χλόη

From LSJ
Revision as of 16:55, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλόη Medium diacritics: χλόη Low diacritics: χλόη Capitals: ΧΛΟΗ
Transliteration A: chlóē Transliteration B: chloē Transliteration C: chloi Beta Code: xlo/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. χλοίη Hp.Acut.64, cf. infr. ΙΙ, also PTeb.112.46 (ii B. C.), Babr.181; Dor. χλόα, ας (E. in lyr., Hipp.1139, IA1058, al.):—
A the first green shoot of plants in spring, ναὶ μὰ μήκωνος χλόην Archil.108; esp. young green corn or young green grass, Hdt.4.34, E.Hipp.l.c., IA422, etc.; χλόην νέμεσθαι Id.Ba.735; ποτὰ τὰ ἀπὸ χλοίης Hp. l. c.; opp. καρποί, Pl.Ti.80d; χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος, of the corn when it first springs up, X.Oec.17.10; ἐν τῇ χ., opp. ἐν τοῖς σπέρμασιν, Thphr. CP 4.4.7, cf. HP8.2.4; πιαίνονται βόες χλόῃ κυάμων Arist.HA595b7.
2 poet., young verdure of trees, foliage, χ. ἀμπέλου E.Ba.12, cf. Supp.258, Ion 1435, Hel.180 (lyr.), 1360 (lyr.).
3 juice of green shoots, χ. ἐλαίας IG7.3073.162 (Lebad. ii B. C.): but σατυρίου χλόῃ is prob. f.l. for σαύρου χολῇ in Gp.10.21.12.
4 vegetables, herbs, greens, Antiph.1.5, Sotad.Com.1.9, al.
II epithet of Demeter, Verdant, from the young corn, worshipped in Attica, IG22.1356.16, Semus19, Paus.1.22.3; at Myconos, etc., SIG1024.11 (Myconos, iii/ii B. C.), Corn.ND28; Δήμητρος Χλοίης ἱερόν IG22.5006.4; also Χλόη alone, ib.1358.49, Ar. Lys.835. (Perh. cogn. with Lith. ẑélti 'to be green, grow', Lat. holus.)

German (Pape)

[Seite 1359] ης, u. χλόα, ας, ἡ, auch ion. χλοίη, ἡ, der erste grüngelbe Pflanzentrieb, der junge Keim, bes. die junge Saat, junges Gras od. Kraut; εἰς λειμώνων χλόην καθεῖμεν αὐτάς Eur. I. A. 422, u. öfter; Her. 4, 34; den καρποί entgegengesetzt Plat. Tim. 80 e; ῥιζῶν ἢ χλόης Critia. 115 a; χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος, vom ersten Aufgehen der Saat, Xen. Oec. 17, 10. – Bei den Dichtern auch das junge Grün der Bäume, u. übh. das Laub, ἀμπέλου βοτρυώδει χλόῃ Eur. Bacch. 12, γλαυκή Suppl. 270, u. Sp. – Demeter selbst, die Beschützerinn der Saat, heißt auch χλόη, Ath. XIV, 618 u. A. S. auch nom. pr. – Vielleicht mit χλίω verwandt. – Von dem Grünzeuge, das an die Speisen genommen wird, Sotades u. Dorion bei Ath. VI, 293 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
herbe naissante, pousse ou gazon d'un vert tendre.
Étymologie: cf. χλωρός ; lat. helvus, olus ou holus.

Russian (Dvoretsky)

χλόη: дор. χλόα
1 зелень, травы (λειμώνων χ. Eur.): χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος Xen. с появлением первых всходов посева;
2 свежая листва (ἀμπέλου Eur.; κυάμων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

χλόη: ης, Δωρ. χλόα, ας, (ἐν λυρ. χωρίοις τοῦ Εὐρ. Ἱππολ. 1138, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1058, κ. ἀλλ.)˙- τὰ πρῶτα πρασινωπὰ βλαστήματα τῶν φυτῶν κατὰ τὸ ἔαρ, μάλιστα δὲ νεόβλαστος σῖτοςχόρτος, Ἡρόδ. 4. 34. Εὐρ. Ἱππόλ. 1138, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 422, κλπ.˙ χλόην νέμεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735˙ ποτὸν ἀπὸ χλόης Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς καρπούς, Πλάτ. Τίμ. 80Ε˙ χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος, ἐπὶ νεοβλάστου σίτου, Λατ. seges in herba, Ξεν. Οἰκον. 17, 10˙ οὕτως, ἐν χλόῃ ἢ ἐν τῇ χλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν σπέρμασιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 7, πρβλ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 4· πιαίνονται βόες χλόῃ κυάμων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 7, 1. 2) ποιητ., ἡ πρώτη βλάστησις τῶν δένδρων, τὸ φύλλωμα κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς βλαστήσεως, φύλλα, χλ. ἀμπέλου Εὐρ. Βάκχ. 12, πρβλ. Ἱκ. 258, Ἴωνα 1435, Ἑλ. 180. 1360. 3) λαχανικόν, χόρτον, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, 5˙ «λιπαρὸς (λάβραξ) ἑφθὸς ἐν χλόῃ» Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Δήμητρος ὡς προστάτιδος τοῦ νεοβλάστου σίτου, Ἀριστοφ. Λυσ. 836˙ πρβλ. εὔχλοος. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. χλόος, χλοερός (χλωρός), πρβλ. Σανσκρ. har-is (viridis), har-inas· Ζενδ. zair-ina (κιτρινοπράσινος), Λατ. hel-vus, hel-veolus (gilvus?), ol-us ἢ hol-us, καὶ ἴσως fla-vus· Ἀρχ. Σκανδιν. gul-r, Ἀγγλο-Σαξον. geol-u (κίτρινος, Ἀγγλ. yellow)˙ Ἀρχ. Γερμ. gël-o (κίτρινος) grô-ju (vireo)˙ Ἀρχ. Σαξον. grô-ni (πράσινος, Ἀγγλ. green)˙ Σλαυ. zel-ije (olera), zel-enu (viridis)˙ Λιθ. zál-ies, gel-tas (viridis), zol-e (herba)).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χλόα, και ιων. τ. χλοίη, Α
πρασινάδα, χορτάρι, γρασίδι (α. «κοιμάται ο... βοσκός στη χλόη το μεσημέρι», Γρυπ.
β. «εἰς δὲ λειμώνων χλόην καθεῖμεν αὐτάς», Ευρ.)
νεοελλ.
βοτ. α) συνοπτική ονομασία τών ειδών τών ποωδών φυτών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πυκνής χαμηλής βλάστησης, του χλοοτάπητα
β) (κατ' επέκτ.) ο χλοοτάπητας, κν. γκαζόν
μσν.-αρχ.
λάδι που μόλις έχει εξαχθεί από ελιές («τῇ χλόη... ἐπάλειφε», Γεωπ.)
αρχ.
1. το φύλλωμα κάθε είδους ποώδους φυτού
2. η πρώτη βλάστηση τών δένδρων («ἀμπέλου δὲ νιν πέριξ ἐγὼ κάλυψα βοτρυώδει χλόῃ», Ευρ.)
3. είδος λαχανικού
4. ως κύριο όν.Χλόη
α) προσωνυμία της Δήμητρος και της Θέμιδος
β) ηρωίδα ελληνιστικού μυθιστορήματος, γνωστού σήμερα με τον τίτλο Δάφνις και Χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χλόη (< χλόFη) και χλοῦς (< χλόFος) μπορούν να ενταχθούν σε μία ευρύτατη οικογένεια λ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ghel- με σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ» αλλά και «κίτρινος, γαλάζιος, πράσινος», η οποία χρησιμοποιήθηκε —όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες ΙΕ γλώσσες— για να δηλώσει ειδικότερα το πράσινο τών φυτών και επομένως τη ζωντάνια και το σφρίγος της βλάστησης (πρβλ. λατ. helus/holus «χλόη, λαχανικά, πρασινάδα», αρχ. ρωσ. zelĭje «φυτό, πόα», αρχ. σλαβ. zelĭje «λάχανο», λιθουαν. žole «χλόη, λουλούδι», žālias «πράσινος», φρυγικό ζέλκια «λάχανα»). Ωστόσο, η ένταξη του ελλ. τ. στην οικογένεια αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, αφού η μορφή χλοF- του θ., με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας και το -F-, δεν απαντά σε άλλες γλώσσες. Οι δυσχέρειες αυτές, κατά μία άποψη, είναι δυνατόν να αρθούν, αν οι ελλ. λ. αναχθούν σε μία ρίζα ghl-e/ow-, δηλαδή εκτεταμένη με -F- μορφή της ρίζας ghel- (πρβλ. ῥέω < ρίζα sr-ew-, εκτεταμένη μορφή της ρίζας ser-, φλέω < ρίζα bhl-ew-, εκτεταμένη μορφή της ρίζας bhel-). Εξάλλου, και από σημασιολογική πλευρά, προβλήματα γεννά ο καθορισμός της αρχικής σημ. της ρίζας και τών εξελίξεων (από την έννοια της λάμψης ή από τη σημ. τη δηλωτική χρώματος) που έλαβε στους διαφόρους τ. οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια αυτή (πρβλ. χλωρός, χολή, χόλος). Τέλος, παρλλ. προς τον τ. χλόη απαντά και δωρ. τ. χλόα και ιων. τ. χλοίη, σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς τον τ. ποίη της λ. πόα].

Greek Monotonic

χλόη: -ης, Ιων. χλοίη, Δωρ. χλόα, -ας,
1. τα πρώτα βλαστάρια των φυτών την άνοιξη, τα πράσινα φύλλα του σίτου ή του χόρτου, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. η πρώτη βλάστηση των δέντρων, φύλλωμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. the first shoot of plants in spring, the green blade of corn or grass, Hdt., Eur., etc.
2. the young verdure of trees, foliage, Eur.

Frisk Etymology German

χλόη: {khlóē}
Forms: auch χλοίη (Hp., hell. Pap., Babr.; s. unten), dor. χλόα (E. in lyr.)
Grammar: f.
Meaning: junges Grün, junges Gras, junge Saat (ion. att.), auch Χλόη (Ar., Inschr. usw.), Χλοίη (Orakelspruch II p) als Beiname bzw. N. der Demeter.
Composita: Kompp., z.B. χλοηφόρος junges Grün tragend (E. in lyr., Ph.) mit -φορέω (Thphr., Ph.), εὔχλοος (ἐύ- ~ ) ‘mit schöner χ., schön grünend', von Demeter u.a. (S., Nonn.).
Derivative: Davon 1. Χλόϊα n. pl. Fest der Demeter Chloe (att. Inschr. IIa). 2. χλοερός grünend, hellgrün, frisch (Hes. Sc., S., E. in lyr., Theok.), -ηρός ib. (Hp.), -ήρης ib. (E. in lyr.). 3. -ανός ib. (Lyd.). 4. -άω, auch m. ἐν-, a) grünen, sprossen, keimen (Eup., Nik., AP, Ph. u.a.), b) blaß sein (Nonn.). 5. -άζω = 4a (Arist., Nik., Plu. u.a.) mit -ασμα n. das Grünen. — Daneben χλόος (hell. Dicht.), χλοῦς (Hp. ap. Gal.) m. hellgrüne, blaßgrüne, grüngelbe Farbe, Blässe mit χλοώδης grasfarben, grüngelb, blaß (Hp., Pl., Thphr. u.a.), χλοιόομαι, auch m. ἐκ-, ‘grüngelb werden, er- blassen’ (Hp., Gal.; zu -οι- unten). — Für sich steht, mit anderer Bildung, χλωρός hellgrün, blaßgrün, grüngelb, gelblich, blaß, auch frisch, lebendig (seit Il.; vgl. Treu Weltbild 217f.). Kompp., z.B. χλωροφάγος Grünfutter essend (Hp.) mit -φαγέω (Hippiatr.), μελίχλωρος honiggelb (Pl., Arist. usw.). Davon 1. χλωρότης f. ‘hellgrüne usw. Farbe, Blässe’ (LXX, Plu.). 2. -ῖτις λίθος hellgrüner Stein (Plin.; Redard 63). 3. -αίνομαι blaß werden (S.Fr. 1114, Gal.) mit -ασμα n. das Erblassen (Hp.). 4. -ίζω blaßgrün, blaß werden (LXX u.a.). 5. -άζω Grünfutter essen (Gal.). 6. -ιάω erblassen, bleich werden (Hp., Longos) mit -ίασις H. s. χλόος. 7. -ική Beiw. der ἀρτεμισία (PMag. Par.). 8. Vogelnamen: χλωρεύς m. N. eines unbek. Vogels (Arist., Plin., Ael.; Boßhardt 62); -ίς, -ίδος f. Grünfink (Arist., Nik., Ael.); -ίων, -ίωνος m. ‘Gold- amsel' (Arist., Plin.), -ηΐς s. bes.; zu den Vogelnamen Thompson Birds s.vv. 9. Χλῶρις, -ιν Kurzname (λ 281). — Ausführlich über χλωρός Bagiakakos Ἀθ. 58, 98ff., auch (zur Bed.) Capelle RhM 101, 24ff.; fürs Neugr. außerdem Phabès Ἀθ. 39, 219ff. (u.a. χλωρό Käse: χλωρὸς τυρός Lys., Ar.).
Etymology: Die Schreibung χλοίη, χλοιόομαι kann durch das synonyme ποίη, ποία (neben πόα) veranlaßt sein; vgl. noch Fälle wie χνοίη: χνόη, ὀλοιός: ὀλοός (s. dd.). Die nebeneinander stehenden χλόη, χλόος (für *χλόϝη, *χλόϝος) und χλωρός erinnern an πλόϝος: πλωτός; s. πλώω. Als Ausdrücke der Vegetation gehören die griech. Wörter zu einer besonders im Baltischen, Slavischen und Latein vertretenen Gruppe derselben Bed.: lit. želiù, žélti ‘grünend wachsen, bewachsen, aufgehen (von Pflanzen)’ mit žel-muõ Pflanze, Sprößling, Gewächs, žãlias grün, roh, ungekocht, mit Dehnstufe žolė̃ Gras, Kraut, Blume u.a.m.; slav., z.B. aksl. zelenъχλωρός, πράσινος’, russ. zelenyj grün (Primärbildung?), aksl. zelijeλάχανον’, russ. zélje Pflanze, Kraut (Kollektivbildung zu *zelo); lat. helus, (h)olus, -eris n. Grünzeug, Gemüse, Kohl (primär wie genus u.a.; helus: zelije wie τεῖχος: τειχίον). Dazu aus anderen Sprachen: ζέλκια· λάχανα. Φρύγες H. und osset. zäldä niedriges Gras. Die formale Beziehung zwischen diesen Wörtern, die alle auf idg. ĝhel- zurückgehen, und χλόη, χλωρός läßt sich nicht genau festlegen; vergleichen lassen sich damit Fälle wie ter- in τείρω gegenüber teru-, treu- in τέρυς, aksl. trovǫ, τρύω, τιτρώσκω (s. dd.) oder ser- in aind. -sar-ti eilen, fließen (nicht sicher; s. Narten Münch. Stud. 26, 77 ff.) gegenüber sreu̯- in ῥέ(ϝ)ω, ῥο(ϝ)ή, ῥό(ϝ)ος (und ῥώομαι? s.d.). Dagegen ist die Gleichung χλωρός: isl., schw. dial. glōra funkeln, glotzen, glōr-eygðr, glōr-ögd mit funkelnden, glotzenden Augen (seit Persson Beitr. 2, 791; dazu nach v. Windekens Glotta 35, 301 ff. noch lat. glōria Ruhm) semantisch sehr schwach begründet. Ganz fraglich ist ebenfalls die Heranziehung von lat. lūridus blaßgelb, fahl; s. W.-Hofmann m. Lit. und Bloch Sprachgesch. u. Wortbed. 29 A. 46. Auffälliger ist die Identität mit γλουρός· χρυσός, γλούρεα· χρύσεα. Φρύγες H. (Hermann KZ 50, 303 gegen Solmsen KZ 34, 39, der Entlehnung aus dem Griech. annimmt). — Hierher noch Ausdrücke für Galle und gelb, s. χολή.
Page 2,1104-1106

English (Woodhouse)

grass, sward, green grass, young leaves, green shoots

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: χλοερός, χλόος (=χρῶμα πρασινοκίτρινο), χλωρός, χλωρότης, χλοάζω (=πρασινίζω).

Translations

grass

Abenaki: mskiko; Abkhaz: аҳәа; Adyghe: уцы, уц; Afar: qayso; Afrikaans: gras; Aghwan: 𐕒; Aguaruna: dupa; Ahtna: tłʼogh; Akhvakh: жоми; Akkadian: 𒌑𒇷𒀀𒊬; Albanian: bar; Aleut: qiigax̂; Amharic: ሣር; Andi: кӏвордо; Arabic: حَشِيش‎, عُشْب‎; Egyptian Arabic: نجيلة‎; Hijazi Arabic: حشيش‎, عشب‎; Juba Arabic: gesh; Moroccan Arabic: ربيع‎; Aragonese: hierba, yerba; Araki: juvu; Aramaic Classical Syriac: ܥܡܝܪܐ‎; Archi: гьоти; Armenian: խոտ; Aromanian: earbã, iarbã; Assamese: ঘাঁহ; Asturian: yerba; Avar: хер; Azerbaijani: ot; Bashkir: үлән; Basque: belar; Bavarian: gròs, groos; Beaver: tl'uge; Belarusian: трава; Bengali: ঘাস, তৃণ; Bikol Central Bikol Legazpi: awot; Bikol Naga: duot; Biao: jɔk¹⁰; Bobongko: bombang; Bouyei: nyal; Breton: geot, geotenn, gwelt; Bulgarian: трева; Burmese: မြက်; Burun: luum; Cahuilla: samat; Carolinian: fitil; Carrier: tl'o; Catalan: herba; Catawba: sarak; Cebuano: balili; Central Atlas Tamazight: ⵜⵓⴳⴰ; Central Melanau: sek, ruput; Chakma: 𑄊𑄌𑄴; Chamicuro: c̈homajshi; Chechen: буц; Cheke Holo: ḡreʼi; Cherokee: ᎧᏁᏍᎦ; Chichewa: udzu; Chinese Cantonese: 草; Dungan: цо; Hakka: 草; Mandarin: 草, 青草, 雜草/杂草; Min Dong: 草; Min Nan: 草; Wu: 草; Chipewyan: tł'ok; Chukchi: въэй, въагԓыӈын; Chuukese: fetin; Chuvash: курӑк; Cimbrian: gras; Comanche: sunipʉ; Cornish: gwels; Corsican: erba, arba; Cree: ᒪᐢᑯᓯᕀ; Czech: tráva; Dalmatian: jarba; Danish: græs; Dargwa: кьар; Dolgan: от; Dongxiang: osun; Dupaningan Agta: ruot; Dutch: gras; Eastern Arrernte: name; Erzya: тикше; Esperanto: herbo, greso; Estonian: muru, rohi; Even: орат; Evenki: чука, орокто; Faroese: gras; Fiji Hindi: giraas; Finnish: heinä, ruoho; French: herbe; Friulian: jerbe; Gaam: lɛ́ɛ́l; Galibi Carib: itupu; Galician: herba, grama; Gamilaraay: garaarr; Ge'ez: ሣዕር; Georgian: ბალახი; German: Gras; Alemannic German: gras, chrud, weidu; Old High German: gras; Pennsylvania German: Graas; Gothic: 𐌲𐍂𐌰𐍃, 𐌷𐌰𐍅𐌹; Greek: χορτάρι; Ancient Greek: χόρτος, πόα, ποίη, ποία, πύας, χλόη, χλόα, χλοίη; Greenlandic: ivik, ivigaq; Guaraní: ka'a; Gujarati: ઘાસ; Haitian Creole: zèb; Hawaiian: mauʻu; Hebrew: דֶּשֶׁא‎, עֵשֶׂב‎; Heiltsuk: k̓ít̓ṃ; Hiligaynon: hilamon; Hindi: घास; Hittite: 𒌑𒂖𒆪; Hopi: tuusaqa; Hungarian: fű; Hunsrik: Graas; Icelandic: gras; Ido: gazono; Ilocano: rúot; Indonesian: rumput; Ineseño: ˀaxulapšan, cweq; Interlingua: herba; Iranun: rumput; Irish: féar; Old Irish: fér; Istriot: gièrba, yerba; Istro-Romanian: iorbe; Italian: erba, graminacea; Itelmen: °сысал; Japanese: 草, 雑草; Javanese: suket; Kabardian: удз; Kannada: ಪುಲ್, ಹುಲ್ಲು; Kapampangan: dikut; Karachay-Balkar: кырдык; Karo Batak: dukut; Kashubian: trôwa; Kaska: tlʼōge; Kazakh: шөп, от; Ket: даан; Khinalug: инк; Khmer: ស្មៅ; Koasati: pahí; Komi-Permyak: турун; Komi-Zyrian: турун; Konkani: ताण; Korean: 풀, 잡초(雜草); Koyraboro Senni: arkusuboŋkaara, subbu; Koyukon: kʼitsaanʼ; Kunigami: クサー; Kunza: ckautcha; Kurdish Central Kurdish: گِیا‎; Northern Kurdish: giya; Kyrgyz: чөп, шибер; Ladino: yerva; Lakota: peji, pȟeží; Lamba: ubwani; Lao: ຫຍ້າ; Latgalian: zuole; Latin: herba, gramen; Latvian: zāle; Lepcha: ᰎᰬ; Lezgi: хъач; Ligurian: èrba; Limburgish: graas; Limos Kalinga: bollat; Lindu: kawoko; Lingala: litíti; Lithuanian: žolė; Livonian: āina; Lombard: erba, èrba; Low German: Gras; Luhya: bunyasi; Luxembourgish: Gras; Lü: ᦊᦱᧉ; Maasai: ɛnkʉ́jɨ́tá; Macedonian: трева; Maguindanao: hutan; Malagasy: ahitra; Malay: rumput; Malayalam: പുല്ല്; Maltese: ħaxix; Manchu: ᠣᡵᡥᠣ, ᡶᠣᠶᠣ; Mansi: пум; Manx: faiyr; Maore Comorian: ɗavu; Maori: mauti, karaehe, karaihe; Maranao: otan; Marathi: गवत; Mari Eastern Mari: шудо; Western Mari: шуды; Mazanderani: واش‎; Megleno-Romanian: iárbă; Mi'kmaq: msigu; Mingrelian: ოდიარე; Miyako: フサ; Mon: ချဲ; Mongolian Cyrillic: өвс, ногоо; Montagnais: mashkushu; Montana Salish: skʷʔalulexʷ; Mòcheno: gros; Nahuatl Classical: xihuitl; Eastern Huasteca: xihuitl; Navajo: tłʼoh; Neapolitan: evera; Nepali: घाँस; Nganasan: нөтә; Northern Ndebele: utshani; Northern Sami: sitnu; Northern Thai: ᩉ᩠ᨿ᩶ᩣ; Norwegian Bokmål: gress, gras; Nynorsk: gras; Nottoway-Meherrin: oherag; Nǀuu: ǀhisi; Occitan: èrba; Ojibwe: mashkosiw; Okinawan: くさ; Old Church Slavonic Cyrillic: трава, трѣва; Old East Slavic: трава; Old Javanese: dukut; Omaha-Ponca: pézhe; Oriya: ଘାସ; Oromo: marga; Ossetian: кӕрдаг, нӕуу; Pa'o Karen: ထာအီး; Pali: tiṇa; Pana: kpá; Papiamentu: yerba; Pashto: واش‎, شنه‎; Persian: سبزه‎, علف‎, چمن‎, واش‎; Plains Miwok: cike; Plautdietsch: Grauss; Pohnpeian: dihpw; Polabian: ziľă; Polish: trawa; Portuguese: grama, relva; Punjabi: ਘਾਹ, گھاہ‎; Quapaw: mąhį́; Quechua: qora, q'achu; Rapa Nui: mouku; Romagnol: erba, érba; Romanian: iarbă; Romansch: erva, earva, erba, jarva; Russian: трава, мурава; Rusyn: трава; Rwanda-Rundi Kirundi: ivyātsi; Saho: cashsho; Saisiyat: hinbetel; Samoan: mutia; Sanskrit: तृण; Sardinian: erba; Saterland Frisian: Gäärs; Scots: gress, girse; Scottish Gaelic: feur; Serbo-Croatian Cyrillic: трава; Roman: tráva; Shan: ယိူဝ်ႈ; Shor: ӧлең; Sicilian: erva, erba, èriva, ierva, jerva; Sidamo: hayisso; Silesian: trŏwa; Sinhalese: තණ, තණකොළ; Slovak: tráva; Slovene: trava; Somali: caws; Sorbian Lower Sorbian: tšawa; Upper Sorbian: trawa; Sotho: jwang; Southern Altai: ӧлӧҥ, от; Spanish: pasto, hierba, grama; Sranan Tongo: grasi; Sundanese: jukut; Svan: ბალა̈ხ; Swahili: majani, nyasi; Swazi: tjani; Swedish: gräs; Sylheti: ꠊꠣ; Tabasaran: укӏ; Tagalog: damo; Tai Dam: ꪐ꫁ꪱ; Tajik: сабза; Tamil: புல்; Taos: łíne; Tatar: үлән, чирәм; Telugu: గడ్డి, తృణము, కసవు; Tetum: du'ut; Thai: หญ้า; Tibetan: རྩྭ; Tigrinya: ሳዕሪ; Tiwi: pitarika; Tlingit: chookán; Toba Batak: duhut; Tocharian A: āti; Tocharian B: atiyo; Tok Pisin: gras, garas; Tsonga: byanyi; Tsou: kukuzo; Tswana: tlhaga; Tundra Nenets: ӈум', ӈамдэ'; Tupinambá: ka'a; Turkish: ot, çimen, çim; Turkmen: ot; Tuvan: оът; Udi: о; Udmurt: турын; Ukrainian: трава, мурава, морі́г; Unami: skikw; Urdu: گھاس‎; Uyghur: چۆپ‎, ئوت‎; Uzbek: oʻt; Venetian: èrba; Vietnamese: cỏ; Vilamovian: gros; Volapük: yeb; Walloon: yebe, waide; Wappo: šíʔe; Waray-Waray: banwa; Wawa: òndī; Welsh: glaswellt, gwellt; West Coast Bajau: padang; West Flemish: ges; West Frisian: gers; White Hmong: nyom; Wolio: rumpu; Wolof: ñax; Yakut: от; Yami: tamek; Yiddish: גראָז‎; Yoruba: koríko; Yup'ik: canek; Yurok: ˀɹ·wɹh; Zazaki: vas, vhas; Zealandic: gos; Zhuang: nywj; Zulu: utshani; ǃXóõ: ǁkxʻâã

foliage

Armenian: սաղարթ; Belarusian: лі́сце, лісцё, лістота; Bulgarian: шума, листак; Catalan: fullatge; Chinese Mandarin: 葉子/叶子; Czech: listí; Danish: løv; Dutch: gebladerte; Esperanto: foliaro; Faroese: leyv; Finnish: lehdet, lehvistö; French: feuillage; Friulian: frind; Galician: rama, ramaxe, follaxe; German: Blätter, Laub, Laubwerk, Blätterwerk, Beblätterung; Greek: φύλλωμα, φυλλωσιά; Ancient Greek: βλάστημα, θαλλία, κόμη, τὰ φύλλα, φύλλα, ὕλη, φόβη, φυλλάς, φυλλίς, φύλλωμα, χαίτα, χαίτη, χλόα, χλόη, χλοίη; Hebrew: עַלְוָה; Hindi: पर्णसमूह; Hungarian: lomb; Ido: foliaro; Irish: duilliúr, clúmh; Italian: fogliame; Japanese: 木の葉; Korean: 나뭇잎; Latin: frons; Macedonian: лисја, лисје; Malay: dedaun; Maori: raurau; Norwegian Bokmål: bladverk, løvverk; Polish: listowie, liście; Portuguese: folhagem; Romanian: frunze, frunziș, frunzărime; Russian: листва, листья; Serbo-Croatian Cyrillic: ли̑шће; Roman: lȋšće; Slovak: lístie; Slovene: listje; Sorbian Lower Sorbian: list; Spanish: follaje; Swedish: lövverk, bladverk; Tagalog: kadahunan; Ukrainian: листя; Venetian: stram; Volapük: bledem; Welsh: deiliant