ἄγνωστος
English (LSJ)
ἄγνωστον,
A unknown, τινί Od.2.175; unheard of, forgotten, Mimn 5.7; ἄ. ἐς γῆν E.IT94; unfamiliar, Arist.Top.149a5 (Comp.).
2 not to be known, ἄγνωστόν τινα τεύχειν Od.13.191; πάντεσσι ib.397; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν = most unintelligible in tongue, Th.3.94.
3 not an object of knowledge, unknowable, ἄλογα καὶ ἄ. Pl.Tht.202b; ἡ ὕλη ἄ. καθ' αὑτήν Arist.Metaph.1036a9; in Comp., harder to know, ib. 995a2. Adv. ἀγνώστως Procl.in Alc.p.52C.
4 as the name of a divinity at Athens, νὴ τὸν Ἄγνωστον Ps.-Luc.Philopatr.9, cf. Act.Ap.17.23; in plural, θεῶν.. ὀνομαζομένων ἀ. Paus.1.1.4.
II Act., not knowing, ignorant of, ψευδέων Pi.O.6.67 (v.l. ἄγνωτον), cf. Luc.Halc.3. Adv. ἀγνώστως = inconsiderately, Phld.Lib.p.29 O.
Spanish (DGE)
-ον
I 1desconocido, inadvertido frec. c. dat. ἄγνωστον πάντεσσιν ... οἴκαδ' ἐλεύσεσθαι inadvertido para todos ... llegará a su casa, Od.2.175
•gener. desconocido, ignorado, ignoto, nunca visto de tierras, mares γῆ E.IT 94, τόποι Plb.3.36.7, cf. D.C.40.27
•neutr. plu. subst. ἐμβατὰ τὰ πρὶν ἄγνωστα ποιεῖν hacer accesible lo anteriormente desconocido D.C.44.42.5
•desconocido θῆρες LXX Sap.11.18, cf. D.C.Epit.8.22.9, θέαμα Plb.1.64.3, ὀπωπή Nonn.Par.Eu.Io.18.18, cf. D.10.59, αἰτία Corn.ND 13, cf. Hero Def.160.4, αἵματος ἀγνώστοιο νόθος Nonn.D.46.57
•c. constr. c. prep. (ἱερὰ) ἅπερ αἱ ἀειπάρθενοι ... ἄγνωστα ... ἐς πᾶν τὸ ἄρρεν ἐπετέλουν (ritos) que las vestales celebraban fuera de la vista de todos los hombres D.C.37.45.1
•de dioses cuyo nombre no se precisa ἄγνωστος θεός el dios desconocido que tenía inscripción y altar en Atenas Act.Ap.17.23, βωμοὶ θεῶν τε ὀνομαζομένων Ἀγνώστων καὶ ἡρώων Paus.1.1.4, cf. 5.14.8, ἀγνώστων δαιμόνων βωμοί Philostr.VA 6.3, θεοῖς ἀγνώστοις Ath.Mitt.35.1910.445 (Pérgamo, imper.), νὴ τὸν Ἄγνωστον Luc.Philopatr.9, pero οὐκ ἄγνωστος Φοῖβος θεός famosísimo dios Febo, Mim.Fr.Pap.5.3.
2 poco tratado, poco familiar, extraño Arist.Top.149a5, ἀγνωστότερα καὶ ξενικώτερα Arist.Metaph.995a2.
II 1imposible de conocer, invisible, irreconocible θεὸς ἠέρα χεῦε ... ὄφρα μιν αὐτὸν ἄγνωστον τεύξειεν la diosa lo cubrió con niebla para hacerlo invisible, Od.13.191, πάντεσσι βροτοῖσιν Od.13.397, ἄ. τιθεῖ ἄνδρα (la vejez) hace irreconocible a un hombre Mimn.5.4, ἄ. κατὰ τὴν ὄψιν Plb.5.81.3, cf. Gp.19.1.1.
2 de la lengua, escritura ininteligible ἀγνωστότατοι γλῶσσαν Th.3.94, ἄ. τοῖς πολλοῖς ... τὰ γραφόμενα D.C.40.9.3
•prob. carente de significado συλλαβὴν γνωστὸν ... ἄγνωστον δὲ στοιχεῖον Pl.Tht.206b, cf. 202b, 205c, doctrina negada en 206b, 205e, ὄνομα δ' οὐ ποιήσει ὁ ὁριζόμενος, ἄγνωστον γὰρ ἔσται el que define no puede inventar una palabra pues sería carente de significado Arist.Metaph.1040a11, (συριγμὸς) πλὴν γὰρ τῷ εἰδότι ἄγνωστον τοῖς ἄλλοις ἔσται (silbido) que fuera del que lo conoce no tendrá significado para los demás (ref. a las melodías que los veladores intercambiaban a modo de santo y seña), Aen.Tact.24.17.
3 fil. incognoscible, que no puede ser conocido τὸ μὲν παντελῶς ὂν παντελῶς γνωστόν, μὴ ὂν δὲ μηδαμῇ πάντῃ ἄγνωστον; Pl.R.477a, τὸ καλόν Pl.Prm.134b, (τὰ εἴδη) τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει ἄγνωστα Pl.Prm.135a, ἡ ὕλη καθ' αὑτὴν ἄ. Arist.Metaph.1036a9, τὸ ἄπειρον Arist.Rh.1408b27, cf. Thphr.Metaph.23, Phld.Rh.2.211Aur., de la οὐσία divina, I.Ap.2.167.
III que conoce mal δοκιμάζομεν γὰρ δὴ κατὰ δύναμιν ἀνθρωπίνην ἄγνωστον οὖσαν καὶ ἄπιστον Luc.Halc.3.
IV adv. ἀγνώστως
1 secretamente Clem.Al.Strom.7.13.81.
2 de manera imposible de conocer ἀρρήτως καὶ ἀγνώστως Procl.in Alc.52, cf. Dion.Ar.Myst.1.1.
3 inadvertidamente, sin saberlo, a espaldas de ἀ. τοῖς πέλας Phld.Lib.fr.61.2, ref. a un amuleto ἐὰν δὲ ἀγνώστως φορέσῃ, μαλακισθήσεται si (un hombre) lo porta sin darse cuenta, se afeminará, Cyran.1.10.65.
German (Pape)
[Seite 19] 1) unbekannt, πάντεσσιν Od. 2, 175; Pind. I. 3, 48 und sonst überall; nicht erkennbar, dem γνωστόν entgegenstehend, Plat. Theaet. 202 b. ff., wie schon Od. 13, 191. 397 zu erkl. ist; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, deren Sprache gar nicht verstanden wird, Thuc. 3, 94. – 2) unkundig, ψευδέων Pind. Ol. 6, 67; Luc. Habc. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 inconnu, ignoré ; ἄγνωστος τινί, inconnu de qqn ; oublié;
2 qu'on ne peut connaître, inintelligible;
II. qui ne sait pas, ignorant.
Étymologie: ἀ, γνωστός.
Russian (Dvoretsky)
ἄγνωστος:
1 неизвестный, неведомый, незнакомый (τινι Hom.): ἄγνωστον ἐς γῆν Eur. в неведомую страну;
2 неузнаваемый (ἄγνωστον τεύχειν τινά Hom.);
3 непонятный: ἀγνωστότατος γλῶσσαν Thuc. говорящий на совершенно непонятном языке;
4 непознаваемый (τὰ στοιχεῖα ἄλογα καὶ ἄγνωστα Plat.): ἄ. καθ᾽ αὑτόν Arst. непознаваемый в своей сущности;
5 незнающий (τινος Pind.);
6 бессильный познать, невежественный (δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνωστος: -ον, ὁ μὴ γνωστός, τινί, Ὀδ. Β. 175 (ἢ ἴσως ἀπροσδόκητος), περὶ οὗ δὲν ἔμαθέ τις, λησμονημένος, ὡς τὸ ἀΐδηλος, Μίμνερμ. 5. 7, ἴδε ἐν λ. σιωπή, Ι. 1· ἄγν. ἐς γῆν, Εὐρ. Ἰ. Τ. 94: ― οὕτω καὶ ἐν τῷ τύπ. ἄγνωτος· ― γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, Σοφ. Ο. Τ. 58· ἄγνωτα τοῖς θεωμένοις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 926. 2) ἀγνώριστος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστόν τινα τεύχειν, Ὀδ. Ν. 191· πάντεσσι, αὐτόθ. 397· ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, ὅλως ἀκατάληπτον λαλοῦντες γλῶσσαν, Θουκ. 3. 94. 3) παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστοφ., ὃν δὲν δύναταί τις νὰ γνωρίσῃ, μὴ ὑποκείμενος εἰς γνῶσιν, ἄλογα καὶ ἄγν., Πλάτ. Θεαίτ. 202Β, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 6. 10, 18. Συγκρ., ὁ δυσκολώτερος εἰς τὸ νὰ γνωρισθῇ, ὁ αὐτ. 1. 3, 1. 4) ὡς ὄνομα θεότητος ἐν Ἀθήναις, νὴ τὸν Ἄγνωστον, Λουκ. Φιλόπ. 9, πρβλ. Πράξ. Ἀποσπ. Ιζ΄, 23· ἐν τῷ πλθ., θεῶν ... ὀνομαζομένων ἀγνώστων, Παυσ. 1. 1, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γνωρίζων, ἀμαθής τινος· ψευδέων, Πινδ. Ὀ. 6. 113, πρβλ. Λουκ. Ἀλκ. 3. ― Ἐπίρρ. ἀγνώστως, Κλήμ. Ἀλ. 881.
English (Autenrieth)
unrecognized, unrecognizable. (Od.)
English (Slater)
English (Abbott-Smith)
ἄγνωστος, -ον (< γινώσκω), [in LXX: Wi 11:18 18:3, II Mac 1:19 2:7 (Cremer, 157) *;]
unknown: Ac 17:23 (cf. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as negative particle) and γνωστός; unknown: unknown.
English (Thayer)
(from Homer down), unknown: B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Altar).
Greek Monotonic
ἄγνωστος: ή ἄ-γνωτος, -ον,
1. άγνωστος· τινί· ἄγνωτος ἐς γῆν, σε Ευρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.
2. αγνώριστος· ἄγνωστόν τινα τεύχειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, λέγεται για αυτούς που μιλούν ολότελα ακατάληπτη, δυσνόητη γλώσσα, σε Θουκ.
Middle Liddell
1. unknown, τινί; ἄγνωτον ἐς γῆν Eur.; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph.
2. not to be known, ἄγνωστόν τινα τεύχειν Od.; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν most unintelligible in tongue, Thuc.
Chinese
原文音譯:¥gnwstoj 阿格-挪士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-知道的
字義溯源:未知的,未識的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(γνώριμος / γνωστός)=已知的)組成;而 (γνώριμος / γνωστός)出自(γινώσκω)*=知道)。保羅在雅典看見一座偶像,書明為未識(ἄγνωστος))之神
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 未識的(1) 徒17:23
Léxico de magia
-ον desconocido de la divinidad suprema φύλαξ, ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε ... ἄγνωστε guardián, te invoco a ti, señor, a quien nadie conoce SM 87 5
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий
unknown
Albanian: panjohur; Arabic: مَجْهُول; Armenian: անհայտ; Asturian: desconocíu; Azerbaijani: məchul, naməlum, bilinməyən; Belarusian: невядомы; Bulgarian: неизвестен, незнаен; Catalan: desconegut; Chinese Mandarin: 未知, 不明; Chukchi: гэвэты ваԓьын; Czech: neznámý; Danish: ubekendt, ukendt; Dutch: onbekend, ongekend, ongeweten; Esperanto: nekonata; Estonian: tundmatu; Finnish: tuntematon; French: inconnu; Galician: descoñecido; Georgian: უცნობი; German: unbekannt; Gothic: 𐌿𐌽𐌺𐌿𐌽𐌸𐍃; Greek: άγνωστος; Ancient Greek: ἄγνωστος, ἄγνωτος; Hindi: अनजान; Hungarian: ismeretlen; Icelandic: óþekktur, ókunnur; Indonesian: tak diketahui; Italian: ignoto, sconosciuto; Japanese: 未知の, 無名な, 不明な; Korean: 알려지지 않은; Kurdish Central Kurdish: نەناسراو; Latin: incognitus, ignoratus, ignotus, nescitus, obscurus; Latvian: nepazīstams, svešs; Lithuanian: nežinomas; Macedonian: непознат; Norwegian Bokmål: ukjent; Nynorsk: ukjent; Occitan: desconegut; Persian: مجهول; Plautdietsch: onbekaunt; Polish: nieznany; Portuguese: desconhecido, desconhecida; Romanian: necunoscut, neștiut, obscur; Russian: неизвестный, незнакомый, неведомый; Sanskrit: अज्ञात; Serbo-Croatian Cyrillic: непознат; Roman: nepoznat; Slovak: neznámy; Slovene: neznan, nepoznan; Spanish: ignoto, desconocido; Swedish: okänd; Tajik: номаълум, ношинос, маҷҳул; Turkish: bilinmeyen, bilinmez, meçhul; Ukrainian: невідомий, незнаний; Uzbek: nomaʼlum, majhul; Vietnamese: không biết; Welsh: anhysbys; Zazaki: nêzanıyen, mechul, nêzanıyaye
ignorant
Albanian: injorant; Arabic: جَاهِل; Egyptian Arabic: جاهل; Hijazi Arabic: جاهل; Armenian: տգետ, անգրագետ; Asturian: inorante; Azerbaijani: cahil; Bashkir: наҙан; Belarusian: невуцкі, неадукаваны, няграматны, няпісьменны, цёмны; Bulgarian: неграмотен, необразован, неук; Catalan: ignorant; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: ignorantský, nevzdělaný, neznalý; Dutch: onwetend, ignorant; Finnish: tietämätön; French: ignorant; Galician: ignorante; German: ignorant; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: αδαής; Ancient Greek: ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἀδαήμων, ἀδαής, ἀδηνής, ἀδίδακτος, ἄιδρις, ἄϊδρις, ἀμαθής, ἀνάγωγος, ἀνεπιγνώμων, ἀνεπινόητος, ἀνεπιστάμων, ἀνεπιστήμων, ἀπαίδευτος, ἄπειρος, ἀπείρων, ἀπευθής, νήπιος; Hungarian: tudatlan, tájékozatlan; Indonesian: bebal; Irish: ainbhiosach, aibéiseach; Italian: ignorante; Japanese: 無知; Kazakh: бейхабар; Korean: 무지하다; Kurdish Central Kurdish: نەزان; Northern Kurdish: nezan; Latin: inscitus, ignarus; Macedonian: неук; Malay: jahil; Malayalam: പാമരൻ; Middle English: bestial; Norman: innouothant; Norwegian Bokmål: uvitende; Occitan: ignorant; Old English: unġewiss; Persian: نادان, عامی; Polish: ignorancki; Portuguese: ignorante; Romanian: ignorant; Russian: невежественный, необразованный, неграмотный, тёмный; Scottish Gaelic: ainfhiosach, ainfhiosrach; Slovak: nevzdelaný; Slovene: neveden; Spanish: ignorante, ignaro; Swedish: ovetande, okunnig; Tagalog: bano; Turkish: cahil; Ukrainian: неуцький, неосві́чений, неодукований, неписьменний, неграмотний, темний; Vietnamese: ngu dốt, dốt nát, mù chữ