ψηλαφάω: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐψηλάφησα;<br /><i>Pass. f.</i> ψηλαφηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐψηλαφήθην;<br />tâter dans l'obscurité, tâtonner : [[χερσί]] OD avec les mains ; démêler par tâtonnement, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάλλω]], [[ἁφάω]].
|btext=[[ψηλαφῶ]] :<br /><i>ao.</i> ἐψηλάφησα;<br /><i>Pass. f.</i> ψηλαφηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐψηλαφήθην;<br />tâter dans l'obscurité, tâtonner : [[χερσί]] OD avec les mains ; démêler par tâtonnement, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάλλω]], [[ἁφάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 07:26, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφάω Medium diacritics: ψηλαφάω Low diacritics: ψηλαφάω Capitals: ΨΗΛΑΦΑΩ
Transliteration A: psēlapháō Transliteration B: psēlaphaō Transliteration C: psilafao Beta Code: yhlafa/w

English (LSJ)

mostly used in pres.: fut.
A ψηλαφήσω LXX Za.9.13: aor. ἐψηλάφησα ib.Ge.27.22:—Pass., fut. ψηλαφηθήσομαι ib. Na.3.1: aor. ἐψηλαφήθην S.E.M.8.108, Plu.2.599c:—feel about or grope about to find a thing, like a blind man or hoodman-blind, χερσὶ ψηλαφόων (Ep.for ψηλαφάων), of the Cyclops when blinded, Od.9.416; ψηλαφῶν οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν [τὸ ἱμάτιον] Ar.Ec.315; ψηλαφῶντες . . ὥσπερ ἐν σκότει Pl.Phd.99b: metaph., ψ. περί τινων Phld.D.1.14.
2 c. acc. rei, feel about for, grope after or search after, ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότῳ τὰ πράγματα Ar.Pax691; εἰ . . ψηλαφήσειαν αὐτὸν (sc. τὸν θεὸν) καὶ εὕροιεν Act.Ap.17.27.
II feel, touch, handle, stroke, palpate, Poll.1.183; μή ποτε ψηλαφήσῃ με ὁ πατήρ, of Isaac and Jacob, LXX Ge.27.12, cf. Ev.Luc. 24.39; ψ. καὶ τρίβειν τοῖς δακτύλοις Arist.HA571a33; especially in Medic., of uterine examination, Hp.Mul.1.40, al.:—Pass., ὧν ψηλαφωμένων ὁ ἵππος . . ἥδεται X.Eq.2.4; [ὄρνιθες] τῇ χειρὶ ψηλαφώμεναι Arist.HA560a9.
III metaph., test, examine, τὸν ν Plb.8.29.8; τὸν οἶνον Gp.7.5.1; πᾶσαν ἐπίνοιαν Plb.8.16.4; τὰς ἀλλήλων νοήσεις οἷον ὑπὸ σκότῳ διὰ φωνῆς ψ. Plu.2.589b; εἴδωλον [τοῦ καλοῦ] διώκοντες καὶ ψ. ib.766a:—Pass., S.E.l.c., τὰ ψηλαφηθέντα ὑπ' Ἀντιόχου the attempts made by... J.AJ13.9.2.

German (Pape)

[Seite 1396] berühren, betasten, betappen, wie ein Blinder, oder im Dunkeln, χερσὶ ψηλαφόων Od. 9, 416; Ar. Eccl. 315; ψηλαφῶντες ὥσπερ ἐν σκότει Plat. Phaed. 99 b; streicheln, Xen. equ. 2, 4; durch Betasten herausfühlen, dah. übh. eine dunkle Sache untersuchen, ἐν σκότῳ τὰ πράγματα Ar. Pax 691; vgl. Lob. Phryn. 94; ψηλαφᾶν τὸν ὗν Pol. 8, 31, 8; übertr., πᾶσαν ἐπίνοιαν 8, 18, 4.

French (Bailly abrégé)

ψηλαφῶ :
ao. ἐψηλάφησα;
Pass. f. ψηλαφηθήσομαι, ao. ἐψηλαφήθην;
tâter dans l'obscurité, tâtonner : χερσί OD avec les mains ; démêler par tâtonnement, acc..
Étymologie: DELG ψάλλω, ἁφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψηλαφάω [ψάλλω, ἀφάω] ep. ptc. praes. ψηλαφόων rondtasten:; χερσὶ ψηλαφόων met zijn handen rondtastend Od. 9.416; met acc.: betasten:; ψηλαφήσατέ με betast mij NT Luc. 24.39; (zoekend) tasten naar:. ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότῳ τὰ πράγματα wij tastten in het duister naar onze zaken Aristoph. Pax 691.

Russian (Dvoretsky)

ψηλᾰφάω:
1 щупать, ощупывать (τοῖς δακτύλοις τι Arst.): χερσὶ ψηλαφόων Hom. или ψηλαφῶν Arph. щупая руками, ощупью; ψ. ἐν σκότῳ Arph., Plat. нащупывать (ощупью искать) в темноте; ψηλαφώμενος NT осязаемый, т. е. вещественный;
2 поглаживать, похлопывать (τὸν ἵππον Xen.; τοὺς ὄρνιθας Arst.);
3 внимательно исследовать (πᾶσαν ἐπίνοιαν Polyb.; τὰ ἀξιώματα Sext.).

English (Autenrieth)

part. -φόων: feel about, grope, Od. 9.416†.

English (Strong)

from the base of ψάλλω (compare ψῆφος); to manipulate, i.e. verify by contact; figuratively, to search for: feel after, handle, touch.

English (Thayer)

ψηλάφω: 1st aorist ἐψηλάφησα, optative 3rd person plural ψηλαφήσειαν (ποιέω, at the beginning); present passive participle ψηλαφωμενος; (from ψάω, to touch); to handle, touch, feel: τί or τινα, R. V. text and marginal reading, cf. Buttmann, § 134,8; Winer's Grammar, 343 (322)); mentally to seek after tokens of a person or thing: θεόν, A. V. feel after). (Homer, Aristophanes, Xenophon, Plato, Polybius, Philo, Plutarch; often for מוּשׁ, הֵמִישׁ, מִשֵּׁשׁ.) [ SYNONYMS: see ἅπτω, 2c.]

Greek Monotonic

ψηλᾰφάω: κυρίως στον ενεστ. (ψάω
I. 1. ψηλαφίζω ή πασπατεύω σαν τυφλός άνθρωπος ή σαν να ήμουν στο σκοτάδι, χερσὶ ψηλαφόων (Επικ. αντί -άων), λέγεται για τον τυφλό Κύκλωπα, σε Ομήρ. Οδ.· ψηλαφῶντες ὥσπερ ἐν σκότει, σε Πλάτ.
2. με αιτ. πράγμ., ψηλαφίζω κάτι, αναζητώ τριγύρω κάτι, σε Αριστοφ., Κ.Δ.
II. ψηλαφίζω (χωρίς την έννοια της αναζήτησης), αγγίζω, χαϊδεύω, θωπεύω, σε Ξεν., Κ.Δ.

Greek Monolingual

ψηλαφῶ, ψηλαφάω, ΝΜΑ
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου
2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα
3. θωπεύω, χαϊδεύω
4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα
μσν.
ζητώ, ψάχνω να βρω
αρχ.
αποπειρώμαι, επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών συνωνύμων ρ. ψάλλω (αόρ. ἔψηλα / ἔψᾱλα) και ἀφῶ (< ἀφή). Κατ' άλλη άποψη, το α' συνθετικό του ρ. είναι αμάρτυρος τεχνικός όρος ψᾱλᾱ, από όπου, αναλογικά, το ρ. μηλαφῶ].

Greek (Liddell-Scott)

ψηλᾰφάω: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ.· ἀόρ. ἐψηλάφησα Ἑβδ. - Παθ., μέλλ. ψηλαφηθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐφηλαφήθην Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 108, Ἑβδ.· (ἴδε ψάω). Διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῆς ἀφῆς προσπαθῶ νὰ ὁδηγηθῶ ὡς ὁ τυφλὸς ἢ ὁ ἐν σκότει εὑρισκόμενος, κοινῶς «πασπατεύω», χερσὶ ψηλαφόων (Ἐπικ. ἀντὶ -άων), ἐπὶ τοῦ Κύκλωπος μετὰ τὴν τύφλωσίν του. Ὀδ. Ι. 416· ψηλαφῶν οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν [τὸ ἱμάτιον] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 315· ψηλαφῶντες.. ὥσπερ ἐν σκότει Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 99Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ.. διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῆς ἀφῆς προσπαθῶ νὰ εὕρω τι, ζητῶ ψηλαφῶν, ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότῳ τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Εἰρ. 691· τὸν ὗν Πολύβ. 8. 31, 8· εἰ.. ψηλαφήσειαν αὐτὸν [τὸν θεὸν] καὶ εὕροιεν Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 27. ΙΙ. ἅπτομαι, ψηλαφῶ (χωρὶς τῆς ἐννοίας τοῦ ζητῶ), ψαύω, θωπεύω, χαϊδεύω, Πολυδ. Α΄, 183 [τῶν μερῶν] ὧν ψηλαφωμένων ὁ ἵππος.. ἥδεται Ξεν. Ἱππ. 2, 4 μὲ ποτε ψηλαφήσῃ με ὁ πατήρ, περὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, Ἑβδ. (Γεν. ΚΖ΄, 12), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 39· ψ. καὶ τρίβειν τοῖς δακτύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 17. -Παθ., [ὄρνιθες] τῇ χειρὶ ψηλαφώμεναι αὐτόθι 6. 2, 13. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐξετάζω ἐπιμελῶς, πᾶσαν ἐπίνοιαν Πολύβ. 8. 18, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 589Β, 765Ε, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ’ ἀνωτ.-Παθ., τὰ ψηλαφηθέντα ὑπ’ Ἀντιόχου, αἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ Ἀντιόχου, αἱ ἀπόπειραι ἃς ἐπεχείρησε, Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 9, 2.

Middle Liddell

ψηλᾰφάω, mostly in pres.] [ψάω]
1. to feel or grope about (epic for -άων), of the blinded Cyclops, Od.; ψηλαφῶντες ὥσπερ ἐν σκότῳ Plat. like a blind man or one in the dark, χερσὶ ψηλαφόων
2. c. acc. rei, to feel about for, search after, Ar., NTest.
II. to feel, touch, stroke, Xen., NTest.

Frisk Etymology German

ψηλαφάω: {psēlapháō}
Forms: außerpräs. Formen selten, meist sp.: Aor. -αφῆσαι (Pl. Prt. 310c, LXX), -αφήσω, -αφηθήσομαι (LXX), -αφηθῆναι (S. E., Plu.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(be)tasten, streicheln, herumtappen, untersuchen’ (seit ι 416).
Composita: auch m. ἐπι- u.a.,
Derivative: Davon 1. ψηλάφημα n. Betastung, Liebkosung (X., Ph.), προ ~ -ήματα pl. = προοίμια (Prokl. in Ti.). 2. -ησις f. das Betasten (Hp., hell. u. sp.), ἀνα ~ die Wiederaufnahme einer Rechtssache (: ἀναψηλαφάω Just.). 3. -ητής f. "Taster" (Sch.) mit -ητικῶς (Eust.). 4. -ητός Beiw. von σκότος "betastet, tastbar" (worin man sich durch das Tasten orientieren muß, LXX). 5. -ία. ion. -ίη f. das Betasten (Mediz., hell.), wie von *ψήλαφος; ebenso 6. -ώδης tastend, herumtappend (Hp.). 7. -ίνδα παίζειν blinde Kuh spielen (Phryn.).
Etymology: Umbildung ψηλαφίζω ib. (mittl. Kom.). Expressives Wort, entweder nach ἁφάω gebildet oder damit zusammengesetzt. Nach Fick BB 28, 102 aus dem Aor. ψῆλαι (ψάλλω) und ἁφάω zusammengeschweißt; vgl. στρεφεδίνηθεν u. ähnliche Fälle (Schwyzer 645 m. A. 1 u. Lit.). Warum indessen gerade der Aorist bevorzugt wurde, bleibt dunkel. Bechtel will statt dessen im Vorderglied ein Nomen *ψαλα finden mit Hinweis auf μηλαφάω ‘mit der Sonde (μήλη) berühren’; aber dies seltene Wort wurde eher nach dem geläufigen ψηλαφάω geschaffen.
Page 2,1133-1134

Chinese

原文音譯:yhlaf£w 普些拉法哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:撥弦 觸摸 相當於: (גָּשַׁשׁ‎) (מוּשׁ‎) (מָשַׁשׁ‎)
字義溯源:操作,管理,摸,能摸的,接觸,摸索,揣摩;源自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)。參讀 (ἀνάπτω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);徒(1);來(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 摸過的(1) 約壹1:1;
2) 能摸的(1) 來12:18;
3) 揣摩(1) 徒17:27;
4) 你們摸(1) 路24:39

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=πασπατεύω, ἀγγίζω). Ἀπό τό ἄχρηστο ἐπίθ. ψηλός (συγγενικό μέ τό ψάω -ψήω) + ἁφάω (=ἅπτομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψηλάφημα (=πασπάτευμα, χάιδευμα), ψηλάφησις, ἀναψηλάφησις, ψηλαφητής, ψηλαφητικῶς, ψηλαφητός, ψηλαφητῶς.

Translations

palpate

Bulgarian: опипвам, палпирам; Esperanto: palpi; Finnish: tunnustella; French: palper; German: abtasten, palpieren; Greek: ψηλαφώ; Ancient Greek: ψηλαφάω; Hungarian: kitapint; Irish: lámhaigh; Japanese: 触診する; Portuguese: palpar, apalpar; Russian: ощупывать, ощупать; Swedish: palpera

grope

Armenian: խարխափել; Bulgarian: търся пипнешком; Chinese Mandarin: 摸索; Czech: tápat; Dutch: betasten; Esperanto: palpi, palpserĉi; Finnish: tunnustella, kopeloida; French: tâtonner; Galician: apalpar, poupar, tentar; German: tappen, herumtasten; Greek: πασπατεύω; Ancient Greek: ψηλαφάω; Hungarian: tapogatózik; Italian: palpeggiare, tastare; Japanese: 探る; Maori: whāwhā, muhu, tīnaonao; Portuguese: apalpar; Romanian: bâjbâi, pipăi; Russian: щупать, ощупывать, нащупывать; Scottish Gaelic: rùraich; Spanish: palpar, tantear, buscar a tientas; Swedish: famla; Telugu: తడుము; Turkish: yoklamak, el yordamıyla aramak; Uzbek: paypaslamoq

touch

Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: θιγγάνω, ἅπτομαι; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German German Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎