γέφυρα: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γέφῡρα -ας, ἡ<br /><b class="num">1.</b> Hom., altijd plur. dam, dijk, wal ; Il. 5.88; uitbr.. πολέμοιο γεφύρας de dijken van de oorlog (d.w.z. het slagveld) Il. 4.371.<br /><b class="num">2.</b> na Hom. brug.
|elnltext=γέφῡρα -ας, ἡ<br /><b class="num">1.</b> Hom., altijd plur. dam, dijk, wal; Il. 5.88; uitbr.. πολέμοιο γεφύρας de dijken van de oorlog (d.w.z. het slagveld) Il. 4.371.<br /><b class="num">2.</b> na Hom. brug.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:00, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέφῡρα Medium diacritics: γέφυρα Low diacritics: γέφυρα Capitals: ΓΕΦΥΡΑ
Transliteration A: géphyra Transliteration B: gephyra Transliteration C: gefyra Beta Code: ge/fura

English (LSJ)

(Boeot. βέφυρα Stratt.47.5), Lacon. δίφουρα Hsch., Cret. δέφυρα GDI5000 ii A b 6 (Gortyn), ἡ (used by Hom. only in Il., always in pl.):—dyke, dam, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσι Il.5.88; cf. γεφυρόω: metaph., πολέμοιο γέφυραι, expld. by Sch.Il. as αἱ δίοδοι τῶν φαλάγγων, i. e. the open space between hostile armies, but more prob. limits of the battlefield, Il.4.371, 11.160, etc.; πόντου γ. of the Isthmus of Corinth, causeway through the sea, Pi.N.6.39, cf.I. 4(3).20; so, of the causeway between Athens and Eleusis, Carm.Pop.9; at the Euripus, Str.9.2.2. II after Hom., in sg., bridge, γέφυραν ζευγνύναι Hdt.4.97, cf. 1.75 (pl.); γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν A. Pers.736; γ. λῦσαι X.An.2.4.17; πόρον ὑπὲρ γεφυρῶν ἄγοντες Lib. Or.11.243; also, of a tunnel, ὑποστείχει γ. Philostr.VA1.25.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, wahrscheinl. von γῆ, γέα, und φύρω, = ein künstlicher Erdwall, ein Damm, vgl. Etym. m. 229, 9; Hom. hat das Wort siebenmal; zweimal in eigentlichster Bedeutung, Erdwall, Damm, Iliad. 5, 88 und 89 ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν, οὔτ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων ἐριθηλέων. Mehrmals πολέμοιο γέφυραι, plur. Homerisch anstatt des sing., der Raum, durch welchen zwei feindliche Heere vor dem Beginne des Handgemenges wie durch einen Damm getrennt werden, und auf welchem sie nachher kämpfen, schlechtweg = der Wahlplatz, das Schlachtfeld; immer πολέμοιο (πτολέμοιο) γεφύρας accus. Versende: Iliad. 4, 371 τί πτώσσεις, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας; 11, 160 ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 20, 427 οὐδ' ἂν ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 378 ἢ νῶι Ἕκτωρ γηθήσει προφανείσα ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 553 οἱ δὲ μέγα φρονέοντες ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας εἵατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά, v. l. ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας, ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ, ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρῃ, Scholl. Didym. γράφεται γεφύρῃ, Scholl. Nicanor. προηγουμένως μὲν τοῖς ἑξῆς συναπτέον· τὸν γὰρ τόπον ἐν ᾧ ἡ τοῦ πολέμου συμβολὴ γίνεται, γέφυραν εἶπε πολέμου [ἢ τὰς διαβάσεις αὐτὰς αἷς ἐν τοῖς πολέμοις ἐχρῶντο]. λόγον δὲ ἔχει καὶ τοῖς ἄνω συνάπτειν ἵν' ᾖ περίφρασις, πολέμοιο γεφύρῃ ἀντὶ τοῦ τῷ πολέμῳ· ὁ δὲ λόγος, μέγα φρονοῦντες ἐπὶ τῷ πολέμῳ, τουτέστι τῷ κεκρατηκέναι κατὰ τὸν πόλεμον. Die eingeklammerken Worte sind unächt, s. Friedländer, welcher auch mit Recht annimmt, daß Nicanor im Homer ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ schrieb. – In der Bedeutung Erdwall gebraucht Pind. das Wort, N. 6, 40, wo der korinthische Isthmus πόντου γέφυρα heißt, u. I. 4, 20 (3, 38), γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων. Die gewöhnliche Bed. aber nach Hom. ist = B rü che; Her. 4, 85. 97; Att.; γέφυραν ζευγνύναι, γεφύρᾳ ζευγνύναι ποταμόν, eine Brücke über den Fluß schlagen; Ggstz λύειν, sie abbrechen. [ ñ ñ ñ erst Sp., wie Ep. ad. 632 (App. 223).]

Greek (Liddell-Scott)

γέφῡρα: (Βοιωτ. βέφυρα ἢ βλέφυρα, Στράττις Φοιν. 3), ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ πληθ. Εἶναι ἄδηλον ἂν ἡ πρώτη σημασία εἶναι ἡ τοῦ φραγμοῦ, προχώματος πρὸς παρακώλυσιν τοῦ ῥεύματος ἢ γεφύρας πρὸς διάβασιν αὐτοῦ. Τὸ πρῶτον εἶναι τὸ φυσικώτατον ἐν Ἰλ. Ε. 88 κἑξ. (ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ· ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ’ οὔτ’ ἄρ τε γέφυραι ἐερμέναι ἰσχανόωσιν), καὶ ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῆς χρήσεως τοῦ ἀπογεφυρόω παρ’ Ἡροδ. καὶ γεφυρόω ἐν τῷ Χρον. Εὐσεβ.· τὸ δὲ τελευταῖον δεικνύει ἡ παρ’ Ὁμήρῳ χρῆσις τοῦ γεφυρόω.-Ὑπάρχει δὲ ἡ αὐτὴ ἀδηλότης περὶ τοῦ ἂν πολέμοιο γέφυραι σημαίνει τὸ ἔδαφος τὸ μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων μερῶν ἢ τὴν μεταξὺ τῶν φαλάγγων δίοδον, ἀλλ’ ἡ γενικὴ ἔννοια εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μετὰ ταῦτα ἐν χρήσει μεταιχμίου, τὸ πεδίον τῆς μάχης, Ἰλ. Δ. 371, Λ. 160, κτλ.· οὕτως, ὅταν ὁ Πίνδ. Ν. 6. 67 καλῇ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου πόντου γέφυραν, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι εἶναι δυναταί, πρβλ. Ι. 4. 34 (5. 38). ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. καθ’ ἑνικ., βεβαίως ἐπὶ τῆς ἐννοίας γεφύρας, γέφυραν ζευγνύναι Ἡρόδ. 4. 97· γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 73· γ. λῦσαι Ξεν. Ἀν. 2. 4, 17· πόρον ὑπὲρ γεφυρῶν ἄγοντες Λιβάν. 1. 353·-ὡσαύτως ἐπὶ ὑπογείου δρόμου ἢ διόδου, ὑποστείχει γ. Φιλόστρ. 33. (Παραγωγὴ ἄδηλος.) [υ μακρόν· βραχὺ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 223, Orell. Inscr. Lat. 1. 1949.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 chaussée ; p. anal. espace entre deux armées, sorte de chaussée ou de champ de bataille entre elles touj. au plur.
2 postér. pont : γέφυραν ζευγνύναι HDT relier par un pont (les deux rives d’un fleuve), jeter un pont ; γέφυραν λύειν XÉN rompre un pont.
Étymologie: orig. sémitique.

English (Slater)

γέφῡρα
1 bridge met. πόντου τε γέφυῤἀκάμαντος ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Κρεοντίδαν τίμασε Ποσειδάνιον ἂν τέμενος i. e. the Isthmus (N. 6.39) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων the Isthmus (I. 4.20)

Spanish (DGE)

(γέφῡρα) -ας, ἡ

• Alolema(s): cret. δέπυρα ICr.4.43Bb.6 (Gortina V a.C.); beoc. βέφυρα Stratt.49.5; lacon. δίφουρα Hsch.
I 1terraplén, dique ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας Il.5.88.
2 espacio intermedio πολέμοιο γέφυραι entre dos ejércitos Il.4.371.
II 1puente πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος puente infatigable sobre el mar ref. al Istmo de Corinto, Pi.N.6.39, del que se encuentra entre Atenas y Eleusis Carm.Pop.31, γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία A.Pers.736, γέφυραν ζευγνύναι unir con un puente las orillas de un río, Hdt.4.97, γεφύρᾳ συνεζευγμένος ... διπλέθρῳ Ephor.119, γέφυραν λῦσαι cortar un puente X.An.2.4.17, πόλιν γεφύραις ... καὶ τείχεσιν περιφραγμένην LXX 2Ma.12.13, κεκόσμηται γεφύραις de Mitilene, Longus 1.1.1, cf. Carm.Pop.31, IG 22.1126.41 (IV a.C.), PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), LXX Is.37.25, Luc.VH 2.43, Hist.Cons.15, PRyl.225.51 (II/III d.C.), Lib.Or.11.243
fig. del descenso de Cristo al Hades γ. πρὸς ἀναβίωσιν Procl.CP Or.M.65.785C.
2 túnel ποταμῷ ... ὃν ... ὑποστείχει γ. Philostr.VA 1.25.
3 acueducto τὴν γέφυραν ... ἀνέθηκεν IEphesos 3092 (I d.C.).
4 n. de un impuesto sobre los puentes, SB 12834 (II/III d.C.) en BL 8.286.

• Etimología: Las formas beoc. βέφυρα, cret. δέφυρα hacen pensar en una forma *gebhūra, aunque γέφυρα presenta un tratamiento anómalo de g- inicial. Se ha supuesto que la forma antigua sería *δέφυρα y γέφυρα sería secundaria por influencia de γέργυρα, γόργυρα ‘conducto de agua’: *δέφυρα procedería de *gebh- <*bheg- por metátesis, cf. lituan. bė́gu, bė́gti ‘correr’, aisl. běža, běžati ‘huir’, gr. φέβομαι. Puede tratarse de una palabra del sustrato.

Greek Monolingual

η και γεφύρι και γιοφύρι, το (AM γέφυρα, η και γεφύριον, το)
1. τεχνητή κατασκευή για τη διάβαση ποταμού, χαράδρας, πορθμού κ.λπ.
νεοελλ.
1. μέσο επικοινωνίας ή διασύνδεσης
2. (στη γυμναστική) σωματική άσκηση στην οποία ο κορμός από την ύπτια θέση ανασηκώνεται και καθώς κάμπτεται αποκτά το συμβατικό σχήμα της γέφυρας
3. (οδοντ.) προσθετική εργασία για την αποκατάσταση μέρους της οδοντοστοιχίας
4. φρ. «της Τρίχας το γεφύρι» — γεφύρι το οποίο μόνο οι δίκαιοι μπορούν να περάσουν πηγαίνοντας στον Παράδεισο
αρχ.
πληθ.
1. φράγμα, ανάχωμα ποταμού, πρόχωμα
2. μτφ. το διάστημα μεταξύ τών στρατιωτικών μονάδων που μάχονται ή και τα όρια του πεδίου της μάχης
3. υπόγεια σήραγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γέφῡρα < γεφυρ-yᾰμακρότητα του -υ- οφείλεται σε αντέκταση
πρβλ. και αγκυρ-yᾰ < αγκῡρα). Λέξη που μαρτυρείται ήδη από την ομηρική ποίηση, και μάλιστα μόνον κατά πληθυντικό στην Ιλιάδα, με τη σημασία «υψώματα της γης που συγκρατούν ρεύμα νερού» (πρβλ. τη μεταφορική έκφραση «πολέμοιο γεφύρας», ερμηνευμένη από σχολιαστές ως «τάς διόδους τῶν φαλάγγων»). Η εναλλαγή του αρκτικού φθόγγου διαλεκτικώς (πρβλ. βέφυρα, βοιωτ. δέφυρα, κρητ. δίφουρα, λακων. οδήγησε στην υπόθεση χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (ρίζα gwbh-). Δυσερμήνευτο παραμένει το γ- του τ. γέφυρα, που πιθανόν να προήλθε κατόπιν ανομοιωτικής ή αφομοιωτικής αποβολής του χειλικού στοιχείου (w) Από απόπειρες συσχετισμού της λ. με άλλους ινδοευρ. τύπους, όπως το αρμ. Kamurj «γέφυρα», που εμφανίζουν δυσχέρειες (το ελλ. -φ < bh θα έπρεπε λ.χ. να αντιστοιχεί σε αρμ. -w-), υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για λ. μη ινδοευρ. (κρητικής, αιγαιακής ή σημιτικής) προελεύσεως. Το νεοελλ. γεφύρι < μτγν. γεφύριον, υποκορ. του γέφυρα
νεοελλ. γιοφύρι < μσν. γιοφύριν < γεφύριον (για τον σχηματισμό του τ. γιοφύριν
πρβλ. γεμάτος -γιομάτος, γεμίζω- γιομίζω, γέμα- γιόμα.
ΠΑΡ. γεφυρώνω (AM γεφυρώ)
αρχ.
γεφυρίζω
νεοελλ.
γεφυριάτικα, γεφυρικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεφυροποιός
μσν.
γεφυρεργάτης, γεφυρουργία
νεοελλ.
γεφυροδοποιός, γεφυροειδής, γεφυρόζευγμα, γεφυροθύρωμα γεφυροσκευή, γεφυρόστρωση. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αερογέφυρα, γερανογέφυρα, οδογέφυρα, πεζογέφυρα, τροχιογέφυρα, υδρογέφυρα].

Greek Monotonic

γέφῡρα: ἡ,
I. ανάχωμα, φράγμα ή σωρός χώματος για την ανάσχεση ποταμού, στον πληθ. σε Ομήρ. Ιλ.· η έκφραση πολέμοιο γέφυραι, φαίνεται να σημαίνει, το έδαφος μεταξύ των δύο γραμμών της μάχης = μεταίχμιον, στο ίδ.
II. γέφυρα για τη διάβαση ποταμού, σε Ηρόδ., Αττ.· ο Όμηρ. επίσης φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή τη σημασία στο ρήμα γεφυρόω (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γέφῡρα: ἡ (Anth. тж. ῡ) Hom. только pl.
1) воен. полоса земли между враждебными армиями, предполье, плацдарм (πολέμοιο γέφυραι Hom.);
2) полоса, плотина: γ. ποντιάς или πόντου Pind. = Ἰσθμός;
3) мост (γέφυραν ζευγνύναι Her.; γέφυραν λύειν Xen.): γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. мост, соединяющий оба материка.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bridge; on other meanings in Homer s. below (Il.)
Other forms: Böot. βέφυρα, Cret. δέφυρα, Lak. δίφουρα (H.)
Derivatives: γεφυρίς πόρνη τις ἐπὶ γεφύρας, ὡς `Ηρακλέων H. (also with another meaning); denomin. γεφυρόω make a bridge (Ion.-Att.; Il. dam up s. below', ) with γεφύρωσις (Str.), γεφύρωμα bridge (J.), γεφυρωτής builder of b. (Plu.); γεφυρίζω abuse (Plu.), acc. to H. "ἐπεὶ ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καθεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας"; from there γεφυρισμός (Str.), γεφυριστής (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variation of the first consonant suggests labiovelar gʷ-, but then the γ- cannot be explained. The evidently cognate Arm. kamurǰ bridge gives also unsurmountable problems if the word were IE. Beekes, Glotta ?? (2004), ??-?? follows Fur. 97 etc. in connecting Hattic hammuruwa beam. The word is an Anatolian loan (or Pre-Greek?). An original meaning beam fits all passages in Homer, and notably the expression πολέμοιο γεφύρας, where it has the same meaning as phalanx (`tree, beam'). The form with -ι- and -ου- point to Pre-Greek.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέφῡρα -ας, ἡ
1. Hom., altijd plur. dam, dijk, wal; Il. 5.88; uitbr.. πολέμοιο γεφύρας de dijken van de oorlog (d.w.z. het slagveld) Il. 4.371.
2. na Hom. brug.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
I. a dyke, dam or mound to bar a stream, in pl., Il.; the phrase πολέμοιο γεφύραι seems to mean the ground between two lines of battle, = μεταίχμιον, Il.
II. a bridge, to cross a stream, Hdt., attic; Hom. also seems to recognise this sense in the Verb γεφυρόω.

Frisk Etymology German

γέφυρα: (ion. att.),
{géphūra}
Forms: böot. βέφυρα, kret. δέφυρα, lak. δίφουρα (H.)
Grammar: f.
Meaning: Brücke, in der Il. oft als Damm, Erdwall erklärt (dagegen Lamer, s. unten).
Derivative: Davon das Deminutivum γεφύριον (Ael.) und γεφυρίς· πόρνη τις ἐπὶ γεφύρας, ὡς Ἡρακλέων H. (auch mit einer anderen Deutung); ferner die Denominativa 1. γεφυρόω eine Brücke schlagen (ion. att.; Il. aufdämmen?, vgl. oben) mit γεφύρωσις Überbrückung (Str., Arr. u. a.), γεφύρωμα Brücke (J.), γεφυρωτής Brückenbauer (Plu.). 2. γεφυρίζω verunglimpfen, verhöhnen (Plu.), nach H. "επεὶ ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καθεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας"; davon γεφυρισμός (Str.), γεφυριστής (Plu., H.).
Etymology : In der Bildung mit dem sicher idg. ἄγκυρα übereinstimmend, macht γέφυρα auch durch den Anlautswechsel, der auf labiovelares g- schließen läßt (evtl. gu̯-, s. Schwyzer 298 und 301), den Eindruck eines Erbworts. Dunkel bleibt indessen γ-; gegen dissimilatorischen Verlust des labialen Elements wegen des folgenden φ (Schwyzer 298f. m. Lit.) Lejeune Traité de phonétique 38 A. 2. — Angesichts der nahen Beziehungen zwischen Griechisch und Armenisch kann die auffallende Ähnlichkeit mit arm. kamurǰ Brücke (Meillet BSL 22, 17 und 36, 122 mit Bugge; von Hübschmann Armen. Gramm. 1, 457 abgelehnt) trotz der lautlichen Unregelmäßigkeit (φ aus idg. bh wäre arm. w; umgekehrt ἦμαρ gegenüber arm. awr) kaum zufällig sein. — Oft als vorgriechisch erklärt, so von Lamer IF 48, 230 A. 4, PhilWoch 1932 = Festschrift Poland 123ff. (dazu Kretschmer Glotta 21, 158 und 22, 259), Krahe Die Antike 15, 181. — Verfehlt Loewenthal WuS 10, 182f. (eig. Flechtwerk, zu γύψος usw.).
Page 1,302-303