ἐρῶ: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(CSV import) |
|||
(45 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ero | |Transliteration C=ero | ||
|Beta Code=e)rw= | |Beta Code=e)rw= | ||
|Definition=Att. fut. of | |Definition=Att. fut. of [[εἴρω]] (B), Th.6.9, A.''Eu.''45, Ar.''Ra.''61, etc., Ion. and Ep. [[ἐρέω]] (later as pres., Nic. ''Th.''484, Ath.9.400a, Gal.15.878, al.); opt.<br><span class="bld">A</span> ἐροίην [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.14, Lib.''Or.''1.87: impf. [[ἤρεον]] ([[varia lectio|v.l.]] [[εἴρεον]]) Hp.''Epid.''2.2.9: pf. Act. εἴρηκα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''821, Ar.''Ra.''558, etc.: plpf. εἰρήκειν Plu.2.184d:—Pass., pf. εἴρημαι Il.4.363, Ar.''Lys.''13, etc.; Ion. 3pl. εἰρέαται [[Herodotus|Hdt.]]7.81, contr. εἰρῆται ''Schwyzer''811.17 (Oropus, iv B. C.); part. [[εἰρημένος]], Cret. ϝερημένος ''Supp.Epigr.''2.509, Arg. ϝεϝρημένος ''Schwyzr'' 98 (Mycenae): plpf. εἴρητο Il.10.540, [[Herodotus|Hdt.]]8.27, etc.: aor. 1 Pass. ἐρρήθην [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''664d, later ἐρρέθην [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]'' 11b12, al.; lon. εἰρέθην [[Herodotus|Hdt.]]4.77,156: fut. ῥηθήσομαι Th.1.73, Pl. ''R.''473e, Isoc.8.73, D.27.53: more freq. [[εἰρήσομαι]], mostly in 3sg. εἰρήσεται Il.23.795, Pi.''I.''6(5).59, S.''Ph.''1276, etc.; part. -όμενος Hp. ''Art.''53. —Hom. uses only fut. ἐρέω, 3sg. pf. and plpf. Pass., with part. [[εἰρημένος]], aor. part. [[ῥήθείς]] in the phrase [[ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ]] (v. infr.), and fut. Pass. —The place of the pres. [[εἴρω]] ([[quod vide|q.v.]]) is supplied by [[φημί]], [[λέγω]] or [[ἀγορεύω]]; εἶπον serves as aor. (ϝερε-: ϝρη-, cf. [[ῥήτρα]], [[ῥητός]], Lat. [[verbum]], Engl. [[word]].)<br><span class="bld">I</span> I [[will]] [[say]] or [[speak]], c. acc. rei et dat. pers., Il.1.297: abs., [[οὐδὲ πάλιν ἐρέει]] = he [[will]] [[say]] [[nothing]] [[against]] it, 9.56; ἐν δ' ὑμῖν [[ἐρέω]] = [[among]] you, ib.528, cf. Od. 16.378: freq. in Att., [[ἐρεῖν]] τι πρός τινα Pl.''R.''520a (Act.), 595b, ''Tht.'' 179a (both Pass.); τι περί τινος Id.''Phlb.''29d, etc.: c. acc. pers., [[speak of]], [[κακῶς]] [[ἐρεῖν]] τινα Thgn.796, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''705: and c. dupl. acc., [[ἐρεῖ δέ μ'..τάδε]] ib.954, cf. Pl.''Cri.''48a:—Pass., [[μῦθος]].. [[εἰρημένος]] [[ἔστω]] Il.8.524; εἰρημένα [[μυθολογεύω|μυθολογεύειν]] Od.12.453; [[λίαν]] [[εἰρημένος]] = [[too]] [[true]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]'' 1031; [[ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ]] = after [[justice]] has been [[pronounce]]d, Od.18.414; ἐπὶ τοσοῦτον [[εἰρήσθω]] περί τινος = [[let]] this [[suffice]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1117b21.<br><span class="bld">II</span> I [[will]] [[tell]], [[proclaim]], [[ἔπος]] Il.1.419, etc.; Ἠὼς..Ζηνὶ φόως ἐρέουσα = [[announce]] it, 2.49; ἐρέω τιν' ὑμῖν αἶνον Archil.89.1.<br><span class="bld">2</span> [[tell]], [[order]], c. dat. pers. et inf., X.''HG''3.2.6, etc.: c. acc. et inf., Id.''Cyr.''8.3.6:—Pass., εἴρητο [[συλλέγεσθαι]] τὸν στρατόν = it had been ordered that the whole army should assemble, [[order]]s had been [[give]]n to the army to assemble, [[Herodotus|Hdt.]]7.26, etc.<br><span class="bld">III</span> Pass., to [[be mentioned]], οὗτοι μὲν οἱ [[παραθαλάσσιος|παραθαλάσσιοι]].. εἰρέαται Id.4.181, cf.Arist.''Mu.''393b27.<br><span class="bld">2</span> to [[be specified]], [[be agreed]], [[be promised]], [[εἰρημένος]] [[μισθός]] Hes.''Op.''370, [[Herodotus|Hdt.]]6.23; [[εἰρημένον]], abs., [[when it had been agreed]], Th.1.140; καττὰ ϝεϝρημένα ''Schwyzer'' [[l.c.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>fut. de</i> [[εἴρω]];<br /><i>contr. de</i> [[ἐράω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. *[[ἔρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῶ:'''<br /><b class="num">I</b> fut. к [[εἴρω]] II, [[λέγω]] III или [[φημί]].<br /><b class="num">II</b> стяж. к [[ἐράω]]. | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[vomitar]], [[arrojar]], [[devolver]] | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐρῶ''': Ἀττ., Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[ἐρέω]], μέλλ. τοῦ σπαν. ἐνεστ. [[εἴρω]] (Β.)˙ Ἀττ. εὐκτ. ἐροίην Ξεν. Κύρ. 3. 1, 14: - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐνεργ. πρκμ. εἴρηκα Ἀττ.: ὑπερσ. εἰρήκειν Πλούτ. 2. 184: Παθ. πρκμ. εἴρημαι Ἰλ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. [[εἰρέαται]] Ἡρόδ. 7, 81: ὑπερσ. εἴρητο Ἰλ., Ἀττ.: - ἀόρ. Παθ. [[ἐρρήθην]], μεταγεν. ἐρρέθην (ὁ Βεκκῆρος παρὰ μὲν Πλάτωνι [[πανταχοῦ]] παρεδέξατο τὸν τύπον [[ἐρρήθην]] παρὰ δὲ Ἀριστοτέλει ἐρρέθην, ὡς ἐν Κατηγ. 9. 3), Ἰων. εἰρέθην Ἡρόδ. 4. 77, 156: μέλλ. ῥηθήσομαι 1. 73, Πλάτ. Πολ. 473, Ἰσοκρ. 173 Ε, Δημ. 830. 10˙ ἀλλὰ κοινότερον εἰρήσομαι, [[μόλις]] εὔχρηστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ -ήσεται Ἰλ. Ψ. 795, Πινδ. Ι. 6. (5)˙ 87, Σοφ. Φιλ. 1276, κτλ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλ. [[ἐρέω]]˙ γ΄ ἑνικ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μετοχ. εἰρημένος˙ ἀόρ. μετοχ. ῥηθεὶς ἐν τῇ φράσει ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (ἴδε κατωτ.), καὶ μέλλ. Παθ. - Τὴν θέσιν τοῦ ἐνεστ. [[εἴρω]] (σπάνιον παρ’ Ἐπικ. καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ἀττ.) καταλαμβάνουσι τὰ ῥήματα [[φημί]], [[λέγω]] ἢ [[ἀγορεύω]]˙ τὸ δὲ [[εἶπον]] χρησιμεύει ὡς ἀόρ. (Ἐκ τῆς √ΕΡ ἢ FΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις ἔρομαι, [[εἴρω]], ῥητός, ῥήτρα, ῥήτωρ, ῥῆμα˙ πρβλ. Σανσκρ. brû, bra-vîmi (διαλέγεσθαι)˙ Λατ. ver bum· Γοτθ. vaur-d (Ἀγγλ. word, [[λέξις]]) anda-waurd ant-wort): - Πιθ. [[ὡσαύτως]] καὶ αἱ λέξεις [[ἐρέω]] (Α), [[ἐρεείνω]], [[ἐρωτάω]], καὶ [[ἐρευνάω]], [[ὀαρίζω]], [[εἰρήνη]] νὰ ἔχωσι συγγένειαν πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ι. θὰ εἴπω ἢ θὰ ὁμιλήσω, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Ὅμ.˙ [[ὡσαύτως]] ἀπολ., οὐδὲ [[πάλιν]] ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56˙ ἐν δ’ ὑμῖν [[ἐρέω]] πάντεσσι φίλοισι, «λέξω δὲ ἐν ὑμῖν ἅπασι φίλοις οὖσι» (Θ. Γαζῆς), [[αὐτόθι]] 528, πρβλ. Ὀδ. Π. 378˙ -ἀκολούθως συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐρεῖν [[πρός]] τινα, [[περί]] τινος, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., ὁμιλῶ [[περί]] τινος, κακῶς ἐρεῖν τινα, κακολογεῖν τινα, Θέογν. 796. Εὐρ. Ἄλκ. 705˙ καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρεῖν τινά τι [[αὐτόθι]] 954. Πλάτ. Κρίτων 48 Α: - Παθ., [[μῦθος]]... εἰρημένος ἔστω Ἰλ. Θ. 524, πρβλ. Ὀδ. Μ. ἐν τέλ.˙ [[λίαν]] εἰρημένον, [[λίαν]] ἀληθές, Αἰσχύλ. Πρ. 1031. ΙΙ. = θὰ εἴπω, θὰ ἀναγγείλω, [[ἔπος]], ἀγγελίην Ἰλ. Α. 419, κτλ.˙ οὕτω περὶ τῆς Ἠοῦς λέγει ὁ [[Ὅμηρος]], Ζηνὶ [[φόως]] ἐρέουσα, [[ἤτοι]] ἵνα προαναγγείλῃ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου τῷ Διί, Ἰλ. Β. 49˙ ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, ἐπὶ λόγῳ ὀρθῶς καὶ δικαίως λεχθέντι, Ὀδ. Σ. 414. 2) εἰρημένος, συμπεφωνημένος, μισθὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368, Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Schäf. παρὰ Seidl. ἐν Εὐρ. Ἡλ. 33˙ εἰρημένον, ἀπολ., καί τοι εἴρηται, καί τοι ὡμολόγηται (δηλ. ἐν ταῖς σπονδαῖς ταῖς τριακοντούτεσι), Θουκ. 1. 140. 3) ἐροῦντες, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἦλθον ἐπισκεψόμενοι τά τε ἄλλα [[ὅπως]] ἔχοι... καὶ Δερκυλίδᾳ ἐροῦντες μένοντι ἄρχειν, καὶ εἰς τὸν Δερκυλίδαν ν’ ἀναγγείλωσι τὴν διαταγὴν (τῶν [[οἴκοι]] τελῶν) κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 6, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 6˙ - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., εἴρητό οἱ, μετ’ ἀπαρ., ἐδόθησαν αὐτῷ διαταγαὶ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 7. 26, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι τῶν νομάδων Λιβύων [[εἰρέαται]] (Ἰων. ἀντὶ εἴρηνται), ἐγένετο περὶ αὐτῶν [[λόγος]], ὁ αὐτ. 4. 181. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρῶ:''' Ιων. και Επικ. [[ἐρέω]], μέλ. του [[εἴρω]] (Β), παρακ. [[εἴρηκα]], Παθ. [[εἴρημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[εἰρέαται]]· γʹ πληθ. υπερσ. [[εἴρητο]] — Παθ., αόρ. αʹ [[ἐρρήθην]], Ιων. [[εἰρέθην]], μέλ. [[εἰρήσομαι]], [[σπανίως]] [[ῥηθήσομαι]]· ο ενεστ. [[εἴρω]] ([[σπανίως]] στους Επικ. και [[ποτέ]] στους Αττ.) συμπληρώνεται από τα [[φημί]], [[λέγω]] ή [[ἀγορεύω]]· [[εἶπον]] χρησιμ. ως αόρ.·<br /><b class="num">I.</b> θα πω ή θα μιλήσω, σε Αττ.· με αιτ. προσ., [[μιλώ]] για κάποιον, <i>κακῶςἐρεῖν τινα</i>, [[κακολογώ]], σε Θέογν., Ευρ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἐρεῖν τινά τι</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> θα πω, θα αναγγείλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>Ἠὼς ἐρέουσα</i>, θα προαναγγείλει την [[ανατολή]] του ηλίου, στο ίδ.· <i>ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ</i>, για λόγο που ειπώθηκε [[ορθά]] και δίκαια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>εἰρημένος</i>, συμφωνημένος, [[μισθός]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>εἰρημένον</i>, απόλ., [[μολονότι]] είχε συμφωνηθεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], με δοτ. και απαρ., σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· ομοίως και στην Παθ., [[εἴρητο]] συλλέγεσθαι τὸνστρατόν, με απαρ., του δόθηκαν εντολές να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> στην Παθ., αναφέρομαι, μνημονεύομαι, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[the [[place]] of the pres. [[εἴρω]] ([[rare]] [[even]] in epic and [[never]] in Attic) is supplied by [[φημί]], [[λέγω]] or [[ἀγορεύω]]; and [[εἶπον]] serves as the aor.]<br /><b class="num">I.</b> I [[will]] say or [[speak]], Attic: c. acc. pers. to [[speak]] of, [[κακῶς]] ἐρεῖν τινα Theogn., Eur.; c. dupl. acc., ἐρεῖν τινά τι Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> I [[will]] [[tell]], [[proclaim]], Il., etc.; [[φόως]] ἐρέουσα to [[announce]] the [[dawn]], Il.; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίωι [[upon]] [[clear]] [[right]], Od.<br /><b class="num">2.</b> εἰρημένος promised, [[μισθός]] Hes., Hdt.; εἰρημένον, absol., [[when]] it had been agreed, Thuc.<br /><b class="num">3.</b> to [[tell]], [[order]] one to do, c. dat. et inf., Xen.; c. acc. et inf., Xen.:—so in Pass., εἴρητό οἱ, c. inf., orders had been given him to do, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> in Pass. to be mentioned, Hdt.<br /><b class="num">IV.</b> [[simple]] [[εἴρω]] in Ionic and Epic, to say, [[speak]], [[tell]], Od.: so in Mid., Hom.: but in ionic Prose, the Mid. [[means]] to [[cause]] to be told one, i. e. to ask, like Attic ἐροῦμαι. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[vomit]]=== | |||
Afrikaans: braak, kots; Albanian: vjell; Arabic: تَقَيَّأَ, قَاءَ, اِسْتَفْرَغَ; Hijazi Arabic: طَرَّش, استفرغ, رَجَّع; Iraqi Arabic: زاع; Egyptian Arabic: رجّع, طرّش; Moroccan Arabic: تقيا, رد; Armenian: հետ տալ, փսխել, ործկալ; Aromanian: vom, vomu; Assamese: বমি কৰা; Asturian: vomitar; Azerbaijani: qusmaq, qaytarmaq, öyümək; Basque: botaka egin, pota bota; Belarusian: ванітаваць, бляваць, рваць, рыгаць; Bulgarian: повръ́щам, бълвам; Burmese: အန်; Catalan: vomitar; Cherokee: ᏚᎦᏍᏗᎭ; Chinese Cantonese: 嘔/呕; Mandarin: 嘔吐/呕吐, 嘔/呕, 吐; Czech: zvracet; Dalmatian: gombro, gomituor; Danish: brække sig, kaste op; Dutch: [[overgeven]], [[braken]], [[kotsen]]; Esperanto: vomi; Estonian: oksendama; Faroese: spýggja; Finnish: oksentaa; French: [[vomir]], [[rendre]], [[rejeter]], [[dégobiller]], [[dégueuler]], [[gerber]], [[quicher]]; Friulian: gomitâ, rindi, restituî; Galician: vomitar, trousar; Georgian: აღებინებს, გული ერევა, არწყევს; German: [[sich übergeben]], [[erbrechen]], [[kotzen]], [[vomieren]], [[reihern]], [[speien]]; Greek: [[εξεμώ]], [[κάνω εμετό]], [[ξερνάω]], [[ξερνώ]], [[τα βγάζω]]; Ancient Greek: [[ἀνεμέω]], [[ἀνίημι]], [[ἀπεμέω]], [[ἀπεράω]], [[ἀπερῶ]], [[ἀποκοτταβίζω]], [[ἐκλύομαι στόμαχον]], [[ἐμεῖν]], [[ἐμετιάω]], [[ἐμέω]], [[ἐνεμέω]], [[ἐνεξεμέω]], [[ἐνερεύγομαι]], [[ἐξεμεῖν]], [[ἐξεμέω]], [[ἐξεράω]], [[ἐξερεύγομαι]], [[ἐξερεύγω]], [[ἐξερῶ]], [[ἐράω]], [[ἐρῶ]], [[κατεμέω]], [[κατεμῶ]], [[κοτταβίζω]]; Greenlandic: meriarpoq; Haitian Creole: vomi; Hebrew: הֵקִיא; Hindi: उल्टी करना, वमन करना; Hungarian: hány, okád, okádik; Icelandic: æla, gubba, spúa, spýja, kasta upp; Indonesian: memuntahkan, muntah; Ingrian: oksentaa, oksentaissa; Irish: aisig, bréitseáil, caith aníos, cuir aníos, caith suas, sceathraigh, sceith, urlaic; Old Irish: sceïd; Italian: [[vomitare]], [[rimettere]]; Japanese: 吐く, 嘔吐する, 戻す; Jarai: ŏ; Javanese: muntah; Karelian: oksendua; Kazakh: құсу; Khmer: ក្អួត; Komi-Permyak: восны; Korean: 게우다, 토하다; Kumyk: къусмакъ; Kurdish Central Kurdish: ڕِشانەوە; Kyrgyz: кусуу; Ladin: peté su, tré l boppn; Lao: ອາຈຽນ, ສຳຮາກ, ອົ້ວະ, ຮາກ, ລົງຮາກ; Latin: [[vomo]], [[vomito]]; Latvian: vemt; Lithuanian: vemti; Luxembourgish: katzen, kübelen, schëdden, sech iwwerginn, briechen; Macedonian: повраќа, блуе; Malay: muntah; Maltese: irrimetta, qala'; Manchu: ᠵᡠᡵᡠᠮᠪᡳ; Maori: ruaki; Mauritian Creole: vomi; Mongolian: бөөлжих; Nanai: хусэ-; Neapolitan: reverzà, jettà, vummecà; Northern Sami: vuoksit; Norwegian: kaste opp, spy, brekke seg; Nynorsk: kasta opp, spy; Occitan: vomir, racar, rendre; Old English: spīwan; Old Javanese: utah; Old Norse: spýja; Oromo: hooqqisiisuu; Persian: قی کردن; Piedmontese: vomité; Polish: wymiotować, rzygać, zwracać; Portuguese: [[vomitar]], [[regurgitar]]; Quechua: aqtuy; Rapa Nui: rua; Romanian: vomita, borî, vărsa, voma; Romansch: render, vomitar, bittar si, rietscher, scoznar; Russian: [[блевать]], [[рвать]], [[тошнить]], [[рыгать]]; Sanskrit: वमति; S'gaw Karen: ဘှိး; Scots: bowk; Serbo-Croatian Cyrillic: ри̏гати, збљувати, повратити, бљу̀вати, по̀враћати; Roman: rȉgati, zbljuvati, povrátiti, bljùvati, pòvraćati; Seychellois Creole: vomi; Slovak: zvracať; Slovene: bruhati; Sorbian Lower Sorbian: bluwaś; Upper Sorbian: bluwać, wróćeć, jokać; Spanish: [[vomitar]], [[devolver]], [[arrojar]]; Sundanese: luga, utah; Swahili: -tapika; Swedish: kräkas, spy, kasta upp; Tagalog: sumuka; Tajik: қай кардан; Tamil: குமட்டு, உவட்டு, உவாந்தி, வாந்தி; Tarantino: vumecà; Tetum: muta; Thai: อาเจียน, อ้วก; Tibetan: སྐྱུག་པ་ཤོར; Turkish: kusmak, istifra etmek; Turkmen: gusmak; Ukrainian: блювати, рвати, ригати; Urdu: اُلْٹی کَرنا; Uyghur: قۇسماق; Uzbek: qusmoq; Venetian: gomitar, vomegàre, vomegar, rénder, réndar, riméter, rimétar, reméter, remétar; Vietnamese: nôn, mửa, ói; Volapük: vomitön, lusputön; Walloon: rivômi, vômi, rinåder; Welsh: chwydu, cyfogi, taflu i fyny; Yiddish: ברעכן, אויסברעכן, צוריקגעבן; Yámana: tamaia; Zazaki: vırecen; Zealandic: spieë, spoege, kotse | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:58, 25 October 2024
English (LSJ)
Att. fut. of εἴρω (B), Th.6.9, A.Eu.45, Ar.Ra.61, etc., Ion. and Ep. ἐρέω (later as pres., Nic. Th.484, Ath.9.400a, Gal.15.878, al.); opt.
A ἐροίην X.Cyr.3.1.14, Lib.Or.1.87: impf. ἤρεον (v.l. εἴρεον) Hp.Epid.2.2.9: pf. Act. εἴρηκα A.Pr.821, Ar.Ra.558, etc.: plpf. εἰρήκειν Plu.2.184d:—Pass., pf. εἴρημαι Il.4.363, Ar.Lys.13, etc.; Ion. 3pl. εἰρέαται Hdt.7.81, contr. εἰρῆται Schwyzer811.17 (Oropus, iv B. C.); part. εἰρημένος, Cret. ϝερημένος Supp.Epigr.2.509, Arg. ϝεϝρημένος Schwyzr 98 (Mycenae): plpf. εἴρητο Il.10.540, Hdt.8.27, etc.: aor. 1 Pass. ἐρρήθην Pl.Lg.664d, later ἐρρέθην Arist.Cat. 11b12, al.; lon. εἰρέθην Hdt.4.77,156: fut. ῥηθήσομαι Th.1.73, Pl. R.473e, Isoc.8.73, D.27.53: more freq. εἰρήσομαι, mostly in 3sg. εἰρήσεται Il.23.795, Pi.I.6(5).59, S.Ph.1276, etc.; part. -όμενος Hp. Art.53. —Hom. uses only fut. ἐρέω, 3sg. pf. and plpf. Pass., with part. εἰρημένος, aor. part. ῥήθείς in the phrase ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (v. infr.), and fut. Pass. —The place of the pres. εἴρω (q.v.) is supplied by φημί, λέγω or ἀγορεύω; εἶπον serves as aor. (ϝερε-: ϝρη-, cf. ῥήτρα, ῥητός, Lat. verbum, Engl. word.)
I I will say or speak, c. acc. rei et dat. pers., Il.1.297: abs., οὐδὲ πάλιν ἐρέει = he will say nothing against it, 9.56; ἐν δ' ὑμῖν ἐρέω = among you, ib.528, cf. Od. 16.378: freq. in Att., ἐρεῖν τι πρός τινα Pl.R.520a (Act.), 595b, Tht. 179a (both Pass.); τι περί τινος Id.Phlb.29d, etc.: c. acc. pers., speak of, κακῶς ἐρεῖν τινα Thgn.796, E.Alc.705: and c. dupl. acc., ἐρεῖ δέ μ'..τάδε ib.954, cf. Pl.Cri.48a:—Pass., μῦθος.. εἰρημένος ἔστω Il.8.524; εἰρημένα μυθολογεύειν Od.12.453; λίαν εἰρημένος = too true, A.Pr. 1031; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ = after justice has been pronounced, Od.18.414; ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω περί τινος = let this suffice, Arist.EN1117b21.
II I will tell, proclaim, ἔπος Il.1.419, etc.; Ἠὼς..Ζηνὶ φόως ἐρέουσα = announce it, 2.49; ἐρέω τιν' ὑμῖν αἶνον Archil.89.1.
2 tell, order, c. dat. pers. et inf., X.HG3.2.6, etc.: c. acc. et inf., Id.Cyr.8.3.6:—Pass., εἴρητο συλλέγεσθαι τὸν στρατόν = it had been ordered that the whole army should assemble, orders had been given to the army to assemble, Hdt.7.26, etc.
III Pass., to be mentioned, οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι.. εἰρέαται Id.4.181, cf.Arist.Mu.393b27.
2 to be specified, be agreed, be promised, εἰρημένος μισθός Hes.Op.370, Hdt.6.23; εἰρημένον, abs., when it had been agreed, Th.1.140; καττὰ ϝεϝρημένα Schwyzer l.c.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
s. *ἔρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῶ:
I fut. к εἴρω II, λέγω III или φημί.
II стяж. к ἐράω.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῶ: Ἀττ., Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἐρέω, μέλλ. τοῦ σπαν. ἐνεστ. εἴρω (Β.)˙ Ἀττ. εὐκτ. ἐροίην Ξεν. Κύρ. 3. 1, 14: - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐνεργ. πρκμ. εἴρηκα Ἀττ.: ὑπερσ. εἰρήκειν Πλούτ. 2. 184: Παθ. πρκμ. εἴρημαι Ἰλ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εἰρέαται Ἡρόδ. 7, 81: ὑπερσ. εἴρητο Ἰλ., Ἀττ.: - ἀόρ. Παθ. ἐρρήθην, μεταγεν. ἐρρέθην (ὁ Βεκκῆρος παρὰ μὲν Πλάτωνι πανταχοῦ παρεδέξατο τὸν τύπον ἐρρήθην παρὰ δὲ Ἀριστοτέλει ἐρρέθην, ὡς ἐν Κατηγ. 9. 3), Ἰων. εἰρέθην Ἡρόδ. 4. 77, 156: μέλλ. ῥηθήσομαι 1. 73, Πλάτ. Πολ. 473, Ἰσοκρ. 173 Ε, Δημ. 830. 10˙ ἀλλὰ κοινότερον εἰρήσομαι, μόλις εὔχρηστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ -ήσεται Ἰλ. Ψ. 795, Πινδ. Ι. 6. (5)˙ 87, Σοφ. Φιλ. 1276, κτλ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλ. ἐρέω˙ γ΄ ἑνικ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μετοχ. εἰρημένος˙ ἀόρ. μετοχ. ῥηθεὶς ἐν τῇ φράσει ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (ἴδε κατωτ.), καὶ μέλλ. Παθ. - Τὴν θέσιν τοῦ ἐνεστ. εἴρω (σπάνιον παρ’ Ἐπικ. καὶ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ.) καταλαμβάνουσι τὰ ῥήματα φημί, λέγω ἢ ἀγορεύω˙ τὸ δὲ εἶπον χρησιμεύει ὡς ἀόρ. (Ἐκ τῆς √ΕΡ ἢ FΕΡ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἔρομαι, εἴρω, ῥητός, ῥήτρα, ῥήτωρ, ῥῆμα˙ πρβλ. Σανσκρ. brû, bra-vîmi (διαλέγεσθαι)˙ Λατ. ver bum· Γοτθ. vaur-d (Ἀγγλ. word, λέξις) anda-waurd ant-wort): - Πιθ. ὡσαύτως καὶ αἱ λέξεις ἐρέω (Α), ἐρεείνω, ἐρωτάω, καὶ ἐρευνάω, ὀαρίζω, εἰρήνη νὰ ἔχωσι συγγένειαν πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ι. θὰ εἴπω ἢ θὰ ὁμιλήσω, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Ὅμ.˙ ὡσαύτως ἀπολ., οὐδὲ πάλιν ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56˙ ἐν δ’ ὑμῖν ἐρέω πάντεσσι φίλοισι, «λέξω δὲ ἐν ὑμῖν ἅπασι φίλοις οὖσι» (Θ. Γαζῆς), αὐτόθι 528, πρβλ. Ὀδ. Π. 378˙ -ἀκολούθως συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐρεῖν πρός τινα, περί τινος, κτλ.: - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὁμιλῶ περί τινος, κακῶς ἐρεῖν τινα, κακολογεῖν τινα, Θέογν. 796. Εὐρ. Ἄλκ. 705˙ καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρεῖν τινά τι αὐτόθι 954. Πλάτ. Κρίτων 48 Α: - Παθ., μῦθος... εἰρημένος ἔστω Ἰλ. Θ. 524, πρβλ. Ὀδ. Μ. ἐν τέλ.˙ λίαν εἰρημένον, λίαν ἀληθές, Αἰσχύλ. Πρ. 1031. ΙΙ. = θὰ εἴπω, θὰ ἀναγγείλω, ἔπος, ἀγγελίην Ἰλ. Α. 419, κτλ.˙ οὕτω περὶ τῆς Ἠοῦς λέγει ὁ Ὅμηρος, Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, ἤτοι ἵνα προαναγγείλῃ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου τῷ Διί, Ἰλ. Β. 49˙ ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, ἐπὶ λόγῳ ὀρθῶς καὶ δικαίως λεχθέντι, Ὀδ. Σ. 414. 2) εἰρημένος, συμπεφωνημένος, μισθὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368, Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Schäf. παρὰ Seidl. ἐν Εὐρ. Ἡλ. 33˙ εἰρημένον, ἀπολ., καί τοι εἴρηται, καί τοι ὡμολόγηται (δηλ. ἐν ταῖς σπονδαῖς ταῖς τριακοντούτεσι), Θουκ. 1. 140. 3) ἐροῦντες, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἦλθον ἐπισκεψόμενοι τά τε ἄλλα ὅπως ἔχοι... καὶ Δερκυλίδᾳ ἐροῦντες μένοντι ἄρχειν, καὶ εἰς τὸν Δερκυλίδαν ν’ ἀναγγείλωσι τὴν διαταγὴν (τῶν οἴκοι τελῶν) κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 6, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 6˙ - οὕτως ἐν τῷ παθ., εἴρητό οἱ, μετ’ ἀπαρ., ἐδόθησαν αὐτῷ διαταγαὶ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 7. 26, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι τῶν νομάδων Λιβύων εἰρέαται (Ἰων. ἀντὶ εἴρηνται), ἐγένετο περὶ αὐτῶν λόγος, ὁ αὐτ. 4. 181.
Greek Monotonic
ἐρῶ: Ιων. και Επικ. ἐρέω, μέλ. του εἴρω (Β), παρακ. εἴρηκα, Παθ. εἴρημαι, Ιων. γʹ πληθ. εἰρέαται· γʹ πληθ. υπερσ. εἴρητο — Παθ., αόρ. αʹ ἐρρήθην, Ιων. εἰρέθην, μέλ. εἰρήσομαι, σπανίως ῥηθήσομαι· ο ενεστ. εἴρω (σπανίως στους Επικ. και ποτέ στους Αττ.) συμπληρώνεται από τα φημί, λέγω ή ἀγορεύω· εἶπον χρησιμ. ως αόρ.·
I. θα πω ή θα μιλήσω, σε Αττ.· με αιτ. προσ., μιλώ για κάποιον, κακῶςἐρεῖν τινα, κακολογώ, σε Θέογν., Ευρ.· με διπλή αιτ., ἐρεῖν τινά τι, στον ίδ. κ.λπ.
II. 1. θα πω, θα αναγγείλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἠὼς ἐρέουσα, θα προαναγγείλει την ανατολή του ηλίου, στο ίδ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, για λόγο που ειπώθηκε ορθά και δίκαια, σε Ομήρ. Οδ.
2. εἰρημένος, συμφωνημένος, μισθός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· εἰρημένον, απόλ., μολονότι είχε συμφωνηθεί, σε Θουκ.
3. προστάζω, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, με δοτ. και απαρ., σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· ομοίως και στην Παθ., εἴρητο συλλέγεσθαι τὸνστρατόν, με απαρ., του δόθηκαν εντολές να κάνει κάτι, σε Ηρόδ.
III. στην Παθ., αναφέρομαι, μνημονεύομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
[the place of the pres. εἴρω (rare even in epic and never in Attic) is supplied by φημί, λέγω or ἀγορεύω; and εἶπον serves as the aor.]
I. I will say or speak, Attic: c. acc. pers. to speak of, κακῶς ἐρεῖν τινα Theogn., Eur.; c. dupl. acc., ἐρεῖν τινά τι Eur., etc.
II. I will tell, proclaim, Il., etc.; φόως ἐρέουσα to announce the dawn, Il.; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίωι upon clear right, Od.
2. εἰρημένος promised, μισθός Hes., Hdt.; εἰρημένον, absol., when it had been agreed, Thuc.
3. to tell, order one to do, c. dat. et inf., Xen.; c. acc. et inf., Xen.:—so in Pass., εἴρητό οἱ, c. inf., orders had been given him to do, Hdt.
III. in Pass. to be mentioned, Hdt.
IV. simple εἴρω in Ionic and Epic, to say, speak, tell, Od.: so in Mid., Hom.: but in ionic Prose, the Mid. means to cause to be told one, i. e. to ask, like Attic ἐροῦμαι.
Translations
vomit
Afrikaans: braak, kots; Albanian: vjell; Arabic: تَقَيَّأَ, قَاءَ, اِسْتَفْرَغَ; Hijazi Arabic: طَرَّش, استفرغ, رَجَّع; Iraqi Arabic: زاع; Egyptian Arabic: رجّع, طرّش; Moroccan Arabic: تقيا, رد; Armenian: հետ տալ, փսխել, ործկալ; Aromanian: vom, vomu; Assamese: বমি কৰা; Asturian: vomitar; Azerbaijani: qusmaq, qaytarmaq, öyümək; Basque: botaka egin, pota bota; Belarusian: ванітаваць, бляваць, рваць, рыгаць; Bulgarian: повръ́щам, бълвам; Burmese: အန်; Catalan: vomitar; Cherokee: ᏚᎦᏍᏗᎭ; Chinese Cantonese: 嘔/呕; Mandarin: 嘔吐/呕吐, 嘔/呕, 吐; Czech: zvracet; Dalmatian: gombro, gomituor; Danish: brække sig, kaste op; Dutch: overgeven, braken, kotsen; Esperanto: vomi; Estonian: oksendama; Faroese: spýggja; Finnish: oksentaa; French: vomir, rendre, rejeter, dégobiller, dégueuler, gerber, quicher; Friulian: gomitâ, rindi, restituî; Galician: vomitar, trousar; Georgian: აღებინებს, გული ერევა, არწყევს; German: sich übergeben, erbrechen, kotzen, vomieren, reihern, speien; Greek: εξεμώ, κάνω εμετό, ξερνάω, ξερνώ, τα βγάζω; Ancient Greek: ἀνεμέω, ἀνίημι, ἀπεμέω, ἀπεράω, ἀπερῶ, ἀποκοτταβίζω, ἐκλύομαι στόμαχον, ἐμεῖν, ἐμετιάω, ἐμέω, ἐνεμέω, ἐνεξεμέω, ἐνερεύγομαι, ἐξεμεῖν, ἐξεμέω, ἐξεράω, ἐξερεύγομαι, ἐξερεύγω, ἐξερῶ, ἐράω, ἐρῶ, κατεμέω, κατεμῶ, κοτταβίζω; Greenlandic: meriarpoq; Haitian Creole: vomi; Hebrew: הֵקִיא; Hindi: उल्टी करना, वमन करना; Hungarian: hány, okád, okádik; Icelandic: æla, gubba, spúa, spýja, kasta upp; Indonesian: memuntahkan, muntah; Ingrian: oksentaa, oksentaissa; Irish: aisig, bréitseáil, caith aníos, cuir aníos, caith suas, sceathraigh, sceith, urlaic; Old Irish: sceïd; Italian: vomitare, rimettere; Japanese: 吐く, 嘔吐する, 戻す; Jarai: ŏ; Javanese: muntah; Karelian: oksendua; Kazakh: құсу; Khmer: ក្អួត; Komi-Permyak: восны; Korean: 게우다, 토하다; Kumyk: къусмакъ; Kurdish Central Kurdish: ڕِشانەوە; Kyrgyz: кусуу; Ladin: peté su, tré l boppn; Lao: ອາຈຽນ, ສຳຮາກ, ອົ້ວະ, ຮາກ, ລົງຮາກ; Latin: vomo, vomito; Latvian: vemt; Lithuanian: vemti; Luxembourgish: katzen, kübelen, schëdden, sech iwwerginn, briechen; Macedonian: повраќа, блуе; Malay: muntah; Maltese: irrimetta, qala'; Manchu: ᠵᡠᡵᡠᠮᠪᡳ; Maori: ruaki; Mauritian Creole: vomi; Mongolian: бөөлжих; Nanai: хусэ-; Neapolitan: reverzà, jettà, vummecà; Northern Sami: vuoksit; Norwegian: kaste opp, spy, brekke seg; Nynorsk: kasta opp, spy; Occitan: vomir, racar, rendre; Old English: spīwan; Old Javanese: utah; Old Norse: spýja; Oromo: hooqqisiisuu; Persian: قی کردن; Piedmontese: vomité; Polish: wymiotować, rzygać, zwracać; Portuguese: vomitar, regurgitar; Quechua: aqtuy; Rapa Nui: rua; Romanian: vomita, borî, vărsa, voma; Romansch: render, vomitar, bittar si, rietscher, scoznar; Russian: блевать, рвать, тошнить, рыгать; Sanskrit: वमति; S'gaw Karen: ဘှိး; Scots: bowk; Serbo-Croatian Cyrillic: ри̏гати, збљувати, повратити, бљу̀вати, по̀враћати; Roman: rȉgati, zbljuvati, povrátiti, bljùvati, pòvraćati; Seychellois Creole: vomi; Slovak: zvracať; Slovene: bruhati; Sorbian Lower Sorbian: bluwaś; Upper Sorbian: bluwać, wróćeć, jokać; Spanish: vomitar, devolver, arrojar; Sundanese: luga, utah; Swahili: -tapika; Swedish: kräkas, spy, kasta upp; Tagalog: sumuka; Tajik: қай кардан; Tamil: குமட்டு, உவட்டு, உவாந்தி, வாந்தி; Tarantino: vumecà; Tetum: muta; Thai: อาเจียน, อ้วก; Tibetan: སྐྱུག་པ་ཤོར; Turkish: kusmak, istifra etmek; Turkmen: gusmak; Ukrainian: блювати, рвати, ригати; Urdu: اُلْٹی کَرنا; Uyghur: قۇسماق; Uzbek: qusmoq; Venetian: gomitar, vomegàre, vomegar, rénder, réndar, riméter, rimétar, reméter, remétar; Vietnamese: nôn, mửa, ói; Volapük: vomitön, lusputön; Walloon: rivômi, vômi, rinåder; Welsh: chwydu, cyfogi, taflu i fyny; Yiddish: ברעכן, אויסברעכן, צוריקגעבן; Yámana: tamaia; Zazaki: vırecen; Zealandic: spieë, spoege, kotse