πτῶσις
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
πτώσεως, ἡ, (πίπτω, πέπτωκα)
A falling, fall, κύβων Pl.R.604c, cf. Chrysipp.Stoic.2.282 (pl.); κεραυνῶν Arist.Mete.339a3, Plu.2.1005b (pl.); Φαέθοντος Plb.2.16.13: metaph., πτῶσις τῆς ψυχῆς, opp. ἔπαρσις, Zeno Stoic.1.51 (pl.): abs., calamity, ἐν καιρῷ πτώσεως LXX Si.3.31, cf. Ex.30.12; πτώσεις ἀνθρώπων Orph.Fr.251, al.; death, Lyd.Ost.12, 14,20.
II Gramm., mode or modification of a word, Arist.Po. 1457a18, al.; applied to cases, including nom., ib.20, Int.16b1: to genders, Id.SE173b27: to Sup. of Adjs., Id.Top.136b30: to Advbs., ib.15, Rh.1397a20: to Adjs. derived fr. nouns, e.g. χαλκοῦς, ib.1410a32: to tenses (exc. the pres.), Id.Int.16b17: so by the Stoics to variety of flexion, Stoic.3.263, but most freq. to cases of the Noun, Περὶ τῶν πέντε πτώσεων = Of the Five Cases, title of work by Chrysippus, cf. D.T.634.16, etc.; κατὰ μίαν πτῶσιν indeclinable, A.D.Adv.165.10.
III in the Logic of Arist., mood of syllogisms, APr.42b30.
b arrangement of terms in a syllogism, Id.APo.94a12.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Fallen, der Fall; κύβων, Plat. Rep. X, 604 c; Φαέθοντος, Pol. 2, 16, 13; Sp., wie Luc. gymnas. 28. – Bei den Gramm. der Casus; übh. eine Abwandlungsform des Wortes, wie δικαίως u. δίκαιον, Arist. top. 1, 15; dah. 2, 9 ῥηθήσεται τὸ δικαίως καὶ ἐπαινετῶς κατὰ τὴν αὐτὴν πτῶσιν ἀπὸ τοῦ ἐπαινετοῦ.
French (Bailly abrégé)
πτώσεως (ἡ) :
I. chute;
II. t. de gramm.
1 cas (cf. lat. casus) d'un nom ; ἡ ὀρθὴ ou εὐθεῖα πτῶσις cas direct ; αἱ πλάγιαι πτώσεις les cas obliques;
2 dérivé, mot formé d'un autre, comme l'adverbe de l'adjectif.
Étymologie: πίπτω.
Par. αἰτιατική, γενική, δοτική, κλητική, ὀνομαστική.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτῶσις, πτώσεως, ἡ [πίπτω] val; overdr.. οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν deze is er tot ondergang of opstanding van velen NT Luc. 2.34. gramm. verbogen vorm:; πτῶσις δ’ ἐστὶν ὀνόματος ἢ ῥήματος uitgang komt voor bij naamwoord of werkwoord Aristot. Poët. 1457a19; naamval.
Russian (Dvoretsky)
πτῶσις: πτώσεως ἡ
1 падение (κύβων Plat.; κεραυνῶν Arst.);
2 падение, упадок (π. καὶ ἀνάστασις NT);
3 грам. флексия (падежная, глагольная и т. п.) Arst.;
4 вид, форма, вариант (τὸ ἀγαθὸν ἐν ἑκάστῃ τῶν πτώσεων Arst.);
5 лог. модальность, модус (πτώσεις συλλογισμοῦ Arst.).
Spanish
English (Strong)
from the alternate of πίπτω; a crash, i.e. downfall (literally or figuratively): fall.
English (Thayer)
πτώσεως, ἡ (πίπτω, perfect πέπτωκα), a falling, downfall: properly, τῆς οἰκίας, πτωσεις οἴκων, Manetho, 4,617); tropically, εἰς πτῶσιν πολλῶν (opposed to εἰς ἀνάστασιν), that many may fall and bring upon themselves ruin, i. e. the loss of salvation, utter misery, Sept. chiefly for מַגֵּפָה, plague, defeat.)
Greek Monolingual
η / πτῶσις, πτώσεως, ΝΜΑ
1. το να πέφτει κανείς ή κάτι, το πέσιμο (α. «πτώση χαλαζιού» β. «καὶ ἔπεσε [ἡ οἰκία] καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη», ΚΔ.
γ. «τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν», Πολ.
δ. «ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων», Πλάτ.)
2. μτφ. ταπείνωση, κατάπτωση, ύφεση (α. «σημειώθηκε καταφανής πτώση του ηθικού» β. «πτῶσιν τῆς ψυχῆς», Ζήν.)
3. γραμμ. κατηγορία τών κλιτών λέξεων και, ειδικότερα, τών ονομάτων, που δηλώνει τον συντακτικό ρόλο τών λέξεων αυτών μέσα στην πρόταση («η αρχαία Ελληνική έχει πέντε πτώσεις»)
νεοελλ.
1. (για πόλη, οχυρό κ.λπ.) άλωση, εκπόρθηση («η πτώση της Βαρσοβίας»)
2. απώλεια της υψηλής θέσης που κατείχε κάποιος, παραίτηση ή καθαίρεση από αξίωμα, έκπτωση (α. «η πτώση της κυβέρνησης είναι βέβαιη» β. «η πτώση τών Αμβούργων»)
3. μείωση, ελάττωση, κάθοδος (α. «πτώση τών τιμών» β. «πτώση της θερμοκρασίας» γ. «πτώση του δολαρίου» δ. «πτώση τών ενοικίων»)
4. αστρον. η μετατόπιση ενός διαστημοπλοίου στο μεσοαστρικό διάστημα με σταθερή ταχύτητα, όταν οι προωθητικοί πύραυλοι έχουν παύσει να λειτουργούν
5. ιατρ. μετατόπιση προς τα κάτω, κάθοδος ενός οργάνου από τη φυσιολογική του θέση λόγω χαλαρώσεως τών μυοσυνδεσμικών στοιχείων που το συγκρατούν (α. «πτώση νεφρού» β. «πτώση της μήτρας»)
6. φυσ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα υπό την επίδραση του βάρους του
7. μουσ. καταληκτική μορφή αρμονικών διαδοχών που σηματοδοτεί το τέλος ολόκληρης ή μισής μουσικής φράσης, τμήματος ή ολόκληρης μουσικής σύνθεσης
8. φρ. α) «ελεύθερη πτώση» i) φυσ. φαινόμενο της μηχανικής σύμφωνα με το οποίο ένα σώμα κινείται ελεύθερα κατά ορισμένο τρόπο λόγω της επίδρασης της βαρύτητας
ii) (αερον.) η φάση της πτώσης ενός αλεξιπτωτιστή, η οποία αρχίζει τη στιγμή που αυτός εγκαταλείπει το αεροπλάνο και τελειώνει τη στιγμή που ανοίγει το αλεξίπτωτο
β) «πτώση τάσης»
(ηλεκτρολ.) η διαφορά δυναμικού η οποία παρατηρείται στα άκρα ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ-, βλ, λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -σις].
Greek Monotonic
πτῶσις: πτώσεως, ἡ (πίπτω, πέ-πτωκα),
I. πτώση, πέσιμο, σε Πλάτ.
II. Λατ. casus, η κάθε πτώση κλιτών ονομάτων στη γραμματική εκτός της ονομαστικής, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πτῶσις: πτώσεως, ἡ (πίπτω, πέπτωκα) τὸ πίπτειν, «πέσιμον», κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· κεραυνῶν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 1, 2, Πλούτ., κλπ.· Φαέθοντος Πολύβ. 2. 16, 13. II. γραμματικὴ τῆς καταλήξεως μεταβολή, μάλιστα ὡς τὸ Λατ. casus, ἐπὶ πάσης πτώσεως κλιτοῦ ὀνόματος πλὴν τῆς ὀνομαστικῆς (ἥτις ἐκαλεῖτο τὸ ὄνομα), Ἀριστ. π. Ἑρμην. 2. 3, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε περιλαμβάνει καὶ τὴν ὀνομαστ., ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20, 10· ὡσαύτως περὶ τῶν χρόνων τῶν ρημάτων πλὴν τοῦ ἐνεστ., ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 3. 2· καὶ ἐπὶ λέξεων σχηματιζομένων ἐξ ἄλλων ὡς τὸ ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἐπιθέτου, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 2, ἐν Ρητορ. 2. 23, 2. III. ἐν τῇ Λογικ. τοῦ Ἀριστ., ὁ συλλογιστικὸς τύπος ἐν παντὶ σχήματι συλλογισμοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ. αὐτόθι 4.
Middle Liddell
πτῶσις, πτώσεως, πίπτω, πέπτωκα
I. a falling, fall, Plat.
II. Lat. casus, the case of a noun, Arist.
Chinese
原文音譯:ptîsij 普拖西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:落(著)
字義溯源:跌倒,絆跌,倒塌;源自(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 跌倒(1) 路2:34;
2) 倒塌(1) 太7:27
Léxico de magia
ἡ aparición de un demon αἱ ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι καὶ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους, ἢ καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἢ π. δαίμονος ... μὴ ἰσχύσωσι κατὰ τῆς εἰκόνος que los Principados y Potencias y los señores de las tinieblas, ya sea un espíritu impuro o aparición de un demon, no tengan fuerza contra su imagen C 13 15 SM 84 5 (fr. lac.)