ποῖος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(strοng) |
(33) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from the [[base]] of [[ποῦ]] and [[οἷος]]; individualizing interrogative (of [[character]]) [[what]] [[sort]] of, or (of [[number]]) [[which]] [[one]]: [[what]] ([[manner]] of), [[which]]. | |strgr=from the [[base]] of [[ποῦ]] and [[οἷος]]; individualizing interrogative (of [[character]]) [[what]] [[sort]] of, or (of [[number]]) [[which]] [[one]]: [[what]] ([[manner]] of), [[which]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ποια, ποιο / ποῑος, [[ποία]], ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. [[κοῖος]], -η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την [[απάντηση]] να δηλωθεί: 1. η [[ταυτότητα]] προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «[[ποιος]] ρώτησε;, — Εγώ» β. «[[ποιος]] είδε πράσινο [[δεντρί]], να'χει γεράνια φύλλα;» — δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «ἐκ [[ποίας]] πόλεως σὺ εἶ;», ΠΔ<br />δ. «ἀπὸ ποίου ἔτους», πάπ.)<br /><b>2.</b> ένα από δύο ή περισσότερα άτομα, [[πότερος]] («[[ποιος]] ήρθε [[πρώτος]] στον διαγωνισμό;»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[ποιος]] ξέρει» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[κάτι]] [[είναι]] αβέβαιο<br />β) «[[ποιος]] τον πιάνει [[τώρα]];» — λέγεται για κάποιον που απροσδόκητα και αιφνιδίως ευνοήθηκε από την [[τύχη]], τα γεγονότα ή τις περιστάσεις ή και προκειμένου να δηλώσει [[άτομο]] περήφανο<br />γ) «[[ποιος]] [[στραβός]] δεν θέλει το φως του» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει αυτό που επιθυμεί ή εύχεται [[κανείς]] να είχε ή να έχει<br />δ) «[[ποιος]] να (μου) το έλεγε!» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει: i) απροσδόκητο [[ατύχημα]]<br />ii) ανέλπιστη [[χαρά]] ή [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[άλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />χρησιμοποιείται: 1. (σε κύριες ή σε δευτερεύουσες προτάσεις, προκειμένου να δηλώσει την [[ποιότητα]] προσώπου ή πράγματος και, [[συχνά]] στον Όμηρο, για να δηλώσει, συγχρόνως, την [[έκπληξη]] ή την [[οργή]]) τί [[λογής]] (α. ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «σὸν [[πατέρα]] διδάξω ποῑα χρὴ λέγειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. σε διάλογους) τίθεται με [[λέξη]] την οποία έχει ήδη χρησιμοποιήσει ο [[πρώτος]] [[ομιλητής]] προκειμένου να δηλώσει [[έκπληξη]] και [[περιφρόνηση]] (-«Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα»<br />— «ποίου Πρωτέως;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ερωτήσεις) α) με ή, [[σπανίως]] [[χωρίς]] το άρθρ. όταν από την [[ερώτηση]] εννοείται όνομα το οποίο ορίζεται από το [[άρθρο]] ή από τα συμφραζόμενα, το γλωσσικό [[περιβάλλον]] (-«λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; - «τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) με την αόρ. αντων. <i>τις</i> προκειμένου να προσδώσει [[αοριστία]] στην [[ερώτηση]] («κοῑόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι [[εἶναι]] ἄνδρα;», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) από πού, από ποιο [[μέρος]], από ποια [[πατρίδα]], [[ποδαπός]] (- «ποῑος οὑτοσὶ [ὁ] Τιμόθεος; — Μιλήσιός τις», Φερεκρ.)<br />δ) (με το αρνητ. [[μόριο]] <i>οὐ</i> ισοδυναμεί με ισχυρή [[κατάφαση]]) ο [[καθένας]], [[έκαστος]] («βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῑος οὐκ ἔσται [[λιμήν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>ποίᾳ</i> και [[κοίῃ]]<br />(με τροπ. σημ.) με ποιο τρόπο, πώς («ποίᾳ γὰρ [[ἄλλῃ]] χρή πέτεσθαι τοὺς θεούς», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποίως</i> Α<br />(με ερωτ. σημ.)<br /><b>1.</b> τί [[λογής]]<br /><b>2.</b> με ποιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ερωτηματική αντων. [[ποῖος]], <i>ποῖα</i>, <i>ποῖον</i> έχει σχηματιστεί από το [[θέμα]] <i>πο</i>- τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[οἷος]], [[τοῖος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, Ion. κοῖος, η, ον,
A of what kind? in Hom. commonly expressing surprise and anger, π. τὸν μῦθον ἔειπες what manner of speech hast thou spoken! Il.1.552, al.; ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων 4.350, al.; simply, ποῖον ἔειπες 13.824, Od.2.85, al.; ποῖον ἔρεξας Il.23.570; ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν what sort would ye be to . . ! Od.21.195; in simple questions, ποίῃ . . νηΐ σε ναῦται ἤγαγον; 16.222; κοίῃ χειρί; Hdt.4.155, cf. A.Th.304 (lyr.), etc.; ποῖος οὐ interrog., equiv. to every affirm., Hdt.7.21, S.OT420, etc. 2 freq. in Com. and Prose dialogue, used in repeating a word used by the former speaker, to express scornful surprise, Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα. Answ. ποίου Πρωτέως; Ar.Th.874, cf. Ach.62,157, 761, Nu.367, Pl.Tht.180b, Grg.490e, Chrm.174b: twice in Trag., S. Tr.427, E.Hel.567: with Art., τὰν ποίαν σύριγγα; Theoc.5.5: abbrev. ποῖ (q.v.). 3 with the Art., when the question implies a Noun which is defined by the Art. or the context, τὸ π. εὑρὼν . . φάρμακον; A.Pr.251; τὰ π. τρύχη; μῶν ἐν οἷς . .; Ar.Ach.418; λέγεις δὲ τὴν π. κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; Answ. τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν Pl.R. 550c: freq. with the demonstr., ὁ ποῖος οὗτος Λάμαχος; Answ. ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος . . Ar.Ach.963, cf. Nu.1270, Timocl.12.4 (corr. Elmsley): sts. the answer is given more generally, S.OT120, 291, OC1415, Ph.1229: in Prose, τὸ π.; Pl.Sph.220e, etc.; τὸ π. δή; Id.Tht.147d, Phdr.279a; τὰ π. ταῦτα; Id.Cra.395d, etc.; τῆς π. μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετ' ἄν; D.18.64: so also without the Art., κοῖα ταῦτα λέγεις; Hdt.7.48; π. Ἐρινὺν τήνδε . .; what sort of Fury is this that . .? A.Ag.1119; π. ἐρεῖς τόδ' ἔπος; what sort of word is this that thou wilt speak? S.Ph.1204 (lyr.), cf. 441, etc. 4 ποῖός τις; making the question less definite, κοῖόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι εἶναι; Hdt.3.34, cf. S.OC1163, X.HG4.1.6, etc.: with Art., τὰ ποῖ' ἄττα; Id.Cyr.3.3.8, cf. Pl.Sph.240c. II like ὁποῖος, in indirect questions, διδάξω . . ποῖα χρὴ λέγειν A.Supp.519, cf. Pr.196, S.Ph.153 (lyr.), etc.; ποῖα ἄττα δεῖ ἡμᾶς λέγειν Pl.R. 398c; οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ ib.414d; εἴρετο . . κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι Hdt.3.34; doubled, ποίαν χρὴ [γυναῖκα] ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν τίκτειν Pl.Tht.149d. III = ποδαπός; ποῖος οὑτοσὶ <ὁ> Τιμόθεος;—Μιλήσιός τις . . Pherecr.145.20, cf. Call.Epigr. 36. 2 whose? ἐν π. δυνάμει ἢ ἐν π. ὀνόματι; Act.Ap.4.7, cf.Ev.Matt. 21.23. IV simply, what, which? esp. of place or time, ποίης ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης; Od.1.406, cf. Pi.P.4.97; ἐν π. πόλει; Eup.23 D., cf. Alex.267.6; ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ; LXX 2 Ki.15.2, cf. 3 Ki.13.12, al., Act.Ap.23.34; ποίᾳ ἄλλῃ (sc. ὁδῷ); by what other way? Ar.Av.1219 (hence κοίῃ metaph., how? Hdt.1.30); ποίου χρόνου; since what time? A.Ag.278, cf. E.IA815 (nisi leg. πόσον) ; ἀπὸ π. χρόνου; Ar.Av.920, UPZ65.7 (ii B.C.); ἀπὸ ποίου ἔτους PAmh.2.68.7 (i A.D.); ποίᾳ ἡμέρᾳ; Ev.Matt.24.42, cf. Hyp.Epit.31, Arist.Cat.5a20,22, SIG826 Eii28 (Delph., ii B.C.), IG5(1).1390.113 (Andania, i B.C.), PUniv.Giss.20.18 (ii A.D.); φυλᾶς ἑλομένοις ἑκάστου( = -ῳ) ποίας κε βέλλειτει ( ἧστινος ἂν βούληται, sc. εἶναι) IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.); ποίας φυλῆς ἐστι LXXTo.5.8; π., = quis, Gloss. V = πότερος, An.Ox.1.284. VI Adv. ποίως Hdn.Gr.2.925, Bacch.Harm.93. [The first syll. is sts. short in Trag. and Com., A.Supp.911, Ar.V. 1369.]
German (Pape)
[Seite 652] ποία, ποῖον, in ion. Prosa κοῖος, κοίη, κοῖον (vgl. ποσ), wie beschaffen? welch einer? was für einer? das lat. qualis? bei Hom. häufig π οῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, u. ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, gew. mit dem Nebenbegriffe staunender Entrüstung, mehr Ausruf als eigtl. Frage; auch ποῖον ἔειπες, Il. 13, 824 u. sonst, wie ποῖον ἔρεξας, 23, 570; ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, Od. 1, 406; ποίαν γαῖαν, Pind. P. 4, 97; ποίαις τύχαις, N. 1, 61; ποίῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 765; ποίῳ μόρῳ δὲ τούσδε φὴς ὀλωλέναι; Pers. 438, u. öfter; ἔστιν δὲ ποῖον τοὔπος; Soph. O. R. 89; Eur., Ar. u. in Prosa; mit dem Artikel, τὸν ποῖον; Soph. Phil. 1213; τὸ ποῖον; τὰ ποῖα; O. R. 120 Trach. 78; auch τὰ ποῖα ταῦτα, O. R. 291 u. öfter; vgl. Pors. Eur. Phoen. 719. 892; Elmsl. Ar. Ach. 418. 974 Nubb. 1270; Plat. Theaet. 147 d Soph. 220 e u. öfter, wie τὰ ποῖα δὴ λέγεις, Phil. 13 d, auch τὰ ποῖα δὴ ταῦτα λέγεις; Phaed. 81 e; ὑπὲρ τοῦ ποίου τινὸς δεδιέναι, 78 b; oft mit τίς, was für einer, wie ποῖόν τινα οἴει καρπὸν θερίζειν; Phaedr. 260 c. – Gehäuft, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν, Theaet. 149 d. – Auch in indirecter Frage, καὶ σὸν διδάξω πατέρα, ποῖα χρὴ λέγειν, Aesch. Suppl. 514; Folgende. – Wie οἷος c. inf. vrbdn, ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, Od. 21, 195, s. οἷος. – [Erst sehr späte Dichter brauchen die letzte Sylbe des fem. zuweilen kurz, also ποῖα, s. Jac. A. P. LXV. – Die erste Sylbe wird aber auch bei att. Dichtern nicht selten kurz gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
ποῖος: -α, -ον, Ἰω κοῖος, -η, -ον, (ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ὁμήρῳ, ἴδε πόσος ἐν τέλει) ― ὁποῖός τις; ποῖος τὸ εἶδος; «τί λογῆς»; Λατ. qualis? ἐν χρήσει ἐπὶ ἐρωτήσεων˙ παρ’ Ὁμ. συνήθως ἐκφράζει ἔκπληξιν καὶ ὀργήν, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, τί λόγος εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖον εἶπες! Ἰλ. Α. 552, κτλ.˙ ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Δ. 350, κτλ.˙ καὶ ἁπλῶς, ποῖον ἔειπες Ν. 824, Ὀδ. Β. 85, κτλ.˙ ποῖον ἔρεξας Ἰλ. Ψ. 570˙ ποῖοί κ’ εἶτ’ Ὀδυσῆι ἀμυνέμεν, τὶ εἶδους ἄνδρες θὰ φανῆτε νὰ βοηθήσητε τὸν Ὀδυσσέα, Ὀδ. Φ. 195· ταύτην τὴν χρῆσιν διατηρεῖ καὶ παρ’ Ἀττ., εἰς δήλωσιν ἐκπλήξεως, κτλ., Heind εἰς Πλάτ., Χαρμ. 174C· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἁπλῶν ἐρωτήσεων, ποίης δ’ ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης Ὀδ. Α. 406· κοίῃ χειρί; Ἡρόδ. 4. 155· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. 2) διπλῶς τιθέμενον: ποίαν χρὴ [γυναῖκα] ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν τίκτειν; Πλάτ. Θεαίτ. 149D. 3) ποῖος οὐ ἐν ἐρωτήσει εἶναι ἰσοδύναμον τῷ ἕκαστος ἐν καταφάσει, Ἡρόδ. 7. 21, Σοφ. Ο. Τ. 420, κτλ. 4) ἐν διαλόγοις τὸ ποῖος ἐνίοτε τίθεται μετὰ λέξεως ἧς ἐποιήσατο χρῆσιν ὁ προλαλήσας, καὶ ἐκφράζει ἔκπληξιν μετὰ περιφρονήσεως, Πρωτέως τάδ’ ἐστὶ μέλαθρα. ― Ἀπόκρ. ποίου Πρωτέως; Ἀριστοφ. Θεσμ. 874, πρβλ. Ἀχ. 62. 158, 761, Νεφ. 367, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β, Γοργ. 490Ε, κτλ. 5) παρ’ Ἀττ. οὐχὶ σπανίως μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὅτε ἐκ τῆς ἐρωτήσεως παραλαμβάνεται τὸ ὑπὸ τοῦ ἄρθρου ὁριζόμενον ὄνομα ἢ ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 892), τὸ ποῖον εὑρών... φάρμακον; Αἰσχύλ. Πρ. 249· τὰ ποῖα τρύχη; μῶν ἐν οἷς...; Ἀριστοφ. Ἀχ. 418· λέγεις δὲ τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; τὴν ἀπὸ τιμημάτων Πλάτ. Πολ. 550C· συχνάκις μετὰ τῆς δεικτικῆς ἀντων., ὁ ποῖος οὗτος...; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος...¦; Ἀριστοφ. Ἀχ. 963, πρβλ. Νεφ. 1270· ὁ ποῖος; ὁ Βριάρεως... Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· ἀλλ’ ἐνίοτε ἡ ἀπόκρισις γίνεται γενικωτέρα, Σοφ. Ο. Τ. 120, 291, Ο. Κ. 1415, Φιλ. 1229· ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ποῖον; Πλάτ. Σοφ. 220Ε, κλπ.· τὸ ποῖον δή; ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147D, Φαίδρ. 279Α· τὰ ποῖα ταῦτα; ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395D, κτλ.· τῇς ποίας μερίδος; Δημ. 246. 10. 6) ἡ χρῆσις τοῦ ποῖος μετὰ τῆς δεικτικῆς ἀντων. εἶναι κοινὴ καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρ., κοῖα ταῦτα λέγεις; Ἡρόδ. 7. 48· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε...; τί λογῆς Ἐρινὺς εἶναι αὕτη...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1119· ποῖον ἐρεῖς τόδ’ ἔπος; τί λογῆς λόγος εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃς; Σοφ. Φιλ. 1204, πρβλ. 441, κτλ. 7) ποῖός τις; εἶναι ἐν συχνῇ χρήσει καὶ ἐκφέρει τὸ ἐρώτημα μᾶλλον ἀορίστως, κοῖόν μέ τινα νομίζουσιν εἶναι; Ἡρόδ. 3. 34· κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι; αὐτόθι· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1163, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6, κτλ.· ποῖ’ ἄττα; Πλάτ. Πολ. 398C, κτλ.· τὰ ποῖ’ ἄττα; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 8, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 240C. 8) ποίᾳ, Ἰων. κοίῃ, ὡς ἐπίρρ. = πῶς; Λατ. quomodo? Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· ποίᾳ ἄλλῃ, διὰ τίνος ἄλλου τρόπου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1219. ΙΙ. ὡς τὸ ὁποῖος ἐν πλαγίᾳ ἐρωτήσει, διδάξω... ποῖα χρὴ λέγειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 519. πρβλ. Πρ. 194, Σοφ. Φιλ. 153, κτλ.· οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Πλάτ. Πολ. 414D. ΙΙΙ. ἐνίοτε τίθεται ἔνθα ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ πόσος, οἷον, ποίου χρόνου…; ἐπὶ πόσον περίπου χρόνον…; Αἰσχύλ. Ἀγ. 278, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 815, Ἀριστοφ. Ὄρν. 920. IV. = ποδαπός; ποῖος οὑτωσὶ Τιμόθεος; ― Μιλήσιός τις..., Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 20· (αἱ λ. ποῖος, κόσος, δέον νὰ ἀναφέρωνται εἴς τινα ἀρχικὸν τύπον *πός, ὡς αἱ συσχετικαὶ ἀναφορικαὶ οἷος, ὅσος εἰς τὸ ὅς, καὶ αἱ δεικτικαὶ τοῖος, τόσος εἰς τὸ *τός, τό). [Μεταγενέστεροι στιχοποιοὶ ποιοῦσιν ἐνίοτε τὸ θηλυκ. ποία τροχαῖον (-υ), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. ixv. ― Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι ἐνίοτε βραχεῖα παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 911, Ἀριστοφ. Σφ. 1369].
French (Bailly abrégé)
α, ον :
interr;
I. quel ? de quelle nature ? de quelle espèce ? (lat. qualis ?);
1 dans Hom. d’ord. avec une idée accessoire d’étonnement, de colère ou en un sens plutôt exclamatif qu’interrogatif : ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες ; IL quelle parole as-tu prononcée là ? ποῖόν σε ἔπος φύγριν ἕρχον ὀδόντων ; IL, OD quelle parole a franchi la barrière de tes dents ? ; de même ποῖον ἔειπες ; IL, OD qu’as-tu dit ?;
2 au sens interr. : ποίης δ’ ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης ; OD de quel pays se vante-t-il d’être ? ποίῳ τρόπῳ ; SOPH de quelle manière ? dans l’interr. indir. : διδάξω πατέρα ποῖα χρὴ λέγειν ESCHL j’enseignerai à mon père ce qu’il faut dire ; précédé de l’art. pour marquer que l’idée exprimée par ποῖος doit être déterminée avec précision : τὸ ποῖον εὑρὼν φάρμακον ; ESCHL ayant trouvé un remède, lequel ? joint au pron. démonstr. ποῖα ταῦτα λέγεις ; HDT quelles choses veux-tu dire là ? à quoi penses-tu en disant cela ? ; avec l’art. dev. ποῖος : τὰ ποῖα δὴ ταῦτα λέγεις PLAT qu’est-ce donc que tu dis là ? invers. pour donner à la question un sens indéterm. en ajoutant τις : κοῖόν (ion.) μέ τινα νομίζουσι εἶναι ; HDT pour quelle espèce d’homme me prennent-ils par hasard ? et avec l’art. τὰ ποῖ’ ἅττα ; XÉN qu’est-ce que cela peut bien être ? adv. dat. fém. • ποίᾳ, ion. κοίῃ de quelle manière, sous quel rapport, pour quel motif ?;
II. au sens de πόσος : ποῖον χρόνον ; EUR quel temps, càd combien de temps ?;
III. au sens de ποδαπός : de quelle origine ?
Étymologie: *πός.
English (Autenrieth)
interrog. adj. pron., of what sort? (qualis). Freq. rather exclamatory than interrogative, as in the phrase, ποῖόν σε ϝέπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων; ‘what a speech!’
English (Slater)
ποῑος
1 what kind of
a introduces dir. quest. “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” (P. 4.97) “ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας, ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων”; (P. 9.33)
b introduces indir. quest. ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις (N. 1.61)
English (Strong)
from the base of ποῦ and οἷος; individualizing interrogative (of character) what sort of, or (of number) which one: what (manner of), which.
Greek Monolingual
ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, -η, -ον, Α
(ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, — Εγώ» β. «ποιος είδε πράσινο δεντρί, να'χει γεράνια φύλλα;» — δημ. τραγούδι
γ. «ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ;», ΠΔ
δ. «ἀπὸ ποίου ἔτους», πάπ.)
2. ένα από δύο ή περισσότερα άτομα, πότερος («ποιος ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό;»)
νεοελλ.
παροιμ. φρ. α) «ποιος ξέρει» — λέγεται για να δηλώσει ότι κάτι είναι αβέβαιο
β) «ποιος τον πιάνει τώρα;» — λέγεται για κάποιον που απροσδόκητα και αιφνιδίως ευνοήθηκε από την τύχη, τα γεγονότα ή τις περιστάσεις ή και προκειμένου να δηλώσει άτομο περήφανο
γ) «ποιος στραβός δεν θέλει το φως του» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει αυτό που επιθυμεί ή εύχεται κανείς να είχε ή να έχει
δ) «ποιος να (μου) το έλεγε!» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει: i) απροσδόκητο ατύχημα
ii) ανέλπιστη χαρά ή ευτυχία
μσν.
ο άλλος
αρχ.
χρησιμοποιείται: 1. (σε κύριες ή σε δευτερεύουσες προτάσεις, προκειμένου να δηλώσει την ποιότητα προσώπου ή πράγματος και, συχνά στον Όμηρο, για να δηλώσει, συγχρόνως, την έκπληξη ή την οργή) τί λογής (α. ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.
β. «σὸν πατέρα διδάξω ποῑα χρὴ λέγειν», Αισχύλ.)
2. (συν. σε διάλογους) τίθεται με λέξη την οποία έχει ήδη χρησιμοποιήσει ο πρώτος ομιλητής προκειμένου να δηλώσει έκπληξη και περιφρόνηση (-«Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα»
— «ποίου Πρωτέως;», Αριστοφ.)
3. (σε ερωτήσεις) α) με ή, σπανίως χωρίς το άρθρ. όταν από την ερώτηση εννοείται όνομα το οποίο ορίζεται από το άρθρο ή από τα συμφραζόμενα, το γλωσσικό περιβάλλον (-«λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; - «τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν», Πλάτ.)
β) με την αόρ. αντων. τις προκειμένου να προσδώσει αοριστία στην ερώτηση («κοῑόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι εἶναι ἄνδρα;», Ηρόδ.)
γ) από πού, από ποιο μέρος, από ποια πατρίδα, ποδαπός (- «ποῑος οὑτοσὶ [ὁ] Τιμόθεος; — Μιλήσιός τις», Φερεκρ.)
δ) (με το αρνητ. μόριο οὐ ισοδυναμεί με ισχυρή κατάφαση) ο καθένας, έκαστος («βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῑος οὐκ ἔσται λιμήν», Σοφ.)
4. (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) ποίᾳ και κοίῃ
(με τροπ. σημ.) με ποιο τρόπο, πώς («ποίᾳ γὰρ ἄλλῃ χρή πέτεσθαι τοὺς θεούς», Αριστοφ.).
επίρρ...
ποίως Α
(με ερωτ. σημ.)
1. τί λογής
2. με ποιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτηματική αντων. ποῖος, ποῖα, ποῖον έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) με επίθημα -οιος (βλ. λ. οἷος, τοῖος)].