ἐπίσημος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(T22) |
(13) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[ἐπίσημον]] ([[σῆμα]] a [[sign]], [[mark]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], having a [[mark]] on it, marked, [[stamped]], [[coined]]: [[ἀργύριον]], [[χρυσός]] ([[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]], [[Polybius]], Josephus).<br /><b class="num">2.</b> tropically, marked (Latin insignis), [[both]] in a [[good]] and [[bad]] [[sense]]; in a [[good]] [[sense]], of [[note]], [[illustrious]]: [[Herodotus]] and [[following]]); in a [[bad]] [[sense]], [[notorious]], [[infamous]]: [[Euripides]], Or. 249; Josephus, Antiquities 5,7, 1; [[Plutarch]], Fab. Max. 14; others). | |txtha=[[ἐπίσημον]] ([[σῆμα]] a [[sign]], [[mark]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], having a [[mark]] on it, marked, [[stamped]], [[coined]]: [[ἀργύριον]], [[χρυσός]] ([[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]], [[Polybius]], Josephus).<br /><b class="num">2.</b> tropically, marked (Latin insignis), [[both]] in a [[good]] and [[bad]] [[sense]]; in a [[good]] [[sense]], of [[note]], [[illustrious]]: [[Herodotus]] and [[following]]); in a [[bad]] [[sense]], [[notorious]], [[infamous]]: [[Euripides]], Or. 249; Josephus, Antiquities 5,7, 1; [[Plutarch]], Fab. Max. 14; others). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίσημος]], -ον, δωρ. τ. [[ἐπίσαμος]])<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[γνωστός]] (α. «[[επίσημο]] [[γεγονός]]» β. «καὶ μὴν ὅδ’ [[ἄναξ]] αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ [[ἐπίσημον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]]<br /><b>3.</b> [[γιορταστικός]], [[ξεχωριστός]] («[[επίσημα]] ρούχα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]], [[σοβαρός]] («επίσημη [[πρόταση]] γάμου»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δημόσια]] ή αναγνωρισμένη [[αρχή]] ή από έγκυρη [[πηγή]] («[[επίσημο]] [[έγγραφο]]»)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι επίσημοι</i><br />αυτοί που κατέχουν ανώτατα [[δημόσια]] αξιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σημείο]], που φέρει [[επιγραφή]] ή [[άλλη]] [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) χαραγμένο<br /><b>3.</b> [[ενεπίγραφος]] («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ [[ἐπίσημα]] πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[ασπίδα]]) αυτή που έχει [[σύμβολο]] [[επάνω]]<br /><b>5.</b> (για επιληπτικούς) αυτός που έχει [[φανερά]] τα σημάδια της αρρώστιας<br /><b>6.</b> (για [[πρόβατο]]) ποικιλόχρωμο, παρδαλό<br /><b>7.</b> [[διακριτικός]], αυτός που χρησιμεύει για [[διάκριση]] («τοῑς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ [[ἐπίσημον]] ἑκάστῳ», Παρμεν.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]] («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι [[γενέσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> (με μειωτική σημ.) [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σήμα]]. Η λ. [[επίσημος]] σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο [[σήμα]] ή [[σφραγίδα]] ([[κυρίως]] για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια [[δημόσια]] ή κρατική [[αρχή]]. Αυτή η [[σημασία]] εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, [[αυθεντικός]]», για να καταλήξει σε «[[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], αξιοσημείωτος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor.ἐπί-σᾱμος, ον, (σῆμἀ
A serving to distinguish, τοῖς δ' ὄνομ' ἄνθρωποι κατέθεντ' ἐ. ἑκάστῳ Parm.19.3. II. having a mark, inscription or device on it, esp. of money, stamped, coined, χρυσὸς ἐ., opp. ἄσημος, Hdt.9.41; ἀργύριον Th.2.13; χρυσίον X.Cyr.4.5.40, cf.IG12.301, al.; so ἀναθήματα οὐκ ἐ. offerings with no inscription on them, Hdt.1.51; ἀσπίδες ἐ., opp. λεῖαι, IG12.280, cf. Men.526. 2. of epileptic patients, bearing the marks of the disease, Hp.Morb.Sacr.8; of cattle, spotted or striped, LXX Ge.30.42. 3. notable, remarkable, μνῆμ' ἐ. a speaking remembrance, S.Ant.1258(anap.); ξυμφοραί E.Or.543; εὐνή, λέχος, Id.HF68, Or.21; τύχη Id.Med.544; χαρακτήρ Id.Hec.379; τάφος ἐπισημότατος Th.2.43; τιμωρία Lycurg.129; τόποι IG12(3).326.42 (Thera, Sup.); of garments, fine, SIG695.39 (Magn. Mae., ii B.C.); and of persons, ἐ. σοφίην notable for wisdom, Hdt.2.20; ἐ. ἐν βροτοῖς E.Hipp.103; ἐ. ξένοι Ar.Fr.543: in bad sense, conspicuous, notorious, ἐς τὸν ψόγον E.Or.249; δέσμιος ἐ. Ev.Matt.27.16; διὰ δημοκοπίαν Plu.Fab.14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc.Rh.Pr.25. 4. significant, οὐκ ἐ. Artem.1.59, 3.32. III. Adv. -μως Plb.6.39.9, Sm.Ps.73(74).4, J.BJ6.1.8: Comp. -ότερον Gal.9.762; -οτέρως Artem.2.9: Sup. -ότατα Luc.Hist.Conscr.43.
German (Pape)
[Seite 977] mit einem Zeichen versehen, geprägt, χρυσός Her. 9, 41; ἀργύριον Thuc. 2, 13; χρυσίον Xen. Cyr. 4, 5, 40; ἀναθήματα, mit einer Inschrift versehen, Her. 1, 51; ἀσπίδες Inscr. 139. – Dah. kenntlich, berühmt, ausgezeichnet, μνῆμ' ἐπίσημον Soph. Ant. 1243; ἐν βροτοῖς Eur. Hipp. 103; ξυμφοραί Or. 543 u. öfter; ἐπίσημοι σοφίην, in Hinsicht der Weisheit, Her. 2, 20; τάφος ἐπισημότατος Thuc. 2, 43; oft bei Sp., wie Luc.; καὶ περιβόητος Herod. 1; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ rhet. praec. 25; ἐν τοῖς ἐπαινοῦσι Merced. cond. 28; seltener tadelnd, ἐς τὸν ψόγον Eur. Or. 249; Plut. Fab. 14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc. rh. praec. 25. – Adv., Pol. 6, 39, 6, auf ausgezeichnete Weise; ἐπισημοτέρως, Artem. 2, 9. – Subst. τὸ ἐπίσημον, das Kennzeichen an oder auf Etwas, z. B. νηός, am Schiffsvordertheile, Her. 8, 88; Plut. Them. 8; die Flagge, D. Sic.; auf Schildern das Wahrzeichen, Wappen, Aesch. Spt. 641; Her. 9, 74; auf Münzen, das Gepräge, Plut. Thes. 6; Paus. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσημος: -ον, (σῆμα) ἔχων σημεῖον, φέρων ἐπιγραφὴν ἢ σχέδιόν τι ἢ παράστασιν, ἰδίως ἐπὶ νομίσματος, κεκομμένος, κεχαραγμένος, χρυσὸς ἐπίσημος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄσημος, Ἡρόδ. 9. 41· ἀργύριον Θουκ. 2. 13· χρυσίον Ξεν. Κύρ. 4. 5, 40, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 145. 56., 146. 11· οὕτως, ἀναθήματα οὐκ ἐπ., ἀφιερώματα ἄνευ ἐπιγραφῆς τινος, Ἡρόδ. 1. 51· ἀσπίδες ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ λεῖαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 13 καὶ 28, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ψοφοδεεῖ» 1: - ἐπὶ ἐπιληπτικῶν, φέρων τὰ σημεῖα τῆς νόσου, Ἱππ. 306. 12: - ἐπὶ προβάτων, τὸ φέρον σημεῖόν τι, ἐγένετο δὲ τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τὰ δὲ ἐπίσημα τοῦ Ἰακὼβ Ἑβδ. (Γεν. Α΄, 42). 2) ἀξιοσημείωτος, ἄξιος μνήμης, περιφανής, Λατ. insignis, μνῆμα ἐπίσημον, μνημεῖον μετὰ περιφανῶν τεκμηρίων, περὶ τοῦ αἱμοφύρτου πτώματος τοῦ Αἵμονος, ὅπες ἔκειτο ὡς φανερὸν μνημεῖον τοῦ ἀνηκέστου σφάλματος τοῦ Κρέοντος, Σοφ. Ἀντ. 1258· ξυμφοραὶ Εὐρ. Ὀρ. 543· εὐνή, λέχος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 68, Ὀρ. 21· τύχη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 544· χαρακτὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 379· τάφος ἐπισημότατος Θουκ. 2. 43· τιμωρία Λυκοῦργ. 166. 10: - καὶ ἐπὶ προσ., ἐπ. σοφίην, ἐπιφανὴς ἐπὶ σοφίᾳ, Ἡρόδ. 2. 20· ἐπ. ἐν βροτοῖς Εὐρ. Ἱππ. 103· ἐπ. ξένοι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, γνωστός, ἐς τὸν ψόγον Εὐρ. Ὀρ. 249· διὰ δημοκοπίαν Πλουτ. Φάβ. 14· τῇ μοχθηρίᾳ Λουκ. Ρητόρων Διδάσκ. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 6. 39, 9· συγκρ. -οτέρως, Ἀρτεμ. 2. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. marqué d’un signe, d’une empreinte ou d’une inscription ; τὸ ἐπίσημον marque distinctive, càd :
1 emblème ou inscription sur l’avant d’un navire;
2 ciselure d’un emblème (serpent, mouche, etc.) sur un bouclier (épisème);
3 empreinte d’une monnaie;
II. qui se fait remarquer, qui se distingue, remarquable;
Cp. ἐπισημότερος, Sp. ἐπισημότατος.
Étymologie: ἐπί, σῆμα.
English (Strong)
from ἐπί and some form of the base of σημαίνω; remarkable, i.e. (figuratively) eminent: notable, of note.
English (Thayer)
ἐπίσημον (σῆμα a sign, mark);
1. properly, having a mark on it, marked, stamped, coined: ἀργύριον, χρυσός (Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, Josephus).
2. tropically, marked (Latin insignis), both in a good and bad sense; in a good sense, of note, illustrious: Herodotus and following); in a bad sense, notorious, infamous: Euripides, Or. 249; Josephus, Antiquities 5,7, 1; Plutarch, Fab. Max. 14; others).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM επίσημος, -ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος)
1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.)
2. σπουδαίος, σημαντικός
3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα»)
νεοελλ.
1. έγκυρος, σοβαρός («επίσημη πρόταση γάμου»)
2. αυτός που προέρχεται από δημόσια ή αναγνωρισμένη αρχή ή από έγκυρη πηγή («επίσημο έγγραφο»)
3. ως ουσ. οι επίσημοι
αυτοί που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
αρχ.
1. αυτός που έχει σημείο, που φέρει επιγραφή ή άλλη παράσταση
2. (για νόμισμα) χαραγμένο
3. ενεπίγραφος («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», Ηρόδ.)
4. (για ασπίδα) αυτή που έχει σύμβολο επάνω
5. (για επιληπτικούς) αυτός που έχει φανερά τα σημάδια της αρρώστιας
6. (για πρόβατο) ποικιλόχρωμο, παρδαλό
7. διακριτικός, αυτός που χρησιμεύει για διάκριση («τοῑς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ», Παρμεν.)
8. (για πρόσ.) επιφανής («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι», Ηρόδ.)
9. (με μειωτική σημ.) περιβόητος, διαβόητος («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σήμα. Η λ. επίσημος σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο σήμα ή σφραγίδα (κυρίως για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια δημόσια ή κρατική αρχή. Αυτή η σημασία εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, αυθεντικός», για να καταλήξει σε «σπουδαίος, σημαντικός, αξιοσημείωτος»].