λοιπός

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιπός Medium diacritics: λοιπός Low diacritics: λοιπός Capitals: ΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: loipós Transliteration B: loipos Transliteration C: loipos Beta Code: loipo/s

English (LSJ)

ή, όν, (λείπω)

   A remaining over, not in Hom., freq.from Pi. and Hdt. downwards; λ. βίοτος Pi.O.1.97; λ.εὐχαί ib.4.15; λ.γένος ib.2.15; also λοιποί descendants, Id.I.4(3).39: in Prose the Art. is commonly added, and ὁ λ. either agrees with the Noun or takes a dependent genitive, αἱ λ. τῶν νεῶν Th.7.72; τὴν λοιπὴν (sc. ὁδὸν) πορευσόμεθα X.An.3.4.46; τὸ λ. τῆς ἡμέρας ib.16, etc.    2 λοιπόν [ἐστι] c. inf., it remains to show, etc., ἀποδεικνύναι, διελέσθαι, etc., Id.Smp.4.1, Pl.R.466d, etc.: also c. Art., τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστι σκέψασθαι, πότερον what remains for us is to... ib.444e; διανομὴ τοίνυν τὸ λ. σοι ib.535a: without inf., ὃ δὲ λ. quod superest, A.Ag.1571 (lyr.); ὅ τι λ. πόνων Id.Pr.684; τὸ εὐπρεπείας πέρι . . λοιπόν Pl.Phdr.274b.    3 freq. of Time, ὁ λ. χρόνος the future, Pi.N.7.67; πρὸς τὸν λοιπὸν τοῦ χρόνου D.15.16; τὸν λ. χρόνον for the future, S.Ph.84; τοῦ λ. χρόνου Id.El.817; εἰς τὸν λ. χρόνον Pl.Ep.358b; ἐκ τοῦ λ. χρόνου D.59.46: so without Subst. in neut., τὸ λ. henceforward, hereafter, Pi.P.5.118, A.Eu.1031, S.OT795, etc.; τὸ λ. εἰς ἅπαντα . . χρόνον A.Eu.763; τὰ λ. Id.Th.66, S.El.1226, Th.8.21; ἐς τὸ λ. A.Pers.526, Eu.708, cf. Inscr.Prien.64 (ii B. C.); also τοῦ λ. Hdt.1.189, Ar.Pax1084; ἐκ τοῦ λ. X. HG3.4.9; ἐκ τῶν λ. Pl.Lg.709e, Ep.316d; καθεύδετε τὸ λ. sleep now . ., Ev.Matt.26.45, Ev.Marc.14.41; ἑσπέρα δὲ ἦν λ. καὶ . . it was now evening, Jul.Or.1.24c.    4 τὸ λ. and τὰ λ. the rest, A.Pr.476, 697, 699. etc.; καὶ τὰ λ., = 'etc.', Aristeas 190, Plu.2.1084c, etc.; also λοιπόν without the Art., as Adv., for the rest, further, and so freq., = ἤδη, already, λ. δή Pl.Prt.321c; αἰσχρὸν δὴ τὸ λ. γίγνεται Id.Grg. 458d.    5 λοιπόν, Adv. then, well then, Plb.1.15.11, al., Dsc.2.83, Arr.Epict.1.24.1; οὐδεμία λ. ἀμφισβήτησίς ἐστιν BGU969.19 (ii A. D.).    b finally, λ., ἀδελφοί, χαίρετε 2 Ep.Cor.13.11.

Greek (Liddell-Scott)

λοιπός: -ή, -όν, (λείπω, λέλοιπα), ὁ ὑπολειπόμενος, ὑπόλοιπος, Λατ. reliquus, μεθ’ Ὅμ., ἀλλὰ λίαν συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ Ἡροδ. καὶ ἐφεξῆς· λ. βίοτος Πινδ. Ο. 1. 157· λ. εὐχαὶ αὐτόθι 4. 22· λ. γένος ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 29· ὡσαύτως λοιποί, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4 (3), 67· - ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως μετὰ τοῦ ἄρθρου, καὶ ἢ συμφωνεῖ μετὰ τοῦ προσδιοριζομένου ουσιαστ., ἢ τὸ οὐσ. ἐκφέρεται κατὰ γενικὴν ἐξαρτωμένην ἐξ αὐτοῦ, αἱ λ. τῶν νεῶν Θουκ. 7. 72· τὴν λοιπὴν (ἐξυπ. ὁδὸν) πορεύεσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 4. 46· ἤ, τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας αὐτόθι 16, κτλ. 2) λοιπόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ. = ὑπολείπεται νά... κτλ., ἀποδεικνύναι, διελέσθαι κτλ., Ξεν. Συμπ. 4, 1, Πλάτ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστι σκέψασθαι, πότερον, ὅ,τι μᾶς ὑπολείπεται ἤδη εἶναι νά..., Πλάτ. Πολ. 444Ε· τὸ ἀπαρ. ἔσθ’ ὅτε παραλείπεται, ὃ δὲ λοιπόν, quod superest, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1571· ὅ,τι λ. πόνων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 684· τὸ εὐπρεπείας πέρι (ἐξυπ. λέγειν)... λοιπὸν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 274Β· ὡσαύτως, διανομὴ τοίνυν τὸ λ. σοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 535Α. 3) συχνάκις ἐπὶ χρόνου, ὁ λ. χρόνος, τὸ μέλλον, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· πρὸς τὸν λοιπὸν τοῦ χρόνου Δημ. 195. 6· τὸν λ. χρόνον, διὰ τὸ μέλλον, Σοφ. Φιλ. 84· τοῦ λ. χρόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 817· εἰς τὸν λ. χρόνον Πλάτ. Ἐπ. 358Β· ἐκ τοῦ λ. χρόνου Δημ. 1360. 23· - οὕτως ἄνευ οὐσιαστ. κατ’ οὐδ., τὸ λοιπόν, τοῦ λοιποῦ, εἰς τὸ ἑξῆς, Πινδ. Π. 5. 159, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031, Σοφ. Ο. Τ. 795, κτλ.· τὸ λ. εἰς ἅπαντα... χρόνον Αἰσχύλ. Εὐμ 763· τὰ λοιπά ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 66, Σοφ. Ἠλ. 1226· ἐς τὸ λ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 526, Εὐμ. 708· ὡσαύτως, τοῦ λοιποῦ Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1084· ἐκ τοῦ λ. Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 9· ἐκ τῶν λ. Πλάτ. Νόμ. 709Ε. 4) τὸ λοιπὸν καὶ τὰ λοιπά, τὸ ὑπόλοιπον, Αἰσχύλ. Πρ. 476, 697, 699, κτλ.· ὡσαύτως λοιπόν, Λατ. ceterum, καῖ οὕτω συχνάκις = ἤδη, Πλάτ. Πρωτ. 321Β· λοιπὸν δὴ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 458D· - τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. λοιπῶς εἶναι ἄχρηστον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 restant, qui reste : ἡ λοιπὴ ὁδός XÉN le reste de la route ; αἱ λοιπαὶ τῶν νέων THC le reste des navires ; τὸ λοιπόν ou τὰ λοιπά ATT le reste ; λοιπόν ἐστι ou simpl. λοιπόν avec l’inf. il reste (à montrer, à dire, etc.) ; λοιπὸν οὖν ἐστιν οὐδὲν ἄλλο πλήν avec l’inf. ISOCR il ne reste donc qu’à… ; τί λοιπὸν ἔσται ἤν ; ISOCR que restera-t-il (à dire) si ? abs. ὃ δὲ λοιπόν ESCHL ce qui reste;
2 avec idée de temps ὁ λοιπὸς χρόνος ATT l’avenir ; τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας XÉN le reste du jour ; adv. • τοῦ λοιποῦ χρόνου SOPH, ἐκ τοῦ λοιποῦ XÉN, τὸν λοιπὸν χρόνον SOPH à l’avenir, désormais, dorénavant.
Étymologie: R. Λιπ, cf. λείπω.

English (Slater)

λοιπός (-ός, -ῷ, -όν, -οῖς; -όν nom., acc.)
   1 future, yet to be. λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον (O. 1.97) ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.15) θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς (O. 4.13) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (i. e. ὄλβον εἰς τὸ λοιπόν) (P. 4.141) ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι (N. 7.67) ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5. pro subs., Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (τοῖς μετὰ ταῦτα. Σ.) (I. 4.39) n. s. pro adv., in, for the future, ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτάν (P. 1.37) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο (P. 4.256) c. art., τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν (P. 5.118) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.45)

English (Thayer)

λοιπή, λοιπόν (λείπω, λέλοιπα) (from Pindar and Herodotus down), the Sept. for יֶתֶר, נותָר, שְׁאָר, left; plural the remaining, the rest: with substantives, as οἱ λοιποί ἀπόστολοι, the rest of any number or class under consideration: simply, οἱ λοιποί οἱ etc., οἱ λοιποί πάντες, πᾶσι τοῖς λόγοις οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, τοῦ σπέρματος, τῶν νεκρῶν, the rest, who are not of the specified class or number: τά λοιπά, the rest, the things that remain: τό λοιπόν what remains (Latin quod supcrest), i. e.
a. hereafter, for the future, henceforth (often so in Greek writings from Pindar down): R T WH (but τό in brackets); WH omits; Tr brackets τό); G L Tr (WH (but see above)); Herm. ad Vig., p. 706. τοῦ λοιποῦ, henceforth, in the future, L T Tr WH; Herodotus 2,109; Aristophanes pax 1084; Xenophon, Cyril 4,4,10; oec. 10,9; al; cf. Herm. ad Vig., p. 706; often also in full τοῦ λοιποῦ χρόνου. (Strictly, τό λοιπόν is 'for the future' τοῦ λοιποῦ, 'in (the) future'; τό λοιπόν may be used for τοῦ λοιποῦ, but not τοῦ λοιποῦ for τό λοιπόν; cf. Meyer and Ellicott on Galatians , as above; Buttmann, §§ 128,2; 132,26; Winer s Grammar, 463(432).)
b. at last; already: Passow or Liddell and Scott, under the word).
c. τό λοιπόν, dropping the notion of time, signifies for the rest, besides, moreover (A. V. often finally), forming a transition to other things, to which the attention of the hearer or reader is directed: R G; ὁ δέ λοιπόν has the same force in R G; λοιπόν in L T Tr WH; G L T Tr WH.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM λοιπός, -ή, -όν, Μ και ἐλοιπός, -ή, -όν)
1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν», Πίνδ.)
2. φρ. α) «και τα λοιπά» και, συντετμημένα, «κ.λπ.» — τυποποιημένη έκφραση για τα ευκόλως εννοούμενα και, ως εκ τούτου, παραλειπόμενα στον λόγο
β) «του λοιπού» — από τώρα και στο εξής, στο μέλλον
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λοιποί
οι απόγονοι
2. φρ. α) «λοιπόν (ἐστι)» — υπολείπεται να... β) «ὁ λοιπὸς χρόνος» — το μέλλον
γ) «ἐκ τοῡ λοιποῡ» ή «ἐκ τῶν λοιπῶν» — στο εξής, στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείπω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επίλοιπος, υπόλοιπος
αρχ.
απόλοιπος, έλλοιπος, κατάλοιπος, πεντέλοιπος, παράλοιπος, περίλοιπος
νεοελλ.
αποδέλοιπος].
(II)
λοιπός (Μ)
βλ. λοιπόν.

Greek Monotonic

λοιπός: -ή, -όν (λείπω
1. αυτός που υπολείπεται, υπόλοιπος, Λατ. reliquus, σε Ηρόδ., κ.λπ.· στους Αττ., το άρθρο ή συμφωνεί με το προσδιοριζόμενο ουσ. ή το ουσ. εκφέρεται με γεν. που εξαρτάται απ' αυτό, τὴν λοιπὴν ὁδὸν πορεύεσθαι, σε Ξεν.· αἱ λοιπαὶ τῶν νεῶν, σε Θουκ.· επίσης, τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας, σε Ξεν.
2. λοιπόν (ἐστι), με απαρ., υπολείπεται να..., κ.λπ., σε Πλάτ., Ξεν.· με άρθρο, τὸλοιπόν ἐστι σκέψασθαι, αυτό που μας υπολείπεται ήδη είναι να συλλογιστούμε, σε Πλάτ.· n δὲ λοιπόν, quod superest, σε Αισχύλ., κ.λπ.
3. συχνά λέγεται για χρόνο, ὁ λοιπὸς χρόνος, το μέλλον, σε Πίνδ., Αττ.· πρὸς τὸν λοιπὸν τοῦ χρόνου, σε Δημ.· τὸν λοιπὸν χρόνον, λέγεται για το μέλλον, σε Σοφ.· τοῦ λοιποῦ χρόνου, στον ίδ.· ομοίως, σε ουδ., τὸ λοιπόν, εις το εξής, από εδώ και μπρος, σε Τραγ.· ομοίως, τὰ λοιπά, στο ίδ.
4. τὸ λοιπὸν και τὰ λοιπά, το υπόλοιπο, σε Αισχύλ.· επίσης, λοιπόν, ως επίρρ., επιπρόσθετα, επιπλέον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λοιπός: 1) оставшийся, остающийся, остальной (ὁδός Xen.; βίοτος Pind.): αἱ λοιπαὶ τῶν νεῶν Thuc. уцелевшие корабли;
2) предстоящий, будущий (χρόνος Dem.): (ἐκ) τοῦ λοιποῦ (χρόνου) Her., Soph., Dem., Xen. в будущем, впредь - см. тж. λοιπόν.
II
1) будущее, предстоящая часть: ὁ λ. τοῦ χρόνου Dem. будущее;
2) pl. потомки, потомство Pind.

Frisk Etymological English

Meaning: remaining
See also: s. λείπω.