ἐνδίδωμι

From LSJ
Revision as of 12:29, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίδωμι Medium diacritics: ἐνδίδωμι Low diacritics: ενδίδωμι Capitals: ΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: endídōmi Transliteration B: endidōmi Transliteration C: endidomi Beta Code: e)ndi/dwmi

English (LSJ)

A give in: hence, I give into one's hands, give up to, ἀσκὸν ἔνδος μοι E.Cyc.510 (lyr.), etc.; ἑαυτόν τινι Pl.R.561b, cf. Ar.Pl.781 (v.l.); τινὰ τοῖς πολεμίοις Pl.R.567a; ἐ. πόλιν surrender a city, esp. by treachery, Th.4.66, cf. X.HG7.4.14, etc.; τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα ἐ. Th.7.48, cf. 2.65:—Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ ἐν τοῖς Βοιωτοῖς ἐνεδίδοτο Id.4.89: impers., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον no sign of surrender was made, Arr.An.1.20.6. 2 put in, apply to, ἅρμασι κέντρον E.HF881 (lyr.). 3 hand in a report, ἐ. ἀναφοράν Mitteis Chr.68.2 (i A. D.). 4 Pass., to be interposed, ἐνδοθεισῶν ὀλίγων ἡμερῶν Aët.13.121. II lend, afford, ἐνδιδόναι τινὶ Χερὸς στηρίγματα lend him a supporting hand, E.IA617; ἐ. ἀφορμάς give an occasion, Id.Hec.1239; λαβήν Ar.Eq.847; πρόφασίν τινι κακῷ γενέσθαι Th.2.87, cf. D.18.158; καιρόν Id.4.18; ἐ. ὑποψίαν ὡς . . give ground for suspicion that... Pl.Lg.887e; ἐλπίδας τινί τινος Plu.Alc.14:—cause, excite, λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Th.2.49; ποθήν, δίψαν, Aret.SA2.1, CA 1.10; τάδε τῆς ψυχῆς τοῦ στομάχου -όντος εἶναι δεῖ τὴν πάθην Id.SD 2.6. III show, exhibit, δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδέν Hdt.7.52; μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν show no sign of flagging, Id.3.51,105, Ar.Pl.488; ἢν δ' ἐνδιδῷ τι μαλθακόν E.Hel.508; ἵνα σοὶ μηδὲν ἐνδοίην πικρόν Id.Andr.225. IV grant, concede, εἰ δ' ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον ib.965; ἐ. οὐδέν make no concession, Th. 2.12; ἐ. τι make a concession, ib.18; ἐ. ὁποσονοῦν Id.4.37; κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Pl.Grg.499b. V intr., allow, permit, ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Hdt.1.91; give in, give way, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ . . Th.2.65; ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας ib.81; flag, fail, ἐνδόντες τύχῃ παρεῖσαν αὑτούς E.Tr.692; τὸ ἐνδιδόν the weak spot, Luc.Anach.26; ἐ. τινί yield to... οἴκτῳ Th.3.37; ἀλλήλοις Id.4.44; τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ D.Prooem.34; τῇ διακρίσει Dam.Pr.303; πρὸς ὕπνον Plu.Sull. 28; ἐ. πρὸς τὰς διαλύσεις show an inclination towards... Id.Flam. 9. 2 of ailments, abate, Aret.SA1.10; but ἢν τὸ οὖρον μὴ ἐνδῷ does not pass, Hp.Prog.19:—in S.OC1076, Elmsl. restored ἐνδώσειν from Sch. 3 of elastic substances, give way, yield, οἰσοφάγος ἐ. Arist.PA664a34; of the air, Id.Pr.937b34; of trees, be flexible, Thphr. HP5.6.1; of the flanks and eyes, fall in, Arist.Pr.876a37, cf. GA747a16; of a corpse, decompose, Parth.31.2; of a funeral-pile, Thphr. HP9.3.3; ἐρείσματα ἐ. the props give way, Plb.5.100.5. 4 εἴσω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγος penetrates inwardly, Aret.CA1.10. 5 of a river, disembogue, empty itself, Hdt.3.117 codd., but prob. ἐσδ-; cf. ἐκδίδωμι. VI give the key-note of a tune, strike up, τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Arist.Fr.583: abs., ἡγεῖτο . . εῖς ἀνήρ, ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλοις τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα D.H.7.72, cf. Luc.Rh.Pr.13; τὰ ἐνδιδόμενα orders, words of command, Arr.Tact.31.6: metaph., give the key-note, of a speech, Arist.Rh.1414b26; cf. ἐνδόσιμος (but ἐ. φωνήν cry aloud, LXXNu.14.1): τοῖς μεθ' ἑαυτὸ τὴν γόνιμον ἐ. πρόοδον Procl.Inst.152.

German (Pape)

[Seite 834] (s. δίδωμι), hineingeben, – 1) in die Hand geben, überreichen; τινὶ τὴν φιάλην Xen. Cyr. 1, 3, 8; καί μοι χερός τις ἐνδότω στήριγμα Eur. I. A. 617. Uebh. übergeben, überlassen, ἐμαυτὸν τοῖς πονηροῖς Ar. Plut. 781; τῇ τύχῃ Eur. Tro. 687; ἑαυτὸν τῷ ἀπίστῳ Plat. Phaedr. 241 c; Isocr. 4, 135; πόλιν, τὰ πράγματα, Thuc. 4, 89. 7, 48; πράγματα ἐνδοῦναι τῷ δήμῳ, die Staatsverwaltung dem Volke überlassen, 2, 65; τοῖς πολεμίοις, mit dem Nebenbegriff des Verrathes, Plat. Rep. VIII, 567 a; Xen. Hell. 7, 4, 14 u. A.; ἐπὶ τὴν τοιαύτην αἵρεσιν, sich auf solchen Plan einlassen, Pol. 9, 33, 11. – 2) eingeben, an die Hand geben; πρόφασίν τινι Thuc. 2, 87; Folgde; λαβήν Ar. Equ. 844; ἀφορμὰς λόγων Eur. Hec. 1239; καιρόν, Gelegenheit darbieten, Dem. 4, 18; Plut. Pericl. 33; τὴν ῥυθμοῦ αἴσθησιν τοῖς ἀνθρώποις Plat. Legg. 672 c; ὑποψίαν, ὡς οὐκ εἰσὶ θεοί X, 887 e; λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα, veranlassend, Thuc. 2, 49; ἐλπίδας τινί, Hoffnungen einflößen, Plut. Alc. 14. – 3) an den Tag legen, beweisen; δικαιοσύνην καὶ πιστότητα Her. 7, 52; μαλακὸν οὐδέν, keine Nachgiebigkeit merken lassen, 3, 51. 105; Ar. Plut. 488 u. Eur. Hel. 508. – 41 angeben, anstimmen, bes. den Ton, Luc. rhet. praec. 13; τὸ πρῶτον σύνθημα τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς τὴν μάχην ὁ αὐλὸς ἐνδίδωσι ibd.; Polyaen. 1, 10 D. Hal. 7, 72; ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Ath. XII, 520 d. S. auch ἐνδόσιμον. – 5) zugeben, gestatten, λόγον, eine Unterredung, Eur. Andr. 965; ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι, soviel das Geschick zuließ, Her. 1, 91; zugestehen, ὁτιοῦν Plat. Gorg. 499 b; οὐδέν, in Nichts, auf keine Weise nachgeben, Thuc. 2, 12; intr., nachgeben, weichen, Thuc., bes. im Kriege, sich ergeben, 4, 129; πρὸς τὴν εἰρήνην, sich zum Frieden hinneigen, Plut. Pyrrh. 18, vgl. Flam. 9; τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ Dem.; Sp.; πρὸς τὸν ὕπνον Plut. Sull. 28; ἐνδοῦναι πρὸς τὰς ἡδονάς, sich ihnen hingeben, Arist. u. Sp.; οἴκτῳ, sich vom Mitleid hinreißen lassen, Thuc. 3, 37; nachlassen, schwach werden, τοῖς χρωμένοις πλείοσιν ἀφροδισίοις ἐνδιδόασι τὰ ὄμματα φανερῶς Arist. gen. anim. 2, 7; von Krankheiten, Medic.; übh. in Verfall gerathen, τῶν ἐρεισμάτων ἐνδόντων Pol. 5, 100, 5; ἡ δύναμις Plut. Demetr. 19; τὸ ἐνδιδοῦν ἐν τοῖς πόνοις, das Erschlaffen, Luc. Anath. 26. – 6) sich ergießen in, von einem Flusse, Her. 3, 117.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω εἰς: 1) δίδω εἰς χεῖράς τινος, ἐγχειρίζω, παραδίδω, φέρε μοι, ξεῖνε, φέρ’ ἀσκὸν ἔνδος μοι Εὐρ. Κύκλ. 510, κτλ.· ἑαυτόν τινι Εὐρ. Τρῳ. 687, Ἀριστοφ. Πλ. 781· τὴν ἑαυτοῦ ἀρχὴν ἐνδιδοὺς (παραδιδοὺς Ἕρμανν.) Πλάτ. Πολ. 561Β· ἐνδιδ. τινὰ τοῖς πολεμίοις Πλάτ. Πολ. 567Α· ἐνδ. πόλιν, παραδιδόναι τὴν πόλιν, μάλιστα διὰ προδοσίας, Θουκ. 4. 66., 76. 89, Ξεν. Ἑλλην. 7. 4, 14, κτλ.· οὕτως, ἐνδ. τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα Θουκ. 7. 48, πρβλ. 2. 65: ― Παθ., τῷ Ἱπποκράτει τὰ ἐν τοῖς Βοιωτοῖς ἐνεδίδοτο ὁ αὐτ. 4. 89· ἀπρόσ., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον, οὐδὲν σημεῖον παραδόσεως ἐγίνετο ἀπὸ τῶν ἔνδον, Ἀρρ. Ἀνάβ. Ἀλ. 1. 20, 6. 2) θέτω εἰς ἐνέργειαν, ἅρμασι δ’ ἐνδίδωσι κέντρον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 881. ΙΙ. ὡς τὸ παρέχω, Λατ. praebere, κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, ἄς μοι παράσχῃ τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ὅπως στηριχθῶ ἐπ’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. Ἰ. Α. 617· βροτοῖσιν ὡς τὰ χρηστὰ πράγματα χρηστῶν ἀφορμὰς ἐνδίδωσ’ ἀεὶ λόγων ὁ αὐτ. Ἑκ. 1239· λαβήν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 847· πρόφασίν τινι Θουκ. 2. 87· καιρὸν Δημ. 45. 8· ἐνδ. ὑποψίαν ὡς... Πλάτ. Νόμ 887Ε: ― παράγω, προξενῶ, λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Θουκ. 2. 49· ποθήν, δίψαν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10. ΙΙΙ. δεικνύω, οἱ δὲ δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδὲν Ἡρόδ. 7. 52· μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν, μὴ θέλων νὰ δείξῃ οὐδεμίαν ἐπιείκειαν, ὁ αὐτ. 3. 51, 105, Ἀριστοφ. Πλ. 488· ἢν δ’ ἐνδιδῷ τι μαλθακόν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: ἢν μὲν ὠμόφρων τις ᾖ, Εὐρ. Ἑλ. 508· οὕτω, καὶ μαστὸν ἤδη πολλάκις νόθοισι σοῖς ἐπέσχον, ἵνα σοι μηδὲν ἐνδοίην πικρὸν ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 225. IV. παρέχω εὔλογον ἐξήγησιν, εἰ δ’ ἐνδιδοίης... λόγον, πέμψων σ’ ἀπ’ οἴκων τῶνδ’, κατὰ διόρθ. τοῦ Heath ἀντὶ τοῦ πέμψω, ὅπως συνταχθῇ ἦλθον πέμψων σ’, αὐτόθι 965· ἐπιτρέπω, παραχωρῶ, ἐνδ. οὐδὲν Θουκ. 2. 12· ἐνδ. τι αὐτόθι 18· ἐνδ. ὁποσονοῦν ὁ αὐτ. 4. 37· κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Πλάτ. Γοργ. 499Β. V. ὑπείκω, ἐπιτρέπω, ἐνδίδω, ὅσον δὲ ἐνέδωκαν αὗται (αἱ Μοῖραι), ἤνυσέ τε καὶ εὐχαρίσατό οἱ Ἡρόδ. 1. 91· ὑποχωρῶ, ἐγκαταλείπω τι, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ... Θουκ. 2. 65 ἐν τέλει· ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδότας αὐτόθι 81· τὸ ἐνδιδοῦν (-δὸν Ἰακώψιος), τὸ καταπονούμενον, Λουκ. Ἀνάχ. 26: ― ἐνδίδω, ἢ οἴκτῳ ἐνδῶτε Θουκ. 3. 37· ἀλλήλοις ὁ αὐτ. 4. 44· γνώμῃ τινὸς Δημ. 1444. 2· πρὸς ἢ εἴς τι Πλουτ. Συλλ. 28, κτλ.· ἐνδ. πρὸς τὰς διαλύσεις, δεικνύειν κλίσιν πρός..., Πλουτ. Φλαμιν. 9. 2) ἐπὶ νόσου, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Προγν. 43, ἴδε Foës. Oecon.· - ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1075, ὁ Ἐλμσλ. διορθοῖ: ἐνδώσειν ἐκ τοῦ Σχολιαστοῦ, ἀντὶ ἀνδώσειν τῶν χειρογρ., ὁ Jebb καὶ ὁ Bücheler διορθοῦσιν: ἀντάσειν, ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 3) ἐπὶ πραγμάτων ἐχόντων ἐλαστικότητα καὶ εὐκαμψίαν, ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4, Προβλ. 25. 1 κ. ἀλλ.· ἐπὶ δένδρων, εἶμαι εὔκαμπτος, οὐδὲν γὰρ ἐνδιδόασιν (ἡ ἐλάτη καὶ ἡ πεύκη) ὥσπερδρῦς καὶ τὰ γεώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1· ὑγρότατον δὲ μελία καὶ ὀξύη· καὶ γὰρ τὰ κλινάρια τὰ ἐνδιδότα ἐκ τούτων αὐτόθι 4· ἐπὶ ὀμμάτων καὶ ἰσχίων, «τραβιοῦμαι μέσα», γίνομαι βαθουλός, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 1· καὶ τοῖς χρωμένοις πλείοσιν ἀφροδισίοις ἐνδιδόασι τὰ ὄμματα φανερῶς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 39· ἐπὶ πυρᾶς, ἐγκεκαυμένη γίνεται καὶ ἐνδέδωκεν ἡ πυρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 3· ἐπὶ στυλωμάτων, ἐνδίδω, τῶν δ’ ἐρεισμάτων οὐ δυναμένων ὑποφέρειν τὸ βάρος, ἀλλ’ ἐνδόντων, πεσεῖν συνέβη τὸ τεῖχος Πολύβ. 5. 100, 5. VI. ἐπὶ ποταμοῦ, χύνομαι ἐντός, ἐνδιδόντος μὲν τοῦ ποταμοῦ (εἰς τὴν ἐντὸς τῶν ὀρέων γενομένην λίμνην) ἔχοντος δὲ οὐδαμῇ ἐξήλυσιν Ἡρόδ. 3. 117· πρβλ. ἐκδίδωμι. VII. ἐπὶ τῆς ὀργανικῆς μουσικῆς, ἀρχίζω νὰ παίζω, ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Ἀριστ. Ἀποσπ. 541: - ἀπολ., ἡγεῖτο... δὲ καθ’ ἕκαστον χορὸν εἷς ἀνὴρ ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλους τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα πρῶτος, ὅστις πρῶτος ἤρχιζε νὰ ᾄδῃ καὶ νὰ κάμνῃ τὰ σχήματα τῆς ὀρχήσεως πρὸς ὁδηγίαν τῶν ἄλλων, Διον. Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 13, Ἀθήν. 520D: - ἐπὶ ἀγορεύσεως, κάμνω ἐπιδεικτικὸν προοίμιον, προοιμιάζομαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 1· πρβλ. ἐνδόσιμος.

French (Bailly abrégé)

f. ἐνδώσω, ao. ἐνέδωκα, pf. ἐνδέδωκα;
I. tr. 1 mettre dans la main, remettre, livrer : πόλιν THC une ville ; πράγματα ἐνδιδόναι τῷ δήμῳ THC remettre au peuple la direction des affaires;
2 fournir, procurer, offrir : πρόφασιν THC un prétexte ; καιρόν DÉM fournir une occasion;
3 donner le ton, fig. donner le ton d’un discours;
4 faire naître, produire : σπασμόν THC un spasme ; ἐλπίδας τινί PLUT faire naître des espérances dans le cœur de qqn;
5 mettre au jour, montrer : δικαιοσύνην καὶ πιστότητα HDT des sentiments de justice et de fidélité;
6 concéder, accorder : ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι HDT autant que l’ont permis les destins ; οὐδὲν ἐνδιδόναι THC ne faire aucune concession;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν);
1 se laisser aller, s’abandonner : ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας THC les voyant fléchir ; ἐνδιδόναι πρὸς ὕπνον PLUT se laisser aller au sommeil ; au mor. ἐνδ. πρός τι PLUT se laisser aller à qch (à un sentiment, à une résolution, etc.);
2 en parl. d’un fleuve s’écouler, se jeter dans.
Étymologie: ἐν, δίδωμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. ἐνδίδω Didym.in Ps.87.25, Hsch.
• Morfología: [jón. pres. ind. 3a sg. ἐνδιδοῖ Aret.SA 2.1.1]
A tr.
I 1dar, entregar, ofrecer c. ac. de cosa y dat. de pers. ἀσκὸν ἔνδος μοι E.Cyc.510, κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα que alguien me ofrezca el apoyo de su brazo E.IA 617
entregar, poner en manos de τῷ δήμῳ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th.2.65, cf. 7.48, tb. c. ac. de pers. ἐὰν ... τοῖς ἐπεισελθοῦσι μὴ ὅλον ἑαυτὸν ἐνδῷ si no se entrega del todo a los invasores Pl.R.561b.
2 proporcionar, ofrecer c. ac. abstr. y dat. βροτοῖσιν ... τὰ χρηστὰ πράγματα χρηστῶν ἀφορμὰς ἐνδίδωσ' ... λόγων E.Hec.1239, πρόφασιν οὐδενί Th.2.87, ἐλπίδας αὐτοῖς Plu.Alc.14, cf. Chrysipp.Stoic.3.42.33, Longin.41.2, Ael.NA 3.16, τοῖς δὲ λοιποῖς ... αἴσθησιν Clearch.24, αὐτῷ (τῷ σώματι) κινήσεις S.E.M.8.155, cf. Procl.Inst.152, ἑτέραν μοι ἐνδοῦναι πρόθε[σ] ιν concederme otro plazo, PAmh.148.12 (V d.C.)
sólo c. ac. ὅσον ἐνέδωκαν αὗται (αἱ Μοῖραι) cuantos bienes concedieron ellas (las Moiras) Hdt.1.91, λαβὴν γὰρ ἐνδέδωκας Ar.Eq.847, λόγον E.Andr.965, ὑποψίαν Pl.Lg.887e, καιρόν D.4.18, προφάσεις D.18.158, δύναμιν Procl.in R.2.188, en v. pas. ἡ δὲ στρατιὰ ὀξέως δέξεται τὰ ἐνδιδόμενα y el ejército al punto asumirá las órdenes dadas Arr.Tact.31.6, τὴν μετοχήν PMich.348.30 (I d.C.), en v. pas. ὁ ἐνδοθεὶς χρόνος PBeatty Panop.2.34 (III d.C.).
3 dar muestra de, mostrar c. abstr. ref. al comportamiento de la pers. Περίανδρος ... μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν Periandro sin querer dar ninguna muestra de blandura Hdt.3.51, cf. 105, Ar.Pl.488, οἱ δὲ ... δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν Hdt.7.52, σοὶ μηδὲν ... πικρόν E.Andr.225, cf. Hel.508.
4 c. inf. permitir οὔτε γὰρ βουλεύσασθαι ... ὁ καιρὸς ἐνεδίδου Agath.2.21.5.
II aplicar, golpear con βέβακεν ... ἅρμασι δ' ἐνδίδωσι κέντρον ὡς ἐπὶ λώβᾳ marcha (Locura) y aplica la aguijada sobre los caballos como para dañarles E.HF 881.
III usos téc. y esp.
1 milit., c. ac. de colect. o ciudad poner en manos de, esp. rendir la ciudad al enemigo, c. o sin dat. τὴν πόλιν Th.4.66, ἔλαβον δὲ καὶ Μαργανέας ἐνδόντων τινῶν X.HG 7.4.14, cf. Charito 6.8.5, τῶν πολιορκουμένων ... δοκούντων ... ἐνδώσειν ἑαυτούς Plb.2.2.8, τούτους ... ἐνδοὺς τοῖς πολεμίοις Pl.R.567a, cf. Aen.Tact.22.19, Λακεδαιμονίοις σφᾶς αὐτοὺς ἐνδιδόασιν Isoc.4.135, en v. pas. τῷ Ἱπποκράτει ... τὰ ἐν τοῖς Βοιωτοῖς ἐνεδίδοτο las plazas de Beocia iban a ser puestas en manos de Hipócrates Th.4.89, ὅτι ἐνδιδοῖτο αὐτοῖς ἡ πόλις X.Ages.7.6, ὡς ἐπὶ προδοσίᾳ ἐνδιδομένης τῆς πόλεως Arr.An.1.20.6, cf. App.BC 5.109, καί τι ἐνεδίδοτο αὐτῷ ἐκ τῶν Μυνδίων Arr.An.1.20.5.
2 medic. producir ἢν δὲ μήτε τὸ οὖρον ἐνδῷ pero si no orina (el enfermo), Hp.Prog.19
provocar, ocasionar σπασμὸν ... ἰσχυρόν Th.2.49, πνεῦμα ... δίψαν ἐνδιδοῖ Aret.CA 1.10.20, tb. c. dat. (ἡ καρδίη) τῷ πνεύμονι ... ἠέρος τὴν ποθήν Aret.l.c.
τὸ ἐνδεδωκός sent. dud., transcr. del hebr. sapahat, quizá lo producido ref. a una erupción Al.Le.14.56.
3 mús. dar el tono, entonar, preludiar ἐνέδοσαν τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Arist.Fr.583, λιγυρὸν ἐνέδωκε Longus 4.15.2, cf. 3.2, Clem.Al.Protr.8.81, ἐ. τοῖς ἄλλοις τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα dar la pauta, e.e., indicar a los demás las figuras de la danza D.H.7.72
abs. part. οἱ ἐνδιδόντες los que dan el tono Luc.Rh.Pr.13
fig., ref. al proemio del discurso ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς λόγοις ... ὅ τι ἂν βούληται εὐθὺ εἰπόντα ἐνδοῦναι Arist.Rh.1414b26, τοῖς τότε λόγοις ... ἀρχήν τινα καὶ πάροδον ἐνδέδωκας Plu.2.431e.
4 fil., de los primeros principios, elementos, etc., sólo en v. pas. ser dado ἥτις αὐτοῖς τελειότης ἀπὸ τῆς φρουρᾶς τῶν ὅλων ... ἐνδίδοται Syrian.in Metaph.44.2, cf. 3.18, ἡ δὲ (ψυχή) ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς Corp.Herm.Fr.Min.16.
B intr.
I sent. fís.
1 c. suj. de cosas ceder a la presión, a un peso o a un golpe ref. a la flexibilidad o moldeabilidad ἢν γοῦν ἐνδιδῷ ὑπὸ τῷ καλυπτῆρι (τὸ κονδύλωμα) si (el condiloma) cede bajo su envoltura Hp.Haem.4, (οἰσοφάγος) σαρκώδης δέ, ὅπως μαλακὸς ᾖ καὶ ἐνδίδῳ Arist.PA 664a34, οὐδὲ τοῖς ἔξωθεν πιέζουσι τὸν ἀσκὸν ἐνδίδωσιν ὁ ἀήρ Arist.Pr.937b34, κατὰ τὴν κίνησιν ... τἄλλα ἐνδίδωσι Thphr.Lass.8, οὐδὲν γὰρ ἐνδιδόασιν ὥσπερ ἡ δρῦς Thphr.HP 5.6.1, ὥστε τὰς οὕτω κεκροτημένας (μαχαίρας) ... μὴ ἐνδιδόναι Ph.Bel.71.39, (ἀσπὶς) ταῖς πληγαῖς οὐκ ... ἐνδιδοῦσα Lyd.Mag.1.10.
2 ceder, derrumbarse, venirse abajo ἡ πυρά Thphr.HP 9.3.3, τὰ δ' ἐρείσματα Plb.5.100.5
ref. partes del cuerpo relajarse, debilitarse εἰκὸς γάρ ... ἐνδιδόντων τῶν μελῶν αὐτόματον ὕπνον ἐπελθεῖν Onas.10.10, τὸ ἐνδιδὸν ἐν τοῖς πόνοις la parte (del cuerpo) que se debilita con los esfuerzos Luc.Anach.26, τὸ φθέγμα ἐνδίδωσι, τά τε δάκρυα τὴν φωνὴν ἐνίσχει D.C.8.36
de un odre al vaciarse ceder, reducirse, desinflarse ἐκρέοντος δὲ τοῦ ὕδατος ἐνδιδόασιν οἱ ἀσκοί Hp.Superf.8
del cadáver descomponerse ὡς δὲ ἤδη ἐνεδίδου τὸ σῶμα διὰ μῆκος χρόνου Parth.31.
3 remitir, disminuir ἐνεδίδου τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς LXX Ge.8.3.
II usos esp. medic.
1 del dolor y la enfermedad ceder, aflojar, remitir ἕκτῃ παράληρος· πρὸς δὲ τὰ θερμάσματα οὐδὲν ἐνεδίδου al sexto día delirio; ante los fomentos nada cedía, e.e., no remitía Hp.Epid.3.17.8, ἡ περὶ τὸ ἆσθμα νόσος ... ἐνέδωκε Aeschin.Ep.9.1, πυρετοὶ ἐνδιδόντες Aret.SA 1.10.4, οὐ γὰρ εἴσω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγος, ἀλλ' ἐς εὖρος κέχυται porque el dolor no cede dentro, sino que se expande a lo ancho Aret.CA 1.10.12, cf. 2.5.4, Sor.3.2.107.
2 de partes del cuerpo contraerse τὰ ὄμματα καὶ τὰ ἰσχία Arist.Pr.876a37, cf. GA 747a16.
III fig.
1 c. suj. de pers. ceder, hacer concesión frec. c. ac. int. pron.:
a) de ejércitos retroceder εἰ καὶ ὁποσονοῦν μᾶλλον ἐνδώσουσι si cedían un poco más Th.4.37, cf. 2.12, 18, ἀντεῖχον οὐκ ἐνδιδόντες ἀλλήλοις resistían sin ceder unos a otros Th.4.44, ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας Th.2.81, (οἱ Ἀθηναῖοι) οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ ... los atenienses no cedieron antes de que ... Th.2.65, πρὸς τὴν σπουδὴν τῆς πολιορκίας οὐκ ἐνδίδωσιν I.AI 13.28, cf. LXX Ez.3.11;
b) ret., fil. ceder ante un argumento, aceptar, asentir κἂν ... τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν y si uno te hace la menor concesión Pl.Grg.499b, μηδὲν οὖν ἐνδῶμεν τοιοῦτον τοῖς εἰθισμένοις Isoc.6.98, en debates filosóficos ἔνιοι δ' ἐνέδοσαν τοῖς λόγοις ἀμφοτέροις Arist.Ph.187a1, ἐνέδωκε τῷ λόγῳ τούτῳ Xenocrates 136, τῇ Ζήνωνος ἀπορίᾳ ... κακῶς ἐνέδοσαν erróneamente aceptaron la aporía de Zenón Phlp.in Ph.84.16 (= Xenocrates 142), c. complet. ὅτι ... τὸ ὂν ἓν σημαίνει ... ἐνεδίδοσαν Phlp.in Ph.81.22;
c) gener. hacer concesión, dar un respiro, una pausa ἐνδοῦναι τοῖς ἀπὸ Πεμπώ PMerton 96.1 (VI d.C.);
d) c. dat. abstr. o constr. prep. ceder, someterse, entregarse a ἐνδόντες τύχῃ E.Tr.692, οἴκτῳ Th.3.37, τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ D.Prooem.34.3, πόνῳ M.Ant.7.64, τῇ προτροπῇ D.P.Au.2.4, τῇ διακρίσει Dam.in Prm.303, μὴ ἐνδιδῶμεν, ὦ ψυχή, τῷ πονηρῷ Meth.Res.2.5, πρὸς τὸ χρήσιμον Str.4.4.2, πρὸς ὕπνον Plu.Sull.28, πρὸς τὰς διαλύσεις Plu.Flam.9
abs. δίκαιος τὸν αἰῶνα οὐκ ἐνδώσει el justo nunca abandonará LXX Pr.10.30, τυπτόμενος οὐκ ἐνδίδει de Job, Didym.in Ps.87.25, cf. Hsch.α 5195, Sch.Opp.H.2.605, Tz.Comm.Ar.2.558.14.
2 jur. prevaricar ἵνα μὴ ῥᾳδίως ἐνδιδοῖεν τοῖς ἐκ τοῦ πλουτεῖν βουλομένοις ἀδικεῖν Iust.Nou.26.3.
3 jur. ceder, renunciar a los derechos que se tienen sobre algo, c. dat. y constr. prep. ἐνδοῦναι [σοι] ε[ἰ] ς ταῦτα μέχρι τῆς ἐμῆς τελευτῆς cederte el derecho a esas cosas hasta mi muerte, PMasp.156.21 (VI d.C.), c. gen. ἑκὼν ἐνεδίδου τοῦ κλήρου voluntariamente renunciaba a su parte de la herencia Agath.2.14.11, abs. καὶ οὐκ ἐνδώσειν, ἕως ... Iust.Nou.39 proem.

Greek Monotonic

ἐνδίδωμι: μέλ. -δώσω, παραχωρώ, παραδίδω, ενδίδω, υποχωρώ·
I. δίνω στα χέρια κάποιου, παραδίδω, εγχειρίζω, τινα ή τί τινι, σε Ευρ. κ.λπ.· μία πόλη, ιδίως με προδοσία, σε Θουκ., Ξεν.
II. όπως το Λατ. praebere, παρέχω, δανείζω, δίνω, χορηγώ, ἐνδιδόναι τινὶχερὸς στηρίγματα, δίνω σε κάποιον ένα χέρι (=βοήθεια), σε Ευρ.· ἐνδ. λαβήν τινι, προσφέρω (σε αντίπαλο) το πρόσχημα ή την ευκαιρία, σε Αριστοφ.· προξενώ, προκαλώ, σε Θουκ.
III. δείχνω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
IV. επιτρέπω, παραχωρώ, ενδίδω, σε Ευρ., Θουκ.
V. αμτβ., υποχωρώ, επιτρέπω, δίνω την άδεια, σε Ηρόδ.· ενδίδω, υποχωρώ, χάνω έδαφος, υποκύπτω, σε Θουκ.· ἐνδ. τινι, υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδίδωμι: (fut. ἐνδώσω, aor. ἐνέδωκα, pf. ἐνδέδωκα)
1) передавать, вручать (πράγματα τῷ δήμῳ Thuc.; τὴν φιάλην τινί Xen.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;
2) сдавать, отдавать (πόλιν и πράγματά τινι Thuc.);
3) выдавать (τινὰ τοῖς πολεμίοις Plat.);
4) предавать (ἔλαβον τὴν πόλιν ἐνδύντων τινῶν Xen.);
5) давать, предоставлять: οὐκ ἐ. πρόφασιν οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Thuc. никому не давать повода к малодушию; ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Her. насколько позволила судьба; λαβὴν ἐνδέδωκας Arph. ты дал (мне) за что ухватиться, т. е. я ловлю тебя на слове; ἂν ἐνδῷ καιρόν Dem. если он подаст удобный повод; ἑαυτὸν ἐ. τινί Isocr., Plat. отдаваться во власть кому-л.; ἐπὶ αἵρεσίν τινα ἐνδοῦναι αὑτόν Polyb. отважиться на какое-л. предприятие;
6) (тж. ἐ. μέλος Arst.) задавать тон: οἱ ἐνδιδόντες (τῶν χορῶν) Luc. запевалы или дирижеры хоров; ἐνδοῦναι καὶ συνάψαι Arst. (об ораторе) сделать вступление и связать (с дальнейшим), т. е. перейти к существу дела;
7) вызывать, причинять (μηδὲν πικρόν τινι Eur.; λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Thuc.);
8) проявлять, обнаруживать, выказывать (δικαιοσύνην καὶ πιστότητα Her.; μαλθακόν τι Eur.);
9) вызывать, внушать (ὑποψίαν Plat.; ἐλπίδας и μαλακίαν τινί Plut.);
10) прикладывать: ἅρμασιν ἐ. κέντρον Eur. стегать лошадей;
11) поддаваться, уступать (τοῖς λόγοις τινός Arst.; τινί Plut.): ἐνδοῦναί τι Thuc. проявить некоторую уступчивость; οἴκτῳ ἐνδοῦναι Thuc. разжалобиться; τὰ ἐνδιδόντα τῶν μὴ ἐνδιδόντων ἀκοπώτερα ἐγκατακλιθῆναι Arst. мягкие ложа менее утомительны для лежания, чем жесткие;
12) поддаваться, обрушиваться: τῶν ἐρεισμάτων οὐ δυναμένων ὑποφέρειν τὸ βάρος, ἀλλ᾽ ἐνδόντων Polyb. когда подпоры не выдержали тяжести и подломились;
13) отступать (οὐκ ἐνέδοσαν οἱ ξύμμαχοι Thuc.);
14) обнаруживать склонность, склоняться (τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ Dem.; πρὸς τὴν εἰρήνην Plut.);
15) проваливаться, становиться впалым (τὰ ὄμματα καὶ τὰ ἰσχία ἐνδίδωσι Arst.);
16) предаваться (τῇ ἡδονῇ и πρὸς ἡδονήν Arst.): ἐνδοῦναι πρὸς ὕπνον Plut. заснуть;
17) слабеть, ослабевать (ἡ δύναμις ἐνδίδωσι Plut.): τὸ ἐνδιδοῦν ἐν τοῖς πόνοις Luc. усталость от трудов; οὐδέν τι πρὸς τὴν συμφορὰν ἐνδούς Plut. нисколько не будучи сломлен поражением;
18) вливаться: ἐνδιδόντος μὲν τοῦ ποταμοῦ, ἔχοντος δὲ οὐδαμῇ ἐξήλυσιν Her. так как река разливается (по равнине), но выхода не имеет;
19) открывать, отворять (μικρὸν τὴν θύραν Plut.).

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give in:
I. to give into one's hands, give up to, τινά or τί τινι Eur., etc.; a city, esp. by treachery, Thuc., Xen.
II. like Lat. praebere, to give, lend, afford, ἐνδιδόναι τινὶ χέρα to lend him a hand, Eur.; ἐνδ. λαβήν τινι to give one a handle, Ar.:— to cause, excite, Thuc.
III. to show, exhibit, Hdt., Eur., etc.
IV. to allow, grant, concede, Eur., Thuc.
V. intr. to give in, allow, permit, Hdt.: to give in, give way, Thuc.:— ἐνδ. τινι to yield to, Thuc.