Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροπικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπικός Medium diacritics: τροπικός Low diacritics: τροπικός Capitals: ΤΡΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: tropikós Transliteration B: tropikos Transliteration C: tropikos Beta Code: tropiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τροπή) A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete.343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21; ζῶναι Placit.3.11.4; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete.345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; so τ. ζῷα Man.2.382; and abs., τροπικά Id.3.41, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc. 2 of time, of or at the solstice, αἱ τ. ἡμέραι, οἱ τ. μῆνες, Arist.HA 544a33, 558b14. II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.; τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157 S.; αἱ τ. tropes, Longin.32.6. Adv. τροπικῶς Phld.Rh.1.154 S., Ath.3.76c. 2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v. συνάπτω A. 111.3, διαζεύγνυμι 1), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le changement, particul. le changement de saison : τροπικὰ σημεῖα PLUT points des solstices.
Étymologie: τρόπος.

Russian (Dvoretsky)

τροπικός: поворотный: τ. κύκλος Plat. поворотный круг, тропик; τὰ ζῴδια τροπικά Sext. знаки зодиака; τροπικὰ σημεῖα Plut. точки солнцеворота; αἱ τροπικαὶ ἡμέραι Arst. дни солнцестояния.

Greek (Liddell-Scott)

τροπικός: -ή, -όν, (τροπή) ὁ ἀνήκων εἰς τάς τροπάς, εἰς τὰ ἡλιοστάσια, ὁ τροπικὸς (ἐξυπακ. κύκλος), τὸ ἡλιοστάσιον σεσημειωμένον ἐπὶ τῆς σφαίρας, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 890Ε, 898Β· οἱ τροπικοὶ (ἐξυπακ. κύκλοι) Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7. 13, 1. 8, 15, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 429F, Ἄρατ. 528· τῶν ζῳδίων τὰ μὲν τροπικά, τινὰ δὲ στερεὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 6, Μανέθων, κλπ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἡλιοστάσιον, ἢ ὁ κατὰ τὸ ἡλιοστάσιον γινόμενος ἢ ὤν, αἱ τροπ. ἡμέραι, οἱ τρ., μῆνες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 2., 6. 1, 2. 3) ἡ τροπική, παρὰ τοῖς Βυζ., μέρος οἰκοδομήματος, ἴσως ἡ ἁψίς. ΙΙ. κεκλιμένος, πρός τι Ἀντιγ. Καρυστ. Ἱστ. Παραδόξων Συναγωγὴ 127. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ σχῆμα τρόπος, ὅπερ ἐστὶ λόγος κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος, μεταφορικός, ἀλληγορικός, καταχρηστικός, περιφραστικός, τρ. λέξις, εἰκονικὴ ἔκφρασις, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 2, κλπ.· τὰ τροπικά, τρόποι, Λογγῖν. 32. - Ἐπίρρ. -κῶς, μεταφορικῶς, Σοφοκλῆς τῷ τοῦ δένδρου ὀνόματι τρ. τὸν καρπὸν ἐκάλεσεν Ἀθήν. 76C. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τῶν Στωϊκῶν, τροπικόν, = συνημμένον ἀξίωμα, ἴδε συνάπτω ΙΙΙ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 40, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 79.

Greek Monolingual

ή, -ό / τροπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές του ηλίου, στα ηλιοστάσια
2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί»
(αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι της Γης πουτροπικός' βρίσκονται εκατέρωθεν του ισημερινού σε απόσταση 23°27' από αυτόν
νεοελλ.
1. γραμμ. αυτός που δηλώνει τρόπο («τροπική μετοχή»)
2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στις περιοχές της Γης οι οποίες βρίσκονται κοντά στον ισημερινό μεταξύ τών δύο τροπικών κύκλων (α. «τροπικές χώρες» β. «τροπικές καλλιέργειες» γ. «τροπική ζέστη»)
3. φρ. α) «τροπική ζώνη»
(γεωγρ.-μετεωρ.) η περιοχή της επιφάνειας της Γης που εκτείνεται βορείως και νοτίως του ισημερινού και περικλείεται, κατά προσέγγιση, από τους τροπικούς κύκλους του Καρκίνου και του Αιγόκερω
β) «τροπική καταιγίδα»
(μετεωρ.) ατμοσφαιρική διατάραξη κυκλωνικής φύσεως στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη, δηλαδή μέσα στην τροπική ζώνη
γ) «τροπική μετεωρολογία»
(μετεωρ.) κλάδος της μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του καιρού και του κλίματος στις τροπικές περιοχές
δ) «τροπική πανίδα»
ζωολ. η πανίδα που αναπτύσσεται στα τροπικά δάση
ε) «τροπικό δάσος» — δάσος κυρίως από ψηλά πλατύφυλλα αειθαλή δένδρα, που απαντά συνήθως στις υγρές θερμές περιοχές γύρω από τον ισημερινό
στ) «τροπικό έτος»
αστρον. βλ. έτος
ζ) «τροπικό κλίμα» — ένας από τους κύριους τύπους κλίματος που χαρακτηρίζει τις περιοχές μεταξύ τών τροπικών κύκλων
η) «βόρειος τροπικός κύκλος» — ο ένας από τους δύο τροπικούς κύκλους, ο οποίος βρίσκεται βόρεια του ισημερινού, αλλ. τροπικός του Καρκίνου
θ) «νότιος τροπικός κύκλος» — ο ένας από τους δύο τροπικούς κύκλους, ο οποίος βρίσκεται νότια του ισημερινού, αλλ. τροπικός του Αιγόκερω
ι) «βόρειος τροπικός της Γης» — ο τροπικός του Καρκίνου
ια) «νότιος τροπικός της Γης» — ο τροπικός του Αιγόκερω
ιβ) «τροπικός του Αιγόκερω» — ο νότιος τροπικός κύκλος
ιγ) «τροπικός του Καρκίνου» — ο βόρειος τροπικός κύκλος
ιδ) «τροπικός κυκλώνας»
(μετεωρ.) σοβαρή ατμοσφαιρική διατάραξη στους τροπικούς ωκεανούς και σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 5° και 30° περίπου σε κάθε ημισφαίριο
ιε) «τροπικές νηνεμίες»
(μετεωρ.)
ζώνες αιθρίας και νηνεμίας γύρω από τα γεωγραφικά πλάτη 30°- 35°, όπου παύουν οι αληγείς και αρχίζουν να επικρατούν οι δυτικοί άνεμοι
ιστ) «τροπικές χώρες» — οι χώρες της διακεκαυμένης ζώνης, κοντά στον ισημερινό, μεταξύ τών δύο τροπικών κύκλων
ιζ) «τροπικός πυρετός»
ιατρ. βαριά μορφή ελονοσίας
ιη) «τροπικό θήλωμα» ή «φύμα της Ανατολής»
ιατρ. μορφή λεϊσμανίωσης του δέρματος που προκαλείται από την τροπική λεϊσμανία
ιθ) «τροπική μόρωση»
ιατρ. λοιμώδης νόσος τών τροπικών χωρών, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ογκιδίων στο δέρμα τα οποία μοιάζουν με την επιφάνεια τών μούρων
κ) «τροπικές νόσοι»
ιατρ. γενική ονομασία τών λοιμωδών νοσημάτων που παρατηρούνται ιδίως στις τροπικές χώρες
μσν.
το θηλ. ως ουσ.τροπική
τμήμα οικοδομήματος, πιθ. η αψίδα
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κλίση σε κάτι
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρητορικό σχήμα τρόπος, αλληγορικός, μεταφορικός («τροπικὴ λέξις» — μεταφορική έκφραση, Δίον. Αλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τροπικόν
(στους Στωικούς) «συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα»
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τροπικά
(ρητ.) σχήματα αλληγορίας, μεταφοράς
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Τροπικοί
εκκλ. ονομασία αιρετικών
6. φρ. «τὰ τροπικὰ ζῴδια»
αστρον. τα σημεία του ζωδιακού στα οποία τοποθετούνται τα ηλιοστάσια και οι ισημερίες.
επίρρ...
τροπικῶς Α
μσν.
μεταφορικό, αλληγορικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή / τρόπος. Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tropic < λατ. tropicus < τροπικός.

Greek Monotonic

τροπικός: -ή, -όν (τροπή
I. αυτός που ανήκει στα ηλιοστάσια, ὁ τροπικός (ενν. κύκλος), το ηλιοστάσιο ή ο τροπικός κύκλος που είναι σημειωμένος στην υδρόγειο σφαίρα, σε Αριστ.· αἱ τροπικαὶ ἡμέραι, στον ίδ.
II. στην Ρητορική, μεταφορικός, αλληγορικός.

Middle Liddell

τροπικός, ή, όν τροπή
I. of the solstice, ὁ τροπικός (sc. κύκλοσ) the tropic or solstice, Arist.; αἱ τρ. ἡμέραι Arist.
II. in Rhetoric, tropical, figurative.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

1 zur Wende, Wendung gehörig; κύκλος τροπικός, der Wendekreis, Plut. plac.phil. 2.23; σημεῖα τροπικά, die Solstitialpunkte, Arist. Meteor. 1.6.
2 in der Rhetorik, tropisch, figürlich, uneigentlich, vgl. Arr. Epict. 1.29.40.