εἰλικρινής: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(1b) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[pure]], [[absolute]], [[real]] (Hp., Att.).<br />Other forms: (<b class="b3">εἱ-</b>)<br />Derivatives: <b class="b3">εἰλικρίνεια</b> [[purity]], <b class="b3">εἰλικρινέω</b> [[purify]] (hell.), <b class="b3">εἰλικρινότης</b> (gloss.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of <b class="b3">κρίνω</b> and <b class="b3">εἴλη</b> (with compositional <b class="b3">-ι</b>, Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes <b class="b3">εἴλη</b> not as normally <b class="b2">heat of the sun</b> but as [[sunlight]], a meaning only known for Dor. <b class="b3">Ϝέλα</b> and which will not be old. Connection with 1. or 2. <b class="b3">εἰλέω</b> makes no sense. Difficult suggestion by DELG. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[pure]], [[absolute]], [[real]] (Hp., Att.).<br />Other forms: (<b class="b3">εἱ-</b>)<br />Derivatives: <b class="b3">εἰλικρίνεια</b> [[purity]], <b class="b3">εἰλικρινέω</b> [[purify]] (hell.), <b class="b3">εἰλικρινότης</b> (gloss.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of <b class="b3">κρίνω</b> and <b class="b3">εἴλη</b> (with compositional <b class="b3">-ι</b>, Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes <b class="b3">εἴλη</b> not as normally <b class="b2">heat of the sun</b> but as [[sunlight]], a meaning only known for Dor. <b class="b3">Ϝέλα</b> and which will not be old. Connection with 1. or 2. <b class="b3">εἰλέω</b> makes no sense. Difficult suggestion by DELG. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εἰλῐ-κρῐνής, ές<br /><b class="num">I.</b> [[unmixed]], without [[alloy]], [[pure]], Lat. [[sincerus]], Xen., Plat.; εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος using [[pure]] [[intellect]], Plat.; εἰλ. [[ἀδικία]] [[sheer]] in [[justice]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> adv. -νῶς, without [[mixture]], of itself, [[simply]], [[absolutely]], Plat. [The [[origin]] of εἰλι- is [[uncertain]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A unmixed, without alloy, pure, ἐκ πυρὸς τοῦ -εστάτου καὶ ὕδατος Hp. Vict.1.35; θέρμη, ψῦξις, Id.VM19; διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (sc. τὰ φῦλα) distinct and separate, X.Cyr.8.5.14; εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp.211e; τὸ ἧττον εἰ., opp. τὸ καθαρώτερον, Arist.Mete.340b8; τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Id.Col.793b13; τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Id.HA627a3; εἰ. καὶ ἀμιγής Id.de An.426b4; ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ Epicur.Ep.2p.37U. (fort. καὶ εἰ.) ; τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c. 2 pure, simple, absolute, αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος the pure and absolute intellect, Pl.Phd.66a; ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰ. ἀπαλλάξεσθαι ib.81c; γνωσόμεθα . . πᾶν τὸ εἰ. the pure and absolute, ib.67b; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Id.Phlb.52d; τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι Isoc.1.46; ἡδονὴ εἰ. Arist.EN1176b20; εὐπορία -εστάτη Epicur.Sent.14; also of evil things, sheer, absolute, ἀδικία X.Mem.2.2.3. 3 sincere, ἀπόδεξις OGI227.12 (Didyma, iii B. C.); εὔνοια ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, Ep.Phil.1.10. Adv. -νῶς OGI441.5 (i B. C.). 4 total, ἐκλείψεις Cleom.2.5. II Adv. -νῶς without mixture, of itself, simply, absolutely, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d; τὸ εἰ. ὄν absolute being, Id.R.477a; εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Id.Smp.181c; εἰ. ὅλον λευκόν Arist.Ph.187b4; without qualification, -νῶς Ταραντῖνοι Arr.Tact. 4.6: Ion. εἰλικριν-έως, κρίνεσθαι to have a clear crisis, Hp.Epid.4.7.—The word is confined to Prose.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῐκρῐνής: -ές, ἄμικτος, ἄνευ συμμίξεως, καθαρός, Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν μέλι οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) καθαρός, ἁπλοῦς, ἀπόλυτος, ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι αὐτόθι 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, αὐτόθι 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, οὔκουν, εἴγε οὕτως ἔχει τοῦτο, εἰλικρινής τις ἂν εἴη ἀδικία ἡ ἀχαριστία; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. εἶναι Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ λέξις εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, κρίνω, ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ λέξις εἵλη σημαίνει θάλπος, οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει ἔνδειξις τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, ἄμικτος, καθαρός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, ὅπερ ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 séparé, distinct;
2 qui est dans toute sa pureté, pur ; en mauv. part εἰλικρινής ἀδικία XÉN injustice pure et simple, càd absolue, sel. d’autres injustice éclatante.
Étymologie: εἷλον, κρίνω.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): εἱλ- Chrysipp.Stoic.2.111, Ph.2.140
I 1puro, sin mezcla de concr. πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp.Vict.1.35, cf. Posidon.17, θέρμη εἰ. el calor solo en estado puro Hp.VM 19, πύον Hp.Morb.1.13, τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Arist.Col.793b13, τὸ λευκὸν (μέλι) οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Arist.HA 627a3, (καρποί) εἰλικρινεῖς (frutos) no adulterados Thphr.CP 6.13.1, cf. HP 1.12.2, φῶς Vett.Val.238.12
•subst. τὸ εἰλικρινὲς τοῦ αἰθέρος Cleom.2.3.89
•de abstr. εἰ. τις ἂν εἴη ἀδικία ἡ ἀχαριστία; ¿sería entonces la ingratitud una pura injusticia? X.Mem.2.2.3, εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Pl.Phd.66a, (τὸ καλόν) εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp.211e, ψυχὴν αὐτήν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι Pl.Phd.81c, τέρψεις εἰλικρινεῖς Isoc.1.46, cf. 6.81, ἧττον εἰλικρινές op. καθαρώτερον Arist.Mete.340b8, ἡδονή Arist.EN 1176b20, εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ... ἀσφάλεια Epicur.Sent.[5] 14, ἁρμονία D.H.Dem.37.1, ὁ τῶν ὅλων νοῦς Chrysipp.l.c., προαίρεσις Plb.2.38.6, del número, entre los pitagóricos, Buther.p.59, τὸ δ' ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu.2.393c, ἀπόρροια LXX Sap.7.25, καθαρώτεραι καὶ εἱλικρινέστεραι αἰσθήσεις Ph.2.227, cf. Arist.de An.426b4
•subst. γνωσόμεθα ... πᾶν τὸ εἰ. Pl.Phd.67b, τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Pl.Phlb.52d, cf. Eus.HE 4.24
•ref. pers., en posición pred. separado, no mezclado διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι τὰ φῦλα X.Cyr.8.5.14.
2 de pers. y abstr. auténtico, genuino τοῦτ' ἐστὶν εἰ. γεωργὸς Ἀττικός Men.Dysc.604, cf. Plu.2.831b
•sent. moral puro, intachable ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς Ep.Phil.1.10
•puro, sincero ref. sentimientos y actitudes personales εἰλικρινῆ καὶ βεβαίαμ ποιουμένους ὑμᾶς πρὸς τοὺς φίλους ἀπόδειξιν Didyma 493.12 (III a.C.), cf. FAmyzon 15B.22 (II a.C.), πρὸς ἡμᾶς ἐκτενε[στάτην τε καὶ] εἰλικρινῆ τὴν εὔνοιαν Milet 1(9).306.41 (II a.C.), εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς εἰ. Didyma 252.9 (III d.C.), στοργή PMasp.310re.15, cf. 151.132 (ambos VI d.C.)
•desapasionado, imparcial λογισμοὶ εἰλικρινεῖς razonamientos imparciales I.AI 19.321, Ph.2.140.
3 total ἐν ταῖς εἰλικρινέσι τῶν ἐκλείψεων (σελήνης) Cleom.2.1.287, 5.3.
II adv. -ῶς, jón. -έως
1 sin mezcla, en estado puro, genuinamente τοὺς εἰ. ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Pl.Smp.181c, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d, εἰ. μὲν γὰρ ὅλον λευκὸν ... οὐκ εἶναι no existe en estado puro un todo absolutamente blanco Arist.Ph.187b4, τὸ δὲ μὴ εἰ. αὐτῆς (συλλαβῆς) βραχύ ref. a una sílaba c. grupo consonántico inicial, D.H.Comp.22.21.
2 absolutamente, del todo τὸ εἰ. ὄν op. τὸ μηδαμῇ ὄν Pl.R.477a, οὐ κρινόμενοι εἰ. de afecciones que no llegan a hacer crisis del todo Hp.Epid.4.7, cf. 1Ep.Clem.32.1.
3 sinceramente, auténticamente πρὸς ἡμᾶς πί[σ] τιν εἰ. τετηρηκότας IStratonikeia 505.5 (I a.C.), τὴν σωφροσύνην ἐρριζωμένην εἰ. τῇ ψυχῇ Gr.Naz.Ep.244.4.
• Etimología: Dud., quizá comp. de εἴλω ‘hacer girar’ y κρίνω qq.u., prob. en el sent. de ‘cribado’ < ‘seleccionado por medio del giro (de la criba)’.
English (Strong)
from heile (the sun's ray) and κρίνω; judged by sunlight, i.e. tested as genuine (figuratively): pure, sincere.
English (Thayer)
ἐιλικρινες (on the breathing see WH's Appendix, p. 144; Liddell and Scott, under the word, at the end); commonly supposed to be from εἴλη or ἕλη, sunlight, and κρίνω, properly, found pure when unfolded and examined by the sun's light; hence, some write εἰλικρινής. (see references above); according to the conjecture of others from ἐιλος, ἐίλειν, properly, sifted and cleansed by rapid movement or rolling to and fro), pure, unsullied, sincere; of the soul, an εἰλικρινής man: διάνοια, Trench, § lxxxv.); (Hippocrates), Xenophon, Plato (Aristotle, Plutarch), Polybius, Philo (others).) [ SYNONYMS: εἰλικρινής, καθαρός: According to Trench as above the former word expresses freedom from the falsehoods, the latter from the defilements, of the flesh and of the world.]
Greek Monolingual
-ές (AM εἰλικρινής, -ές)
ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος
μσν.
καθαρός, αμόλυντος
αρχ.
1. καθαρός, αμιγής
2. απλός, απόλυτος
3. ολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του κρίνω με επίθημα -es- (πρβλ. ευκρινής). Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. είλη, το δε -ι να είναι συνδετικό φωνήεν (πρβλ. αιγιπόδης). Η σημασία της λέξεως ειλικρινής θα ήταν «ευδιάκριτος από τον ήλιο», η λ. είλη όμως σημαίνει «θερμότητα του ήλιου», το δε Felā στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. είλω «γυρίζω, στρέφω, κάνω κάτι να γυρίσει»].
Greek Monotonic
εἰλῐκρῐνής: -ές,
I. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι χωρίς πρόσμειξη, καθαρός, αγνός, Λατ. sincerus, σε Ξεν., Πλάτ.· εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή νόηση, νοημοσύνη, στον ίδ.· εἰλ. ἀδικίας, εμφανής αδικία, σε Ξεν.
II. επίρρ. -νῶς, χωρίς ανάμειξη, από μόνο του, απλά, καθαρά, απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του εἰλι- αμφίβ.).
Russian (Dvoretsky)
εἰλικρῐνής: v. l. εἱλικρινής 2 εἵλη
1) чистый, беспримесный (τὰ στοιχεῖα Arst.);
2) чистый, непорочный (τέρψεις Isocr.; ἡδονή Arst.);
3) ясный: ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. когда уже совсем рассвело;
4) тщательно обособленный, непереметанный (τὰ φῦλα Xen.);
5) чистый, неэмпирический, абсолютный (διάνοια Plat.);
6) истый, подлинный (ἀδικία Xen.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: pure, absolute, real (Hp., Att.).
Other forms: (εἱ-)
Derivatives: εἰλικρίνεια purity, εἰλικρινέω purify (hell.), εἰλικρινότης (gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of κρίνω and εἴλη (with compositional -ι, Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes εἴλη not as normally heat of the sun but as sunlight, a meaning only known for Dor. Ϝέλα and which will not be old. Connection with 1. or 2. εἰλέω makes no sense. Difficult suggestion by DELG.
Middle Liddell
εἰλῐ-κρῐνής, ές
I. unmixed, without alloy, pure, Lat. sincerus, Xen., Plat.; εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος using pure intellect, Plat.; εἰλ. ἀδικία sheer in justice, Xen.
II. adv. -νῶς, without mixture, of itself, simply, absolutely, Plat. [The origin of εἰλι- is uncertain.]