οστό

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το (ΑΜ όστοῦν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον)
υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία του σκελετού του ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο
νεοελλ.
φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά»
(για ιδέα, προσπάθεια ή σκοπό) υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι
β) «μέχρι μυελού οστέων» — ώς το κόκαλο, τελείως, εντελώς
γ) «είναι σαρξ εκ της σαρκός μου και οστούν εκ τών οστών μου»
i) είναι παιδί μου, είναι κατάδικός μου
ίί) είναι εντελώς ίδιος με μένα ως προς τον χαρακτήρα
αρχ.
1. ο πυρήνας τών καρπών
2. καθετί όμοιο, ιδίως ως προς τη σκληρότητα, με το οστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. όν. για το κόκαλο, που απαντά με ποικίλες μορφές στις ΙΕ γλώσσες. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ost(h)-i- «κόκαλο» και συνδέεται με αβεστ. ast-, αρχ. ινδ. asthi, χεττιτ. haštai. To ελλ. ὀστέον πρέπει να έχει προέλθει από ὄστειον (πρβλ. όστρειον: όστρεον) με θεματικοποίηση της ρίζας, ενώ το λατ. os, ossis εμφανίζει θ. oss-, που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί με τη ρίζα ost(h)-. Με τη λ. ὀστοῦν συνδέονται οι λ. ὀστακός / ἀστακός, ὄστρακο, ἀστράγαλος. Τέλος, η λ. ὀστέον / ὀστοῦν απαντά ως α' συνθετικό λέξεων με τις μορφές ὀστεο- και ὀστο-. Ειδικότερα ο τ. οστεο- απαντά σε πολλούς επιστημον. όρους, οι οποίοι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι.
ΠΑΡ. οστάριο(ν), οστέϊνος, οστεώδης, οστίτης
μσν.- νεοελλ.
οστέωσις(-η)
νεοελλ.
οστεΐτιδα, οστεώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οστάγρα, οστεογενής, οστ(ε)οκόπος, οστεολόγος, οστεουλκός
αρχ.
οσταναβολεύς, οστογλύφος, οστοδέτης, οστοδοχείον, οστοειδής, οστοθήκη, οστοκατεάκτης, οστοκλάστης, οστοκόραξ, οστολόγος, οστομάχιον, οστοποιητικός, οστοφάγος, οστοφυής
αρχ.-μσν.
οστοφαγώ
μσν.
οστεόκολλον, οστοδερμία, οστοτραγώ, οστοφανώ, οστοφόρος
νεοελλ.
οστ(ε)αλγία, οστεάλευρο, οστεάνθρακας, οστεέλαιο, οστεοαραίωση, οστεοαρθρικός, οστεοαρθρίτιδα, οστεοαρθροπάθεια, οστεοβλάστη, οστεοβριθής, οστεογένεση, οστεογλωσσίδες, οστεογόνος, οστεογραφία, οστεοδυστροφία, οστεοειδής, οστεοθήκη, οστεοθλάστης, οστεοϊχθύς, οστεοκλασία, οστεοκλάστης, οστεόκολλα, οστεοκύτταρο, οστεολατυποπαγής, οστεόλιθος, οστεόλιπος, οστεοόλυση, οστεομαλακία, οστεομεταμόσχευση, οστεομετρία, οστεόμορφος, οστεομυελίτιδα, οστεονέκρωση, οστεονοσία, οστεοπάθεια, οστεοπεριοστικός, οστεοπεριοστίτιδα, οστεοπέτρωση, οστεόπισσα, οστεοπλαστία, οστεοποίηση, οστεοπόρωση, οστεορραγία, οστεορραφία, οστεορρήκτης, οστεοσάρκωμα, οστεοσκλήρωση, οστεοσύνθεση, οστεοτομία, οστεοτόμο(-ς), οστεοτρύπανο, οστεοφάγος, οστεόφθιση, οστεοφθόρος, οστεοφυΐα, οστεοφυλάκιο, οστεόφυτο, οστεοψαθύρωση, οστεωδυνία. (Β' συνθετικό) αρχ. ανόστεος, διόστεος, μονόστεος, περιόστεος, πολυόστεος.