ἀκόλουθος

From LSJ
Revision as of 06:46, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλουθος Medium diacritics: ἀκόλουθος Low diacritics: ακόλουθος Capitals: ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: akólouthos Transliteration B: akolouthos Transliteration C: akolouthos Beta Code: a)ko/louqos

English (LSJ)

ἀκόλουθον, (ἀ- copul., κέλευθος, cf. Pl.Cra.405d)
A following, attending on, mostly as substantive, follower, attendant, IG1.1, Ar.Av.73; ὅτοισι παῖς ἀ. ἐστιν Eup.159.3; freq.in Att. Prose, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, etc.; οἱ ἀκόλουθοι = camp followers, X.Cyr.5.2.36: fem., Plu. Caes.10: metaph., Δίκα Εὐνομίας ἀκόλουθος B.14.55.
2 following after, c. gen., πλάτα . . Νηρῄδων ἀ. S.OC719 (lyr.).
3 following, consequent upon, in conformity with, c. gen., τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν Ar. Ach.438, cf. Pl.Phd.111c: mostly c. dat., Id Lg.716c, Ti.88d; ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257; ἀ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι Arist.Pol.1321b3; consistent, οὐδὲν ἀ. αὑτῷ λέγει Demetr.Eloc.153; of persons, conforming, τῇ ὑμετέρἁ βουλήσει PTeb.44.34 (ii B. C.): abs., correspondent, Lys.21.10; τἆλλα πάντα τὰ ἀ. Hyp.Eux.25; λόγους πράξεις ἀ. Epicur.Sent.25; consistent with one another, X.An. 2.4.19. Adv. ἀκολούθως = in accordance with, ἀκολούθως τοῖς νόμοις D.44.67; ἀκολούθως τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. Phld.Piet.100, D.S.4.17: abs., consistently, Metrod.Fr.17, Aristid.2.28 J., Plot.4.3.20.
4 in accordance with nature, Zeno Stoic.1.55.
5 Gramm., analogical, A.D.Pron.11.21, al. Adv. ἀκολούθως = analogically, Id.Synt.159.6.
6 in Logic, consequent, περὶ ἀκολούθων, title of work by Chrysipp . . Stoic. 2.5, cf. 69; τοῦτο γὰρ ἀκολούθως = that follows, Phld.Ir.p.84 W.—Used once by S. l.c.; otherwise only in Com. and Prose.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1acompañante, seguidor, compañero, Δίκα Εὐνομίας ἀκόλουθος B.15.55, πλάτα ... Νηρῄδων ἀκόλουθος S.OC 719.
2 como subst. ὁ, ἡ acompañante, servidor, IG 13.6B.12 (V a.C.), Ar.Au.73, Eup.172.3, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, Plu.Caes.10
en el ejército οἱ ἀκόλουθοι los servidores (lixae, calones, etc.) del ejército, X.Cyr.5.2.36
como oficio sacerdotal ayudante, esp. ayudante personal del representante permanente del sumo sacerdote en el Serapeon UPZ 5.17, 6.14 (ambos II a.C.).
II de cosas
1 que es conforme a, que está de acuerdo con c. dat. οὐ ἀκόλουθα οὐδὲ σύμφωνα οἷς τὸ πρῶτον ἔλεγες Pl.Grg.457e, cf. Lg.716c, Demetr.Eloc.153, πράξεις λόγοις Epicur.Sent.[5] 25, τοῖς προειρημένοις Isoc.15.273, τοῖς εἰρημένοις Arist.Pol.1321b4, ἀ. ... ὁ νῦν λόγος ... τῷ τότε ῥηθέντι D.15.7, ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257, cf. PAgon.1.12 (III d.C.), ἀκόλουθος τοῖς ἐψηφισμένοις ἐπιστολή CRIA 166.21 (III a.C.), δημηγορήσας ἀκόλουθα τοῖς ἀγγέλοις D.C.40.37.2, cf. ITemple of Hibis 4.32 (I d.C.), c. gen. ἀκόλουθα ῥακῶν Ar.Ach.438, ἀκόλουθος τούτων Pl.Phd.111c
subst. τὸ ἀκόλουθον = coherencia Demetr.Lac.Herc.1012.43.3
gram. analógico A.D.Pron.11.21
ret. ἀκόλουθος de un tipo de metáfora cuya recíproca es posible (p. ej. «auriga de nave» y «piloto de carro»), Charis.272, Diom.1.457.24.
2 que sigue, siguiente, λέγε τὸ ἀκόλουθον = lee lo que sigue, de un documento, D.37.24, ἀκόλουθος λόγος tratado que es continuación (del de Arato), Plb.4.2.1, ἀκόλουθος καιρός LXX 2Ma.4.17, τἀκόλουθα τούτοις I.AI 4.1, cf. Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
3 resultante, dependiente de τοῦτο γὰρ ἀ. esta es la consecuencia Phld.Ir.42.3, c. gen. τιμωρία δέ, ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Pl.Lg.728c, ἀκόλουθα ταῦτα ... ἀλλήλων X.Oec.11.12, τὴν (τέχνην) ἀ. ταύτης X.Smp.4.61, c. dat. τὰ ἀκόλουθα τούτοις Pl.R.580e, cf. Din.1.1
ἀκόλουθόν ἐστι = es lógico c. inf. τό τε ἐπιθήσεσθαι καὶ λύσειν τὴν γέφυραν X.An.2.4.19, cf. D.48.41, D.H.Comp.26.8, PTeb.296.14 (II d.C.)
en locuciones κατ' ἀκόλουθον en consecuencia Corn.ND 33, IG 22.1099.27 (II d.C.)
subst. ὁ ἀκόλουθος, τὸ ἀκόλουθον = la consecuencia, el resultado προστιθέναι τινὶ τἀκόλουθον Plb.7.11.11
mat. resultado de proposiciones anteriores, Papp.90.4, 352.3.
4 progresivo, paulatino ἀκόλουθος ἀνάβασις πρὸς τὰ ὑψελότερα τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
5 subst. τὰ ἀκόλουθα enseres, objetos propios de c. dat. τὰ ἀκόλουθα ποίμνῃ D.47.52, cf. 13.28, τὰ περὶ τὴν στρατείαν D.S.1.94
abs., Hyp.Eux.25.
III adv. ἀκολούθως
1 de acuerdo con, conforme a c. dat. ἀ. τοῖς νόμοις D.44.67, IG 22.682.46 (III a.C.), τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. D.S.4.17, τοῖς λόγοις Plb.3.116.2, cf. 4.23.2, τεῖ [τ] οῦ βασιλέως αἱρέσει ID 1497bis.b.32 (II a.C.), τῇ χειρογραφίᾳ PSI 901.14 (I d.C.), cf. BGU 1588.6 (III d.C.), Stud.Pal.22.50.4 (III d.C.) PBouriant 19.32 (V/VI d.C.), τῇ ὑποτεταμένῃ γνώσει PMerton 125.3 (VI d.C.)
c. gen. τῶν διὰ τοῦ γραφείου σημαινομένων PAmst.41.101 (I a.C.)
coherentemente Metrod.17, Aristid.Or.2.110, Plot.4.3.20.
2 gram. analógicamente A.D.Synt.159.6.
3 a continuación σκοπῶμεν ἀκολούθως S.E.M.7.46
en orden, Hom.Clem.15.9.
4 por consiguiente Corn.ND 11.
• Etimología: ᾰ- < *sm̥- c. disim. y raíz de κέλευθος ‘camino’, q.u.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui suit, qui accompagne ; subst.ἀκόλουθος suivant, serviteur ; ἡ ἀκόλουθος PLUT suivante ; οἱ ἀκόλουθοι XÉN la suite d'une armée (valets, marchands, etc.);
II. qui est la suite, la conséquence de :
1 qui s'accorde avec, τινι;
2 qui se suit, qui se tient, conséquent.
Étymologie: ἀ- cop., κέλευθος.

German (Pape)

(ἀ copul. und κέλευθος, vgl. Plat. Crat. 405c),
1 der den Weg mit einem andern zusammenmacht, Begleiter, bes. Diener, Lys. 32.16; ἀκ. σοὶ ἠκολούθει Xen. Mem. 3.13.6; καὶ θεράπων Plat. Symp. 203c, und öfter; παῖδες ἀκ. Dem. 86.45, 45.61; Luc. Nigr. 13.20, und sonst; οἱ ἀκ., beim Heere, der Troß, Xen. Cyr. 5.2.7. Später: Nachfolger, Schüler.
2 adj., woraus folgend, damit übereinstimmend, gewöhnl. c. dat., δίκαι ταῖς πράξεσιν ἀκ. Plat. Legg. IX.853a; δύναμιν ἀκ., οἷς ψηφίζεσθε, οὐκ ἔχετε, Dem. 13.33; νόμῳ νόμος 24.144; bes. im neutr., Plat. Gorg. 457e, mit σύμφωνα verb.; auch c. gen., Ar. Ach. 413 τὰ ἀκόλουθα τῶν ῥακῶν; Plat. Phaed. 111c τούτων ἀκόλουθον εὐδαιμονίαν; Xen. O. 3.2, 11.12; ganz einfach οὐκ ἀκόλουθά ἐστι τὸ ἐπιθήσεσθαι καὶ τὸ λύσειν τὴν γέφυραν An. 2.4.10.
• Adv. ἀκολούθως, übereinstimmend, τινί, womit, folglich, ἔχειν τινί Din. 3.13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόλουθος:
1 следующий (за), сопутствующий, сопровождающий (τινος Soph., Plat., Plut.);
2 соответствующий, сообразный (τινος и τινι Arph., Plat., Plut.): οὐκ ἀκόλουθα Xen. вещи (взаимно) несогласованные; ἀκόλουθον τοῖς εἰρημένοις (ἐστί) … Arst. в соответствии со сказанным нужно ….
II ὁ и ἡ
1 спутник, провожатый, слуга; pl. челядь, свита Thuc., Lys., Arph., Plat., Plut.;
2 личный состав обоза Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλουθος: -ον, (ἀ ἀθροιστ., κέλευθος, Πλάτ. Κρατ. 405C): - ὁ ἀκολουθῶν, ὑπηρετῶν τινι, τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Λατ. pedisequus, Ἀριστοφ. Ὄρ. 73· ὅτοισι παῖς ἀκ. ἐστιν... οἱ ὁποῖοι διατηροῦσιν ὑπηρέτην μικρόν, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1.3· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζ. Ἀντιφῶν 115, 19, Θουκ. 6. 28., 7.75, Πλάτ. Συμπ. 203C, κτλ. οἱ ἀκόλουθοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ στράτευμα, τὰ σκευοφόρα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 36: ὡσαύτως θηλ. Πλουτ. Καῖσ. 10. 2) ἀκολουθῶν μετά τινα, μετὰ γεν., πλάτα... Νηρῄδων ἀκ., Σοφ. Ο. Κ. 719 (λυρ.). 3) ὁ ἀκολουθῶν ὡς ἐπακολούθημά τινος ἢ σύμφωνός τινι, μ. γεν. τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 438, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 111C· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. Νόμ. 716C. Τίμ. 88D· ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, Δημ. 312, 25· ἀκ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 1· - ἀπολύτ., ἀνάλογος, Λυσ. 162. 26· - σύμφωνα πρὸς ἄλληλα, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 19. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 36. - Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός..., τοῖς νόμοις, Δημ. 1100.14· πρβλ. Διόδ. 4.17· ἀπολ., συμφώνως, εἰκότως καὶ ἀκ., Ἀριστείδ. 2. 142· - ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλλως μόνον παρὰ Κωμ. καὶ Πεζ. συγγρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀκόλουθος, -ον)
1. αυτός που έρχεται μετά από κάτι άλλο, κατοπινός, επόμενος
2. αυτός που συμφωνεί με κάτι που προηγήθηκε, συνεπής, σύμφωνος
3. το αρσ. ως ουσ. ο ακόλουθος
αυτός που ακολουθεί κάποιον ως υπηρέτης, υφιστάμενος ή απλός συνοδός
4. επίρρ. ακολούθως
α) κατόπιν, μετά
β) σύμφωνα με
νεοελλ.
βαθμός της δημόσιας υπαλληλικής ιεραρχίας στο διπλωματικό σώμα
(αρχ. -μσν.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκόλουθον
λογική συμφωνία με κάτι που προηγήθηκε, ακολουθία, αλληλουχία
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ἀκόλουθος
1. βαθμός του κατώτερου κλήρου στη Δυτική Εκκλησία, βοηθός ιερέα
2. ο αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής
αρχ.
1. σύμφωνος, ταιριαστός, αντίστοιχος
2. (λογ.) αυτός που συνεπάγεται λογικά, ο επακόλουθος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀκόλουθοι
αυτοί που ακολουθούν το στράτευμα
4. επίρρ. ἀκολούθως
σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. λ. με ευρεία χρήση τόσο στην αττική και στη μεταγενέστερη πεζογραφία, όσο και στην ποίηση και μάλιστα στην κωμωδία. Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη από το - το αθροιστικό και την ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος της λ. κέλευθος «δρόμος» — η μετάπτωση του θέματος οφείλεται στη σύνθεση (πρβλ. φρὴνἄφρων). Επομένως ακόλουθος είναι «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, ο συνοδός», απ' όπου και η σημασία «σύμφωνος, συνεπής» κατ' επέκταση δε και «ο κατοπινός, ο επόμενος» άρα και «ο βοηθός, ο υπηρέτης».
ΠΑΡ. ακολουθία, ακολουθώ.
ΣΥΝΘ. ανακόλουθος, συνακόλουθος, φιλακόλουθος.

Greek Monotonic

ἀκόλουθος: -ον (α αθροιστικό κέλευθος),
1. αυτός που ακολουθεί, που υπηρετεί· ως ουσ., ακόλουθος, υπηρέτης, Λατ. pedisequus, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἀκόλουθοι, αυτοί που ακολουθούν το στράτευμα, σκευοφόρα, σε Ξεν.
2. αυτός που ακολουθεί μετά από κάποιον, με γεν., Νηρῄδων ἀκ., σε Σοφ.
3. αυτός που ακολουθεί ή επακολουθεί ως συνέπεια, ο σύμφωνος προς, με γεν., σε Αριστοφ.· επίσης με δοτ., σε Πλάτ.· απόλ. ο σύμφωνος με κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -θως, σύμφωνα, συμφώνως προς, τοῖς νόμοις, σε Δημ.

Frisk Etymological English

See also: κέλευθος

Middle Liddell

copulat., κέλευθος
1. following, attending on; as substantive a follower, attendant, Lat. pedisequus, Ar., Thuc., etc.; οἱ ἀκόλουθοι the camp-followers, Xen.
2. following after, c. gen., Νηρήιδων ἀκ. Soph.
3. following or consequent upon, in conformity with, c. gen., Ar.; also c. dat., Plat.:—absol. agreeing with one another, Xen., etc.:— adv. -θως, in accordance with, τοῖς νόμοις Dem.

Frisk Etymology German

ἀκόλουθος: -ον
{akólouthos}
Meaning: begleitend, Begleiter, Begleiterin, entsprechend (att. und sp. Prosa, Kom.).
Derivative: Deminutivum ἀκολουθίσκος (Ptol. Euerg.). Abstraktbildung ἀκολουθία Gefolge, Reihenfolge, Konsequenz (vorw. philosoph. Terminus). Denominatives Verb ἀκολουθέω folgen mit dem Verbalsubst. ἀκολούθησις (Arist.) und dem Adj. ἀκολουθητικός (Arist. usw.).
Etymology: Von α copulativum und κέλευθος Pfad mit Ablaut wie in φρήν: ἄφρων, vgl. Schwyzer 355 Zus. 2. Nicht überzeugend Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 375.
Page 1,55

English (Woodhouse)

attendant, consequent, incident to, agreeable to, compatible with, conformable to, consistent with, in accordance with, in conformity with, pertaining, relative to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀκολουθεῖ κάτι). Ἀπό τό α άθροιστ. + κέλευθος (ἀπό συμφυρμό τῶν θεμ. κελευκαί τοῦ ἐλεύθ-). Ἀπό τή λέξη ἀκόλουθος παράγονται οἱ λέξεις: ἀκολουθῶ, ἀκολούθησις, ἀκολουθητικός, ἀκολουθία, ἀκολουθητέον.

Translations

follower

Afrikaans: volgger; Albanian: ithtar; Arabic: تَابِع; Egyptian Arabic: تابع, مرمطون; Belarusian: паслядоўнік, паслядоўніца; Bulgarian: последовател; Catalan: seguidor; Chinese Mandarin: 追隨者, 追随者; Danish: efterfølger; Dutch: volger, navolger; Finnish: seuraaja; Galician: seguidor; Georgian: მიმყოლი; German: Nachfolger, Nachfolgerin; Greek: ακόλουθος; Ancient Greek: ἀκόλουθος; Guaraní: tembiguái; Hindi: अनुयायी, अनुगामी; Hungarian: követő; Japanese: 支持者; Korean: 추종자(追從者), 신봉자(信奉者), 지지자(支持者); Latin: sectator; Macedonian: следач; Norn: efterman; Old English: folgere; Portuguese: seguidor; Russian: последователь, последовательница; Spanish: seguidor; Swahili: mfuasi; Swedish: följare, följeslagare; Tagalog: tagasunod; Turkish: takipçi; Ukrainian: послідовник, послідовниця

attendant

Bulgarian: прислужник; Chinese Mandarin: 仆人; Finnish: palvelija, lakeija; German: Diener, Dienerin, Lakai, Lakaiin, Kammerdiener, Kammerdienerin, Zofe, Bediensteter, Bedienstete, Bediener, Bedienerin, Dienstbote, Dienstbotin; Ancient Greek: ἀκόλουθος, ἀμορβός, διάκονος, διάκων, διήκονος, ἑπάμων, ἑπέτης, ἑπωπίς, θεραπευτήρ, θεράπων, θέραψ, μελεδωνός, ὀπαδός, ὀπηδός, ποδηγός, πρόσπολος, ὑποδρηστήρ, ὑπηρέτης; Hungarian: szolga, lakáj, komornyik, szobalány, cseléd, inas; Irish: eachlach; Italian: servitore, domestico; Maori: hāwini, wheteke; Middle English: serjaunt