καλλωπίζω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
(ὤψ) prop.
A beautify the face: hence, give a fair appearance to a thing, embellish, κ. ὄνομα Pl.Cra.408b, cf. 409c (Pass.), Phld. Hom.p.58 O.; τὴν πόλιν, ὥσπερ γυναῖκα Plu.Per.12; τὸ λογικόν Arr. Epict.3.1.26:—Pass., οἰκία… δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη X.Hier.11.2, cf. Oec.9.4; κεκαλλωπισμέναι τὸ χρῶμα, i.e. painted, Id.Mem.2.1.22: metaph., λόγος κεκαλλωπισμένος, opp. καθαρός, Hermog.Id.1.3; λέξις κεκαλλωπισμένη S.E.M.2.55.
II Med., adorn oneself, make oneself fine or make oneself smart, Pl.Smp. 174a.
2 metaph., pride oneself in or pride oneself on a thing, τινι Id.Phdr. 252a, X.Ages.11.11; ἐπί τινι Pl.R. 405b: also κ. ὅτι… Id.Prt.317c; ὡς… c. part., Id.Cri.52c, Tht.195d: abs., make a display, show off, Arist.Rh.Al.1421a4; of a horse, X.Eq.10.5: c. acc. cogn., πολλὰ πρὸς αὑτούς Phld.Rh.1.238 S.; ταῦτα καλλωπίζεται makes a fair show, Iamb. Protr.20.
3 to be coy or be mock-modest, τινι or πρός τινα towards another, Pl.Prt. 333d, Phdr.236d: c. inf., κ. παραιτεῖσθαι affecting to deprecate, Plu.Caes.28, cf. Phalar.Ep.92.
German (Pape)
[Seite 1312] das Gesicht schön machen, ein schönes Ansehen geben; καλλωπίζοντες τὸ ὄνομα Ἑρμῆν καλοῦμεν Plat. Crat. 408 b; καλλωπισθεῖσα 409 c; οἰκία ὑπερβαλλούσῃ δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη Xen. Hier. 11, 2. – Häufiger im med., sich schmücken; ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην, ἵνα καλὸς παρὰ καλὸν ἴω Plat. Conv. 174 a; sich zieren, παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος Phaedr. 236 d, vgl. Prot. 333 d; Plut. λέξις κεκαλλωπισμένη, S. Emp. adv. rhet. 55. – Gew. prunken, prahlen mit Etwas, ἐπί τινι, Plat. Rep. III, 405 b, τινί, Phaedr. 252 a; καλλωπιζόμενος ὥς τι εὑρηκότων ἡμῶν καλόν Theaet. 195 d; ὡς οὐκ ἀγανακτῶν Crit. 52 c; τοῖς ὅπλοις Xen. Cyr. 7, 4, 14, vgl. 8, 8, 18; auch vom Pferde, de re equ. 10, 4; Sp., λόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος Plut. Caes. 28.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκαλλώπισα;
embellir, parer, orner;
Moy. καλλωπίζομαι;
1 se parer;
2 se vanter, se glorifier : τινι, ἐπί τινι de qch;
3 faire des façons.
Étymologie: κάλλος, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλωπίζω [κάλλος, ὄψ] verfraaien, een mooi uiterlijk geven:; καλλωπίζειν τὴν πόλιν de stad verfraaien Plut. Per. 12.2; ook med. ·. ταῦτα δὴ ἐκαλλωπίσαμην zo heb ik mij opgedoft Plat. Smp. 174a. med. overdr. zich beroemen, trots zijn, met dat. of met ἐπί + dat.:; οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο waar hij voordien zo trots op was Plat. Phaedr. 252a; ὅταν... ἐπ’ αὐτῷ δὴ τούτῳ πεισθῇ καλλωπίζεσθαι wanneer men zich laat verleiden juist daarmee te pronken Plat. Resp. 405b; met ὅτι:. κ. ὅτι ἐρασταὶ αὐτοῦ ἀφιγμένοι εἶμεν ermee pronken dat wij als bewonderaars van hem waren gekomen Plat. Prot. 317c. zich aanstellen, doen alsof:. ἐκαλλωπίζετο ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας Protagoras stelde zich aan tegenover ons Plat. Prot. 333d; παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος houd op tegenover mij te doen alsof Plat. Phaedr. 236d.
Russian (Dvoretsky)
καλλωπίζω:
1 украшать, приукрашивать (τὸ ὄνομα Plat.); разукрашивать (τὴν πόλιν ὥσπερ γυναῖκα Plut.): κεκαλλωπισμένη τὸ χρῶμα Xen. с накрашенным лицом;
2 med. прикрашиваться, наряжаться: ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην Plat. вот я и нарядился; κ. περὶ κόμην Plut. красиво причесываться;
3 med. кокетничать, рисоваться, чваниться (πρός τινα Plat., Plut.; περὶ τῶν ἀκριβῶς γνωριζομένων Arst.);
4 med. гордиться (τινι Plat., Plut. и ἐπί τινι Plat., Arst.);
5 med. делать вид, притворяться: λόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος Plut. на словах делая вид, что отклоняет (диктаторские полномочия).
Greek (Liddell-Scott)
καλλωπίζω: μέλλ. -ίσω, (ὤψ): - κυρίως, κάμνω τὸ πρόσωπον ὡραῖον· ἐντεῦθεν, δίδω ὡραίαν ὄψιν εἴς τι πρᾶγμα, καλλύνω, κοσμῶ, καλλ. ὄνομα Πλάτ. Κρατ. 408Β, πρβλ. 409C· τὴν πόλιν, ὥσπερ γυναῖκα Πλουτ. Περικλ. 12· τὸ λογικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 26. - Παθ., οἰκία.. δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη Ξεν. Ἱέρ. 11, 2, πρβλ. Οἰκ. 9, 4· τήν δ’ ἑτέραν (δηλ. γυναῖκα).. κεκαλλωπισμένην τὸ μὲν χρῶμα, ὥστε λευκοτέραν τε καὶ ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 22. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, καλλωπίζω ἐμαυτόν, κάμνω ἐμαυτὸν ὡραῖον, Πλάτ. Συμπ. 174Α. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη Πλάτ. Φαῖδρ. 252Α, Πολιτ. 405Α, Ξεν. Ἀγησ. 11, 11· περί τινος Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 1. 11· ὡσαύτως, καλλ. ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 317C· ὡς.., μετὰ μετοχ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52C, ἐν Θεαιτ. 195D· - ἀπολ., κάμνω ἐπίδειξιν, ἐπιδεικνύομαι, «καμαρώνω», ὅταν μάλιστα καλλωπίζηται, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 5. 3) προσποιοῦμαι ὅτι δὲν θέλω, «κάνω νάζια», τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐκαλλωπίζετο ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας Πλάτ. Πρωτ. 333D· παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος Φαῖδρ. 236D· μετ’ ἀπαρ., λόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος, προσποιούμενος ὅτι ἀποδοκιμάζει, ὅτι δὲν θέλει, Πλουτ. Καῖσ. 28, πρβλ. Φαλάρ. Ἐπιστ. 19.
Greek Monolingual
(AM καλλωπίζω)
1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῖκα», Πλούτ.)
2. μέσ. καλλωπίζομαι
κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη»)
μσν.-αρχ.
μέσ. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι («καλλωπιζομένους καὶ ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ ἅρμασι», Ξεν.)
αρχ.
1. επιδεικνύομαι, καμαρώνω
2. προσποιούμαι, κάνω πως δεν θέλω («παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος», Πλάτ.)
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (για λογοτεχνικό ύφος) κεκαλλωπισμένος, -η, -ο
ο επιτηδευμένος, ο κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ωπίζω < (ὤψ «πρόσωπο»)].
Greek Monotonic
καλλωπίζω: μέλ. -ίσω (ὤψ)·
I. κυρίως, κάνω το πρόσωπο όμορφο· απ' όπου, στολίζω, δίνω ωραία όψη, σε Πλάτ. — Παθ., κεκαλλωπισμέναι τὸ χρῶμα, δηλ. βαμμένες, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., στολίζομαι, καλλωπίζομαι ή γίνομαι κομψός, σε Πλάτ.· μεταφ., περηφανεύομαι για κάτι, τινι ή ἐπί τινι, στον ίδ.· απόλ., κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι, καμαρώνω, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
2. προσποιούμαι ότι δεν θέλω, κάνω νάζια, τινι ή πρός τινα, απέναντι σε κάποιον, σε Πλάτ.· με απαρ., κ. παραιτεῖσθαι, προσποιούμαι ότι αποδοκιμάζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
καλλ-ωπίζω, [ὤψ]
I. properly, to make the face beautiful; hence, to beautify, embellish, Plat.:—Pass., κεκαλλωπισμέναι τὸ χρῶμα, i. e. painted, Xen.
II. Mid. to adorn oneself, make oneself fine or smart, Plat.: metaph. to pride oneself in or on a thing, τινι or ἐπί τινι Plat.:—absol. to make a display, show off, of a horse, Xen.
2. to be coy, play the prude, τινι or πρός τινα towards another, Plat.; c. inf., κ. παραιτεῖσθαι to affect to deprecate, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξωραΐζω, στολίζω). Ἀπό τό κάλλος + ὤψ (=μάτι, ὄψη).
Παράγωγα: καλλώπισμα, καλλωπισμός, καλλωπιστής, καλλωπιστέος, καλλωπιστικός, καλλωπίστρια, ἀκαλλώπιστος.
Translations
beautify
Arabic: جَمَّلَ; Armenian: զարդարել; Bulgarian: разкрасявам, разхубавявам; Chinese Mandarin: 美化; Czech: krášlit; Esperanto: beligi; Finnish: kaunistaa; French: embellir; German: verschönern, ausschmücken; Greek: ομορφαίνω, καλλωπίζω, εξωραΐζω; Ancient Greek: ἐγκαλλωπίζω, ἐκκαλλύνω, ἐναγλαΐζω, ἐξωραΐζω, ἐπικαλλύνω, καθωραΐζω, καλλύνω, καλλωπίζω, καταφαιδρύνω, κομμόω, κομμῶ, κοσμέω, φιλοκαλέω, ὡραΐζω; Hebrew: ייפה, קישט; Hungarian: szépít; Icelandic: fegra; Ido: beligar; Irish: áilligh, breáthaigh, maisigh, barr maise a chur ar; Italian: abbellire; Japanese: 美しくする, 美化する; Latin: decoro, extollo, orno, venusto; Maltese: jsebbħu, sebbah; Maori: whakapaipai, whakarāwai, whakapīwari, whakaātaahua; Nheengatu: mupuranga, mpuranga; Norwegian: forskjønne; Persian: زیبیدن, برازیدن, زیبادن; Polish: upiększać, upiększyć; Portuguese: embelezar; Romanian: înfrumuseța; Russian: украшать; Serbo-Croatian Cyrillic: улѐпшати, уљѐпшати; Roman: ulèpšati, uljèpšati; Spanish: embellecer; Turkish: güzelleştirmek; Volapük: jönön, jönükön; Yiddish: באַשײַנען