χόρτος

English (LSJ)

ὁ, prop.
A enclosed place (v. sub fin.), but always with collat. notion of a feeding place: in Il., farmyard, in which the cattle were kept, αὐλῆς ἐν χόρτῳ 11.774; αὐλῆς ἐν χόρτοισι 24.640.
2 generally, any feeding ground, pasturage, freq. in plural, χόρτοι λέοντος, of Nemea, Pi.O.13.44; χόρτοι εὔδενδροι E.IT134 (lyr.); χόρτος οὐρανοῦ the expanse of heaven, Poet. ap. Hsch.
II fodder, provender, esp. for horses and cattle, Hdt.5.16 (of fish); θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις E.Alc.495; grass, Hes.Op.606, E.Rh.771, 1 Ep.Cor.3.12; χόρτος κοῦφος = hay, X.An.1.5.10; χόρτος ἐβλάστησεν, χόρτος ἐξηράνθη, Ev.Matt.13.26, 1 Ep.Pet.1.24; ἄνθος χόρτου Ep.Jac.1.10: opp. σῖτος (food for man), Hdt.9.41, X.Cyr.8.6.12; χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος = he has hay on his horns, as translation of the Lat. proverb, foenum habet in cornu, of a dangerous ox, Plu.Crass.7.
b green crop, [γῆ] ἐσπαρμένη χόρτῳ PTeb.27.72 (ii B. C.), al.
2 Poet., food generally, δούλιος χόρτος Hippon. 35.6, cf. E.Cyc.507 (lyr.), Crates Theb.10; cf. χορτάζω. (Cf. Lat. hortus, Welsh garth 'fold, enclosure', Irish gort 'crop', 'field'.)

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, 1) ein ringsum eingeschlossener, bes. mit Bäumen umpflanzter Platz, Gehege, Hof, innerer Hofraum; αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il. 11, 774; bes. der Viehhof, wo sich zugleich die Miststätte befand, αὐλῆς ἐν χόρτοισιν 24, 640; auch der Weideplatz im Freien, die Trift, auch im plur., Sp. – Dah. χόρτοι λέοντος, der mit Wald umgebene Wohnort, der Weideplatz des nemeischen Löwen, Pind. Ol. 13, 43; χόρτοι εὔδενδροι Eur. I. T. 134, vgl. Cycl. 504; Sp., καὶ ὕλη Plut. Rom. 8. – Übertr., χόρτος οὐρανοῦ, der Himmelsraum, poet. bei Hesych. – 2) das Futter, bes. für das Vieh; θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις Eur. Alc. 498; für Pferde, Rhes. 771; sowohl grünes als trockenes Gras, Heu, Hes. O. 608, später und in Prosa die gewöhnliche Bdtg des Wortes; χόρτος κοῦφος, Heu, Xen. An. 1, 5,10. – Im Allgemeinen, Nahrung, Lebensmittel, Fourage, Her. 5, 16. 9, 41; auch für Menschen, δούλιος χόρτος Hippon. frg. 20 bei Ath. VI, 304 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. lieu entouré d'arbres et de haies, enceinte ; particul. enceinte d'une cour;
II. herbe, particul. :
1 fourrage vert ou sec : χόρτος κοῦφος XÉN fourrage léger, càd foin;
2 pâture des animaux en gén.
3 p. ext. nourriture grossière.
Étymologie: R. Χερ, prendre, saisir, contenir ; cf. lat. hortus et cohors.

Russian (Dvoretsky)

χόρτος:
1 огороженое место, загон, скотный двор (αὐλῆς χόρτοι Hom.);
2 поляна, луг, тж. пастбище (χόρτοι εὔδενδροι Eur.): χόρτοι λέοντος Pind. поляна (Немейского) льва;
3 (тж. χ. τοῦ ἀγροῦ NT) трава или сено: χόρτου ἀγκαλίς Plut. охапка травы; χ. κοῦφος Xen. сено; χόρτον ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος погов. Plut. у него на рогах сено, т. е. он очень вспыльчив (у бодливых быков рога обматывались сеном);
4 корм, еда Hes., Eur.: παρέχειν τινὶ χόρτον ἰχθῦς Her. кормить кого-л. рыбой; σῖτος καὶ χ. τοῖς ὑποζυγίοισι Her. продовольствие (для людей) и корм для вьючных животных; ἵπποις χόρτον ἐμβαλεῖν Xen. задать лошадям корму.

Greek (Liddell-Scott)

χόρτος: ὁ, κυρίως τόπος περιπεφραγμένος (ἴδε ἐν τέλ.), ἀλλ’ ἀείποτε, ὡς φαίνεται, μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τοῦ τόπου πρὸς βοσκὴν ἢ τροφήν· ἐν Ἰλ., ἀγροτικῆς οἰκίας αὐλή, τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, ἐν ᾧ ἐτηροῦντο οἱ βόες, κλπ., αὐλῆς ἐν χόρτῳ Λ. 774· αὐλῆς ἐν χόρτοισι Ω. 640· - ἀκολούθως, 2) καθόλου, πᾶς τόπος ἐν ᾧ τρέφεται ζῷόν τι, χόρτοι λέοντος Πινδ. Ο. 13. 62. (ἴδε βοτάνη)· χόρτοι εὔδενδροι Εὐρ. Ι. Τ. 134· χόρτος οὐρανοῦ, ἡ ἔκτασις τοῦ οὐρανοῦ, τὸ στερέωμα, Ποιητὴς παρ’ Ἡσυχ.· πρβλ. δύσχορτος, σύγχορτος. - Ἡ λέξις ταχέως μετέπεσεν ἐκ τῆς πρώτης ταύτης σημασίας εἰς τὴν ἑπομένην. ΙΙ. τροφὴ μάλιστα βοῶν, ἵππων, κλπ., «χορτάρι», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608, Ἡρόδ. 5. 16, Εὐρ. Ρῆσ. 771, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. κ. γ΄, 12· ὁ δὲ ξηρὸς χόρτος ἐλέγετο κυρίως χόρτος κοῦφος Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· - θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ. ἵππων λέγεις Εὐρ. Ἄλκ. 495, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 16· χόρτος ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 26· ἄνθος χόρτου Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 10, 1, Πέτρου α΄, 24· ἀντίθετ. τῷ σῖτος (τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου), Ἡρόδ. 9. 41, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 6, 12· - χόρτον ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος, ὡς μετάφρασις τῆς Λατ. παροιμίας foenum habel in cornu, ἐπὶ μαινομένου βοός, Πλουτ. Κράσσ. 7. 2) Οἱ ποιηταὶ ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως ἐπὶ πάσης τροφῆς καθόλου, δούλιος χόρτος Ἱππῶναξ 26 (20). 6, Εὐρ. πρβλ. Κύκλ. 507, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.), 47· καὶ τὸ χορτάζω κεῖται παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐπὶ ἀνθρώπων. - (Πρβλ. Λατ. hort-us, cohors (cohort-is)· Γοτθ. gard-s, Ἀρχ. Σκανδ. garò-r, Ἀγγλο-Σαξον. geard, Aggl. gard-en, garth, yard· Σλαυ. grad-u· κλπ).

English (Autenrieth)

(cf. hortus): enclosure, Il. 11.774 and Il. 24.640.

English (Slater)

χόρτος pasture ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (at Nemea) (O. 13.44)

Spanish

hierba

English (Strong)

apparently a primary word; a "court" or "garden", i.e. (by implication, of pasture) herbage or vegetation: blade, grass, hay.

English (Thayer)

χόρτου, ὁ;
1. the place where grass grows and animals glaze: Homer, Iliad 11,774; 24,640.
2. from Hesiod down, grass, herbage, hay, provender: of green grass, χόρτος χλωρός, χόρτος of growing crops, Sept. for חָצִיר, grass, and עֶשֶׂב.)

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι...», ΠΔ
β. «σῖτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῖσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα, περιβόλι όπου βόσκουν ζώα
2. (ειδικά) το μέρος της αυλής αγροτικής κατοικίας στο οποίο φυλάσσονται τα βόδια («αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον», Ομ. Ιλ.)
3. βοσκότοπος, λιβάδι
4. (στην ποίηση) κάθε είδους τροφή («Μοῦσαι... χόρτον ἐμῇ συνεχῶς δότε γαστέρι», Ανθ. Παλ.)
5. φρ. α) «χόρτος οὐρανοῦ» — το στερέωμα του ουρανού (Ησίοδ.)
β) «χόρτοι λέοντος»
μυθ. το περιβαλλόμενο από δάση μέρος όπου ζούσε ο λέων της Νεμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόρτος (< ĝhor-to-s) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ĝher- «πιάνω, κρατώ, περιβάλλω», με επίθημα -τος (πρβλ. φέρω: φόρ-τος), και συνδέεται με τα: λατ. hortus «κήπος», οσκικό hurz «άλσος» (πρβλ. αιτ. hurtum), αρχ. ιρλδ. gort, αρχ. γαλλ. gort «φράκτης» (< gor-to-), καθώς και με το χεττιτ. gurtaš «ακρόπολις», παρά τον διαφορετικό φωνηεντισμό του. Εξάλλου, σε μια παρλλ. μορφή της ρίζας με επίθημα -dho-, ανάγονται και άλλοι συγγενείς τ.: ρωσ. gorod «πόλη», αρχ. ινδ. grha- «σπίτι», γοτθ. gards «σπίτι, αυλή» (πρβλ. και τα νεώτ. με σημ. «κήπος» γαλλ. jardin, ισπ. jardin, γερμ. Garten, αγγλ. garden και yard «αυλή»). Προβληματική, ωστόσο, φαίνεται η σύνδεση της λ. με τους τ. λιθουαν. žardas «στεγνωτήριο», žardis «περιφραγμένος βοσκότοπος», ρωσ. zorod «μύλος», οι οποίοι εμφανίζουν δυσερμήνευτο ουρανικό αρκτικό -χ- αντί για υπερωικό που έχουν οι υπόλοιποι τ. της ίδιας οικογένειας, αφού και το ουρανικό h- του αρχ. ινδ. harati «φέρω» ερμηνεύεται πιθ. ως αναλογικός σχηματισμός. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η σύνδεση τών τοπωνυμίων Γόρδιον, Γόρτυς με την οικογένεια του χόρτος. Σημασιολογικά, η λ. χόρτος, με αρχική σημ. «λιβάδι, περιβόλι, βοσκότοπος» και κυρίως «άχυρο, χορτάρι», χρησιμοποιήθηκε, από την ελληνιστική εποχή και έπειτα, μεταφορικά για να δηλώσει την τροφή τών ζώων και, στη συνέχεια, και τών ανθρώπων. Χαρακτηριστικότερη είναι η σημασιολογική εξέλιξη του ρ. χορτάζω «τρέφω, ταΐζω», με μειωτική σημ. «παραγεμίζω, μπουκώνω» και, τέλος, «τρέφω (ανθρώπους)», από όπου και η σημ. του νεοελλ. χορταίνω.
ΠΑΡ. χορτάρι(ον), χόρτινος, χορτώδης
αρχ.
χορτάζω, χορταίος, χορτικός, χορτίον
νεοελλ.
χορταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χορτοβολών(ας), χορτοκόπος, χορτολόγος, χορτομανώ, χορτονομή, χορτοπώλης, χορτοφάγος
αρχ.
χορτηγός, χορτοθήκη, χορτοσπορώ, χορτοτόμος, χορτοφυλαξ
αρχ.-μσν.
χορτοπράτης, χορτόστρωμα, χορτοφόρος, χορτοχώριον
μσν.
χορταγωγία, χορτογενής
νεοελλ.
χορταποθήκη, χορτοβριθής, χορτοθεριστικός, χορτοκαλυβα, χορτόπιτα, χορτόπλεκτος, χορτόσουπα, χορτόφυτος].

Greek Monotonic

χόρτος: ὁ,
I. 1. κλειστό μέρος, τόπος περιφραγμένος τόπος βοσκής, αὐλῆς ἐν χόρτοισι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, κάθε τόπος όπου εκτρέφονται ζώα, σε πληθ., χόρτοι λέοντος, σε Πίνδ.· χόρτος εὔδενδροι, σε Ευρ.
II. τροφή, σανός, ζωοτροφή, ιδίως, λέγεται για βοοειδή, σε Ησίοδ. κ.λπ.· χορτάρι, σε Καινή Διαθήκη· χόρτος κοῦφος, άχυρο, σε Ξεν.· αντίθ. προς το σῖτος (τροφή για τον άνθρωπο), σε Ηρόδ., Ξεν.· φαγητό, γενικά, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

χόρτος, ὁ,
I. an inclosed place, a feeding-place, αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il.
2. generally, any feeding-ground, in plural χόρτοι λέοντος Pind.; χόρτοι εὔδενδροι Eur.
II. food, fodder, provender, esp. for cattle, Hes., etc.; grass, NTest.; χόρτος κοῦφος hay, Xen.: opp. to σῖτος (food for man), Hdt., Xen.: food generally, Eur., Anth.

Frisk Etymology German

χόρτος: {khórtos}
Grammar: m.
Meaning: Gehege, Hof (Α 774, Ω 640; vgl. χόρτον οὐρανοῦ· τὸ περιόρισμα H.), Weideplatz (Pi., E. in lyr.), meist Weide, Futter, Gras, Heu (ion. att. seit Hes.).
Composita: Sehr oft als Vorderglied (hell. u. sp.), z.B. χορτοφόρος Gras tragend, Futter transportierend; auch als Vorderglied, z.B. σύγχορτος (χθών, πεδία u.a.) deren χόρτοι nebeneinander liegen, angrenzend (A., E.).
Derivative: Davon 1. Demin. χορτίον n. kleines Gehege (Erinn.), -άρια n. pl. ‘kleines (grobes) Gras' (Dsk.). 2. Adj. -αῖος = μαλλωτός, zottig, eig. zum Hof gehörig, ländlich, bäuerlich (Ar.Fr. 707a, D.H., Ael.), -αία γῆ Weideland (Pap.IVp); -ικός Heu betreffend (hell. u. sp. Pap., Ptol.), -ώδης ‘grasähnlich, -reich’ (LXX, Dsk. u.a.). 3. Verb -άζω (ἀπο-, ἐπι- Sosith. 2, 13) füttern, sättigen, mästen (seit Hes.) mit -ασία f. das Füttern, Mästen (LXX, sp. Pap.), -ασμός m. ib. (Anaxandr. u.a.), -άσματα n. pl. (-ασμα sg.) Futter, Nahrung (Plb., LXX, D. H., Act. Ap. u.a.), -αστικώτερα mehr fütternd H. s. καπανικώτερα.
Etymology: Zu χόρτος stimmt lautlich, von Haus aus auch begrifflich, ein italisches Wort, lat. hortus Garten, alat. auch = villa, Landgut, osk. húrz, Akk. húrtúm lucus, Hain mit urspr. Beziehung auf die Einzäunung. Hinzu kommen mehrere kelt. Wörter, z.B. kymr. garth Pferch, Hürde, Gehege, air. gort seges (vgl. χόρτος Gras, Heu), lub-gort Garten. Neben diesen auf idg. *ghorto- zurückgehenden Wörtern steht eine große germ. Gruppe, für die außer idg. *ghor--, -- auch, u. zw. als die wahrscheinlichere Alternative, idg. *ghordh- in Betracht kommt, z.B. got. gards m. οἶκος, οἰκία, αὐλή, Haus, Hof, aurti-gardsκῆπος, Garten’, awno. garðr Zaun, Umzäunung, Hof. Daran schließen sich aus anderen Sprachen mehrere Wörter, die eindeutig auf *ghordh- zurückweisen: slav., z.B. aksl. gradъπόλις, κῆπος’, russ. górod Stadt, lit. gar̃das Pferch, Hürde, alb. garth, -dhi Hecke, Zaun; mit Tiefstufe noch aind. gr̥há- m. Haus. Lautlich mehrdeutig ist toch. B kerciye Palast, ebenso die aus Kleinasien und dem östlichen Mittelmeergebiet stammenden heth. gurtaš Burg, phryg. ON Mane-gordum, Γόρδος, -ιον, kret. ON Γόρτυς, für die auch mit Entlehnung aus einer vorgr. -idg. ("pelasgische") Sprachschicht zu rechnen ist; s. Heubeck Praegraeca 58ff. m. reicher Lit. — Idg. *ghorto- wird allgemein als to-Ableitung (vgl. φόρτος, κοῖτος u.a.) eines Verbs für greifen, fassen in aind. hárati bringen, tragen (aber osk. heriiad velit, nicht capiat, [.]erríns in [f]errins ferrent, acciperent zu ergänzen) betrachtet; wegen der unrichtigen Einbeziehung des Wortes für Hand (s. χείρ) wurde ein palatales ĝh- angesetzt. Da sich aber das durchgehende h- in hárati u. Verw., wenn überhaupt mit χόρτος usw. zu verbinden, als analogische Ausgleichung erklären läßt, kommt man für sämtliche oben genannte Wörter mit velarem gh- aus. Ein anlautender Palatal ist indessen in einigen begrifflich nahestehenden baltischslavischen Wörtern zu belegen: lit. žárdas Gestell zum Trocknen, žar̃dis Roßgarten, großer Weideplatz, preuß. sardis Zaun, russ. zoród Schober, eingehegter Platz usw.; dazu noch phryg. Mane-zordum (neben -gordum oben). — Weitere Formen m. reicher Lit. zum ganzen Problem bei WP. 1, 603 f. und 608 f., Pok. 442 f. u. 444 und in den betreffenden Spezialwörterbüchern.
Page 2,1113-1114

Chinese

原文音譯:cÒrtoj 何而拖士
詞類次數:名詞(15)
原文字根:飼料
字義溯源:場*,花園,草地,草上的,秣,草料,草,苗,發苗。比較: (βοτάνη)=牧草
同源字:1) (χορτάζω)餵飽 2) (χόρτασμα)糧草 3) (χόρτος)場,草
出現次數:總共(15);太(3);可(2);路(1);約(1);林前(1);雅(2);彼前(3);啓(2)
譯字彙編
1) 草(9) 太6:30; 路12:28; 約6:10; 林前3:12; 雅1:11; 彼前1:24; 彼前1:24; 啓8:7; 啓9:4;
2) 草上的(2) 雅1:10; 彼前1:24;
3) 草地(2) 太14:19; 可6:39;
4) 苖(1) 太13:26;
5) 發苖(1) 可4:28

English (Woodhouse)

fodder, forage

Mantoulidis Etymological

(=περίβολος, χορτάρι). Συγγενικό μέ τό χορός (λατιν. hortus). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορτάζω (=ταΐζω), χορταῖος, χορτασία, χόρτασμα, χορτασμός, χορταστικός.

Léxico de magia

hierba como lugar donde actuar πράσσε δὲ νυκτὸς ἐν τόπῳ, ὅπου χ. φύει realiza la práctica por la noche, en un lugar donde crezca la hierba P IV 3090 ref. a una planta concreta λαβὼν ... ἀλεύρου καὶ κυνοκεφαλίου τοῦ χόρτου toma harina de trigo y hierba de boca de dragón P V 372

Translations

grass

Abenaki: mskiko; Abkhaz: аҳәа; Adyghe: уцы, уц; Afar: qayso; Afrikaans: gras; Aghwan: 𐕒; Aguaruna: dupa; Ahtna: tłʼogh; Akhvakh: жоми; Akkadian: 𒌑𒇷𒀀𒊬; Albanian: bar; Aleut: qiigax̂; Amharic: ሣር; Andi: кӏвордо; Arabic: حَشِيش‎, عُشْب‎; Egyptian Arabic: نجيلة‎; Hijazi Arabic: حشيش‎, عشب‎; Juba Arabic: gesh; Moroccan Arabic: ربيع‎; Aragonese: hierba, yerba; Araki: juvu; Aramaic Classical Syriac: ܥܡܝܪܐ‎; Archi: гьоти; Armenian: խոտ; Aromanian: earbã, iarbã; Assamese: ঘাঁহ; Asturian: yerba; Avar: хер; Azerbaijani: ot; Bashkir: үлән; Basque: belar; Bavarian: gròs, groos; Beaver: tl'uge; Belarusian: трава; Bengali: ঘাস, তৃণ; Bikol Central Bikol Legazpi: awot; Bikol Naga: duot; Biao: jɔk¹⁰; Bobongko: bombang; Bouyei: nyal; Breton: geot, geotenn, gwelt; Bulgarian: трева; Burmese: မြက်; Burun: luum; Cahuilla: samat; Carolinian: fitil; Carrier: tl'o; Catalan: herba; Catawba: sarak; Cebuano: balili; Central Atlas Tamazight: ⵜⵓⴳⴰ; Central Melanau: sek, ruput; Chakma: 𑄊𑄌𑄴; Chamicuro: c̈homajshi; Chechen: буц; Cheke Holo: ḡreʼi; Cherokee: ᎧᏁᏍᎦ; Chichewa: udzu; Chinese Cantonese: 草; Dungan: цо; Hakka: 草; Mandarin: 草, 青草, 雜草/杂草; Min Dong: 草; Min Nan: 草; Wu: 草; Chipewyan: tł'ok; Chukchi: въэй, въагԓыӈын; Chuukese: fetin; Chuvash: курӑк; Cimbrian: gras; Comanche: sunipʉ; Cornish: gwels; Corsican: erba, arba; Cree: ᒪᐢᑯᓯᕀ; Czech: tráva; Dalmatian: jarba; Danish: græs; Dargwa: кьар; Dolgan: от; Dongxiang: osun; Dupaningan Agta: ruot; Dutch: gras; Eastern Arrernte: name; Erzya: тикше; Esperanto: herbo, greso; Estonian: muru, rohi; Even: орат; Evenki: чука, орокто; Faroese: gras; Fiji Hindi: giraas; Finnish: heinä, ruoho; French: herbe; Friulian: jerbe; Gaam: lɛ́ɛ́l; Galibi Carib: itupu; Galician: herba, grama; Gamilaraay: garaarr; Ge'ez: ሣዕር; Georgian: ბალახი; German: Gras; Alemannic German: gras, chrud, weidu; Old High German: gras; Pennsylvania German: Graas; Gothic: 𐌲𐍂𐌰𐍃, 𐌷𐌰𐍅𐌹; Greek: χορτάρι; Ancient Greek: χόρτος, πόα, ποίη, ποία, πύας, χλόη, χλόα, χλοίη; Greenlandic: ivik, ivigaq; Guaraní: ka'a; Gujarati: ઘાસ; Haitian Creole: zèb; Hawaiian: mauʻu; Hebrew: דֶּשֶׁא‎, עֵשֶׂב‎; Heiltsuk: k̓ít̓ṃ; Hiligaynon: hilamon; Hindi: घास; Hittite: 𒌑𒂖𒆪; Hopi: tuusaqa; Hungarian: fű; Hunsrik: Graas; Icelandic: gras; Ido: gazono; Ilocano: rúot; Indonesian: rumput; Ineseño: ˀaxulapšan, cweq; Interlingua: herba; Iranun: rumput; Irish: féar; Old Irish: fér; Istriot: gièrba, yerba; Istro-Romanian: iorbe; Italian: erba, graminacea; Itelmen: °сысал; Japanese: 草, 雑草; Javanese: suket; Kabardian: удз; Kannada: ಪುಲ್, ಹುಲ್ಲು; Kapampangan: dikut; Karachay-Balkar: кырдык; Karo Batak: dukut; Kashubian: trôwa; Kaska: tlʼōge; Kazakh: шөп, от; Ket: даан; Khinalug: инк; Khmer: ស្មៅ; Koasati: pahí; Komi-Permyak: турун; Komi-Zyrian: турун; Konkani: ताण; Korean: 풀, 잡초(雜草); Koyraboro Senni: arkusuboŋkaara, subbu; Koyukon: kʼitsaanʼ; Kunigami: クサー; Kunza: ckautcha; Kurdish Central Kurdish: گِیا‎; Northern Kurdish: giya; Kyrgyz: чөп, шибер; Ladino: yerva; Lakota: peji, pȟeží; Lamba: ubwani; Lao: ຫຍ້າ; Latgalian: zuole; Latin: herba, gramen; Latvian: zāle; Lepcha: ᰎᰬ; Lezgi: хъач; Ligurian: èrba; Limburgish: graas; Limos Kalinga: bollat; Lindu: kawoko; Lingala: litíti; Lithuanian: žolė; Livonian: āina; Lombard: erba, èrba; Low German: Gras; Luhya: bunyasi; Luxembourgish: Gras; Lü: ᦊᦱᧉ; Maasai: ɛnkʉ́jɨ́tá; Macedonian: трева; Maguindanao: hutan; Malagasy: ahitra; Malay: rumput; Malayalam: പുല്ല്; Maltese: ħaxix; Manchu: ᠣᡵᡥᠣ, ᡶᠣᠶᠣ; Mansi: пум; Manx: faiyr; Maore Comorian: ɗavu; Maori: mauti, karaehe, karaihe; Maranao: otan; Marathi: गवत; Mari Eastern Mari: шудо; Western Mari: шуды; Mazanderani: واش‎; Megleno-Romanian: iárbă; Mi'kmaq: msigu; Mingrelian: ოდიარე; Miyako: フサ; Mon: ချဲ; Mongolian Cyrillic: өвс, ногоо; Montagnais: mashkushu; Montana Salish: skʷʔalulexʷ; Mòcheno: gros; Nahuatl Classical: xihuitl; Eastern Huasteca: xihuitl; Navajo: tłʼoh; Neapolitan: evera; Nepali: घाँस; Nganasan: нөтә; Northern Ndebele: utshani; Northern Sami: sitnu; Northern Thai: ᩉ᩠ᨿ᩶ᩣ; Norwegian Bokmål: gress, gras; Nynorsk: gras; Nottoway-Meherrin: oherag; Nǀuu: ǀhisi; Occitan: èrba; Ojibwe: mashkosiw; Okinawan: くさ; Old Church Slavonic Cyrillic: трава, трѣва; Old East Slavic: трава; Old Javanese: dukut; Omaha-Ponca: pézhe; Oriya: ଘାସ; Oromo: marga; Ossetian: кӕрдаг, нӕуу; Pa'o Karen: ထာအီး; Pali: tiṇa; Pana: kpá; Papiamentu: yerba; Pashto: واش‎, شنه‎; Persian: سبزه‎, علف‎, چمن‎, واش‎; Plains Miwok: cike; Plautdietsch: Grauss; Pohnpeian: dihpw; Polabian: ziľă; Polish: trawa; Portuguese: grama, relva; Punjabi: ਘਾਹ, گھاہ‎; Quapaw: mąhį́; Quechua: qora, q'achu; Rapa Nui: mouku; Romagnol: erba, érba; Romanian: iarbă; Romansch: erva, earva, erba, jarva; Russian: трава, мурава; Rusyn: трава; Rwanda-Rundi Kirundi: ivyātsi; Saho: cashsho; Saisiyat: hinbetel; Samoan: mutia; Sanskrit: तृण; Sardinian: erba; Saterland Frisian: Gäärs; Scots: gress, girse; Scottish Gaelic: feur; Serbo-Croatian Cyrillic: трава; Roman: tráva; Shan: ယိူဝ်ႈ; Shor: ӧлең; Sicilian: erva, erba, èriva, ierva, jerva; Sidamo: hayisso; Silesian: trŏwa; Sinhalese: තණ, තණකොළ; Slovak: tráva; Slovene: trava; Somali: caws; Sorbian Lower Sorbian: tšawa; Upper Sorbian: trawa; Sotho: jwang; Southern Altai: ӧлӧҥ, от; Spanish: pasto, hierba, grama; Sranan Tongo: grasi; Sundanese: jukut; Svan: ბალა̈ხ; Swahili: majani, nyasi; Swazi: tjani; Swedish: gräs; Sylheti: ꠊꠣ; Tabasaran: укӏ; Tagalog: damo; Tai Dam: ꪐ꫁ꪱ; Tajik: сабза; Tamil: புல்; Taos: łíne; Tatar: үлән, чирәм; Telugu: గడ్డి, తృణము, కసవు; Tetum: du'ut; Thai: หญ้า; Tibetan: རྩྭ; Tigrinya: ሳዕሪ; Tiwi: pitarika; Tlingit: chookán; Toba Batak: duhut; Tocharian A: āti; Tocharian B: atiyo; Tok Pisin: gras, garas; Tsonga: byanyi; Tsou: kukuzo; Tswana: tlhaga; Tundra Nenets: ӈум', ӈамдэ'; Tupinambá: ka'a; Turkish: ot, çimen, çim; Turkmen: ot; Tuvan: оът; Udi: о; Udmurt: турын; Ukrainian: трава, мурава, морі́г; Unami: skikw; Urdu: گھاس‎; Uyghur: چۆپ‎, ئوت‎; Uzbek: oʻt; Venetian: èrba; Vietnamese: cỏ; Vilamovian: gros; Volapük: yeb; Walloon: yebe, waide; Wappo: šíʔe; Waray-Waray: banwa; Wawa: òndī; Welsh: glaswellt, gwellt; West Coast Bajau: padang; West Flemish: ges; West Frisian: gers; White Hmong: nyom; Wolio: rumpu; Wolof: ñax; Yakut: от; Yami: tamek; Yiddish: גראָז‎; Yoruba: koríko; Yup'ik: canek; Yurok: ˀɹ·wɹh; Zazaki: vas, vhas; Zealandic: gos; Zhuang: nywj; Zulu: utshani; ǃXóõ: ǁkxʻâã