παροιμία: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':paroim⋯a 爬而-哀米阿<br />'''詞類次數''':名詞(5)<br />'''原文字根''':在旁-可能 (臆測)<br />'''字義溯源''':忖度,想像,格言,隱喻,比喻,比方,俗語;由([[παρά]])*=旁,出於)或與([[οἶμαι]] / [[οἴομαι]])=設想)組成,而 ([[οἶμαι]] / [[οἴομαι]])出自([[οἷος]])=這樣的*)。比較: ([[παραβολή]])=比喻<br />'''出現次數''':總共(5);約(4);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 比方(4) 約10:6; 約16:25; 約16:25; 約16:29;<br />2) 俗語:(1) 彼後2:22 | |sngr='''原文音譯''':paroim⋯a 爬而-哀米阿<br />'''詞類次數''':名詞(5)<br />'''原文字根''':在旁-可能 (臆測)<br />'''字義溯源''':忖度,想像,格言,隱喻,比喻,比方,俗語;由([[παρά]])*=旁,出於)或與([[οἶμαι]] / [[οἴομαι]])=設想)組成,而 ([[οἶμαι]] / [[οἴομαι]])出自([[οἷος]])=這樣的*)。比較: ([[παραβολή]])=比喻<br />'''出現次數''':總共(5);約(4);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 比方(4) 約10:6; 約16:25; 約16:25; 約16:29;<br />2) 俗語:(1) 彼後2:22 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[maxim]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A proverb, maxim, saw, A.Ag.264, S.Aj.664, Ar.Th. 528, etc.; κατὰ τὴν π. as the saying goes, Pl.Smp.222b; τὸ κατὰ τὴν π. λεγόμενον Id.Sph.261c ; καθάπερ ἡ π.Pl.Com. 174.3 : in pl., of the Proverbs of Solomon, LXX. 2 figure, comparison, Ev.Jo.10.6,al. 3 digression, incidental remark, Herod.2.61, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, Sprichwort (nach den alten Erkl. βιωφελὴς λόγος παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία, oder, nach Andern, die vom gewöhnlichen Wege abweichende Ausdrucksweise); Aesch. Ag. 255; Soph. Ai. 664; Ar. Thesm. 528 u. a. D., wie in Prosa, παλαιά, Plat. Rep. I, 329 a u. öfter; ἡ λεγομένη παρ., Ath. VII, 307 c; ἡ παρ. φησί, Luc. Nigr. 1; τοῦτο ἐκεῖνο τὸ τῆς παροιμίας, D. Mort. 8, 1; κατὰ τὴν παροιμίαν, Hermot. 61 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp. – Im N. T. auch = παραβολή.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμία: ἡ, (πάροιμος) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 364, Σοφ. Αἴ. 664, Ἀριστοφ. Θεσμ. 528, Πλάτ., κλ.· κατὰ τὴν παροιμίαν Πλάτ. Συμπ. 222Β· τὸ κατὰ τὴν π. λεγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 261Β· καθάπερ ἡ π. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παροιμία· βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία. οἶμος γὰρ ἡ ὁδὸς» καί: «παροιμίαι· παρινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καὶ παθῶν ἐπανόρθωσιν», ἴδε κατάλογον Ἑλλην. παροιμιῶν ἐν Bonitz Ind. Arist. σ. 570· - ἐπὶ τῶν παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος Ἑβδ. 2) ἀσαφής τις ἔκφρασις, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβολὴ ἐν τῷ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίῳ (ιϚ΄, 29). 3) = παρέκβασις, ἐκτροπή, Ἡρώνδ. ΙΙ, 61.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
proverbe.
Étymologie: παρά, οἴμη.
English (Strong)
from a compound of παρά and perhaps a derivative of οἴομαι; apparently a state alongside of supposition, i.e. (concretely) an adage; specially, an enigmatical or fictitious illustration: parable, proverb.
English (Thayer)
παροιμίας, ἡ (παρά by, aside from (cf. παρά, IV:2), and οἶμος way), properly, a saying out of the usual course or deviating from the usual manner of speaking (cf. Suidas 654,15; but Hesychius under the word, et al., 'a saying heard by the wayside' (παρά, IV:1), i. e. a current or trite saying, proverb; cf. Curtius, § 611; Stephanus' Thesaurus, under the word), hence,
1. a clever and sententious saying, a proverb (Aeschylus Ag. 264; Sophocles, Plato, Aristotle, Plutarch, others; examples from Philo are given by Hilgenfeld, Die Evangelien, p. 292 f (as de ebriet. § 20; de Abr. § 40; de vit. Moys. i. § 28; ii. § 5; de exsecrat. § 6); for מָשָׁל in Alex. manuscript; τό τῆς παροιμίας, what is in the proverb (Lucian, dial. mort. 6,2; 8,1), any dark saying which shadows forth some didactic truth, especially a symbolic or figurative saying: παροιμίαν λέγειν, ἐν παροιμίαις λαλεῖν, ibid. 25; "speech or discourse in which a thing is illustrated by the use of similes and comparisons; an allegory, i. e. extended and elaborate metaphor": John 10:6.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. σύντομο απόφθεγμα που φέρεται στο στόμα του λαού και εκφράζει συνήθως μεταφορικά, αλληγορικά ή σκωπτικά διάφορες αλήθειες της ζωής οι οποίες αποκτήθηκαν από την παρατήρηση και την πείρα («τήν παροιμίαν δ' ἐπαινῶ τὴν παλαιάν», Αριστοφ.)
2. φρ. «Παροιμίαι Σολομῶντος» — βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αποτελεί συλλογή λαϊκών γνωμικών και γνωμών σοφών ανδρών και μάλιστα του Σολομώντος, στον οποίο η ισραηλιτική παράδοση αποδίδει τη συγγραφή του βιβλίου
μσν.-αρχ.
παρέκβαση, εκτροπή
αρχ.
1. παραβολή, ασαφής, συμβολική έκφραση ή αφήγηση («ταῡτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῑν», Ευαγγ. Ιωάνν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παρόδια
οἶμος γὰρ ἡ ὁδός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶμη «άσμα, τραγούδι» και κατά τον Ησύχιο «οἴμη
λόγος, ιστορία» + κατάλ. -ία (πρβλ. και προοίμιο)].
Greek Monotonic
παροιμία: ἡ (οἶμος),
1. ρητό, κοινός λόγος, παροιμία, απόφθεγμα, γνωμικό, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· κατὰτὴν παροιμίαν, καθώς λέει το γνωμικό.
2. παραβολή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παροιμία: ἡ
1) поговорка, пословица Aesch. etc.: κατὰ τὴν παροιμίαν и τὸ κατὰ τὴν παροιμίαν λεγόμενον Plat. как говорит пословица;
2) притча NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροιμία -ας, ἡ [παρά, οἴμη] spreekwoord:; κατὰ τὴν παροιμίαν volgens het spreekwoord Plat. Smp. 222b; τοῦτο ἐκεῖνο τὸ τῆς παροιμίας dit is precies zoals het spreekwoord Luc. 77.18.1; christ. parabel.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: proverb, saying (Att. etc.), also incidental remark (Herod.2,61; cf. Headlam ad loc.), comparison (Ev. Jo.; cf. Wackernagel IF 31, 265 [= Kl.Schr.2, 1242 n.1).
Derivatives: παροιμ-ιώδης proverbial (Plu.), -ιακός id., also name of a versemeasure (Plu., Heph.), -ιάζομαι, -ω to speak in proverbs etc. (Pl., Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Abstract formation from πάρ-οιμος or παρ' οἰμον, οἴμην; semantically unclear. By the ancients derived from οἶμος course, way, e.g. H.: βιωφελης λόγος, παρὰ την ὁδὸν λεγόμενος (cf. πάροιμος γείτων, παροιμώσαντες ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ); similar Bieler RhM 85, 240ff. After Osthoff BB 24. 161 ff. however from οἴμη song, reason referring to NHG Bei-spiel, OHG. MHG bī-spel (the Germ. word rather loan-translation?).
Middle Liddell
παρ-οιμία, ἡ, οἶμος
1. a by-word, common saying, proverb, maxim, saw, Aesch., Soph., etc.; κατὰ τὴν π. as the saying goes, Plat.
2. a parable, NTest.
Frisk Etymology German
παροιμία: {paroimía}
Grammar: f.
Meaning: Sprichwort, Spruch (att. usw.), auch Nebenbemerkung (Herod.2,61; vgl. Headlam z. St.), Gleichnis (Ev. Jo.; vgl. Wackernagel IF 31, 265 [= Kl.Schr.2, 1242 A.1).
Derivative: Davon παροιμιώδης sprichwörtlich (Plu. u.a.), -ιακός ib., auch N. eines Versmaßes (Plu., Heph. u.a.), -ιάζομαι, -ω in Sprichwörtern reden (Pl., Arist. usw.).
Etymology : Abstraktbildung von πάροιμος od. παρ’ οἰμον, οἴμην; semantisch unklar. Von den Alten zu οἶμος Gang, Weg gezogen, z.B. H.: βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος (vgl. πάροιμος· γείτων, παροιμώσαντες· ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ); ähnlich Bieler RhM 85, 240ff. : "die Rede, die παρ’ οἶμον, den Weg entlang, geht, die Wegbegleitung" (?). Nach Osthoff BB 24. 161 ff. dagegen von οἴμη Lied, Rede mit Hinweis auf nhd. Bei-spiel, ahd. mhd. bī-spel (das dt. Wort eher Lehnübersetzung?).
Page 2,476
Chinese
原文音譯:paroim⋯a 爬而-哀米阿
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在旁-可能 (臆測)
字義溯源:忖度,想像,格言,隱喻,比喻,比方,俗語;由(παρά)*=旁,出於)或與(οἶμαι / οἴομαι)=設想)組成,而 (οἶμαι / οἴομαι)出自(οἷος)=這樣的*)。比較: (παραβολή)=比喻
出現次數:總共(5);約(4);彼後(1)
譯字彙編:
1) 比方(4) 約10:6; 約16:25; 約16:25; 約16:29;
2) 俗語:(1) 彼後2:22