φωτεινός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foteinos
|Transliteration C=foteinos
|Beta Code=fwteino/s
|Beta Code=fwteino/s
|Definition=ή, όν, (φῶς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shining, bright</b>, ἥλιος <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.4</span>; <b class="b3">σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα</b>] ib.<span class="bibl">3.10.1</span>, cf. <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>17.31</span> (Comp.), Plu.2. 1110b, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>26p.478M.</span>; ἀήρ Ath.Med. ap. <span class="bibl">Orib.9.5.2</span>; οἴκημα <span class="bibl">Sor.2.10</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">clear, distinct</b>, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>3p.424M.</span>; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span> 11.34</span>, cf. <span class="bibl">36</span>.</span>
|Definition=φωτεινή, φωτεινόν, ([[φῶς]])<br><span class="bld">A</span> [[shining]], [[bright]], ἥλιος [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.4; <b class="b3">σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα]</b> ib.3.10.1, cf. [[LXX]] ''Si.''17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. ''in CA''26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[clear]], [[distinct]], λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. ''in CA''3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν ''Ev.Luc.'' 11.34, cf. 36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] licht, leuchtend, hell, [[ἥλιος]], Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von [[σκοτεινός]], deutlich, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] licht, leuchtend, hell, [[ἥλιος]], Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[σκοτεινός]], deutlich, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lumineux;<br /><i>Cp.</i> φωτεινότερος, <i>Sp.</i> φωτεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φωτεινός:'''<br /><b class="num">1</b> [[лучезарный]], [[сияющий]] ([[ἥλιος]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[ясный]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φωτεινός''': -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, [[πλήρης]] φωτός, [[ἥλιος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] [[αὐτόθι]] 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., [[διαυγής]], [[καθαρός]], [[πλήρης]] φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκοτεινός]]· [[λόγος]] Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''φωτεινός''': -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, [[πλήρης]] φωτός, [[ἥλιος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] [[αὐτόθι]] 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., [[διαυγής]], [[καθαρός]], [[πλήρης]] φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκοτεινός]]· [[λόγος]] Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}
{{bailly
{{StrongGR
|btext=ή, όν :<br />lumineux;<br /><i>Cp.</i> φωτεινότερος, <i>Sp.</i> φωτεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]].
|strgr=from [[φῶς]]; [[lustrous]], i.e. [[transparent]] or [[well]]-illuminated ([[figuratively]]): [[bright]], [[full]] of [[light]].
}}
{{Thayer
|txtha=(WH φωτινος, [[see]] Iota), φωτεινή, φωτεινόν ([[φῶς]]), [[light]], i. e. [[composed]] of [[light]], of a [[bright]] [[character]]: [[νεφέλη]], οἱ ὀφθαλμοί κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, [[full]] of [[light]], [[well]] lighted, opposed to [[σκοτεινός]], τά σκοτεινά καί τά φωτεινα σώματα, [[Xenophon]], mem. 3,10, 1).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φωτεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ και αιολ. τ. [[φώτεννος]], -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει και εκπέμπει φως (α. «φωτεινά σώματα» β. «ὁ... [[ἥλιος]] φωτεινὸς ὢν τάς τε ὥρας τῆς ἡμέρας ἡμῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται καλά, [[φωτερός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φωτεινή [[ακτίνα]]»<br /><b>φυσ.</b> υποθετική [[γραμμή]] [[κατά]] την οποία διαδίδεται το φως<br />β) «φωτεινή [[δέσμη]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[δέσμη]]<br />γ) «φωτεινή [[ένταση]] [ή [[ισχύς]]]»<br /><b>φυσ.</b> ο [[λόγος]] της ποσότητας του ορατού φωτός που εκπέμπεται στη [[μονάδα]] του χρόνου, [[δηλαδή]] της φωτεινής ροής μιας φωτεινής πηγής διά της στερεάς γωνίας<br />δ) «φωτεινή [[πηγή]]»<br /><b>φυσ.</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που εκπέμπει φωτεινή [[ακτινοβολία]]<br />ε) «φωτεινή ροή»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> <i>ροή</i><br />στ) «φωτεινό [[διάλειμμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> i) το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[μεταξύ]] της επίδρασης ενός βλαπτικού παράγοντα και της εμφάνισης επιπλοκών, [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο δεν υπάρχουν συμπτώματα<br />ii) [[κάθε]] ολιγοσυμπτωματικό ή ασυμπτωματικό [[στάδιο]] μιας νόσου [[ανάμεσα]] στις εξάρσεις της<br />ζ) «φωτεινό νυκτερινό [[νέφος]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[σπάνιος]] [[τύπος]] νέφους, αποτελούμενου πιθανότατα από παγοκρυστάλλους και μετεωρική [[σκόνη]], το οποίο εμφανίζεται σε πολύ μεγάλα ύψη, 80 [[περίπου]] χιλιομέτρων, και [[είναι]] ορατό μόνον στις περιοχές μεγάλου γεωγραφικού πλάτους [[κατά]] τις θερινές νύκτες<br />η) «φωτεινό όργανο»<br /><b>ζωολ.</b> όργανο που εκπέμπει φως και απαντά στις πυγολαμπίδες και σε ορισμένα άλλα ζώα που εμφανίζουν βιοφωσφορισμό, αλλ. [[φωτοφόρο]]<br />θ) «[[φωτεινός]] [[θάλαμος]]»<br /><b>φυσ.</b> [[συσκευή]] αποτελούμενη [[κυρίως]] από ένα [[κάτοπτρο]] που φέρει μικρή οπή ή από ένα [[πρίσμα]] [[κατάλληλα]] διαμορφωμένο ώστε να επιτρέπει την ταυτόχρονη [[παρατήρηση]] μιας οπτικής εικόνας και ενός φύλλου χαρτιού [[πάνω]] στο οποίο [[είναι]] δυνατή η [[σχεδίαση]] εικόνας<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που λάμπει από [[καθαριότητα]], πολύ [[καθαρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φωτεινώς</i> και <i>φωτεινά</i> Ν<br />με φωτεινό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i> αναλογικά [[προς]] τα <i>σκοτ</i>-<i>εινός</i>, <i>φα</i>-<i>εινός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φωτεινός:''' -ή, -όν ([[φῶς]]), [[φωτεινός]], [[λαμπερός]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φωτεινός]], ή, όν [φῶς]<br />[[shining]], [[bright]], Xen.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':fwteinÒj 賀帖挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(5)<br />'''原文字根''':光的<br />'''字義溯源''':明亮的,光明的,發光的,滿了光的;源自([[φῶς]])=光),而 ([[φῶς]])出自([[φαῦλος]])X*=照耀,顯示)。參讀 ([[λαμπρός]])同義字<br />'''出現次數''':總共(5);太(2);路(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 光明(4) 太6:22; 路11:34; 路11:36; 路11:36;<br />2) 光明的(1) 太17:5
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[φάος]] -φῶς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Χ
}}
{{
|=Χῖ
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτεινός Medium diacritics: φωτεινός Low diacritics: φωτεινός Capitals: ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: phōteinós Transliteration B: phōteinos Transliteration C: foteinos Beta Code: fwteino/s

English (LSJ)

φωτεινή, φωτεινόν, (φῶς)
A shining, bright, ἥλιος X.Mem.4.3.4; σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] ib.3.10.1, cf. LXX Si.17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. in CA26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al.
II metaph., clear, distinct, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. in CA3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν Ev.Luc. 11.34, cf. 36.

German (Pape)

[Seite 1323] licht, leuchtend, hell, ἥλιος, Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Gegensatz von σκοτεινός, deutlich, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lumineux;
Cp. φωτεινότερος, Sp. φωτεινότατος.
Étymologie: φῶς.

Russian (Dvoretsky)

φωτεινός:
1 лучезарный, сияющий (ἥλιος Xen.);
2 ясный (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φωτεινός: -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, πλήρης φωτός, ἥλιος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] αὐτόθι 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., διαυγής, καθαρός, πλήρης φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκοτεινός· λόγος Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Strong)

from φῶς; lustrous, i.e. transparent or well-illuminated (figuratively): bright, full of light.

English (Thayer)

(WH φωτινος, see Iota), φωτεινή, φωτεινόν (φῶς), light, i. e. composed of light, of a bright character: νεφέλη, οἱ ὀφθαλμοί κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, full of light, well lighted, opposed to σκοτεινός, τά σκοτεινά καί τά φωτεινα σώματα, Xenophon, mem. 3,10, 1).

Greek Monolingual

-ή, -ό / φωτεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ και αιολ. τ. φώτεννος, -ον Α
1. αυτός που έχει και εκπέμπει φως (α. «φωτεινά σώματα» β. «ὁ... ἥλιος φωτεινὸς ὢν τάς τε ὥρας τῆς ἡμέρας ἡμῖν», Ξεν.)
2. μτφ. σαφής, ευκρινής
νεοελλ.
1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτερός
2. φρ. α) «φωτεινή ακτίνα»
φυσ. υποθετική γραμμή κατά την οποία διαδίδεται το φως
β) «φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. δέσμη
γ) «φωτεινή έντασηισχύς
φυσ. ο λόγος της ποσότητας του ορατού φωτός που εκπέμπεται στη μονάδα του χρόνου, δηλαδή της φωτεινής ροής μιας φωτεινής πηγής διά της στερεάς γωνίας
δ) «φωτεινή πηγή»
φυσ. κάθε σώμα που εκπέμπει φωτεινή ακτινοβολία
ε) «φωτεινή ροή»
φυσ. βλ. ροή
στ) «φωτεινό διάλειμμα»
ιατρ. i) το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της επίδρασης ενός βλαπτικού παράγοντα και της εμφάνισης επιπλοκών, διάστημα κατά το οποίο δεν υπάρχουν συμπτώματα
ii) κάθε ολιγοσυμπτωματικό ή ασυμπτωματικό στάδιο μιας νόσου ανάμεσα στις εξάρσεις της
ζ) «φωτεινό νυκτερινό νέφος»
(μετεωρ.) σπάνιος τύπος νέφους, αποτελούμενου πιθανότατα από παγοκρυστάλλους και μετεωρική σκόνη, το οποίο εμφανίζεται σε πολύ μεγάλα ύψη, 80 περίπου χιλιομέτρων, και είναι ορατό μόνον στις περιοχές μεγάλου γεωγραφικού πλάτους κατά τις θερινές νύκτες
η) «φωτεινό όργανο»
ζωολ. όργανο που εκπέμπει φως και απαντά στις πυγολαμπίδες και σε ορισμένα άλλα ζώα που εμφανίζουν βιοφωσφορισμό, αλλ. φωτοφόρο
θ) «φωτεινός θάλαμος»
φυσ. συσκευή αποτελούμενη κυρίως από ένα κάτοπτρο που φέρει μικρή οπή ή από ένα πρίσμα κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση μιας οπτικής εικόνας και ενός φύλλου χαρτιού πάνω στο οποίο είναι δυνατή η σχεδίαση εικόνας
μσν.
(για ένδυμα) αυτός που λάμπει από καθαριότητα, πολύ καθαρός.
επίρρ...
φωτεινώς και φωτεινά Ν
με φωτεινό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός αναλογικά προς τα σκοτ-εινός, φα-εινός].

Greek Monotonic

φωτεινός: -ή, -όν (φῶς), φωτεινός, λαμπερός, σε Ξεν.

Middle Liddell

φωτεινός, ή, όν [φῶς]
shining, bright, Xen.

Chinese

原文音譯:fwteinÒj 賀帖挪士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:光的
字義溯源:明亮的,光明的,發光的,滿了光的;源自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。參讀 (λαμπρός)同義字
出現次數:總共(5);太(2);路(3)
譯字彙編
1) 光明(4) 太6:22; 路11:34; 路11:36; 路11:36;
2) 光明的(1) 太17:5

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φάος -φῶς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Χ {{ |=Χῖ }}