ἡσυχία
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
Ion. -ιη, Dor. ἁσ-(?), ἡ,
A rest, quiet, Od.18.22, etc.; personified in Pi.P.8.1, Ar. Av.1321 (lyr.); ἁ. φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48: c. gen. obj., ἡ. τῆς πολιορκίης rest from . ., Hdt.6.135; τῆς ἡδονῆς Pl.R.583e; τοῦ λυπεῖσθαι ibid; περί τι ib.c; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. D.5.25: in pl., αἱ ἡ. σήπουσι Pl. Tht.153c. 2 silence, stillness, E.Alc.77 (anap.); esp. of the Pythagoreans, Luc.Vit.Auct.3. 3 with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι keep quiet, Hdt.1.206; ἐν τῇ ἡσυχία, opp. ἐν τῷ πολέμῳ, Th.3.12; ἐν ἡ. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.5.92.γ ; ἐν ἡ. ἔχειν σφέας αὐτούς ib.93; ἐν ἡ. διατριβειν Hdn.2.5.2; ἐφ' ἡσυχίας Ar.V.1517; μένειν ἐπὶ ἡσυχία Hdn.1.13.2; κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.1.9, cf. 7.208, D.8.12; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Ar.Lys.1224, Th. 3.48, etc.; opp. διὰ σπουδῆς, X.HG6.2.28; μετὰ . . ἡσυχίας quietly, E. Hipp.205 (anap.). 4 with Verbs, a ἡσυχίαν ἄγειν keep quiet, be at peace or at rest, Hdt.1.66, Pl.Ap.38a, Isoc.6.2, D.4.1, etc.; περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ. ἦγον, ὑπὲρ δέ . . Isoc.10.49; κινήσεων from movements, Pl.Ti.89e; keep silent, Hdt.5.92, E.Andr.143 (lyr.), Ar. Ra.321: pl., τὰς ἡ. ἄγειν or ἔχειν, Ath.3.114a, 11.493f. b ἡσυχίαν ἔχειν, = ἡ. ἄγειν, but generally implying less continuance, Hdt.2.45, 7.150, X.Cyr.1.4.18, HG3.2.27; ἡ. ἔχειν πρός τινα Lys.28.7; keep silent, τὰ δεινὰ ἡ. ἑκτέον about them, D.58.60. II solitude, a sequestered place, h.Merc.356, X.Mem.2.1.21.
German (Pape)
[Seite 1178] ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ συμπόσιον Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας βίοτος Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Ggstz von κίνησις, Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. πολυπραγμοσύνη, Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Ggstz von κινεῖσθαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; πρός τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; ὑπέρ τινος, im Ggstz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ ἀφωνία vrbdt; καὶ σιωπή, Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποθ' ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων; τί σεσίγηται δόμος; ἐξελθὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καθ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Ggstz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ γενέσθαι, Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχία: Ἰων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ, ἀκινησία, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κίνησις, θόρυβος, κόπος, κτλ., Ὀδ. Σ. 22· προσωποπ., φιλόφρον Ἁσυχία, Δίκας... θύγατερ Πίνδ. Π. 8. 1, ἀγανόφρων Ἡσυχία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1321· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.: - μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἡσ. τῆς πολιορκίης..., ἀνάπαυσις ἀπὸ..., Ἡρόδ. 6. 135· τῆς ἡδονῆς Πλάτ. Πολ. 583Ε· τοῦ λυπεῖσθαι αὐτόθι C· ἡ ἀπὸ τῆς ειρήνης ἡσ., ἡ ἀκολουθοῦσα τὴν εἰρήνην ἀνάπαυσις, Δημ. 63. 10· κατὰ πληθ., Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) σιωπή, ἠρεμία, ἀκινησία, Εὐρ. Ἀλκ. 77. 3) μετὰ προθέσ., δι’ ἡσυχίης εἰμί, εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἡρόδ. 1. 206· - ἐν ἡσυχίᾳ, ἀντίθ. ἐν πολέμῳ, Θουκ. 3. 12· ἐν ἡσ. ἔχειν τι, οὐδὲν λέγειν, σιωπᾶν περί τινος, Ἡρόδ. 5. 92, 3· ἐν ἡσ. ἔχειν ἑαυτὸν αὐτόθι 93· ἐν ἡσ. διατρίβειν Ἡρῳδιαν. 2. 5· - ἐφ’ ἡσυχίας Ἀριστοφ. Σφ. 1517· μένειν ἐφ’ ἡσυχίᾳ Ἡρῳδιαν.· - κατ’ ἡσυχίην πολλὴν Ἡρόδ. 1. 9., 7. 208, Δημ.· καθ’ ἡσυχίαν, ἐν ἀναπαύσει, Ἀριστοφ. Λυσ. 1224, Θουκ. 3. 48, κτλ.· ἀντίθ. διὰ σπουδῆς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· - μεθ’ ἡσυχίας, ἡσύχως, Εὐρ. Ἱππ. 205. 4) μετὰ ῥημάτων, α) ἡσυχίαν ἄγω, ἔχω ἡσυχίαν, ἡσυχάζω, εἶμαι ἐν εἰρήνῃ, Ἡρόδ. 1. 66., 7. 150. Πλάτ., κτλ.· πρός τινα, ἐν σχέσει πρός τινα, Λυσ. 180. 11· ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἰσοκρ. 217D· κινήσεων, ἀπὸ κινήσ., Πλάτ. Τιμ. 89Ε· - ὡσαύτως, σιγῶ, σιωπῶ, Ἡρόδ. 5. 92, Εὐρ. Ἀνδρ. 143, Ἀριστοφ. Βατρ. 321· - σπανίως, τὴν ἡσυχίαν ἄγειν Ellendt Ἀρρ. 1. 14, 8. β) ἡσ. ἔχειν = ἡσ. ἄγειν Ἡρόδ. 2. 45., 7. 150, Ἀττ.· διαμένω ἥσυχος, Ξεν. Ἐλλ. 3. 2, 13· ἡσ. ἔχειν πρός τινα Λυσ. 180. 10· ἐξακολουθῶ σιωπῶν, Ἰσοκρ. 116Α. ΙΙ. ἐρημία, τόπος ἐρημικός, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 356, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. 1 tranquillité, calme, repos : μεθ’ ἡσυχίας EUR, καθ’ ἡσυχίαν XÉN tranquillement, en repos, en paix ; ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν HDT être en repos, se tenir en repos, vivre tranquille;
2 tranquillité, paix : ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχία DÉM le calme, conséquence de la paix ; ἐν ἡσυχίᾳ THC en état de paix;
3 loisir : καθ’ ἡσυχίαν THC à loisir ; καθ’ ἡσυχίην πολλήν HDT tout à fait à son aise;
4 placidité, lenteur, douceur;
5 silence : ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἔχειν ISOCR garder le silence ; ἐν ἡσυχίῃ ἔχειν τι HDT tenir une chose secrète;
6 solitude, retraite solitaire;
II. action de faire cesser : ἡσυχία πολιορκίας HDT levée d’un siège.
Étymologie: ἥσυχος.
English (Slater)
ἡςῠχία (-ία, -ίας, -ίαν, -ία: ἁσυχ- scripsit passim Boeckh: v. Forssman, 48ff.)
1 peace, quiet καὶ πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (sc. Ψαύμιδα) (O. 4.16) δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν (P. 1.70) ἡσυχίᾳ θιγέμεν, μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.296) esp., rest from toil: ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (sc. Ἡρακλέα) (N. 1.70) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) pro pers., φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.1) ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. frag. ἡ]συχίαν Κέῳ[ (Pae. 4.7)
English (Strong)
feminine of ἡσύχιος; (as noun) stillness, i.e. desistance from bustle or language: quietness, silence.
English (Thayer)
ἡσυχίας, ἡ (from the adjective ἡσύχιος, which see; the feminine expresses the general notion (Winer s Grammar, 95 (90)), cf. αἰτία, ἀρετή, ἔχθρα, etc.) (from Homer down);
1. quietness: descriptive of the life of one who stays at home doing his own work, and does not officiously meddle with the affairs of others, silence: 1 Timothy 2:11 f
Greek Monolingual
η (AM ἡσυχία) ήσυχος
1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («της νύχτας η ησυχία»)
2. η κατάσταση του αναπαυομενου, του αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν τελειώσω τη δουλειά αυτή, θα βρω ησυχία»)
3. τόπος ερημικός, ήσυχος, ερημιά
νεοελλ.
1. φρ. «με την ησυχία σου»
α) χωρίς να πολυστενοχωρηθείς
β) χωρίς να βιάζεσαι
2. «ησυχία» — παράγγελμα προς αυτούς που θορυβούν για να σταματήσουν κάθε θόρυβο
αρχ.
1. (με γεν. αντικ.) διακοπή, ανάπαυση από κάτι («ἡσυχίη τῆς πολιορκίας», Ηρόδ.)
2. ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη
3. φρ. «ἡσυχίαν ἄγω» ή «ἡσυχίαν ἔχω»
α) αδρανώ
β) αναπαύομαι
γ) σιωπώ
4. (φρ. με πρόθ.) α) «δι' ἡσυχίας εἰμί» — είμαι ήσυχος, ησυχάζω
β) «ἐν ἡσυχίᾳ εἰμί» — βρίσκομαι σε ειρήνη
γ) «ἐν ἡσυχίᾳ ἔχω τι» — δεν λέω τίποτε, σιωπώ για κάτι
δ) «ἐν ἡσυχίᾳ διατρίβω» — παραμένω ήσυχος
ε) «καθ' ἡσυχίαν» — σε ανάπαυση, αντίθ. του «διά σπουδῆς» — στ. «μεθ' ἡσυχίας» — ήσυχα.
Greek Monotonic
ἡσῠχία: Ιων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ,
I. 1. αταραξία, στατικότητα, ηρεμία, ξεκούραση, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ξεκουράζομαι από κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. με πρόθεση, δι' ἡσυχίης εἶναι, είμαι ήσυχος, ησυχάζω, σε Ηρόδ.· ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι, κρατώ κάτι κρυφό, σιωπώ, δεν μιλώ γι' αυτό, στον ίδ.· ἐφ' ἡσυχίας, σε Αριστοφ.· κατ' ἡσυχίην πολλήν, σε Ηρόδ.· καθ' ἡσυχίαν, σε ανάπαυση, σε Θουκ.· μεθ' ἡσυχίας, ήσυχα, σιγανά, σιωπηλά, σε Ευρ.
3. με ρήματα· ἡσυχίαν ἄγειν, είμαι ήρεμος, ησυχάζω, ηρεμώ, είμαι γαλήνιος, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, ἡσυχίαν ἔχειν, σε Ηρόδ., Αττ.
II. τόπος απομόνωσης, τόπος ερημικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡσῠχία: ион. ἡσυχίη, дор. ἁσυχία (ᾱς) ἡ
1) спокойствие, покой (τῆς Ἡσυχίας ἐυάμερον πρόσωπον Arph.): μεθ᾽ ἡσυχίας Eur., ἐφ᾽ ἡσυχιας Arph., καθ᾽ ἡσυχίαν Xen., Arst. спокойно, тихо, мирно; ἡσυχίαν ἄγειν, δι᾽ ἡσυχίης εἶναι и ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν Her. оставаться спокойным, ничего не предпринимать; κατ᾽ ἡσυχίην πολλήν Her. совершенно спокойно; ἡσυχίαν πρός τινα ἔχειν Lys. не беспокоить (оставить в покое) кого-л.; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. Dem. спокойствие, которое дает мир;
2) отдых, отдохновение, освобождение, прекращение (ἡ. τῆς πολιορκίης Her.): τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγειν Plat. перестать двигаться;
3) тишина, молчание: τί ποθ᾽ ἡ. πρόθεν μελάθρων; Eur. что за безмолвие перед домом (Адмета)?; ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι Her. хранить молчание о чем-л.;
4) мир, мирное время: οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν Thuc. они (афиняне) хорошо относились к нам во время войны, а мы поступали так же в отношении их в мирное время;
5) безлюдное место, уединение (εἰς ἡσυχίαν ἐξελθεῖν Xen.).
Middle Liddell
ἁσυχία, ἡ,
I. stillness, rest, quiet, Od., Hdt., attic:—c. gen. rest from a thing, Hdt., Plat.
2. with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι to keep quiet, Hdt.:— ἐν ἡς. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.:— ἐφ' ἡσυχίας Ar.:— κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Thuc.:— μεθ' ἡσυχίας quietly, Eur.
3. with Verbs, ἡσυχίαν ἄγειν to keep quiet, be at rest, keep silent, Hdt., attic:—so ἡσυχίαν ἔχειν Hdt., attic
II. solitude, a sequestered place, Hhymn., Xen.