ἐκτενής: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektenis | |Transliteration C=ektenis | ||
|Beta Code=e)ktenh/s | |Beta Code=e)ktenh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκτενές,<br><span class="bld">A</span> [[strained]]: hence of persons, [[warmly attached]], [[friendly]], Plb.21.22.4 (Sup.), cf. D.S.34.2.39, Socr. ap. Stob.4.31.130; [[assiduous]], περί τινα ''Supp.Epigr.''2.277.5 (Delph., ii B.C.): Comp. ἐκτενέστερος τῇ προθυμίᾳ ''IGRom.''4.293aii 38 (Pergam., ii B.C.): Sup. ἐκτενεστάτη [[προθυμία]] Chrysipp.Stoic.2.293, cf. ''Vit.Philonid.''p.9C.; πρόνοια ''UPZ''110.46(ii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[extended]], Dam.''Pr.''64; [[capable of extension]], ἐ. ἐστι τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.''in Phdr.''p.121A.<br><span class="bld">3</span> [[abundant]], γάλα Sor.1.94.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐκτενῶς]] (Elean [[ἐκτενέωρ]] ''GDI'' 1172.12; Cret. [[ἐκτενίως]] ib.5138.13; Ion. [[ἐκτενέως]] Ps.-Hdt.''Vit.Hom.''7) [[earnestly]], [[zealously]], [[ἀγαπᾶσθαι]] Machoap.Ath.13.579e; ποιεῖν τι Arist. ''MM''1210a27; συναγωνίζεσθαι ''IG''22.945, cf. ''SIG''538.17 (Delph., iii B. C.); εὐχὴ ἐ. γινομένη ''Act.Ap.''12.5: Comp. ἐκτενέστερον Cic.''Att.''13.9.1: Sup. ἐκτενέστατα D.S.29.4.<br><span class="bld">2</span> in Adv. also, [[eagerly]], [[freely]], [[splendidly]] (condemned by Phryn.285), προσδέξασθαί τινα Plb.8.19.1, cf. D.S. 2.24, etc.; of public duties, [[λαμπρῶς]] καὶ ἐ. τετελεκότα ''CIG''2771ii14 (Aphrodisias): Comp., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Agatharch. ''Fr.Hist.''6J.—Not in early writers, corrupt in A.''Supp.''983. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκτενές,
A strained: hence of persons, warmly attached, friendly, Plb.21.22.4 (Sup.), cf. D.S.34.2.39, Socr. ap. Stob.4.31.130; assiduous, περί τινα Supp.Epigr.2.277.5 (Delph., ii B.C.): Comp. ἐκτενέστερος τῇ προθυμίᾳ IGRom.4.293aii 38 (Pergam., ii B.C.): Sup. ἐκτενεστάτη προθυμία Chrysipp.Stoic.2.293, cf. Vit.Philonid.p.9C.; πρόνοια UPZ110.46(ii B. C.).
2 extended, Dam.Pr.64; capable of extension, ἐ. ἐστι τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.in Phdr.p.121A.
3 abundant, γάλα Sor.1.94.
II Adv. ἐκτενῶς (Elean ἐκτενέωρ GDI 1172.12; Cret. ἐκτενίως ib.5138.13; Ion. ἐκτενέως Ps.-Hdt.Vit.Hom.7) earnestly, zealously, ἀγαπᾶσθαι Machoap.Ath.13.579e; ποιεῖν τι Arist. MM1210a27; συναγωνίζεσθαι IG22.945, cf. SIG538.17 (Delph., iii B. C.); εὐχὴ ἐ. γινομένη Act.Ap.12.5: Comp. ἐκτενέστερον Cic.Att.13.9.1: Sup. ἐκτενέστατα D.S.29.4.
2 in Adv. also, eagerly, freely, splendidly (condemned by Phryn.285), προσδέξασθαί τινα Plb.8.19.1, cf. D.S. 2.24, etc.; of public duties, λαμπρῶς καὶ ἐ. τετελεκότα CIG2771ii14 (Aphrodisias): Comp., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Agatharch. Fr.Hist.6J.—Not in early writers, corrupt in A.Supp.983.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): adv. el. ἐκτενέωρ IO 39.12 (III/II a.C.); cret. ἐκτενίως ICr.1.24.2.13 (Prianso II a.C.)
I 1de pers. o ref. pers. solícito, diligente, entregado, presto a ayudar o colaborar en todo momento o circunstancia γεγόνασι πάντων ἐκτενέστατοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀσίας αὐτονομουμένων Plb.21.22.4, φίλος ἐ. Socr.Dict.306
•frec. en decr. honoríf. y de proxenía ἐμ πᾶσιν ἐγίνετο ἐ. καὶ φιλότιμος HTCarie 89.9 (II a.C.), αὑτὸν ἐκτενῆ καὶ εὔχρηστον παρεχόμενος IG 12(7).388.5 (Egiale II a.C.), cf. FD 4.428.2.5 (II a.C.), περὶ τὴν πολιτείαν ἐ. καὶ φιλάγαθος IClaros 1.M.3.32 (II a.C.), ἐ. καὶ πρόθυμος IKeramos 6.2 (I a.C.), cf. IGR 4.293a.2.38 (Pérgamo I a.C.), τὴν παρὰ σοῦ ἐπιστολὴν ... οὖσαν ἐκτενῆ καὶ φιλικήν IPessinous 4.9 (II a.C.), ἐκτενὴν προσενηνεγμένος τὴν πρὸς τὸν δῆμον εὔνοιαν ἐμ παντὶ καιρῷ Ath.Decr.261.7 (II a.C.)
•subst. τὸ ἐκτενές = diligencia, celo πᾶν ἐκτενές προσοίσεσθαι πρὸς ἀντίλημψιν que pondrían todo su empeño en la defensa LXX 3Ma.3.10
•neutr. compar. como adv. ἐκτενέστερον con mayor empeño ζῆν πολυτελῶς ἐ. ζητοῦσι τῶν ἄλλων Agatharch.Fr.Hist.6, sup. ἐκτενέστατα: συνηγωνισμένοι τῷ βασιλεῖ ἐκτενέστατα habiendo apoyado con el máximo celo al rey D.S.29.4.
2 de abstr. constante, perseverante en alguna actitud positiva (frec. difícil de distinguir de I 1) ἐκτενεστάτην ... περὶ αὐτὰ προθυμίαν τε καὶ σπουδὴν εἰσφέρεσθαι Chrysipp.Stoic.2.293.1, cf. UPZ 110.46 (II a.C.), τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες 1Ep.Petr.4.8, προσευχή Pamph.Mon.Soter.91, ὀλολυγμός Iust.Phil.Dial.107.2
•subst. τὸ ἐκτενές = constancia, aplicación τὸ ἐκτενές εἰς ἀρετήν Cyr.Al.M.69.1121D.
3 fil. susceptible de tener extensión o prolongación, que se extiende o prolonga en el espacio, definido como τὸ μεταδίδον τῶν ἑαυτοῦ καὶ τοῖς ἄλλοις Herm.in Phdr.121
•subst. τὸ ἐκτενές = extensión, prolongación Dam.Pr.64.
4 de cosas producido con regularidad, abundante a lo largo del tiempo πρὸς γάλακτος ἀπόδοσιν ἐκτενοῦς Sor.2.10.50.
II adv. ἐκτενῶς
1 solícitamente, con dedicación o diligencia ὑπ' αὐτῆς ἐ. ἀγαπώμενος Macho 265, cf. Arist.MM 1210a27, τὰς χρείας παρέχεται ... ἐ. πᾶσι τοῖς παραγινομένοις ποτὶ τὸν θεόν CID 4.96.17 (III a.C.), ἐπιμελόμενος τε τῶν πολιτᾶν ... φιλοτιμίως καὶ ἐ. κατὰ τὰν τέχναν ICr.4.168*.10 (Gortina III a.C.), cf. IO 39.12 (III/II a.C.), ἐνοσήλευεν αὐτὸν ἐ. Ps.Hdt.Vit.Hom.7, τὰς δημοτελεῖς θυσίας ἐπιτελέσασαν ἐκ τῶν ἰδίων ἐ. Sardis 52.11 (II d.C.), cf. SEG 43.451.15 (Pidna II a.C.), πάντα δαψιλῶς καὶ ἐ. ἐξετέλεσα IKeramos 36.7 (III d.C.?), cf. CIG 2771.2.14 (Afrodisias I/II d.C.)
•cordial, atentamente προσδεξάμενος ἐ. καὶ φιλοφρόνως τὸν Βῶλιν Plb.8.19.1, cf. I.AI 6.341, παρεκάλει δὲ ἁμὲ ἐ. καὶ φιλοτίμως ICr.1.24.2.13 (Prianso II a.C.), πρὸς τὰς ἑστιάσεις ... ἐ. ἅπαντας παρελάμβανε D.S.2.24.
2 sin descanso, insistentemente ἐκράξατε πρὸς κύριον ἐ. LXX Il.1.14, προσευχὴ δὲ ἦν ἐ. γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν περὶ αὐτοῦ Act.Ap.12.5.
• Etimología: Cf. ἀτενής, τείνω.
German (Pape)
[Seite 780] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben δαψιλής, dem φειδωλός entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς, angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; νοσηλεύω Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
attentif, assidu, empressé ; en parl. de ch. (vœu, prière, etc.) pressant, véhément.
Étymologie: ἐκτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτενής: прилежный, усердный, ревностный (Polyb., Diod.; Aesch. - v.l. к ἐγγενής).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτενής: -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, φιλικός, φιλόφρων, Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, διηνεκής, ἀκατάπαυστος καὶ ἔνθερμος, προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. ὡσαύτως, προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· λέξις μεταγεν., ὥστε τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 εἶναι λίαν ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς.
English (Strong)
from ἐκτείνω; intent: without ceasing, fervent.
English (Thayer)
ἐκτενές (ἐκτείνω), properly, stretched out; figuratively, intent, earnest, assiduous: προσευχή, R G (εὐχή, Ignatius (interpolated) ad Ephesians 10 [ET]; δέησις καί ἱκεσία, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,2 [ET]); ἀγάπη, ἐκτενέστερον, as adverb, more intently, more earnestly, L brackets WH reject the passage). (ἐκτενής φίλος, Aeschylus suppl. 983; Polybius 22,5, 4; then very often from Philo on; cf. Lob. ad Phryn., p. 311.)
Greek Monolingual
-ες (AM ἐκτενής, -ές)
αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένος («εκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός
2. (για πρόσ.) αυτός που επεκτείνει την ενέργεια ή τη φροντίδα του, δραστήριος, επιμελής
3. (για πράξη) συνεχής, ακατάπαυστος, έντονος, επίμονος
4. αυτός που παρέχει ή παρέχεται εκτεταμένα, επομένως ο άφθονος («ἐκτενὲς γάλα»)
5. εκκλ. «ἐκτενὴς δέησις» ή απλώς μετά τα αναγνώσματα, υπέρ τών κτιτόρων και ευεργετών του ναού, του επισκόπου, τών ευσεβών χριστιανών κ.λπ.
Greek Monotonic
ἐκτενής: -ές (ἐκτείνω), πρόθυμος, ένθερμος, επίμονος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐκτενής, ές ἐκτείνω
intense, zealous, instant, NTest.
Chinese
原文音譯:™kten»j 誒克-帖尼士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:出去-伸展的
字義溯源:專心的,切望的,切實的,切切的,不變的,熱烈的,非常的;源自(ἐκτείνω)=伸展),由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(τέ)Y*=伸展)組成
出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 切實的(1) 彼前4:8;
2) 切切的(1) 徒12:5
Mantoulidis Etymological
(=τεντωμένος). Ἀπό τό ἐκτείνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω.