εὐχερής: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> [[facile à manier]], [[maniable]], [[dont on peut venir à bout]] ; <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant, sociable;<br /><b>II.</b> [[facile]], [[aisé]] : τι [[ἐν]] εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> qui se laisse aller à <i>d'ord. en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> enclin | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> [[facile à manier]], [[maniable]], [[dont on peut venir à bout]] ; <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant, sociable;<br /><b>II.</b> [[facile]], [[aisé]] : τι [[ἐν]] εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> qui se laisse aller à <i>d'ord. en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> [[enclin à]] : πρός τι à qch (passion, colère, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui se laisse aller, insouciant, négligent;<br /><b>3</b> <i>au mor.</i> [[relâché]], [[sans scrupules]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χείρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:55, 10 December 2022
English (LSJ)
ές, A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ἡ ὗς -έστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν ζῴων ἐστίν Arist. HA595a18; οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8, cf. Aristopho 12.5, S.Ph.519, 875; of lizardeaters, λίαν εὐχερεῖς Menesth. ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt.266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht.184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht.154b; εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol.1338b21; -ρῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται Pl.R.535e: Comp. -έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol.1307b5, cf. Din. 1.55. 2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph.1025a2. Adv. -ρῶς heedlessly, recklessly, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70, cf. 264. II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα. . εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9; εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46 (cf. εὐχέρεια ΙΙ). Adv. -ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd.117c. III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62; τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87: Comp., ib.108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): Sup. -έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38. 2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf. εὐήθης 1.3. 3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα… μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ παράβολος Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς ἀνήρ comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα δαήμεναι Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; θάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. facile à manier, maniable, dont on peut venir à bout ; en parl. de pers. serviable, obligeant, sociable;
II. facile, aisé : τι ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;
III. p. ext. qui se laisse aller à d'ord. en mauv. part :
1 enclin à : πρός τι à qch (passion, colère, etc.);
2 abs. qui se laisse aller, insouciant, négligent;
3 au mor. relâché, sans scrupules.
Étymologie: εὖ, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐχερής:
1 легко склоняющийся, податливый (πρὸς ὀργήν Plut.);
2 уступчивый, сговорчивый (sc. ἄνθρωπος Arst.): ὅρα σὺ μὴ νῦν τις εὐ. παρῇς Soph. смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости;
3 легко приспособляющийся, искусно использующий (τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.);
4 неразборчивый (πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.);
5 легкий, беззаботный (βίος Plat.);
6 искусный, ловкий (εὐ. χαὶ πανοῦργος φύσις Plut.);
7 распущенный, легкомысленный (μιαρὸς καὶ λίαν εὐ. Plut.);
8 легкий, доступный (ταῦτα δαήμεναι εὐχερές ἐστιν Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχερής: -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, εὔκολος, ἀκίνδυνος, οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· βίος Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα ταῦτα ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ εὔκολος οὗτος τρόπος τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, ἐνδοτικός, αὐτάρκης, ὑποχωρῶν, ἀγαθός, Σοφ. Φιλ. 519· οὕτως... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἱκανός, ἄξιος, καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ῥᾳδιουργός, ὁ εὐκόλως καὶ ἀσυστόλως πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐχερής, -ές)
αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος
μσν.
ικανός σε κάτι
αρχ.
1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός
β) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός
2. (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική συνείδηση, ο ηθικά ανερμάτιστος
3. φρ. α) «εὐχερές ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐν εὐχερεῖ τίθημι» — θεωρώ κάτι ως εύκολο, δεν αποδίδω την πρέπουσα σημασία σε κάτι, το παίρνω ελαφρά
γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η ευκολία χρήσεως τών ονομάτων.
επίρρ...
ευχερώς (ΑΜ εὐχερῶς)
με ευχέρεια, εύκολα, άνετα, άκοπα
αρχ.
1. απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια
2. πρόθυμα
3. φρ. «εὐχερῶς ἔχω πρός τι» — έχω κλίση, διάθεση, τάση προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σύνθετη με α' σύνθ. ευ
για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (πρβλ. το αντίθετο δυσ-χερής). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. χειρ, αλλά τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν χειρ- αντί χερ-) όσο και σημασιολογικά η ερμηνεία αυτή δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη ρίζα του χαίρω. Θα πρέπει όμως να υποτεθεί απαθής βαθμίδα χέρος (πρβλ. ευμενής -μένος), ενώ όλα τα σύνθετα του χαίρω με θέμα -ς σχηματίζονται με την ασθενή βαθμίδα (πρβλ. περι-χαρής κ.ά.)].
Greek Monotonic
εὐχερής: -ές (χείρ),
1. αυτός που χειρίζεται κάποιος εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, εύκολος, ακίνδυνος· εὐχερές ἐστι, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, τα πήρες ελαφρά, αψήφιστα, δεν τους έδωσες προσοχή, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, συμβιβαστικός, ενδοτικός, αγαθός, καλόβολος, υποχωρητικός, σε Σοφ.· επίρρ. εὐχερῶς φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.
3. με αρνητική σημασία, ανόητος, απερίσκεπτος, σε Δημ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐ-χερής, ές [χείρη]
1. easily handled, easy to deal with, easy, εὐχερές ἐστι, c. inf., Batr.; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου didst make light of them, Soph.:—adv. -ρῶς, Soph.
2. of persons, manageable, accommodating, kind, yielding, Soph.:—adv., εὐχερῶς φέρειν Plat., etc.; comp. -έστερον, Xen.
3. in bad sense, unscrupulous, reckless, Dem.:—adv. -ρῶς, Dem.
Frisk Etymology German
εὐχερής: {eukherḗs}
See also: s. δυσχερής.
Page 1,595
English (Woodhouse)
obliging, rash, reckless, easy to deal with
Mantoulidis Etymological
(=εὔκολος, ἐπιδέξιος). Ἀπό τό εὖ + χείρ.
Παράγωγα: εὐχέρεια ἤ εὐχειρία (=ἐπιδεξιότητα).