κέραμος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ὁ, rare pl. κέραμα, τά, PPetr.3P.327 (iii B.C.):—
A potter's earth, potter's clay, Pl.Ti.60d, Arist.Mete.384b19, etc.; κ. ὠμός, ὀπτώμενος, ib.380b8, 383a21. II anything made of this earth, as 1 earthen vessel, wine-jar, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469, cf. Hdt.3.96; in collective sense, pottery, Ar.Ach.902, Men.Sam.75, al.; κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου jars full of wine, Hdt.3.6, cf. 5.88, Alex.257.3, etc. b jar of other material, κ. ἀργυροῦς Ptol.Euerg.7J. 2 tile, Ar.V.1295 (of a tortoise's shell); collectively, tiling, τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις . . ξυντρίψομεν Id.Nu.1127, cf.Fr.349, Th. 2.4; Κορίνθιος κ. IG22.1668.58; Λακωνικός ib.463.69, 1672.188; roof, Pherecr.130.6, Herod.3.44, Gal.8.26, 9.824. 3 pottery (i.e.place of manufacture), ὁ κ. ὁ χυτρικός Tab.Defix.Praef.p.iib. III dungeon (said by Sch. to be Cyprian), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Il.5.387, cf. Thphr.Char.6.6 cod. M; pl., Nonn.D.16.162. (Possibly cogn. with Lat.cremo.)
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, Töpfererde, Töpferthon; Hom. ep. 14; Plat. Tim. 60 d; Ath. I, 28 c u. A. – Alles aus Töpfererde gemachte, Töpferwaaren, z. B. irdener Weinkrug, Il. 9, 469; κέραμος πλήρης οἴνου Her. 3, 6, öfter, übh. Flasche, Krug. – Dachziegel, καὶ τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις ξυντρίψομεν Ar. Nubb. 1111; λίθοις τε καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc. 2, 4, vgl. 4, 48; Sp., wie Hdn. 7, 13, 11; – das Dach, Antiphil. 12 Parmen. 8 (IX, 71. 114); übertr. auch von der Schildkröte, Ar. Vesp. 1295. – Auch das Gefängniß, der Kerker, χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο Il. 5, 387, nach Eustath. cyprisch.
Greek (Liddell-Scott)
κέρᾰμος: ὁ, χῶμα ἢ πηλὸς χρήσιμος τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. ὠμός, ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, οἷον, 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, στάμνος, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· ὡσαύτως περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε κεραμεύς, κεραμίς. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. εἱρκτή, φυλακή, (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία χρῆσις τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), ἴσως συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, κεράννυμι). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. terre de potier, argile;
II. tout objet fabriqué en terre cuite :
1 vase ; au sg. avec sens collect. vaisselle, poterie;
2 tuile, brique ; au sg. avec sens collect. poterie;
3 prison.
Étymologie: R. Κραμ, brûler ; cf. lat. cremo.
English (Autenrieth)
anything of earthen ware, pot or jar, such as are sometimes found half buried in the earth (see cut), Il. 3.469; in Il. 5.387, χαλκέῳ ἐν κεράμῳ, serving as a dungeon (cf. the pit into which Joseph was thrown by his brethren).
English (Strong)
probably from the base of κεράννυμι (through the idea of mixing clay and water); earthenware, i.e. a tile (by analogy, a thin roof or awning): tiling.
English (Thayer)
κεράμου, ὁ (κεράννυμι);
1. clay, potter's earth.
2. anything made of clay, earthen ware.
3. specifically, a (roofing) tile (Thucydides, Athen., Hdian, others); the roof itself (Aristophanes from 129d.): so διά τῶν κεράμων, through the roof, i. e. through the door in the roof to which a ladder or stairway led up from the street (accordingly the rabbis distinguish two ways of entering a house, 'the way through the door' and 'the way through the roof' (Lightfoot Horae Hebrew, p. 601); cf. Winer s RWB, under the word Dach; Keim, ii., p. 176f (English translation 3:215; Edersheim, Jesus the Messiah, i., 501 f; Jewish Social Life, p. 93ff)), ἀποστεγάζω), evidently led into error by misapprehending the words of Luke. (But, to say nothing of the improbability of assuming Mark's narrative to be dependent on Luke's, the alleged discrepance disappears if Luke's language is taken literally, through the tiles (see διά, A. I:1); he says nothing of the door in the roof. On the various views that have been taken of the details of the occurrence, see B. D. (especially American edition) under the word Smith's Bible Dictionary, House; Dr. James Morison, Commentary on Mark , at the passage cited.)
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ κέραμος, ὁ, Μ και κέραμος, ἡ, Α σπάν. πληθ. και κέραμα, τὰ)
1. κάθε αντικείμενο που κατασκευάζεται από κεραμίτιδα γη, πήλινο αγγείο, σταμνί, κομψοτέχνημα κ.λπ. («ἐς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει, πλήσας δὲ τὸ ἄγγος περιαιρέει τὸν κέραμον», Ηρόδ.)
2. κεραμίδι («ἀναβάντες δὲ ἐπὶ τὸ τέγος και διελόντες τὴν ὀροφήν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ», Θουκ.)
αρχ.
1. η κατεργασμένη κεραμίτις γη, το δουλεμένο κεραμιδόχωμα («κέραμος ὀπτώμενος», Αριστοτ.)
2. (με περιληπτική σημασία) τα πήλινα αντικείμενα που παράγονταν ή βρίσκονταν σε έναν τόπο («καὶ ἐπαινεῑται ὄντως ὁ ἀττικὸς κέραμος», Αθήν.)
3. το κρασί που αποθηκευόταν σε πήλινο δοχείο («ἀφύας ἄρ' ἄξεις πριάμενος φαλητικάς ἢ κέραμον», Αριστοφ.)
4. αγγείο κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό («κέραμος ἀργυροῡς», Πτολ.).
5. το σύνολο τών κεραμιδιών στέγης
6. η στέγη
7. εργαστήριο κατασκευής πήλινων αντικειμένων
8. δεσμωτήριο, φυλακή («χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κεράννυμι, κερά-σαι προσφέρεται φωνολογικά αλλά δεν ταιριάζει σημασιολογικά. Η σύνδεση με το λατ. cremare, αντιθέτως, προσφέρεται περισσότερο σημασιολογικά, παρουσιάζει όμως φωνολογικά προβλήματα. Έχει προταθεί και η σύνδεση με λιθουαν. karštas «πυρωμένος, καυτός», γοτθ. hauri «κάρβουνο», αρχ. άνω γερμ. herd «εστία», ίσως και αρχ. ινδ. kūdayati «καμένος», οπότε μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker (ә)- «καίω, πυρώνω, θερμαίνω». Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση της λ..
ΠΑΡ. κεραμέας (εύς), κεραμεικός, κεράμειος, κεραμεύω, κεραμικός, κεράμινος, κεραμίς, κεραμίτης, κεραμίτις, κεραμώνι, κεραμώνω (-αμώ)
αρχ.
κεραμαίος, κεραμεούς, κεράμιος, κεραμύλλιον
αρχ.-μσν.
κεράμεος
μσν.
κεραμιαίος
νεοελλ.
κεραμένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεραμοπλαστικός, κεραμοποιός, κεραμοπώλης, κεραμουργός
αρχ.
κεραμοπλάστης, κεραμοπωλώ
μσν.
κεραμοτήξ
νεοελλ.
κεραμογραφία, κεραμοκάμινος, κεραμοκρύσταλλο, κεραμοποιείο, κεραμοποιία, κεραμοτυπία, κεραμουργείο, κεραμουργία, κεραμουργικός. (Β' συνθετικό) αρχ. ρυπαροκέραμος, ρυποκέραμος, υποκέραμος, ψιλοκέραμος
νεοελλ.
ακροκέραμος, ορθοκέραμος].
Greek Monotonic
κέρᾰμος: ὁ,
I. ύλη κεραμέα, πηλός κεραμέα, σε Πλάτ.
II. οτιδήποτε φτιαγμένο από χώμα, όπως·
1. πήλινο αγγείο, κανάτα για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, κανάτες γεμάτες κρασί, σε Ηρόδ.
2. κεραμίδι και με περιληπτική σημασία, κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.
III. ειρκτή, φυλακή, που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.