τροπή: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>litt.</i> le tour, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> [[tour]], [[conversion]], [[évolution]] :<br /><b>1</b> <i>en parl. du soleil</i> révolution du soleil, solstice : περὶ ἡλίου τροπάς THC vers le solstice ; <i>avec idée de lieu</i> le point où le soleil disparaît chaque soir;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> tour que prend une chose : τροπὴ μάχης ESCHL tour décisif d'un combat;<br /><b>II.</b> action de se retourner pour fuir, fuite : τροπήν τινος ποιεῖν, ποιεῖσθαι mettre qqn en fuite ; τροπὴ γίγνεται THC la fuite se produit;<br /><b>III.</b> révolution, | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>litt.</i> le tour, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> [[tour]], [[conversion]], [[évolution]] :<br /><b>1</b> <i>en parl. du soleil</i> révolution du soleil, solstice : περὶ ἡλίου τροπάς THC vers le solstice ; <i>avec idée de lieu</i> le point où le soleil disparaît chaque soir;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> tour que prend une chose : τροπὴ μάχης ESCHL tour décisif d'un combat;<br /><b>II.</b> action de se retourner pour fuir, fuite : τροπήν τινος ποιεῖν, ποιεῖσθαι mettre qqn en fuite ; τροπὴ γίγνεται THC la fuite se produit;<br /><b>III.</b> [[révolution]], [[changement]] : [[πνεῦμα]] τροπὰς λαμβάνει παντοδαπάς PLUT le vent change de toutes les façons ; ἡ γενομένη περὶ τὸν ἀέρα [[τροπή]] PLUT le changement survenu dans l'air, le changement de temps ; [[αἱ]] τροπαί changements de vent ; τροπαὶ οἴνων PLUT l'altération des vins qui tournent ; <i>fig.</i> τροπὴ γνώμης PLUT changement de sentiment, d'opinion ; τροπαὶ τῆς τύχης LUC, τροπαὶ ἀπὸ τῆς τύχης PLUT les vicissitudes du sort;<br /><b>IV.</b> <i>t. de rhét.</i> trope, emploi d'un mot en un sens détourné <i>ou</i> figuré.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:49, 10 December 2022
English (LSJ)
ἡ, (τρέπω)
A turn, turning:
I τροπαὶ ἠελίοιο:
a ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο apparently denotes a point on the horizon, prob. the West or place where the sun sets (so Eust.1787.20), Od.15.404.
b each of two fixed points in the solar year, the solstices, first in Hes., ἠελίοιο τροπῇς t the time of the (winter) solstice, Op. 479; μετὰ τροπὰς ἠελ. ib.564,663 (with Dor. acc. pl. in -ᾰς); πεδὰ τὰς τροπάς Alcm.33.5:—later the two solstices were distinguished as τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt.2.19, Th.7.16, Pl.Lg.767c, Arist. HA542b4 sqq., Gal.6.405, etc. (rarely in sg., τροπὴ θερινή Arist.Mete. 364b2, Gem.1.13; τροπὴ χειμερινή ib.15); τροπαὶ νότιοι Arist.HA542b11; τροπαί βόρειοι, τροπαί νότιοι, Plu.2.601a:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, but the sense is always determined by the context, v. Hes. ll. cc.; περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάς) Th.8.39; εὐθὺς ἐκ τροπῶν Arist.HA542b20:—sts. also of other heavenly bodies, Pl.Ti.39d; περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς Arist.HA542b23, etc.; ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς Alex.30.5; τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων Arist.Cael.296b4; τροπαὶ ἡλίου καὶ σελήνης Epicur.Ep.2p.40U.:—sts. four in number (the two equinoxes and two solstices), S.E.M.5.11, Gal.17(1).22; so (on a sun-dial) θερινὴ τροπή, ἰσημερινὴ τροπή, χειμερινὴ τροπή, Ἀρχ.Δελτ. 12.236 (Samos).
2 turn, change, Arist.Pol.1316a17; πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90; τ. πρὸς τὸ βέλτιον turn for the better, Phld.Rh.2.25S.; ὀξυτέρας τρεπόμενος τ. τοῦ χαμαιλέοντος Plu.Alc.23; αἱ τοῦ κόλακος ὥσπερ πολύποδος τ. Id.2.52f; αἱ τῶ αἵματος τ. καὶ ἀλλοιώσιες Ti.Locr.102c; αἱ περὶ τὸν ἀέρα τροπαί = changes in the air or weather, Plu.2.946f; of wine, a turning sour, ib.939f (cf. τροπίας); going bad, of food, τ. καὶ διαφθορὰ τῶν παρακειμένων Gal.19.208; of phonetic change in language, A.D. Adv.210.4, Hdn.Gr.2.932.
3 τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes (τρόποι), Luc.Dem.Enc.6, cf. Hermog.Inv.4.10, al.
4 αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, alternating winds, Arist.Pr. 940b16, 21, Thphr.CP2.3.1, Vent.26.
II the turning about of the enemy, putting to flight or routing him, τροπήν (or τροπάς) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι = put one to flight, Hdt.1.30, Ar.Eq.246 (troch.), Th.2.19, 6.69, etc.; οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως θείμην (θείην codd.) E.Heracl. 743; τροπὴ γινομένη Hdt.7.167, cf. Th.1.49,50, etc.: poet., ἐν μάχης τροπῇ A.Ag.1237; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, S.Aj.1275, E.Rh.82.
III used by Democr. for θέσις, position, Arist.Metaph.985b17, 1042b14, cf. Plot.4.5.2, 4.5.6.
IV a coin, Hsch.; cf. τροπαϊκόν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
litt. le tour, d'où
I. tour, conversion, évolution :
1 en parl. du soleil révolution du soleil, solstice : περὶ ἡλίου τροπάς THC vers le solstice ; avec idée de lieu le point où le soleil disparaît chaque soir;
2 en gén. tour que prend une chose : τροπὴ μάχης ESCHL tour décisif d'un combat;
II. action de se retourner pour fuir, fuite : τροπήν τινος ποιεῖν, ποιεῖσθαι mettre qqn en fuite ; τροπὴ γίγνεται THC la fuite se produit;
III. révolution, changement : πνεῦμα τροπὰς λαμβάνει παντοδαπάς PLUT le vent change de toutes les façons ; ἡ γενομένη περὶ τὸν ἀέρα τροπή PLUT le changement survenu dans l'air, le changement de temps ; αἱ τροπαί changements de vent ; τροπαὶ οἴνων PLUT l'altération des vins qui tournent ; fig. τροπὴ γνώμης PLUT changement de sentiment, d'opinion ; τροπαὶ τῆς τύχης LUC, τροπαὶ ἀπὸ τῆς τύχης PLUT les vicissitudes du sort;
IV. t. de rhét. trope, emploi d'un mot en un sens détourné ou figuré.
Étymologie: τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπή -ῆς, ἡ [τρέπω] wending, wende:. ἠελίοιο τροπαί zonnewende Hes. Op. 479; τροπαὶ θεριναί zomerzonnewende Hdt. 2.19.2. omslag, verandering, ommekeer:; τῇ προτέρᾳ ἡμέρᾳ... τῆς τροπῆς op de dag voorafgaand aan de (cyclische) verandering Aristot. Pol. 1316a17; τροπαὶ τύχης wisselingen van het lot Luc. 64.11; ret.: τροπαὶ λέξεως stilistische variaties Luc. 58.6. het op de vlucht drijven, overwinning:. τροπήν ποιεῖν τῶν πολεμίων de vijand op de vlucht doen slaan Hdt. 1.30.5; ἐν τροπῇ δορός in de ommekeer van de strijd Soph. Ai. 1275.
German (Pape)
ἡ,
1 die Wende, Kehre, das Umwenden, die Umkehr; τροπαὶ ἠελίοιο, die Sonnenwende, Od. 15.404; Hes. O. 481, 566, 665; περὶ ἡλίου τροπάς, Thuc. 7.16, 8.39; man unterschied τροπαὶ θεριναί, Her. 2.19, Plat. Legg. VI.767c, der auch XII.945d sagt μετὰ τροπὰς ἡλίου τὰς ἐκ θέρους εἰς χειμῶνα, und χειμεριναί, Pol. 3.72.3, die auch βόρειοι und νότιοι heißen, Sonnenwende des längsten und des kürzesten Tages, vgl. Voß Virg. Ecl. 7.47.
2 das Umkehren des Feindes, das Schlagen des Feindes in die Flucht; ἐν τροπῇ δορός, Soph. Aj. 1254, wie Eur. Rhes. 82; τῶν πολεμίων, Her. 1.30; τροπήν τινος ποιεῖν und ποιεῖσθαι, Einen in die Flucht schlagen, Ar. Eq. 246; Pol. 1.9.8 und öfter; aber auch die Flucht des Besiegten, Her. 7.167; τῶν ἑωυτοῦ, das sich zur Flucht wenden.
3 Wendung, Windung, πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου, Aesch. 3.90; vgl. Luc. Peregrin. 1; Wechsel, Veränderung, αἱ τῶ αἶματος τροπαὶ καὶ ἀλλοιώσιες, Tim.Locr. 102c; μάχης τροπή, Wendung, Entscheidung der Schlacht, Aesch. Ag. 1210; τροπὴ περὶ τὸν ἀέρα, Veränderung in der Luft, das Umschlagen des Wetters, Plut. prim.frig. 3; τροπὴ λέξεως, Veränderung, Abwechselung der Rede durch Redefiguren, τρόποι, Luc. Dem. enc. 6. – Im plur. αἱ τροπαί, Wechselwinde, wie τροπαῖαι.
[Bei Hes. ist in der Vrbdg μετὰ τροπὰς ἠελίοιο die Endung ας nach dorischer Weise kurz gebraucht.]
Russian (Dvoretsky)
τροπή: дор. τροπά (ᾱ) ἡ тж. pl.
1 поворот: τροπαὶ ἠελίοιο Hom. поворотный пункт солнца, т. е. крайний запад; τροπαὶ ἡλίου αἱ ἐκ θέρους εἰς χειμῶνα Plat. поворот солнца от лета к зиме; τροπαὶ ἡλίου θεριναί (χειμεριναί) Polyb. летний (зимний) солнцеворот; περὶ (ἡλίου) τροπάς Thuc., Arst. приблизительно во время солнцестояния; τῶν ἄστρων τροπαί Plat. обороты звезд; ἐν μάχης τροπῇ Aesch. в поворотный момент битвы, т. е. когда враг дрогнет;
2 перен. поворот, перемена: ἡ περὶ τὸν ἀέρα τ. Plut. перемена погоды; πνεῦμα τροπὰς λαμβάνει Plut. ветер меняет направление; τ. γνώμης Plut. перемена мнения (намерения); τροπαὶ (ἀπὸ) τῆς τύχης Plut., Luc. превратности судьбы; τροπαὶ ὄνων Plut. прокисание вин;
3 обращение в бегство: ἰδὼν τροπὴν τῶν ἑωυτοῦ γινομένην Her. видя, что его (войска) обратились в бегство; τροπήν τινος ποιεῖν или ποιεῖσθαι Her., Thuc., Xen. обращать кого-л. в бегство;
4 рит. оборот (речи), троп (τροπαὶ λεξεως Luc.).
English (Autenrieth)
pl., ἠελίοιο, turning-places (cf. ‘tropics'), where the sun daily turns back his steeds, indicating the extreme west, Od. 15.404†.
English (Strong)
from an apparently primary trepo to turn; a turn ("trope"), i.e. revolution (figuratively, variation): turning.
English (Thayer)
τροπῆς, ἡ (from τρέπω to turn), a turning: of the heavenly bodies, ἀποσκίασμα); often so in the Greek writings from Homer and Hesiod down (see Liddell and Scott, under the word, 1); cf. Sophocles' Lexicon, under the word).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή
2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση
3. ηλιοστάσιο
4. μεταστροφή, αλλαγή
νεοελλ.
1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή του α σε η»)
2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή δεκαδικού σε κλάσμα»)
3. ανταλλαγή
αρχ.
1. αλλοίωση της ποιότητας ή της ουσίας («αἱ τοῦ αίματος τροπαὶ καὶ αλλοιώσεις», Τίμ.)
2. (σχετικά με εχθρό) απόκρουση, κατατρόπωση, κατανίκηση («βοηθήσας καὶ τροπὴν ποιήσας τών πολεμίων», Ηρόδ.)
3. (στη φιλοσ. του Δημοκρ.) θέση
4. είδος νομίσματος
5. στον πληθ. αἱ τροπαί
α) το χειμερινό ηλιοστάσιο («ἐν τῷ αὐτῷ χειμῶνι... ἑπτὰ καὶ εἴκοσι νῆες ἄρασαι ἔπλεον... περὶ ἡλίου τροπάς», Θουκ.)
β) (για άλλα ουράνια σώματα) αλλαγή θέσης στον ουράνιο θόλο (α. «περί Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς», Αριστοτ.
β. «ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς», Άλεξ.)
γ) οι μεταβαλλόμενοι άνεμοι, τροπαῖαι
5. φρ. α) «τροπαὶ περὶ τὸν ἀέρα» — μεταβολή της ατμοσφαιρικής κατάστασης
β) (στον Όμ.) «τροπαὶ ἠελίοιο»
(κατά τον Θεοτ.) η δύση
γ) «τροπαὶ λέξεως»
(ρητ.) η μεταβολή της υφής του λόγου με τη χρησιμοποίηση λεκτικών τρόπων και σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του ρ. τρέπω (βλ. λ. τρέπω)].
Greek Monotonic
τροπή: ἡ (τρέπω), γύρισμα·
I. 1. τροπαὶ ἠελίοιο, τα ηλιοστάσια, δηλ. τα χρονικά διαστήματα στα μέσα του καλοκαιριού και του χειμώνα, Λατ. solstitium και bruma, όταν ο ήλιος φαίνεται να στρέφεται και να τέμνει την εκλειπτική τροχιά. Στον Ομηρ. οι τροπαί ἠελίοιο, δηλώνουν κάποιο σημείο στον ουρανό, πιθ. προς τα δυτικά, σε Ομήρ. Οδ.· τροπαὶ θεριναί και χειμεριναί, σε Ηρόδ., Αττ.· όταν η λέξη τροπαὶ χρησιμοποιείται μόνη της, αναφέρεται κυρίως στο χειμερινό ηλιοστάσιο, περὶ ἡλίου τροπάς (ενν. χειμερινούς), σε Θουκ.
2. αλλαγή, μετατροπή = μεταβολή, σε Αισχίν., Πλούτ.
3. τροπαὶ λέξεως, μεταβολή λόγου για σχήματα ή τρόπους (τρόποι), σε Λουκ.
II. τρέψιμο σε φυγή, ήττα εχθρού, τροπήν (ή τροπάς) τινος ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, τρέπω κάποιον σε φυγή, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τροπὴ γίγνεται, σε Ηρόδ.· ἐν τροπῇ δορός, κατά την ήττα την οποία επιφέρει το δόρυ, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τροπή: ἡ, (τρέπω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γύρισμα»: 1) τροπαὶ ἠελίοιο, τὰ ἡλιοστάσια, δηλ. τὰ χρονικὰ σημεῖα τοῦ μέσου θέρους καὶ τοῦ μέσου χειμῶνος, Λατ. solstitium καὶ bruna, ὁπότε ὁ Ἥλιος φαίνεται ὡς μεταστρεφόμενος καὶ διατέμνων τὴν ἐκλειπτικήν. Παρ’ Ὁμ. αἱ τροπαὶ ἠελίοιο δηλοῦσι σημεῖόν τι ἐν τῷ οὐρανῷ, πιθ. πρὸς δυσμάς, ὅθι τρ. ἠ. Ὀδ. Ο. 404 (δι’ ὃ ὁ Εὐστ. ἐκλαμβάνει τὸ τροπαὶ = δύσις). Πρῶτος ὁ Ἡσ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης ὅπως δηλώσῃ χρόνον, ἠελίοιο τροπῇς, κατὰ τὸν χρόνον τοῦ (χειμερινοῦ) ἡλιοστασίου, Ἔργ. κ. Ἡμ. 477· μετὰ τροπὰς ἠελ. αὐτόθι 562, 661· πεδὰ τὰς τροπὰς Ἀλκμὰν 17· - κατόπιν τὰ δύο ἡλιοστάσια διεκρίνοντο ἀπ’ ἀλλήλων ὡς τροπαὶ θεριναὶ καὶ χειμεριναί, Ἡρόδ. 2, 17, Θουκ. 7. 16, Πλάτ. Νόμ. 767C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 8 κἑξ., κλπ.. (σπανίως ἐ τῷ ἑνικ., τροπὴ θερινὴ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2, 6. 16)· τροπαὶ βόρειοι καὶ νότιοι, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 10, Πλούτ. 2. 601Α· - ὅταν ἡ λέξις τροπαὶ κεῖται καθ’ ἑαυτήν, συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον, ἀλλ’ ἡ ἔννοια ἑκάστοτε ὁρίζεται ἐκ τῶν συμφραζομένων, ἴδε Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· περὶ ἡλίου τροπὰς (ἐξυπακ. χειμερινὰς) Θουκ. 8 39· οὕτω, εὐθὺς ἐκ τροπῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 1· - ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ἄλλων οὐρανίων σωμάτων, Πλάτ. Τίμ. 39D περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, κλπ.· ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπὰς Ἄλεξις ἐν «Ἀχαιίδι» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 3. 2) μεταβολή, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 12, 9· τροπὰς τραπόμενος πλείους τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· ὀξυτέρας τρεπόμενος τρ. τοῦ χαμαιλέοντος Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· αἱ του κόκαλος ὥσπερ πολύποδος τρ. ὁ αὐτ. 2. 52F· αἱ του αἵματος τρ. Τίμ. Λοκρ. 102C· τροπαὶ περὶ τὸν ἀέρα, μεταβολαὶ εἰς τὸν ἀέρα ἢ εἰς τὴν ἀτμοσφαιρικὴν κατάστασιν, Πλούτ. 2. 946Ε· ἐπὶ οἴνου, ἡ μετατροπὴ αὐτοῦ εἰς ὄξινον, ὁ αὐτ. 939F. πρβλ. τροπίας. 3) τροπαὶ λέξεως, μεταβολὴ λόγου διὰ σχημάτων ἢ τρόπων, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 6. 4) αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, μεταβαλλόμενοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 4 καὶ 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 1, πρβλ. τὸν αὐτ. π. Ἀνέμ. ΙΙ. ἡ εἰς φυγὴν τροπὴ τοῦ ἐχθροῦ, ἧττα αὐτοῦ, τροπὴν (ἢ τροπὰς) τινος ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τρέπειν τινὰ εἰς φυγήν, Ἡρόδ. 1. 30, Ἀριστοφ. Ἱππ. 246, Θουκ. 2. 19., 6. 69, κλπ.· θεῖναι τροπὴν Εὐρυσθέως Εὐρ. Ἡρακλ. 743· τροπῂ γίγνεται Ἡρόδ. 7. 167, Θουκ. 1. 49, 50, κλπ· πρβλ. καταρρήγνυμι Ι. 3· - ποιητ., ἐν μάχης τροπῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1237· ἐν τροπῇ δορός, κατὰ τὴν ἧτταν ἣν ἐπιφέρει τὸ δόρυ, Σοφ. Αἴ. 1275, Εὐρ. Ρῆσ. 83. ΙΙΙ. ἐν χρήσει παρὰ Δημοκρ. ἀντὶ θέσις, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2, 2. IV. νόμισμά τι, Ἡσύχ.· οὕτω τροπαϊκόν, τό, ἥμισυ δηναρίου, Βυζ. [Παρ’ Ἡσιόδῳ ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχομεν μετὰ τροπὰς ἠελίοιο, ἐν τέλει στίχου, ὅπου ἡ λήγουσα τῆς αἰτ. πληθ. εἶναι βραχεῖα κατὰ τὸν Δωρικὸν τρόπον.]
Middle Liddell
τροπή, ἡ, τρέπω
I. a turn, turning:
1. τροπαὶ ἠελίοιο the tropics or solstices, i. e. midsummer and midwinter, Lat. solstitium and bruma, when the sun appears to turn his course and cross the ecliptic. Hom. speaks of τροπαὶ ἠελίοιο as denoting a point in the heavens, prob. to the westward, Od.; τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt., attic:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάσ) Thuc.
2. a turn, change, = μεταβολή, Aeschin., Plut.
3. τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes (τρόποἰ, Luc.
II. the turning of the enemy, putting him to flight, a rout, τροπήν (or τροπάσ) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι to put one to flight, Hdt., Ar., etc.; τροπὴ γίγνεται Hdt.; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, Soph.
Chinese
原文音譯:trop» 特羅胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:歸回著
字義溯源:轉動,變化,改變;源自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 轉動的(1) 雅1:17
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.