ἀναίρω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] (s. [[ἀναείρω]]), emporheben, med. ἐκ βάθρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρθείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] (s. [[ἀναείρω]]), emporheben, med. ἐκ βάθρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρθείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίρω:''' тж. med. поднимать ([[ὄμμα]], τινὰ βάθρων [[ἄπο]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[αἴρω]]): [[Διονύσιος]] [[ἀναρθείς]] Anth. вознесенный (на Олимп) Дионисий.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, [[υψώνω]], [[σηκώνω]]· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., [[ἀναρθείς]], αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, [[υψώνω]], [[σηκώνω]]· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., [[ἀναρθείς]], αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίρω:''' тж. med. поднимать ([[ὄμμα]], τινὰ βάθρων [[ἄπο]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[αἴρω]]): [[Διονύσιος]] [[ἀναρθείς]] Anth. вознесенный (на Олимп) Дионисий.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[lift]] up: in Mid., Eur.; in Pass., [[ἀναρθείς]] carried up, Anth.
|mdlsjtxt=<br />to [[lift]] up: in Mid., Eur.; in Pass., [[ἀναρθείς]] carried up, Anth.
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίρω Medium diacritics: ἀναίρω Low diacritics: αναίρω Capitals: ΑΝΑΙΡΩ
Transliteration A: anaírō Transliteration B: anairō Transliteration C: anairo Beta Code: a)nai/rw

English (LSJ)

raise, lift up, Aen.Tact.23.4:—Med., Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται E.El.102:—Pass., ἀναρθείς, of Ganymede, AP12.67.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép., jón. ἀναείρω Il.23.778, A.R.4.94
I 1alzar, levantar ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι Il.7.130, δρεπάνην Nonn.D.47.538
náut. largar, izar ἀκάτειον Aen.Tact.23.4
v. med. mismo sent. Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται E.El.102.
2 levantar del suelo de un luchador que levanta a otro quedando así vencedor Il.23.724
del premio de una competición levantar y llevarse δύω χρυσοῖο τάλαντα Il.23.614, κρητῆρ' αὖτ' ἀνάειρε Il.23.778
en v. pas. ser arrebatado hacia lo alto con alusión a Ganimedes AP 12.67
en v. med. levantar, poner en pie μιν περὶ γούνασι πεπτηυῖαν ἦκ' ἀναειρόμενος A.R.4.94
recoger del suelo σῶμ' ἀναειράμενοι Q.S.2.577.
II levar anclas, partir πάϊς Πεισιστράτου ... ἀνῆρ' ... εἰς Θάσον el hijo de Pisistrato partió de viaje hacia Tasos Archil.153
de un barco, Orph.A.268
fig. en v. med.-pas. τρηχεῖαι ἀνηέρθησαν ἄελλαι A.R.1.1078, cf. Nonn.D.31.76.

German (Pape)

[Seite 190] (s. ἀναείρω), emporheben, med. ἐκ βάθρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρθείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).

Russian (Dvoretsky)

ἀναίρω: тж. med. поднимать (ὄμμα, τινὰ βάθρων ἄπο Eur. - v.l. αἴρω): Διονύσιος ἀναρθείς Anth. вознесенный (на Олимп) Дионисий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίρω: (ἴδε αἱρέω): αἴρω τι κείμενον κάτω, σηκώνω ἐπάνω, Λατ. tollere, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός, ἔσχον, ἀναβαστάσαντες, δηλ. σηκώσαντες ὑψηλὰ ἐκράτησαν, περὶ θύματος πεσόντος ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ πληγῆς πελέκεως, οὗ τὴν κεφαλὴν ἐσήκωσαν ὀλίγον ἀπὸ τὴν γῆν ὅπως ἀποκόψῃ τις αὐτήν, (πρβλ. αὐερύω) Ὀδ. Γ. 453. 2) λαμβάνω τι μετ’ ἐμοῦ, κομίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ἄθλων μετὰ κόπου κτηθέντων, Ἰλ. Ψ. 736, πρβλ. 551, Ἡρόδ. 5. 102 (πρβλ. κατωτέρω Β.Ι.) 3) ἁπλῶς σηκώνω, παῖδα Πινδ. ΙΙ. 9. 105· τὰ ὀστᾶ Θουκ. 1. 126. 4) σηκώνω νεκρὰ σώματα πρὸς ταφήν, ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ἀριστοφ. Σφ. 386, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 4, 9· ἀλλὰ τοῦτο εἶναι κοινότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἴδε κατωτέρω Β. Ι. 3. ΙΙ. αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, ἐκποδὼν ποιοῦμαι, ἀπὶ ἀνθρώπων, φονεύω, Ἡρόδ. 4. 66, πολλοὺς ἀναιρῶν Αἰσχύλ. Χρ. 1004· σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀναιρ. Εὐρ. Ἀνδρ. 517· ὡσαύτως, θανάτοις ἀν. Πλάτ. Νόμ. 870D (ἴδε ἐν λ. ἐξόριστος)· ἀνελεῖν ἐκ τῆς πολιτείας τὰ τοιαῦτα θηρία Δείναρχ. 110. 36, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, καταλύω, ἀκυρῶ, διαγράφω, ἐξαλείφω, ὀλιγαρχίας Ξεν. Κύρ. 1. 1, 1· στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἀνελών, κατ’ εἰκασίαν ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 125 (228)· νόμον Αἰσχίν. 59, 13· διαθήκην Ἰσαῖος 36. 32· στήλην Ἀνδοκ. 14. 6· ἀταξίαν Δημ. 38. 14, κτλ. ἐκ μέσου ἀν. βλασφημίας Δημ. 141.1· τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν ὁ αὐτ. 837.10. 3) ἀναιρῶ, ἐξελέγχω, ἐντελῶς ἀνατρέπω ἐπιχείρημά τι, Πλάτ. Πολ. 533C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., ἰδίως ἀναιρῶ κατ’ εὐθείαν ἐπιχείρημά τι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διαιρέω (ἴδε ἀναίρεσις ΙΙ. 2), Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 18. 3., 22, 9. ΙΙΙ. ὁρίζω, διατάσσω, ἐπὶ χρησμοῦ ἀποκρινομένου πρὸς γενομένην ἐρώτησιν, ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀν. παραδοῦναι Θουκ. 1. 25· οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Πλάτ. Νόμ. 865D· πρβλ. 642D· ἀνεῖλε θεοῖς οὓς ἔδει θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 6· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀνεῖλέ μιν βασιλέα εἶναι Ἡρόδ. 1. 13: - ἀλλὰ 2) συνηθέστερον ἀπολύτως, ἀποκρίνομαι, δίδω ἀπόκρισιν, ἀνεῖλε ἡ Πυθίη, κτλ. ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ. καὶ παρ’ Ἀττ. ἀν. τι περί τινος, δίδω χρησμόν τινα περί τινος πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 914A: μαντείας ἀν., δίδω χρησμούς, Δημ. 1466, ἐν τέλει: οὕτως ἐν τῷ Παθ., Δημ. 530. 26. Β. Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω εἰς χεῖράς μου καὶ ὑψώνω, σηκώνω, οὐλοχύτας ἀνέλοντο Ἰλ. Α. 449· ἀσπίδα, ἔγχος Λ. 32, Ν. 296· κυνέην Ἡρόδ. 1. 84· δίκτυα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 13: - κερδαίνω, νικῶ, ἀν. Ὀλύμπια, τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴν νίκην Ἡρόδ. 6. 36, 70, 103· καὶ ἐν γένει, αἲ γὰρ δήποτε, τέκνον, ἐπιφροσύνας ἀνέλοιο, εἴθε ποτὲ νὰ λάβῃς συνετὰ μέτρα, Ὀδ. Τ. 22· εὐδαιμονίαν Πινδ. Ν. 7. 83, πρβλ. Θέογν. 281· ἀν. κλῆρον Πλάτ. Πολ. 617E· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὄνειδος σπαργάνων ἀν. Σοφ. Ο. Τ. 1035· εἴ σ’ ἀνελοίμην, ἐὰν ἤθελόν σε δεχθῇ δηλ. εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου, Ὀδ. Σ. 357· σῖτα ἀν. λαμβάνω ζωοτροφίας, Ἡρόδ. 4. 128· ποινήν τινος αν., τιμωρῶ τινα, λαμβάνω ἐκδίκησιν, ὁ αὐτ. 2. 134. 2) λαμβάνω τι δι’ ἐμαυτὸν καὶ ἀπέρχομαι, ἁρπάζω, κούρας ἀνέλεοντο θύελλαι Ὀδ. Υ. 66· ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Πλάτ. Νόμ. 914B· ἀνείλατο δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 4. 137. 3) σηκώνω νεκρὰ σώματα ὅπως θάψω αὐτά, Ἡρόδ. 2. 41., 4. 14, Θουκ. 4. 97, κτλ., πατέρων ἀρίστων σώμαθ’ ὧν ἀνειλόμην Εὐρ. Ἱκ. 1167· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ. ἴδε ἀνωτέρ. Α. Ι. 2: - ὡσαύτως ἐπὶ ζῶντος, Εὐρ. Ἑλ. 1616, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 13· τοὺς ναυαγοὺς ὁ αὐτ. 1. 7. 4 καὶ 11· τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Πλάτ. Ἀπολ. 32B: - Παθ., ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν ..., ὑγιὴς ἀνῃρέθη ὁ αὐτ. Πολ. 614B, καὶ ἀλλ. 4) λαμβάνω εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἰλ. ΙΙ. 8: ἐντεῦθεν, λαμβάνω νεωστὶ τεχθέντα παιδία, ἀποδέχομαι, ἀναγνωρίζω αὐτὰ ὡς ἰδικά μου, Λατ. tollore, suscipere liberos, Πλουτ. Ἀντών. 36, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 531. 5) συλλαμβάνω (ἐν γαστρί). Ἡρόδ. 3 108., 6. 69. 6) λαμβάνω χρήματα ἐπὶ τόκῳ, Δημ. 1212. 3. ΙΙ. ἀναλαμβάνω, ὑποδύομαι, ἐπιχειρῶ, Λατιν. suscipere, πόνους Ἡρόδ. 6. 108· πόλεμόν τινι, πόλεμον κατά τινος, ὁ αὐτ. 5. 36· πολέμους ἀναιρούμεσθα Εὐρ. Ἱκ. 492, πρβλ. Δημ. 11. 4: - ὡσαύτως ἀν. ἔχθραν Πλάτ. Φαῖδρ. 233C· ἔχθραν πρός τινα Δημ. 71. 2· ἀν. δημόσιον ἔργον, ἀναλαμβάνω τὴν ἐκτέλεσιν δημοσίου ἔργου, συμφωνῶ δι’ αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 921D, πρβλ. Α, Β, Δημ. 53. 21. 2) ἀποδέχομαί τι ὡς ἐμόν, γνώμην Ἡρόδ. 7. 16, 1· τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2. 52· ἀν. φιλοψυχίην ἔχω ἀγάπην πρὸς τὴν ζωήν, 6. 29· τὸν παρ’ αὑτὸν πεσόντα [κλῆρον] ἀν. Πλάτ. Πολ. 617E. ΙΙ. ἀποσύρω, λύω, διαγράφω, ἀκυρῶ, συγγραφήν, συνθήκας, κτλ., Δημ. 916. 16., 1180, 6. μέλλ. ἀναρῶ, ἄνω αἴρω, ὑψώνω ἐν μέσῃ φωνῇ. Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ’ ἀναίρεται, διότι ἡ χαραυγὴ αἴρει ἄνω τὸ λευκὸν αὑτῆς ὄμμα, Εὐρ. Ἠλ. 102· ἐν παθ., ἀναρθείς, περὶ τοῦ Γανυμήδους, Ἀνθ. Π. 12. 67.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναιρῶ)
1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω
2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ
3. αθετώ, αρνούμαι
4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής»)
αρχ.
Ι. (ενεργ. και μέσ.)
1. σηκώνω από κάτω επάνω, παίρνω μαζί μου ή απλώς παίρνω
2. (για έπαθλα) κερδίζω, νικώ
3. περισυλλέγω νεκρούς για ταφή
ΙΙ. ενεργ.
1. (για πράγματα) αφανίζω, καταλύω, καταστρέφω
2. (για χρησμούς) ορίζω, διατάζω, χρησμοδοτώ
3. δίνω απάντηση, απαντώ
ΙΙΙ. μέσ.
1. παίρνω στην υπηρεσία μου, προσλαμβάνω
2. αρπάζω «κούρας ἀνέλοντο θύελλαι» (Όμ. υ 66)
3. παίρνω στην αγκαλιά μου
4. μένω έγκυος, συλλαμβάνω
5. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εκτέλεση έργου, επιχειρώ
6. (για χρήματα) δανείζομαι με τόκο
7. δέχομαι κάτι σαν δικό μου, αναγνωρίζω, υιοθετώ
8. φρ. «ποινήν τίνος ἀναιροῦμαι», παίρνω εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + αἱρῶ.
ΠΑΡ. αναίρεση (-ις) αναιρετικός
αρχ.-μσν.
ἀναιρέτης μσν. ἀναίρεμα, ἀναιρετήριος
νεοελλ.
αναιρεσείων].
ἀναίρω (ΑΜ) αἴρω
(ενεργ. και μέσ.) σηκώνω ψηλά, υψώνω.

Greek Monotonic

ἀναίρω: μέλ. -ᾰρῶ, υψώνω, σηκώνω· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., ἀναρθείς, αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.

Middle Liddell


to lift up: in Mid., Eur.; in Pass., ἀναρθείς carried up, Anth.