θυσία

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσία Medium diacritics: θυσία Low diacritics: θυσία Capitals: ΘΥΣΙΑ
Transliteration A: thysía Transliteration B: thysia Transliteration C: thysia Beta Code: qusi/a

English (LSJ)

Ion. θυσίη, ἡ, (θύω) prop.
A burnt-offering, sacrifice, mostly in plural, v.l. in Batr.176, cf. Emp.128.6, etc.; ἐν θυσίησι εἶναι Hdt.8.99; θυσίαισι δέκεσθαί τινα Pi.P.5.86, cf. I.5(4).30; θυσίῃσι ἱλάσκεσθαι τὸν θεόν Hdt.1.50, cf. 6.105; θυσίας ἔρδειν, θυσίας ἐπιτελέειν, θυσίας ἀνάγειν, Id.1.131, 2.63,60: also in sg., θυσίαν ποιεῖσθαι, θυσίαν θύειν, Pl.Smp.174c, R.362c; θυσίας ἄγειν Id.Alc.2.148e; θυσία σωτηρίου, θυσία αἰνέσεως, θυσία τῆς τελειώσεως, LXXLe.3.1, 7.2, Ex.29.34; of the gods, θυσίαν δέχεσθαι A.Th.701 (lyr.).
2 mode of sacrifice, θυσίη δὲ ἡ αὐτὴ πᾶσι κατέστηκε Hdt.4.60, cf. 2.39.
3 festival, at which sacrifices were offered, Pl.Phd.61b, Ti.26e, al.; θυσίαι καὶ διαγωγαὶ τοῦ συζῆν Arist.Pol.1280b37, cf. EN1160a20; περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν = festivals on Rhodes, title of work by Theognis Hist.
b generally, rite, ceremony, Plu.2.693f, Thes.20.
II victim, offering, Plu.2.184f, Luc. Sacr.12.

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, das Opfern, die Opferhandlung; ἐν θυσίῃσιν εἶναι Her. 8, 99. 6, 105 u. öfter; 4, 60 θυσίη δὲ ἡ αὐτὴ πᾶσι κατέστηκε περὶ πάντα τὰ ἱρὰ ὁμοίως, die Opferhandlung wird auf dieselbe Weise verrichtet; ἐν ἱερῶν θυσίαις Plat. Rep. IV, 394 a; ἐν θυσίαισιν φαενναῖς Pind. I. 5, 38; das Opfer selbst, οὗτ' ἂν ἐκ χερῶν θεοὶ θυσίαν δέχωνται Aesch. Spt. 683; σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν Ag. 147; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περί. σεπται Eum. 1038; θυσίῃσι ἐπετείῃσι ἱλάσκονται τὸν Πᾶνα Her. 6, 105; θυσίαι καὶ ἱρά 1, 63; εὐχαὶ καὶ θυσίαι Thuc. 8, 70; θυσίαν ποιεῖσθαι, ein Opfer, Opferfest veranstalten, Plat. Conv. 174 c u. sonst; θῦσαι θυσίαν δεχήμερον Ep. VII, 349 d; θεοῖς θυσίας θύειν Rep. II, 362 c (vgl. Eur. I. A. 6731; θυσίας ἄγειν Alc. II, 148 e. – Bei Luc. sacr. 12 das Opferthier; bei Plut. reg. apophth. Antioch. p. 113 alles zur Verrichtung des Opfers Gehörige.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. sacrifice :
1 cérémonies d'un sacrifice, rites sacrés : θυσίας ἕρδειν, θυσίας ἀνάγειν, θυσίας ἐπιτελέειν HDT accomplir un sacrifice ; au sg. θυσίαν τινὶ ποιεῖσθαι PLAT offrir un sacrifice à qqn;
2 fête où l'on offrait un sacrifice;
3 manière d'offrir le sacrifice;
II. victime pour le sacrifice ; p. ext. offrande pour un sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Russian (Dvoretsky)

θῠσία: ион. θῠσίη ἡ θύω I]
1 преимущ. pl. (тж. θυσίαι ἱερατικαί Arst.) жертвенный обряд, церемония жертвоприношения, жертвоприношение (σφάγια καὶ θυσίαι NT): θυσίας ἕρδειν, θυσίας ἀνάγειν и θυσίας ἐπιτελέειν Her., θυσίαν τελεῖν Plut. совершать жертвоприношение; θυσίαν ποιεῖν или θυσίαν θύειν τινί Plat., Arst., Plut. приносить жертву кому-л.;
2 празднества с жертвоприношениями: ἐν θυσίῃσι εἶναι Her. справлять праздник; οὗ ἦν ἡ παροῦσα θ. Plat. (божество), в честь которого справлялся данный праздник;
3 жертвенное животное, жертва (προσάγειν τὰς θυσίας Luc.; παραδιδόναι τοῖς ἱερεύσι τὴν θυσίαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (θύω) προσφορὰ ἢ τρόπος προσφορᾶς, Ἡρόδ. 2. 39., 4. 60. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ Ὁμηρικὸν θύεα, προσφοραί, θυσίαι, ἱεραὶ τελεταί, Βατρ. 176, Ἐμπεδ. 422, καὶ Ἀττ.· ἐν θυσίῃσι εἶναι Ἡρόδ. 8. 99· θυσίαισι δέκεσθαί τινα Πίνδ. Π. 5. 115, πρβλ. Ι. 5 (41. 38· θυσίῃσι ἱλάκεσθαι τὸν θεὸν Ἡρόδ. 1. 50., 6. 105· θυσίας ἔρδειν 1. 131, κ. ἀλλ.· ἐπιτελέειν αὐτόθι 63· ἀνάγειν 2. 60· εἶναι ἐν θυσίῃσι 8. 99· θυσίαν ποιεῖσθαι, θύειν Πλάτ. Συμπ. 174C, Πολ. 362C· ἄγειν, ἀποδιδόναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 148Ε, κτλ.· ἐπὶ τῶν οἰκογενειακῶν θυσιῶν, Λατ. sacra privata, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5, Πολιτικ. 3. 9, 13· ― ἐπὶ τῶν θεῶν, θυσίαν δέχεσθαι Αἰσχύλ. Θήβ. 701· ἐλέγετο δὲ ἢ θυσία θεοῦ ἢ θ. θεῷ Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 1132. 3) ἑορτὴ ἢ πανήγυρις, καθ’ ἣν προσεφέροντο θυσίαι, Πλάτ. Φαίδωνι 51Β, Τιμ. 26Ε, κ. ἀλλ.· θ. καὶ διαγωγαὶ τοῦ συζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 13, πρβλ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5. ΙΙ. αὐτὸ τὸ θῦμα, Λουκ. π. Θυσ. 12, Πλούτ. 2. 184Ε.

English (Slater)

θῠσία sacrifice ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν (O. 6.78) σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν (P. 5.86) ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί (sc. ἀνυμνοῦνται) (I. 5.30) λιπαροτρόφων θυσί[ — μή]λων (Pae. 12.6) τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 12.

Spanish

rito, acto de ofrenda, objeto de ofrenda, objeto de sacrificio, sacrificio

English (Strong)

from θύω; sacrifice (the act or the victim, literally or figuratively): sacrifice.

English (Thayer)

θυσίας, ἡ (θύω) (from Aeschylus down), the Sept. for מִנְחָה an offering, and זֶבַח; a sacrifice, victim;
a. properly: R G L Tr text brackets), see ἁλίζω); singular)); ἀνάγειν θυσίαν τίνι, ἀναφέρειν, ἀνάγω, and ἀναφέρω 2); (δοῦναι θυσίαν, προσφέρειν, διά τῆς θυσίας αὐτοῦ, by his sacrifice, i. e. by the sacrifice which he offered (not, by offering up himself; that would have been expressed by διά τῆς θυσίας τῆς ἑαυτοῦ, or διά τῆς ἑαυτοῦ θυσίας), ἐσθίειν τάς θυσίας, to eat the flesh left over from the victims sacrificed (viz. at the sacrificial feasts; cf. (Winer's RWB under the word Opfermahlzeiten), θυσίαι πνευματικαι (see πνευματικός, 3a.), θυσία, a free gift, which is likened to an offered sacrifice, τοιαύταις θυσίαις, i. e. with such things as substitutes for sacrifices God is well pleased); θυσία ζῶσα (see ζάω, II.
b. at the end), ἀναφέρειν θυσίαν αἰνέσεως, αἴνεσιν ὡς θυσίαν, the author would not have added, as he has, the explanation of the words; he must therefore be supposed to have reproduced the Hebrew phrase זִבְחֵי־תּודָה, and then defined this more exactly; αἴνεσις); ἐπί τῇ θυσία ... τῆς πίστεως ὑμῶν (epexegetical genitive), in the work of exciting, nourishing, increasing, your faith, as if in providing a sacrifice to be offered to God (cf. ἐπί, p. 233 b bottom), Philippians 2:17.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θυσία, Α και ιων. τ. θυσίη)
αιματηρή ή αναίμακτη προσφορά λατρευτικού χαρακτήρα σε θεότητα
νεοελλ.
1. η εκούσια στέρηση, η εγκατάλειψη υλικών ή ηθικών αγαθών που γίνεται για χάρη κάποιου άλλου ή για ορισμένο ευγενή σκοπό («έκανε θυσίες για να μεγαλώσει τα παιδιά της»)
2. φρ. α) «γίνομαι θυσία»
i) προσφέρω τον εαυτό μου για κάποιο σκοπό, θυσιάζομαι
ii) προσφέρω τα πάντα για να ευχαριστήσω κάποιον
β) «κάνω το κορμί μου θυσία» — θυσιάζομα
γ) «θυσία στον Βάκχο» ή «στον Διόνυσο» — λέγεται περιπαικτικά για μεγάλη οινοποσία
δ) «θυσία στην Αφροδίτη» — λέγεται για αφροδισιασμό
μσν.-αρχ.
το θύμα
αρχ.
1. ο τρόπος της προσφοράς
2. εορτή, πανήγυρη κατά την οποία γίνονταν και προσφορές προς τους θεούς
3. ιεροτελεστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- του θύω (I). Δήλωνε αρχικά την αιματηρή προσφορά προς τους θεούς και το τραπέζι που επακολουθούσε. Απέκτησε τη μεταφορική σημασία αργότερα.
ΠΑΡ. θυσιάζω
αρχ.
θύσιμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυσιουργός. (Β' συνθετικό) ανθρωποθυσία
αρχ.
βουθυσία, ειδωλοθυσία, εκθυσία, ευθυσία, ιεροθυσία, ορνεοθυσία, ουλοθυσία
νεοελλ.
αδελφοθυσία, αιματοθυσία, αυτοθυσία, εθελοθυσία].

Greek Monotonic

θῠσία: Ιων. -ίη, ἡ (θύω Α),
I. 1. προσφορά ή τρόπος προσφοράς, σε Ηρόδ.
2. στον πληθ., θυσίες, προσφορές, ιερές τελετές, σε Βατραχομ., Ηρόδ., Αττ.· θυσίῃσι (Ιων. δοτ. πληθ.) ἱλάσκεσθαι τὸν θεόν, σε Ηρόδ.· θυσίας ἔρδειν, ἐπιτελέειν, ἀνάγειν, στον ίδ.· λέγεται για τους θεούς, θυσίαν δέχεσθαι, σε Αισχύλ.
3. γιορτή, κατά την οποία προσφέρονταν θυσίες, σε Πλάτ.
II. το αντικείμενο ή η πράξη της θυσίας, σε Λουκ.

Middle Liddell

θῠσία, ἡ, [θύω1]
I. an offering or mode of offering, Hdt.
2. in plural offerings, sacrifices, sacred rites, Batr., Hdt., Attic; θυσίῃσι (ionic dat. pl.) ἱλάσκεσθαι τὸν θεόν Hdt.; θυσίας ἕρδειν, ἐπιτελέειν, ἀνάγειν Hdt.; of the gods, θυσίαν δέχεσθαι Aesch.
3. a festival, at which sacrifices were offered, Plat.
II. the victim or offering itself, Luc.

Chinese

原文音譯:qus⋯a 替西哦
詞類次數:名詞(29)
原文字根:獻祭 相當於: (זֶבַח‎) (מִנְחָה‎)
字義溯源:獻祭,獻為祭,祭,祭物,祭祀;源自(θύω / ἐπιθύω)*=獻祭,宰殺)。基督愛我們,為我們捨了自己,當作馨香的供物和祭物,獻與神( 弗5:2),好除掉我們的罪( 來9:26,28)。所以我們也當將身體獻上,當作活祭,是聖潔的,是神所喜悅的( 羅12:1)
出現次數:總共(29);太(2);可(2);路(2);徒(2);羅(1);林前(1);弗(1);腓(2);來(15);彼前(1)
譯字彙編
1) 祭物(19) 可9:49; 路13:1; 徒7:42; 林前10:18; 弗5:2; 腓2:17; 腓4:18; 來5:1; 來7:27; 來8:3; 來9:9; 來9:23; 來10:1; 來10:5; 來10:8; 來10:11; 來10:12; 來10:26; 來11:4;
2) 祭(5) 路2:24; 羅12:1; 來13:15; 來13:16; 彼前2:5;
3) 祭祀(3) 太9:13; 太12:7; 可12:33;
4) 獻為祭(1) 來9:26;
5) 拿祭物(1) 徒7:41

English (Woodhouse)

sacrifice, public festival, public thanksgiving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Παράγωγο τοῦ θύω (=θυσιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

ἡ 1 rito, acto de ofrenda ποιήσας αὐτῷ θυσίαν, ὡς ἔθος ἔχεις habiendo realizado en su honor una ofrenda, como tienes costumbre P I 25 P V 232 τελέσαντι δέ σοι θυσίαν ἀποδώσω si me lo cumples, te presentaré una ofrenda P IV 2096 ἐλθ' ἐπ' ἐμαῖς θυσίαις καὶ μοι τόδε πρᾶγμα τέλεσσον acude a mis actos de ofrenda y cúmpleme este asunto P IV 2565 P IV 2869 λόγος πρῶτος λεγόμενος σὺν τῇ θυσίᾳ primera fórmula que se recita con el acto de ofrenda P XII 39 P XII 58 P XII 66 κύριε, τῇ πόστῃ καλῶ τὸν θεὸν εἰς τὰς ἱερὰς θυσίας señor, en tal día invoco al dios para las sagradas ofrendas P XIII 122 P XIII 678 παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμινα prepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364 2 objeto de ofrenda o objeto de sacrificio αὐτῷ ἄλειψον καὶ περίμενε εὐχόμενος, ἕως ἡ θυσία ἀποσβῇ úngete en su honor y permanece suplicando hasta que la ofrenda se consuma P II 75 θυσίαν πάλιν ποιήσας ἀλεκτρύονα ofrece de nuevo como sacrificio un gallo P III 700 ἵνα καὶ χωρὶς τῶν θυμιαμάτων ἡ θυσία ὀσμὴν παρέχῃ para que incluso sin las sustancias aromáticas el sacrificio despida buen olor P XIII 365 ἐπὶ τῷ βωμῷ δὲ καὶ θυσία κείσθω que en el altar esté también la ofrenda P XIII 375

Lexicon Thucydideum

sacrificium, sacrifice, 2.38.1, 3.58.5, 5.11.1, (Brasidae mortuo Brasidas having died) 5.16.3, 5.50.2, 7.72.2, [vulgo commonly ἡράκλεια] 8.70.1, 8.109.1.

Translations

sacrifice

Arabic: تَضْحِيَة‎, قُرْبَان‎; Armenian: զոհ, զոհաբերություն; Asturian: sacrificiu; Avar: къурбан; Azerbaijani: qurban, qurbanlıq; Belarusian: ахвяра; Bengali: কোরবানি, ত্যাগ; Bulgarian: жертва; Catalan: sacrifici; Chinese Mandarin: 犧牲/牺牲; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: offer, opoffering; Esperanto: ofero; Estonian: ohverdus; Finnish: uhraus, uhri, uhrilahja; French: sacrifice; Galician: sacrificio; Georgian: მსხვერპლი, ზვარაკი; German: Opfer; Greek: θυσία; Ancient Greek: θυσία, θῦμα; Hebrew: קורבן‎; Hindi: निसार, कुरबानी, क़ुर्बानी, त्याग; Hungarian: áldozat; Icelandic: fórn; Ido: sakrifikajo; Irish: íobairt; Italian: sacrificio; Japanese: 犠牲, 生贄; Kazakh: құрбандық; Khmer: យញ្ញ, ទេវតាពលី, បូជនកិច្ច, មហាយញ្ញ; Korean: 희생(犧牲); Kurdish Central Kurdish: قوربانی‎; Kyrgyz: курмандык; Latin: sacrificium; Latvian: upuris; Macedonian: жртва; Malayalam: ബലി; Maore Comorian: sadaka; Maori: raupanga; Mongolian: тахил; Norwegian Bokmål: offer; Nynorsk: offer; Old English: blōt, ġeblōt, lāc; Old French: sacrifise; Pashto: قرباني‎; Persian: قربانی‎; Plautdietsch: Opfa; Polish: ofiara; Portuguese: sacrifício; Romanian: sacrificiu, jertfă; Russian: жертва, пожертвование; Scottish Gaelic: ìobairt; Serbo-Croatian Cyrillic: жртва; Roman: žrtva; Slovak: obeta; Slovene: žrtev; Spanish: sacrificio; Swedish: offer; Tajik: қурбонӣ; Telugu: త్యాగం; Thai: ยัญ, เมธ; Turkish: kurban, kurbanlık; Turkmen: gurbanlyk, gurban; Ukrainian: жертва, офі́ра, пожертвування; Urdu: قربانی‎‎; Uyghur: قۇربانلىق‎, قۇربان‎; Uzbek: qurbonlik, qurbon; Vietnamese: lễ vật; Welsh: aberth

victim

Arabic: ضَحِيَّة‎; Egyptian Arabic: ضحية‎; Armenian: զոհ; Azerbaijani: zərərçəkən; Belarusian: ахвяра; Bulgarian: жертва; Catalan: víctima; Chinese Mandarin: 受害者, 受害人; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: slachtoffer; Finnish: uhri; French: victime; Galician: vítima; Georgian: მსხვერპლი, დაზარალებული; German: Opfer; Greek: θύμα; Ancient Greek: θῦμα; Hebrew: קָרְבָּן \ קורבן‎; Hindi: शिकार; Italian: vittima; Japanese: 犠牲者; Khmer: ជនរងគ្រោះ; Korean: 희생자(犧牲者); Kyrgyz: курман; Latgalian: upere; Latvian: upuris; Malay: mangsa; Maori: marurenga, pārurenga, patunga, ori; Norwegian Bokmål: offer; Ottoman Turkish: ضحیة‎, مغدور‎; Persian: قربانی‎; Polish: ofiara, poszkodowana, poszkodowany; Portuguese: vítima; Romanian: victimă; Russian: жертва, потерпевший, потерпевшая; Scottish Gaelic: ìobairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: жр̏тва; Roman: žȑtva; Slovak: obeť; Slovene: žrtev; Spanish: víctima; Swedish: offer; Thai: เหยื่อ; Ukrainian: жертва, офі́ра; Vietnamese: nạn nhân