σπίλος
English (LSJ)
[ῐ] (A), ἡ,= σπιλάς (A), rock, cliff, Ion Trag.19, Arist.Mu. 392b30, Lyc. 188,374, Peripl.M.Rubr.20, etc.: τὸν σπῖλον is f.l. for τὸν πηλόν in Plu.Sert.17. [ῐ in Lyc. ll. cc.][ῐ](B), ὁ, spot, fleck, blemish, Hp.Ep.16, Dorio ap.Ath.7.297c; σπίλος αἵματος J.AJ13.11.3 (pl.); on the moon, Plu.2.921f; on the face or body, Dsc.1.33, Luc.Am.15, Artem.5.67, Lib.Decl.26.19, Gp.12.26.2: metaph., stain of impurity or vice, Lysis ap.Iamb.VP 17.76, Ep.Eph.5.27; of persons, D.H.4.24 (cj.), 2 Ep.Pet.2.13. (Att. use κηλίς acc. to Phryn.21.) σπῖλος Hdn.Gr.2.920; but ῐ in the equiv. σπιλάς (B) and in the compd. ἄσπιλος.]
German (Pape)
[Seite 921] ἡ, = σπιλάς, Felsen, Klippe; Ion bei Hesych.; Lycophr. 374 u. a. sp. D.; auch Arist. mund. 3, 3. – [Die Accentuation σπῖλος ist falsch, denn Lycophr. 188 u. Ion bei Hesych. ist ι kurz.]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tache sur la peau ; tache en gén.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
NT: souillure ; défaut, tare
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπίλος -ου, ὁ [~ πίνος?] vlek; [Luc.] 49.15; overdr. van pers. schandvlek:. σπίλοι καὶ μῶμοι (zij zijn) smetten en vlekken NT 2 Pet. 2.13.
Russian (Dvoretsky)
σπίλος:
I (ῐ) ἡ Arst. = σπιλάς 1.
II (ῐ) и σπῖλος ὁ пятно Plut., Luc., NT.
English (Strong)
of uncertain derivation; a stain or blemish, i.e. (figuratively) defect, disgrace: spot.
English (Thayer)
(WH σπίλος (so Rutherford, New Phryn., p. 87; Liddell and Scott, under the word); but see Tdf. Proleg., p. 102; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 42), σπιλου, ὁ (Phryn. rejects this word in favor of the Attic κηλίς; but σπίλος is used by Joseph, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Lucian, Liban, Artemidor.; see Lob. ad Phryn., p. 28 (cf. Winer's Grammar, 25)), a spot: tropically, a fault, moral blemish, 2 Peter 2:13.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
ρύπος, κηλίδα, λεκές («πάντα σπίλον καθαίρειν», Αθην.)
νεοελλ.
ιατρ.
1. κάθε συγγενής βλάβη ή κηλίδα του δέρματος με αλλοιωμένο χρώμα η οποία προκαλείται από μη φυσιολογική χρώση ή από άθροισμα ή διεύρυνση αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων
2. φρ. α) «αμελανωτικός σπίλος» — σπίλος χωρίς χρωστική
β) «αναιμικός σπίλος» — σπίλος με αλλοίωση του χρώματος οφειλόμενη σε κακή αιμάτωση
γ) «κυανός σπίλος» — σπίλος που σχηματίζεται από χρωστικοφόρα κύτταρα στο βαθύτερο τμήμα του δέρματος με βαθιά κυανωπή απόχρωση
δ) «κερατοειδής σπίλος» — σπίλος με κεράτινα επάρματα
ε) «σηραγγώδης σπίλος» — σπίλος με σχετικώς μεγάλα αιμοφόρα αγγεία που σχηματίζουν κοιλώματα
στ) «επηρμένος σπίλος» — σπίλος με αύλακες που δημιουργούν μια επιφάνεια όμοια με του εγκεφάλου
ζ) «αλωφόρος σπίλος» — σπίλος που περιβάλλεται από έναν δακτύλιο με αλλοιωμένο δέρμα
η) «γραμμοειδής ή θηλοειδής σπίλος» — άθροισμα επηρμένων κηλίδων που εμφανίζονται σε γραμμές και οφείλονται σε υπερανάπτυξη της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας
θ) «θηλωματώδης σπίλος» — σαρκώδης κεχρωσμένος όγκος
ι) «αγγειωματώδης σπίλος» — διάχυτος όγκος που αποτελείται από αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία εντοπιζόμενα στον υποδόριο συνδετικό ιστό
ια) «λιπωματώδης ή λιπώδης σπίλος» — σπίλος που περιέχει μεγάλες ποσότητες λίπους ή περιβάλλει έναν μικρό λιπώδη όγκο
ιβ) «τριχωτός σπίλος» — σπίλος που καλύπτεται από τρίχες
ιγ) «σμηγματώδης σπίλος» — σαρκώδης όγκος που αποτελείται από ώριμους σμηγματογόνους αδένες
ιδ) «φλεβώδης σπίλος» — κηλίδα που σχηματίζεται από διευρυμένες φλέβες
ιε) «μελαγχρωματικός σπίλος» — επίπεδη ή σαρκώδης δερματική βλάβη που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από άθροισμα μελανοκυττάρων, ενώ όταν είναι παχύτερη συνυπάρχουν νευρικά στοιχεία και συνδετικός ιστός και μπορεί να είναι καλοήθης ή κακοήθης
μσν.-αρχ.
ηθικός ρύπος, ηθικό στίγμα («τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα», ΚΔ)
αρχ.
1. (ειδικά) στον πληθ. oἱ σπίλοι
οι σκοτεινές κηλίδες που διακρίνονται στη φωτεινή επιφάνεια της Σελήνης
2. ακαθαρσία στο σώμα, λέρα («ἐπὶ θατέρου μικροῦ σπίλον εἴδομεν...», Λουκιαν.)
3. (για πρόσ.) άνθρωπος στιγματισμένος ηθικά, φαύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. πίνος «ακαθαρσία»].
(II)
ἡ και ὁ, Α
απόκρημνος βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)p(h)ei- «μυτερός, μυτερό ξύλο» και συνδέεται με: μέσο άνω γερμ. spĭl «μύτη λόγχης», γερμ. διαλ. τ. Speil «ροκανίδι», αρχ. νορβ. spila «μυτερό και λεπτό κομμάτι ξύλου» (και, κατά μία άποψη, όχι τόσο πιθανή, με τ. που εμφανίζουν διάφορα επιθήματα, πρβλ. λατ. spica «στάχυς, ακίδα», spina «αγκάθι», αγγλ. spire «βέλος»). Πιθανολογείται, ωστόσο, και η σύνδεση της λ. με τον τ. σπίλος (Ι) «κηλίδα», αν θεωρηθεί ότι ο βράχος μπορεί να δίνει την εντύπωση μιας μαύρης κηλίδας μέσα στη θάλασσα].
Greek Monotonic
σπίλος: [ῐ], ὁ, κηλίδα, λεκές, στίγμα, ρύπος, ελάττωμα, μίασμα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σπίλος: ἡ, = σπιλάς, βράχος, κρημνός, Ἀριστ. π. Κόμ. 3, 4, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. 12, Λυκόφρ., κλπ. [ῐ ἐν Λυκόφρ. 188, πρβλ. Ἴωνα παρ’ Ἡσύχ., ὥστε ὁ τονισμὸς σπῖλος εἶναι ἡμαρτημένος].
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: rock, reef (Ion. Trag., Arist., Lyχ., Peripl. M. Rubr. α. ο.);
Other forms: Beside it, favoured by the metre, 1. σπιλάς, -άδος f., mostly pl. -άδες id. (Od.); also as attr. of πέτρα (A. R.); -αδώδης rocky (Str.). PN Σπιλα-δίας (Eretria IIIa; Bechtel Lex. s. σπιλάς).
Compounds: διά-σπιλος (Peripl. M. Rubr.),
Derivatives: σπιλώδης (Arist., Plb.) rocky.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No agreement outside Greek. Formally agree except for the vowellength some Germ. words, e.g. MHG spīl m. point of a spear, NHG dial. Speil chip, splitter, MLG NLG. spīle broach. Besides in the north shortvowel forms, e.g. OWNo. spila f. thin and small piece of wood. Balt. word that belong here, e.g. Latv. spīle fork, pin, Lith. spylỹs m. spike, prickle, are suspect of being, like Čech. spíle pin, Pol. spila spear, loans from German or at least to have been influenced by German; s. Fraenkel s. spielóti. (On ἄσπιλος χείμαρρος see σπιλάς 1.) -- (As further cognates with varying final consonants are adduced: with r e.g. MLG spīr point of germ, grass, tower, with k Lat. spīca ear (of corn), with n Lat. spīna thorn etc. etc.; all put together under *spei- point, pointed piece of wood in WP. 2, 653ff. (after Persson Beitr. 1, 397ff. a. o.) and Pok. 981. It seems quite doubtful to me that these words have enything to do with the Greek word.)
2.
Grammatical information: m.
Meaning: spot, stain, blemish.
Other forms: -ῖ- Hdn. Gr. Also 2. σπιλάς, -άδος f. id. (Ep. Jud.[?], Orph.).
Compounds: as 2. member a. o. in ἄ-σπιλος spotless, without blemish (hell.).
Derivatives: σπιλόομαι, -όω to become stained, to make stains, to stain, to besmirdge (hell.), κατα-σπιλάζω to stain, to conceal (H., EM).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. To be rejected Prellwitz s. v. and Petersson Glotta 4, 297 (to οἰσπώτη, πίνος etc.; s. Bq and WP. 2, 683).
Middle Liddell
Frisk Etymology German
σπίλος: 1.
{spílos}
Forms: — Daneben, vom Metrum begünstigt, 1. σπιλάς, -άδος f., meist pl. -άδες ib. (vorw. ep. poet. seit Od.); auch als Attr. von πέτρα (A. R.); -αδώδης felsig (Str.). PN Σπιλαδίας (Eretria IIIa; Bechtel Lex. s. σπιλάς).
Grammar: f.
Meaning: Fels, Riff (Ion. Trag., Arist., Lyk., Peripl. M. Rubr. u.a.);
Composita: διάσπιλος (Peripl. M. Rubr.),
Derivative: σπιλώδης (Arist., Plb.) felsig.
Etymology: Ohne genaue außergriech. Entsprechung. Formal dazu stimmen bis auf die Vokallänge einige dt. Wörter, z.B. mhd. spīl m. Spitze des Speeres, nhd. dial. Speil Span, Splitter, mnd. nnd. spīle ‘(Brat-) Spieß’. Daneben im Nord. kurzvokalische Formen, z.B. awno. spila f. dünnes und schmales Stück Holz. Hicrhergehörige balt. Wörter, z.B. lett. spīle Gabelung, Zwicke, lit. spylỹs m. ‘Speil(er), Stachel', unterliegen dem Verdacht, wie čech. spíle Stecknadel, poln. spila Spieß aus dem Dt. entlehnt oder wenigstens davon beeinflußt zu sein; s. Fraenkel s. spielóti. Ganz fraglich ἄσπιλος· χείμαρρος, ὑπὸ Μακεδόνων H.; nach Hoffmann Maked. 39 aus *ἀπ(ο)-σπ. — Als weitere Verwandte mit wechselnden Endkonsonanten werden noch angeführt: mit r z.B. mnd. spīr ‘Keim-, Gras-, Turmspitze’, mit k lat. spīca Ähre, mit n lat. spīna Dorn usw. usw.; alles unter spei- spitz, spitzes Holzstück bei WP. 2, 653ff. (nach Persson Beitr. 1, 397ff. u. a.) und Pok. 981 zusammengebracht.
Page 2,767-768
2.
{spílos}
Forms: (-ῖ- Hdn. Gr.)
Grammar: m.
Meaning: ‘Fleck, Schmutz-, Schandfleck’;
Composita: als Hinterglied u. a. in ἄσπιλος fleckenlos, makellos (hell. u. sp.). Auch 2. σπιλάς, -άδος f. ib. (Ep. Jud.[?], Orph.).
Derivative: Davon σπιλόομαι, -όω Flecke bekommen, Flecke machen, beflecken, beschmutzen (hell. u. sp.), κατασπιλάζω beflecken, verhehlen (H., EM).
Etymology: Unerklärt. Abzulehnen Prellwitz s. v. und Petersson Glotta 4, 297 (zu οἰσπώτη, πίνος usw.; s. Bq und WP. 2, 683).
Page 2,768
Chinese
原文音譯:sp⋯loj 士披羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:污點
字義溯源:污穢*,瑕疵,過失,玷污,沾染
同源字:1) (ἄσπιλος / ὑπερασπίζω)無瑕疵的 2) (σπιλόω)玷污 3) (σπίλος)污穢
出現次數:總共(2);雅(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 玷污(1) 彼後2:13;
2) 能污穢(1) 雅3:6
Mantoulidis Etymological
1 (=βράχος, γκρεμός).
2 (=κηλίδα, στίγμα, λέρα). Σχετίζεται μέ τό οἰσπώτη (=κοπριά τῶν προβάτων), (σύνθ. οἶς = πρόβατο + πάτος). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα σπιλόω -ῶ.
Translations
stain
Abkhaz: ашәыта; Arabic: بُقْعَة; Assamese: চেকা, দাগ; Azerbaijani: ləkə; Bashkir: тап; Belarusian: пляма; Bulgarian: петно; Burmese: အစွန်း; Catalan: taca; Cebuano: mansa; Chechen: таммагӏа; Cherokee: ᎠᏍᎪᎸᎬ; Chinese Mandarin: 污跡/污迹, 污漬/污渍; Czech: skvrna; Danish: plet; Dutch: vlek; Esperanto: makulo; Finnish: läiskä, tahra, jälki; French: tache; Georgian: ლაქა; German: Fleck; Greek: κηλίδα; Ancient Greek: κηλίς, σπίλος; Higaonon: mansa; Hindi: दाग, दाग़; Hungarian: folt; Ido: makulo; Ingush: ӏатта; Italian: macchia, chiazza, patacca; Japanese: 染み; Khmer: ស្នាមប្រឡាក់; Korean: 얼룩; Kurdish Central Kurdish: پەڵە; Latin: macula; Lithuanian: dėmė; Macedonian: флека; Maori: poapoa, tope, pūriko; Mongolian: толбо; Persian: لکه; Plautdietsch: Plak; Polish: plama; Portuguese: nódoa, mancha, mácula; Romanian: păta; Russian: пятно; Sanskrit: रेपस्; Serbo-Croatian Cyrillic: флека; Roman: fleka; Slovak: škvrna; Slovene: madež; Spanish: mancha, lamparón, rodal, mácula; Swedish: fläck; Thai: คราบ; Turkish: leke, lekeler; Ukrainian: пляма; Vietnamese: tật, vết
rock
Afrikaans: rots; Aghwan: 𐕇𐕒𐕡𐔽; Apache Jicarilla: tsé; Western Apache: tsé; Arabic: صَخْرَة; Egyptian Arabic: حجر; Aramaic Hebrew: כאפא; Syriac: ܟܐܦܐ; Armenian: քար, ապար; Avar: кьуру; Azerbaijani: daş; Bashkir: таш; Brunei Malay: batu; Bulgarian: скала, камък; Catalan: quer, roc, roca, pedra; Catawba: iti, inti; Central Atlas Tamazight: ⴰⵇⵛⵎⵉⵔ; Central Melanau: batou; Chechen: тарх; Cherokee: ᏅᏯ; Czech: skála; Danish: sten; Dena'ina: qanłnigi, qałnigi; Dogrib: kwe; Dutch: steen, rots, gesteente, vels; Eastern Bontoc: fiato; Emilian: sâs; Esperanto: roko; Faroese: grót; Finnish: kivi; French: roche, roc, pierre; Galician: rocha; Georgian: ქანი; German: Fels, Gestein; Greek: πέτρα; Ancient Greek: λίθος, πέτρα; Gujarati: ખડક; Hawaiian: pōhaku; Hebrew: סֶלַע, אֶבֶן; Higaonon: bato; Hungarian: kő; Ilocano: bato; Indonesian: bebatuan; Interlingua: rocca; Irish: carraig; Istriot: sasso; Italian: roccia; Jamaican Creole: rock stone; Japanese: 岩石, 岩; Khmer: ថ្ម; Latin: saxum, rupes, silex; Latvian: ieži; Lombard: sass; Lubuagan Kalinga: betu, patungaw; Macedonian: камен; Malagasy: vato; Malay: batu, sakhrat; Maltese: ġebla; Manx: carrick; Maori: kāmaka, kōhatu, kōwhatu; Marathi: खडक; Mauritian Creole: ros; Mizo: lung; Mongolian: хад; Navajo: tsé; Norwegian Bokmål: stein, berg; Nynorsk: stein, berg; Occitan: ròcha; Ojibwe: asin; Old English: stān; Ossetian: къӕдзӕх; Ottoman Turkish: جندل; Persian: تخته سنگ; Phoenician: 𐤀𐤁𐤍; Polish: skała; Portuguese: rocha, pedra; Quechua: rumi; Romanian: stâncă, rocă; Russian: порода; Scottish Gaelic: creag; Serbo-Croatian: stena, kamen, kamenica, skala, stijena; Seychellois Creole: ros; Slovak: skala; Slovene: skala, kamen; Southern Kalinga: fatu; Spanish: piedra, roca; Swedish: berg, sten; Sylheti: ꠢꠤꠟ; Tagalog: bato; Tibetan: རྡོ; Tigrinya: ከውሒ; Tocharian B: kärweñe; Tuvan: даш; Tuwali Ifugao: bat'u; Unami: ahsën; Vietnamese: đá; Volapük: klif; Votic: tšivi; Welsh: craig