ἐλλείπω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλείπω Medium diacritics: ἐλλείπω Low diacritics: ελλείπω Capitals: ΕΛΛΕΙΠΩ
Transliteration A: elleípō Transliteration B: elleipō Transliteration C: elleipo Beta Code: e)llei/pw

English (LSJ)

A leave in, μόνον.. ἐλλελειμμένον left in a race, S.El.736; leave behind, οὐδ' ἐλλέλοιπας ἐλπίδα E.El.609; τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς A.R.1.515.
2 leave out, leave undone, freq. with neg. Pron. neut., μηδὲν ἐ. ὅσων χρὴ πονεῖν S.Aj.1379; οὐδὲν ἐλλείψουσι.. χειρουργίας Ar.Lys. 673; λέγε μηδὲν ἐλλείπων Pl.Plt. 269c, cf. Ti.17b, X.Mem.4.3.17; ἐ. τι τῶν νομίμων Id.Cyr.1.2.14; τοῦτ' αὐτὸ ἐ. Pl.Plt. 267c, cf.R.362d; ἔνια, σμικρά, Id.Cra.431c, 431d, etc.:—Pass., Id.Phlb.18d; τῆς προθυμίας οὐδὲν ἐλλέλειπται Lys.12.99; εὑρήσει οὐδὲν ἐλλειφθέν D.18.303.
b fail to pay, leave unpaid, ἐλλελοιπότες εἰσφοράν Id.24.172, cf. Arist. Ath.48.1; τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Plb.4.60.2.
3 intr., fall short, fail, οὐ μὴν Τρίοπός γ' ἐνέλειπεν h.Ap.213; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει S.Ant.584 (lyr.); ἤνπερ μὴ 'λλίπωσιν αἱ δίκαι Ar.Pl.859; ἐ. ἐν τῷ ἔργῳ Th.1.120; τοῖς ἱππικοῖς Plb.15.3.5; opp. περιγίγνεσθαι, Pl. Lg.740d; opp. πλεονάζειν, Isoc.2.33; opp. ὑπερβάλλειν, Pl.Lg.719d, Arist.EN1108b18; fail in duty, X.HG7.5.8, Eq.8.5; τὸ ἐλλεῖπον [τῆς ἐπιστήμης] = a deficiency of... Th.6.69; τὸ ἐ. ἐκπληρώσατε X.Cyr.4.5.39, etc.; to be too small, Id.Cyn.5.26; ἐλλείπων, ὁ, name of a throw of the dice, Eub.57.4.
b Geom., fall short, χωρίῳ by an area, Pl.Men. 87a, cf. Euc.6.27, al.
4 c. gen. rei, to be in want of, fall short of, lack, τὸν ἐλλείποντ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας A.Th.10; ἐ. [χρημάτων] Th.1.80; τῆς δόξης Id.2.61; τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα X.Hier.4.8; τὸ τίμημα ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις ταλάντοις fell short of the 6000 by 200, Plb.2.62.7; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι so far does he fall short of feeling pain, Arist.EN1108b5; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω (sc. τοῦ ταρβεῖν) A.Pr.961: with a neg., προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις ib.341, cf. Pl.Ti.20c; οὔτε ἀνοίας οὐδὲν ἐλλείπει οὔτε ἀναισχυντίας Id.R.571d: impers., ἐλλείπει πωμάτων there is lack of drink, Id.Lg.844b; οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ ib.740c; ὧν δ' ἐνέλειπε τῇ πόλει.. D.18.302.
5 c.gen.pers., to be inferior to, Pl.Alc.1.122c; ἐμπειρίᾳ μηδὲν ἐκείνων ἐ. Id.R.484d: also c. gen. rei, τἀνθάδε τῶν ἐκεῖ ἐ. Id.Alc.1.122d.
6 followedby μή c.inf., τί γὰρ ἐ. μὴ παραπαίειν; in what does it fall short of madness? A.Pr.1056 (anap.); οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ.. πυθέσθαι S.Tr.90.
7 c. part., ὅτι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Pl.Phdr.272b; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν will not fail to give thanks, Decr. ap. D.18.92: abs., οἱ ἐλλείποντες = defaulters, Id.22.44.
8 of things, to be wanting to or be lacking to... c.dat., X.Mem.2.1.8.
II c. acc. pers., ἐλλείπει τινά τι something fails one, Plb.9.41.11; ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείπῃ τῶν ἐπιτηδείων Id.10.18.11.
III Pass., to be surpassed, ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν X.Mem.2.6.5.
2 to be wanting, fail, Id.Cyr.6.2.37, Eq.3.8, etc.; to be inferior, Pl.R. 484d: c. gen., τινὸς εἰς σύνεσιν Id.Amat.136a.

Spanish (DGE)

A intr.
I gener. c. gen. separat. o de compar. y frec. op. a términos que sign. ‘exceder’, ‘ser superior
1 ser inferior a, no alcanzar el nivel de, quedarse a la zaga, quedarse corto
a) sent. fís. οὐ μὲν Τρίοπός γ' ἐνέλειπεν en verdad no se quedaba a la zaga de Tríope en una carrera h.Ap.213, ὄνυχας μήτε ὑπερέχειν μήτε ἐλλείπειν δακτύλων κορυφάς Hp.Off.4, ἐλλείπειν ἢ τοῦ βάθεος ἢ τοῦ μήκεος Hp.Morb.1.6
en v. med. mismo sent. ὅπως δ' ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον cuando ve que se ha quedado atrás solo en una carrera, S.El.736
abs. ser insuficiente, ser corto, estar por debajo (ταφῆς) ἐλλειπούσης tumba insuficiente op. ὑπερβεβλημένης Pl.Lg.719d, τὰ βλέφαρα ἐλλείποντα X.Cyn.5.26, τραχὺ δὲ τῷ τὸ μὲν ὑπερέχειν τὸ δὲ ἐλλείπειν Arist.Cat.10a23;
b) sent. no fís. quedarse corto, ser inferior, no llegar τῆς ... ὑπαρχούσης δόξης ... ἐλλείπειν ser inferior a su fama Th.2.61, cf. 6.69, τἀνθάδε τῶν ἐκεῖ ἐλλείπει Pl.Alc.1.122d, τὰ δὲ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα ὀλίγα op. τὰ ὑπερβάλλοντα X.Hier.4.8, ὅπως ... μήτε διὰ δειλίαν ἐλλείψῃ τῶν ἔργων para no quedarse atrás en su tarea por pereza Arist.Pol.1260a36, c. gen. y dat. limitativo ἐμπειρίᾳ δὲ μηδὲν ἐκείνων ἐλλείποντες Pl.R.484d, ὧν δὲ κτήσει ... ὑπερέχουσιν ἢ ... ἐλλείπουσιν Arist.Rh.1388a5, τοῦτο τοῦ διὰ πασῶν ἐλλεῖπον τóνῳ no llegando a la escala perfecta por un tono Aristid.Quint.18.20, c. ac. int. προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις que en buena voluntad en nada te quedas corto A.Pr.341, αἰσθόμενος ὅσον αὐτῶν ἐλλείπεις dándote cuenta de cuán inferior eres a ellos Pl.Alc.1.122d, τέλειος ἰατρὸς καὶ τέλειος αὐλητής ὅταν κατὰ τὸ εἶδος τῆς οἰκείας ἀρετῆς μηθὲν ἐλλείπωσιν Arist.Metaph.1021b17
abs. ἐλλείπειν αἱροῦ καὶ μὴ πλεονάζειν Isoc.2.33
part. subst. ὁ ἐλλείπων prob. la que se queda corta una tirada en el juego de dados, Eub.57.4
en v. med. mismo sent. τῶν μὲν πρώτων εἰς σύνεσιν περὶ τὰς τέχνας ἐλλείπεσθαι Pl.Amat.136a, διὰ τὸ ἄπειροι εἶναι τούτων ἐλλείπονται X.Eq.3.8, c. part. pred. μὴ ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν no quedarse atrás en hacer beneficios X.Mem.2.6.5;
c) econ. no llegar a, ser deficitario τὸ σύμπαν τίμημα τῆς ἀξίας ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις καὶ πεντήκοντα ταλάντοις la estimación total no llegó a los 6000 talentos a falta de 250 Plb.2.62.7, abs. τὰ τιμήματα ... ἐλλείπειν los presupuestos son deficitarios op. ὐπερβάλλειν Arist.Pol.1308b5.
2 fig. fallar, errar c. ἐν y dat. o dat. solo ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν Th.1.120, μὴ ἐλλείπητε μηδενὶ αὐτῶν Ep.Barn.21.8, c. part. ὅτι ἂν αὐτῶν τις ἐλλείπῃ λέγων ἢ διδάσκων Pl.Phdr.272b, abs. Ep.Barn.21.2, c. ac. int. de pron. εἴ τι ὅδε ἐλλείπει si en algo falla éste Pl.R.362d, cf. Ti.17b, X.HG 7.5.8, ἢν τις ... ἐλλίπῃ τι τῶν νομίμων si alguno comete una falta en relación a las leyes X.Cyr.1.2.14.
3 cesar, dejar de, parar c. part. ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον ninguna desgracia deja de abatirse una y otra vez sobre la familia S.Ant.584, οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν no dejará de dar las gracias Decr. en D.18.92, μηδὲν ἐλλείπειν τῶν προσηκόντων μήτε λέγοντα μήτε πράττοντα D.C.45.18.3, abs. ὅθεν ἐλλίπομεν a partir de donde paramos la charla, Philox.Leuc.(b) 24, βορέας ... ἐλλείπει Arist.Mete.363a4.
4 sent. temp. no llegar a, quedar tiempo, faltarle a uno tiempo para c. gen. τὸν ἐλλείποντ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας A.Th.10, πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω en verdad que todavía me queda mucho A.Pr.961.
II c. otras constr.
1 c. suj. de cosa o abstr. faltar, no haber, no producirse πνεύματος ἐλλείποντος Emp.B 100.15, ἀφαίρεσις μὲν τῶν πλεοναζόντων, πρόσθησις δὲ τῶν ἐλλειπόντων Hp.Flat.1, τοῖς περιγενομένοις ἢ τοῖς ἐλλείπουσι Pl.Lg.740d, δεῖ (τροφήν) ... μήτε ὑπερβάλλειν, μήτ' ἐλλείπειν Thphr.CP 6.17.12, ὥστε μηδέποτ' ἐλλείπειν τι τῶν πρὸς τὴν χρείαν D.L.2.121, ἐπιστήμη ... ἐλλείπουσα D.C.25.4, c. dat. χώρα τ' ἐνέλειπε τοῖς σταυροῖς I.BI 5.451, c. ἐν y dat. ἐν δὲ τῷ πλησίον τῆς γῆς ἀτμίζοντι τοῦτ' ἐλλείπει en la zona de vapor próxima a la tierra eso (el granizo) no se produce Arist.Mete.347b29, ὥστε μήτε πλεονάζειν ἐν αὐταῖς τὸ ὕδωρ μήτ' ἐλλείπειν Str.16.1.10
c. inf. faltar para τί γὰρ ἐλλείπει μὴ <οὐ> παραπαίειν; ¿qué le falta (a la súplica de este) para que esté fuera de tono? A.Pr.1056
en v. med. mismo sent. ὅπως ... ἐν τῇ στρατιᾷ μηδὲν ἐλλείπηται X.Cyr.6.2.37
c. dat. pos. haber falta o ausencia de, no haber ἐὰν δέ τισιν ἐλλείπωσιν χάριτες Pl.Lg.740c, τὸ πτερύγιον ... τῇ δὲ τευθίδι ἐλλείπει Arist.HA 524a32, ταύτῃ (ψυχῇ) τίνα οἰκονομίαν ἐλλείψειν δοκεῖς; Chio 14.4
abs., part. neutr. τὸ ἐ. lo que falta τὰ δ' ἐλλείποντα καὶ ὑπερβάλλοντα Democr.B 191, τὸ ἐλλεῖπον ἐκπληρώσατε X.Cyr.4.5.39, μικρὸν καὶ μέγα καὶ ἧττον καὶ μᾶλλον, ἐλλεῖπον καὶ ὑπερέχον Porph.Sent.20
en v. med. mismo sent. τὸ δ' αὐτό μοι τοῦ λόγου νῦν τε καὶ σμικρὸν ἔμπροσθεν ἐλλείπεται del discurso me falta ahora lo mismo que hace un momento Pl.Phlb.18d.
2 c. suj. de pers. y dat. estar falto, carecer c. dat. de cosa o abstr. πόλλῳ πλέον ἔτι τούτοις ἐλλείπομεν ref. dinero, Th.1.80, δικαιώματι γὰρ οὐδετέρους ἐλλείπειν ἡγοῦνται piensan que ni a unos ni a otros les falta justificación Th.5.97, Ἀννίβας ἐλλείπων τοῖς ἱππικοῖς Plb.15.3.5.
3 sólo c. suj. de pers. o personif. faltar, estar ausente οὐδέποτε τῷ θρόνῳ ἡ Τριὰς ἐνέλειπεν Procl.CP Virg.2
en v. med. mismo sent. διὰ τὸ ἐνλιπέσθε (l. -αι) ἡμέρας por haberse ausentado durante días, SEG 34.1210 (Lidia II d.C.).
4 en 3a pers. impers. c. gen. y, a veces, dat. pos. hay falta de οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ los que no tengan descendencia Pl.Lg.740c, ὧν δ' ἐνέλειπε τῇ πόλει D.18.302, καὶ ἐλλείπει τῶν ἀναγκαίων πωμάτων y falta el agua potable Pl.Lg.844b, en part. οὐκ ἐποίησεν οὐδὲν ἐλλεῖπον no hizo nada falto, e.e., incompleto LXX Si.42.24.
III cien.
1 geom., mat. quedarse corto, ser deficiente o por defecto una magnitud εἰ μέν ἐστιν τοῦτο τὸ χωρίον τοιοῦτον οἷον παρὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτοῦ γραμμὴν παρατείναντα ἐλλείπειν si esta figura es tal que al trazarla a partir de la línea dada de éste (del círculo) resulta deficiente Pl.Men.87a, cf. Arist.Ph.233b3, ὅταν (μεγέθη) ... ἢ ἅμα ὑπερέχῃ ἢ ... ἅμα ἐλλείπῃ Euc.5.Def.5, cf. 10.16, Apollon.Perg.Con.1.13, Papp.544, λαβὲ τὸν ἔγγιστα κύβον τοῦ ρ τόν τε ὑπερβάλλοντα καὶ τὸν ἐλλείποντα toma el número cúbico más cercano a 100, por exceso o por defecto Hero Metr.3.20, cf. Str.4.5.1.
2 gram. estar elíptico ἐλλείπει τι μόριον εἰς τὸ συμπληρωθῆναι τὴν νόησιν D.H.Th.32.1, ἐλλείπε[ι] ἡ «διά» πρόθεσις Sch.Er.Il.2.785 (p.169).
3 lóg. ser falto, incompleto οὐ γὰρ ἔτι συμβαίνει, καθάπερ ἐν τοῖς καθόλου, ἀναιρεῖν ἐλλείποντος τοῦ συμπεράσματος κατὰ τὴν ἀντιστροφήν pues ya no es posible la refutación, como sí lo es en los silogismos universales, ya que con la inversión queda incompleta la conclusión, e.e., al trasformar lo universal en particular, Arist.APr.59b40.
B tr.
I ac. de abstr. o de cosa
1 c. ac. de pron. neutr. gener. negat. y gen. partit. renunciar a, ceder, escatimar, dejar de hacer οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται ... χειρουργίας nada cederán ellas de su actividad Ar.Lys.673, μηδὲν ἐλλείπειν ὅσων χρὴ πονεῖν S.Ai.1379, οὔτε ἀνοίας οὐδὲν ἐλλείπει οὔτε ἀναισχυντίας Pl.R.571d, ἑαυτῷ μὲν πολλὰ ὧν βούλεται ἐλλείπειν X.Mem.2.1.8, cf. 4.3.17, Pl.Ti.20c, Hp.Or.ad ar.404, εἰς ὃ μηδὲν ἐλλείποντες προθυμίας I.BI 4.232, c. ac. y dat. τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θελκτὺν ἀοιδῆς ref. el canto de Orfeo, A.R.1.515, c. inf. en frase negat. οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι no escatimaré nada para saber toda la verdad sobre estas cosas S.Tr.90, en v. pas. τῆς ἐμῆς προθυμίας <οὐδὲν> ἐλλέλειπται no se ha escatimado nada de mi propio valor Lys.12.99
dejar fuera, quitar, suprimir ἐὰν σμικρὰ ἐλλείπῃ ἢ προστιθῇ ἐνίοτε Pl.Cra.431d, φίλοις οὐδ' ἐλλέλοιπας ἐλπίδα E.El.609, λέγε μηδὲν ἐλλείπων Pl.Plt.269c, οὐκ ἐνλίποιμ' ἂν οὐθέν Men.Pc.981, en v. pas. (εὑρήσει) οὐδὲν ἐλλειφθέν D.18.303.
2 econ. dejar de pagar o ingresar, atrasarse en el pago o ingreso de εἰσφοράν D.24.172, καταβολήν Arist.Ath.48.1, τινὰ τῶν ὀψονίων ... τοῖς μισθοφόροις Plb.4.60.2
abs. οἱ ἐλλείποντες los que se atrasan en los ingresos, morosos D.22.44.
II c. ac. de pers. faltarle a οὐδὲν ἐνέλειπε τὸν Φίλιππον τῶν πρὸς τὰς ἐπιβολάς nada faltaba a Filipo de lo necesario para el ataque Plb.9.41.11, ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείπῃ τῶν ἐπιτηδείων Plb.10.18.11.

German (Pape)

[Seite 800] 1) trans., darin zurücklassen; – a) übrig lassen; ἐλπίδα Eur. El. 609; in der Rede übergehen, τοῦτ' αὐτὸ ἡ ζήτησις ἐλλείπει Plat. Polit. 267 c; ὅ τι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Phaedr. 272 b; ἐλλιπὼν οὐδὲν τῶν δεινοτάτων φανήσεται, es wird sich zeigen, daß er alles Schreckliche gethan hat, Dem. 22, 47; οὐδὲν προθυμίας Plat. Tim. 70 c, es nicht an gutem Willen fehlen lassen; Aesch. Prom. 341 u. A.; daher – b) unterlassen; μηδέν Soph. Ai. 1358; τὶ τῶν νομίμων Xen. Cyr. 1, 2, 14; οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι, Soph. Tr. 90, ich werde nicht unterlassen, nach der Wahrheit zu forschen; οὐκ ἐλλεί. ψει εὐχαριστῶν, er wird nicht unterlassen, sich zu bedanken, Dem. 18, 92, im Psephisma; χρὴ μηδὲν ἐλλείποντα τιμᾶν τοὺς θεούς Xen. Mem. 4, 3, 17. – Auch pass., μὴ ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν, darin nicht zurückbleiben, Xen. Mem. 2, 6, 5; τὰς εἰσφοράς, die Abgaben zu entrichten unterlassen, damit im Rückstande bleiben, Dem. 24, 172, vgl. 22, 44; ἐλλέλειπταί τι τοῖς νόμοις, fehlt in den Gesetzen, Arist. pol. 2, 6. – c) im Stich lassen, τινά, wie deficere, Pol. 9, 41. 10, 18, oft. – d) ermangeln, hinter dem erforderlichen Maaße zurückbleiben, wie man das oben angeführte προθυμίας ἐλλ. erkl. kann; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντός Aesch. Prom. 963; τούτου ἐλλείπομεν, darin stehen wir zurück, Thuc. 1, 80; ἐμπειρίᾳ τινός, an Erfahrung hinter Einem, Plat. Rep. VI, 484 d; Gegensatz ὑπεραίρω, Legg. IV, 717 d. – Sp., Pol. 4, 60, 2. – 2) intrau., fehlen; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει Soph. Ant. 581; ἐὰν δέ τισιν ἐλλείπωσι χάριτες Plat. Legg. V, 740 c; ἐν οἷς ἔστι καὶ ἐν οἷς ἐλλείπει I, 632 b; ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν, wir lassen es an uns fehlen, Thuc. 1, 120; im Ggstze von παρεῖναι Xen. Hier. 1, 28; τὸ ἐλλεῖπον, das Mangelnde, der Mangel, Cyr. 1, 5, 13; τῷ ἐλλείποντι τῆς ἐπιστήμης, aus Mangel an Kenntniß, Thuc. 6, 69; τὰ ἐλλείποντα = ἡ ἔνδεια, Dem. 33, 10; auch impers., Plat. Legg. VIII, 844 b; ὧν ἐνέλειπε τῇ πόλει, woran es dem Staate fehlte, Dem. 18, 302; οὐδὲν ὑμῖν ἐνέλιπε τῶν χρημάτων, ihr habt Alles bekommen, Pol. 11, 28, 4; – entfernt sein, ἥβης ἀκμαίας Aesch. Spt. 10; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι ὥστε καὶ χαίρειν, er ist so weit entfernt sich zu betrüben, daß er sich vielmehr freut, Arist. Eth. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

f. ἐλλείψω, ao. ἐνέλειψα, ao.2 ἐνέλιπον, pf. ἐλλέλοιπα;
I. tr. 1 laisser derrière soi;
2 laisser de côté, négliger : οὐδὲν προθυμίας ESCHL ne rien négliger pour montrer son bon vouloir ; ἑαυτῷ πολλά XÉN se laisser manquer de beaucoup de choses ; οὐδὲν ἐλλ. τὸ μὴ οὐ πυθέσθαι SOPH ne rien négliger pour s'informer ; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν DÉM il ne négligera pas, càd ne cessera pas de témoigner sa reconnaissance;
II. intr. rester en arrière : ἐν ἔργῳ THC dans une entreprise, être incapable de la mener à terme ; τὸ ἐλλεῖπον τῆς ἐπιστήμης THC le défaut de science ; • impers. ἐλλείπει XÉN il manque ; ὧν ἐνέλειπε τῇ πόλει DÉM ce qui manquait à la ville;
Moy.-Pass. ἐλλείπομαι rester en arrière dans une course ; avec un part. se laisser distancer pour faire qch ; être insuffisant.
Étymologie: ἐν, λείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλείπω: (fut. ἐλλείψω, aor. 1 ἐνέλειψα, aor. 2 ἐνέλιπον, pf. ἐλλέλοιπα)
1 оставлять (в сохранности) (οὐκ ἐλλέλοιπας ἐλπίδα, sc. φίλοις Eur.);
2 оставлять невыполненным, упускать, пренебрегать: ἐλλεῖψαί τι τῶν νομίμων Xen. отступить в чем-л. от законоположений, нарушить законы; οὐδὲν προθυμίας ἐ. Aesch., Plat., Plut.; не щадить никаких усилий; οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ᾽ ἀλήθειαν πέρι Soph. я сделаю все, чтобы узнать всю истину об этом; ἑαυτῷ πολλὰ ἐ. Xen. отказывать себе во многом; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν Dem. он не преминет отблагодарить;
3 упускать, пропускать: τὰ ἐλλελειμένα и τὰ ἐλλειφθέντα Arst. пропуски, пробелы; τοῦτο αὐτὸ ἡ ζήτησις ἐλλείπει Plat. это-то (наше) исследование и упустило из виду;
4 задерживать платеж, не платить (οἱ ἐλλελοιπότες εἰσφοράν Dem.): οἱ ἐλλείποντες Dem. неисправные должники, неплательщики, недоимщики; ἐλλελοιπέναι τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Polyb. задолжать наемным войскам часть жалованья;
5 быть лишенным, не иметь (χρημάτων Thuc.): μὴ τί σοι δοκῶ ταρβεῖν …; Πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω Aesch. уж не кажется ли тебе, что я боюсь? … - Далеко нет, нисколько;
6 быть неспособным, быть слабым (δι᾽ ἀσθένειαν Arst.; διὰ γῆρας Plut.): μετὰ δέους ἐ. Thuc. лишиться сил от страха;
7 отставать, уступать, быть ниже (ἐμπειρίᾳ τινός Plat.): ὁ ἐλλείπων ἥβης ἀκμαίας Aesch. не достигший еще юношеской зрелости; μήτε ὑπεραίρειν τῶν εἰθισμένων μήτ᾽ ἐ. Plat. не преувеличивать в соблюдении обычаев, но и не отставать от них; τοσοῦτο ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι ὥστε καὶ χαίρειν Arst. он настолько далек от печали, что даже радуется; тж. med.-pass. ἐλλελειμμένος Soph. оставшийся позади, отставший; ἐλλείπεσθαί τινος περί τι Plat. уступать кому-л. в чем-л.;
8 недоставать, нехватать, отсутствовать: τὸ ἐλλεῖπον Thuc., Xen., Arst., τὰ ἐλλείποντα Dem. и τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα Xen. недостаток, нехватка или отсутствие: αἱρεῖσθαι τοὺς ἐλλείποντας Arst. выбирать (должностных лиц) на вакантные должности; ὧν ἐνέλειπε τῇ πόλει impers. Dem. то, в чем государство нуждалось; ἵνα μηδὲν αὐτοὺς ἐλλείπῃ Polyb. чтобы они ни в чем не ощущали недостатка.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλείπω: μέλλ. -ψω, ἀφίνω ἐντός, καταλείπω, ἐλπίδα Εὐρ. Ἠλ. 609· τοίην σφιν ἐνέλιπε θελκτὺν ἀοιδῆς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 515· ἀφίνω ἀπλήρωτον, Πολύβ. 4. 60, 2. 2) ἀφίνω τι ἀνεκτέλεστον, παραλείπω, Λατ. το omitto, praetermitto, συχνάκις μετὰ τῶν οὐδ. οὐδεὶς καὶ μηδείς, μηδὲν ἐλλ. ὅσων χρὴ πονεῖν Σοφ. Αἴ. 1379· οὐδὲν ἐλλείψουσι... χειρουργίας Ἀριστοφ. Λυσ. 673· λέγε μηδὲν ἐλλείπων Πλάτ. Πολιτικ. 269C, πρβλ. Τίμ. 17Β, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 17· οὕτως καὶ μετ’ ἄλλων οὐδετέρων, καὶ ἤν τις... ἐλλ. τι τῶν νομίμων, παραλίπῃ νὰ ἐκτελέσῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· τοῦτο αὐτὸ ἐλλ. Πλάτ. Πολιτικ. 267C, πρβλ. Πολ. 362D· ἔνια, σμικρὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 431C, D, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 18D, Πολ. 484D· οὐδὲν... ἐλλέλειπται Λυσ. 129. 27· εὑρήσει οὐδὲν ἐλλειφθὲν Δημ. 326. 26. 3) ἀμετάβ., λείπω, ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει Σοφ. Ἀντ. 584· ἤνπερ μὴ ’λλίπωσιν αἱ δίκαι Ἀριστοφ. Πλ. 859· μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν, μετὰ δέους καὶ ἐλλιπῶς ἐν τῷ ἔργῳ ἐπεξερχόμεθα, Θουκ. 1. 120· τινὶ Πολύβ. 15. 3, 5· ἀντίθετον τῷ περιγίγνεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 740D· ἀποδεικνύομαι ἐλλιπής, ὅσα μέν τοι προνοίας ἔργα καὶ τόλμης ἐστίν, οὐδέν μοι δοκεῖ ἀνὴρ ἐλλιπεῖν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 8, Ἱππ. 8, 5· τὸ ἐλλεῖπον τῆς ἐπιστήμης, ἡ ἔλλειψις..., Θουκ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· εἶμαι πάρα πολὺ μικρός, ὁ αὐτ. Κυν. 5, 26· ἐλλείπων, ὄνομα κυβευτικοῦ τινος βόλου, δηλ. «ῥιψίματος», Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. 4) μετὰ γεν. πράγματος, ὡς τὸ δέω, ἔχω ἀνάγκην τινός, ἔχω ἔλλειψίν τινος, ὑπολείπομει εἴς τι, τὸν ἐλλείποντ’ ἔτι ἥβης ἀκμαίας Αἰσχύλ. Θήβ. 10· ἐλλ. χρημάτων Θουκ. 1. 80· τῆς δόξης ὁ αὐτ. 2. 61· τὸ τίμημα ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις καὶ πεντήκοντα ταλάντοις, ὑπελείφθη τῶν 6000 κατὰ 250 τάλαντα, Πολύβ. 2. 62, 7· τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι, τοσοῦτον ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ λυπῆται, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 15· πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω (ἐνν. τοῦ ταρβεῖν) Αἰσχύλ. Πρ. 961· μετ’ ἀρνητικοῦ, προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις αὐτόθι 341., πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 672, Πλάτ. Τίμ. 20C· οὔτε ἀνοίας οὐδὲν ἐλλείπει οὔτε ἀναισχυντίας ὁ αὐτ. Πολ. 571D· ἀπροσ., ἐλλείπει πωμάτων, ὑπάρχει ἔλλειψις ποτῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 844Β· οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ αὐτόθι 740C. 5) μετὰ γεν. προσώπου, εἶμαι ὑποδεέστερός τινος, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 122C, D· ἐμπειρίᾳ μηδὲν ἐκείνων ἐλλ. ὁ αὐτ. Πολ. 484D· ἀπολ., ἔχω ἐλλείψεις, τῆς μὲν ὑπερβεβλημένης, τῆς δὲ ἐλλειπούσης ὁ αὐτ. Νόμ. 719D. 6) ἑπομένου τοῦ μή, μετ’ ἀπαρεμφ., τί γὰρ ἐλλ. μὴ παραπαίειν; κατὰ τί ὑπολείπεται τῆς μανίας; Αἰσχύλ. Πρ. 1056· οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ... πυθέσθαι Σοφ. Τρ. 90. 7) μετὰ μετοχ., ὅ,τι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Πλάτ. Φαῖδρ. 272D· οὐκ ἐλλείπει εὐχαριστῶν, δὲν λείπει ἀπὸ τοῦ νὰ εὐχαριστῇ, δὲν ἀμελεῖ, παρὰ Δημ. 257. 2· οὕτω, ἐλλελοιπότες τὰς εἰσφορὰς (ἐνν. ἀποδιδόναι), καθυστεροῦντες τὴν πληρωμὴν τῶν φόρων, ὁ αὐτ. 753. 22· ἀπολ., οἱ ἐλλείποντες, οἱ καθυστεροῦντες ἀπότισιν χρημάτων, ἐλλειματίαι, ὁ αὐτ. 607. 2. 8) ἐπὶ πραγμάτων, καὶ ἑαυτῷ μὲν πολλὰ ὧν βούλεται ἐλλείπειν, αὐτὸς μὲν νὰ μὴ δύναται νὰ ἔχῃ πολλὰ τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· ὧν δ’ ἐνέλειπε τῇ πόλει..., Δημ. 326. 20. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἐλλείπει τινά τι, κἄτι λείπει ἀπό τινος, Πολύβ. 9. 41, 1· ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείποι τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. 10. 18, 11. ΙΙΙ. Παθ., ὅπως δ’ ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον, ἀλλ’ ὅτε εἶδεν ὅτι (ὁ Ἀθηναῖος) ἔμεινε μόνος, Σοφ. Ἠλ. 736· νικῶμαι, ὑπερβάλλομαι, μὴ ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν τοὺς εὐεργετοῦντας Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5. 2) λείπω, ὅπως ἄν τι δέῃ... μηδὲν ἐλλείπηται, νὰ μὴ λείπῃ τίποτε, ὁ αὐτ. Κύρ. 6. 2, 37, Ἱππ. 3. 8, κτλ.· τι, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Πολ. 484D· εἶμαι ὑποδεέστερος, τινὸς ὁ αὐτ. Ἀντεραστ. 136Α.

Greek Monolingual

(AM ἐλλείπω)
λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείποντα
οι ελλείψεις
αρχ.
1. εγκαταλείπω
2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων
3. παραλείπω
4. αποδεικνύομαι ελλιπής
5. είμαι πολύ μικρός
6. (με γεν. πράγματος) έχω ανάγκη, στερούμαι («πολλῷ ἔτι πλέον τούτου ἐλλείπομεν», Θουκ.)
7. απρόσ. υπάρχει έλλειψη
8. είμαι κατώτερος, υστερώ σε κάτι
9. αμελώ, παραμελώ.

Greek Monotonic

ἐλλείπω: μέλ. -ψω (ἐν),·
I. 1. αφήνω μέσα, εγκαταλείπω, αφήνω πίσω, σε Ευρ.
2. αφήνω έξω, αποκλείω, αφήνω κάτι ανεκτέλεστο, απραγματοποίητο, Λατ. omitto, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. αμτβ., υστερώ, δεν επαρκώ, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· τὸ ἐλλεῖπον τῆς ἐπιστήμης, έλλειψη γνώσης, σε Θουκ.
2. με γεν. πράγμ. όπως το δέω, έχω ανάγκη από κάτι, υπολείπομαι σε κάτι, έχω έλλειψη, σε Αισχύλ., Θουκ.· πολλοῦ ἐλλείπω, απέχω πολύ, είμαι μακριά από, σε Αισχύλ.
3. με γεν. προσ., είμαι κατώτερος, υποδεέστερος κάποιου, σε Πλάτ.
4. ακολουθ. από μή μαζί με απαρ., τί γὰρ ἐλλ. μὴ παραπαίειν, σε τί υπολείπεται της παραφροσύνης, σε Αισχύλ.
5. με μτχ., οὐκ ἐλλείπει εὐχαριστιῶν, δεν αμελεί, δεν παραλείπει να ευχαριστήσει, παρά Δημ.
6. λέγεται για πράγματα, είναι ανεπαρκές ή υστερεί σε..., με δοτ., σε Ξεν.
III. Παθ.,
1. υπολείπομαι, μένω πίσω σε αγώνα δρόμου, σε Σοφ.· ξεπερνιέμαι, νικιέμαι, σε Ξεν.
2. καθίσταμαι ανεπαρκής, υποδεέστερος, υπολείπομαι, μειονεκτώ, στον ίδ.

Middle Liddell

f. ψω [ἐν]
I. to leave in, leave behind, Eur.
2. to leave out, leave undone, Lat. omitto, Soph., etc.
II. intr. to fall short, fail, Hhymn., Soph.; τὸ ἐλλεῖπον τῆς ἐπιστήμης deficiency of knowledge, Thuc.
2. c. gen. rei, like δέω, to be in want of, fall short of, lack, Aesch., Thuc.; πολλοῦ ἐλλείπω I am far from it, Aesch.
3. c. gen. pers. to be inferior to, Plat.
4. foll. by μή c. inf., τί γὰρ ἐλλ. μὴ παραπαίειν; in what does he fall short of madness? Aesch.
5. with a part., οὐκ ἐλλείπει εὐχαριστῶν he fails not to give thanks, ap. Dem.
6. of things, to be wanting or lacking to . ., c. dat., Xen.
III. Pass. to be left behind in a race, Soph.: to be surpassed, Xen.
2. to be left wanting, to fail, Xen.

Lexicon Thucydideum

inferiorem esse, to be inferior, 5.97.1,
defici, destitui, to fail, be deserted, 1.80.4,
delinquere, deesse, to do wrong, be lacking, 1.120.5, 2.61.4, 5.103.1,
defectio, revolt, 5.104.1, 6.69.1.