὄχι μόνο, οὐ μόνον, μὴ μόνον», ο σύνδεσμος αλλά χρησιμοποιείται με τον σύνδεσμο και ή χωρίς αυτόν, για να επιτείνει την αντίθεση
«όχι μόνο του μίλησα, αλλά και τον παρακάλεσα»
«οὐ μόνον ἅπαξ, ἀλλά πολλάκις» (Πλάτ. Φαίδρος 228a)
[και κατά παράλειψη του μόνο(ν)]
3. ύστερα από λέξη ή φράση καταφατικής σημασίας ο αλλά με άρνηση εισάγει έννοια αντίθετη προς την προηγούμενη και ισοδυναμεί με το «όχι»
«η πράξη αυτή χαρακτηρίζει τους γενναίους, αλλά όχι τους δειλούς»
«ἀγαθῶν, ἀλλ' ούχί κακῶν αἴτιον» (Λυσ. 4, 6)
και χωρίς άρνηση για να τονίσει τη διαφορά
«το φαγητό ήταν λίγο, αλλά καλό»
«μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλά μαχητής» (Ε, 801)
4. σπάνια ύστερα από αρνητική πρόταση με τη σημασία του «εκτός», «παρά», «παρά μόνο»
«δεν φταίει κανείς, αλλά εγώ»
«ἔπαισεν οὔτις ἀλλὰ ἐγὼ» (Σοφ. Οιδίπ. Τ. 1331)
νεοελλ.
1. σε σειρά ομοειδών εννοιών η τελευταία εισάγεται με τον αλλά για να δηλώσει σπουδαιότητα
«ωραία η εμφάνισή του, ωραία η ομιλία του, αλλά το κυριότερο ο χαρακτήρας του»
2. εκφέρεται μόνος του με επιρρηματική σημασία συνήθως ως απάντηση σε ερώτηση και σημαίνει «βέβαια», «αναμφισβήτητα», «αναντίρρητα»
«αποφάσισες να παντρευτείς; αλλά;!»
αρχ.
1. ύστερα από αρνητικές προτάσεις που εισάγονται με τα οὐχ (μὴ) ὅτι, οὐχ (μὴ) ὅπως, τα οποία ισοδυναμούν με το «οὐ μόνον... ἀλλά (καὶ)» ή με το «οὐ μόνον ού... ἀλλὰ (καὶ)» — στην τελευταία περίπτωση η αρνητική μορφή της πρότασης που εισάγεται με τον αλλά είναι ἀλλ' οὐδέ
«μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλά τὸν Μέγαν Βασιλέα» (Πλάτ. Απ. 40d)
2. στην απόδοση υποθετικών λόγων σημαίνει «όμως», «τουλάχιστον», «ακόμη»
εἰ μὴ (ὁρῶ), ἀλλ' ἀκούω γε (Πλάτ. Γοργ. 470d)
ο αλλά χρησιμοποιείται ελλειπτικά, κυρίως ύστερα από χρονικά επιρρήματα, όταν λείπει η υπόθεση
«ὦ θεοὶ πατρῶοι, συγγένεσθέ γ' ἀλλά νῦν» (εἰ μὴ πρότερον, ἀλλά νῦν γε) (Σοφ. Ηλ. 411)
3. ύστερα από αρνητικές προτάσεις που περιέχουν συγκριτικό, ο αλλά ισοδυναμεί με τον «ἤ (= παρά)·» «τάφον, οὐκ εν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα» (Θουκ. 2, 43). Β. Η αντίθεση αναφέρεται σε ολόκληρη πρόταση, κώλο ή περίοδο που προηγείται
η σημασία είναι «ωστόσο», «πάντως»
1. ο αλλά δηλώνει μετάβαση του λόγου από μία έννοια σε άλλη, εκφράζοντας συνήθως αντίρρηση, αντιλογία, έκπληξη, και συχνά συνοδεύεται από αρνητικά μόρια
«αυτά που είπες είναι καλά, αλλά δύσκολα να πραγματοποιηθούν»
«ἐκκάλεσον αὐτόν, ἀλλ' ἀδύνατον» (Αριστοφ. Αχ. 402)
2. ειδικότερα, όταν βρίσκεται στην αρχή του λόγου εκφράζει καθολική αντίρρηση και σημαίνει «πάντως», «όμως» - «αλλά είσαι όμως... !»
«ἀλλ' ἐμοὶ δοκεῖ» (Ξενοφ. Συμπ. Ι, 1)
3. κυρίως με προστακτική ή προτρεπτική υποτακτική για να εκφράσει προτροπή, παρόρμηση, παραίνεση κ.λπ.
«αλλά εμπρός, ντύσου!» «ἀλλ' ἄγε, ἴθι» (Α 210)
(στα νεοελλ. συνήθ. μπροστά από τα προτρεπτικά, εμπρός, άντε)
4. ο αλλά χρησιμοποιείται στην αρχή του λόγου για να διακόψει απότομα μία συζήτηση
«αλλά γιατί να τά συζητούμε τώρα αυτά;»
«ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ λέγειν;» (Σοφ. Φιλοκτ. 11)
νεοελλ.
φρ. «δεν έχει αλλά!» δεν επιτρέπεται, δεν χωρά αντίρρηση
αρχ.
1. σε μια σειρά αλληλοδιαδόχων ερωτήσεων ή αντιρρήσεων η κάθε μία από αυτές εισάγεται με τον αλλά που σημαίνει «μήπως», «πλήν», «πότερον ᾔτουν σέ τι... ; ἀλλ' ἀπῄτουν; ἀλλά περί παιδικῶν μαχόμενος; ἀλλά μεθύων ἐπαρῴνησα;» (Ξενοφ. Ανάβ. 5, 8, 4)
2. σε ελλειπτικές περιφράσεις όπως οὐ μὴν ἀλλά, οὐ μέντοι ἀλλά, οὐ γὰρ ἀλλὰ σημαίνει «αλλά όμως»
«ὁ ἵππος πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν οὐ μὴν ἀλλ' ἐπέμεινεν ὁ Κῦρος» (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1.4, 8). Γ. αρχ. με διάφορα μόρια από τα οποία το καθένα διατηρεί τη σημασία του
1. για γρήγορη μετάβαση ἀλλ' ἄρα.
«ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε» (Ζ 418)
και για ερώτηση «ἀλλ' ἄρα... ;» (Πλάτ. Πολιτ. 381b)
2. για συγκατάβαση ἀλλ' οὖν (=αλλ’ όμως, οπωσδήποτε, τότε λοιπόν): «τοὺς πρώτους χρόνους, ἀλλ' οὖν προσεποιοῦνθ' ὑμῖν εἶναι φίλοι» (Αισχίν. 3, 86)
3. (συχνά με άλλες λέξεις που παρεμβάλλονται) ἀλλά γὰρ (στ’ αλήθεια, πράγματι)
«Ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω..., παύσω γόους» (Ευρ. Φοίνισ. 308)
4. ἀλλ' εἰ (= τί θα γίνει όμως, εάν... ;)
5. (σε ερωτήσεις που εκφράζουν έκπληξη ή αντίρρηση) ἀλλ' ἦ
«ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν;» (Πλάτ. Γοργ. 447a)
6. γενικά, ο ἀλλά ακολουθείται από διάφορα μόρια που ενισχύουν τη σημασία που αποκτά σε κάθε φράση ή χρήση μέσα στον λόγο, π. χ. ἀλλ' ἤτοι, ἀλλά τοι, ἀλλά μέντοι, ἀλλά μήν, ἀλλά γε, αλλά δή
«ἀλλ' ἤτοι μέν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται» (ρ 514).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνδεσμος με σημασία αντιθετική, επιτατική ή περιοριστική, που συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἄλλος. Ειδικότερα ο συνδ. ἀλλά προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου ἄλλα (αρχική σημασία: «κατά τα λοιπά, κατά τ' άλλα»). Για τη σημασιολογική επέκταση πρβλ. και αγγλ. however, λατ. cēterum «κατά τ' άλλα, πάντως, ειδεμή, εκτός τούτου, αλλά». Ο σύνδεσμος ἀλλά αντικατέστησε νωρίς τους αρχαιότερους αντιθετικούς συνδέσμους αὐτάρ, ἀτάρ στην αρχή της προτάσεως. Σημασιολογικά δηλώνεται εντονότερη αντίθεση με το ἀλλά από ό,τι με το δέ].
(II)
επίρρ.
βλ. αλά.