φανερός

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερός Medium diacritics: φανερός Low diacritics: φανερός Capitals: ΦΑΝΕΡΟΣ
Transliteration A: phanerós Transliteration B: phaneros Transliteration C: faneros Beta Code: fanero/s

English (LSJ)

ά, όν, but ός, όν, E.Ba.991 (lyr.): (φαίνω):—

   A visible, manifest, ἡ στήλη ἔχει πάντα φ., i.e. all that is in it can be plainly seen, Hdt.3.24; φ. ὄμμασιν ἐμοῖς E.Ba.501; φ. τι δεῖξαι S.Tr.608 (v.l.); θήσω φανέρ' ἀθρό' Pi.O.13.98; φ. ποιῆσαι Pl.Lg.630b, etc.; ἐς φ. ὄψιν βαίνειν E.El.1236 (anap.); τοὔργον παρέσται φ. S.Ph.1291; φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς E.HF658 (lyr.); φ. πηγαί Th.2.15; ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Hdt. 3.5; φ. ἔχθραν κτήσασθαι Th.1.42; διαφορὰ φ. ἐγένετο ib. 102; φ. θάνατος, ὄλεθρος, opp. ἀφανής, Antipho 3.3.7, And.1.53; φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα Antipho 2.2.6; φ. γενόμενος if detected, Lys.7.12:— Constr.: φανερός εἰμι c. part., ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι they are known to have come, Hdt.3.26; ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Id.7.18; ὁ μέν ἐστι φ. ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Antipho 5.23: folld. by Conj., φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν X.Cyr.2.2.12; φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Id.Mem.1.1.17: impers., φανερόν [ἐστιν] ὅτι . . ib.3.9.2; εἰ φανερὸν γίγνοιτο ὅτι . . Pl.Phd.70d.    2 shining, illustrious, προεδρίη Xenoph.2.7; ὁδός Pi.O.6.73; conspicuous, remarkable, φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι Th.1.17.    3 φ. οὐσία real property, opp. personalty (ἀφανής), Lys.32.4, Fr.79, D.50.8.    b property in possession (opp. in action), And.1.118, Is.6.30, D.38.7.    c in hand, in cash, μηδὲν φανερὸν κεκτῆσθαι to have no cash in hand, Din.1.70; λαβὼν ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον D.56.1; πόρος φ. Id.14.24; φ. οὐσία Id.27.57; φ. χρήματα Lys.12.83; φ. ποιεῖν D.28.4; φανερόν τι a certain sum of money, Sch.Ar.Pl.330, Sch.Aeschin.1.102.    4 of votes, φ. ψήφῳ by open vote, opp. κρύβδην (ballot), D.43.82, cf. Arist.Ath.68.2; ψῆφον φ. διενεγκεῖν Th.4.74; τὴν ψῆφον φ. φέρειν Pl.Lg.767d; φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη ib.855d.    5 Adv. -ρῶς openly, manifestly, βουλόμενος φ. Hdt.9.71; στείχειν A.Pr.1090 (anap.); οἴχεσθαι S.El.833 (lyr.); ἀκοῦσαι Ar.Nu.291 (anap.); ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Th.1.87; φ. ἐρᾶν, opp. λάθρᾳ, Pl.Smp.182d; τὸ φ. ἐξεῖναι Isoc.2.3: Comp., φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91; -τέρως Arist.PA 657a2: but,    b τὸ φ. freq. with Preps. in advb. sense, ἐκ τοῦ φ. openly, Hdt.5.96, 8.126; πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ. not openly declared, Th.4.79; ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι X.HG6.5.16; ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν Id.Mem.3.11.8; ἀπὸ τοῦ φ. D.H.4.4; also ἐν τῷ φ. σαυτὸν παρεῖχες X.Cyr.7.5.55; ἀκοῦσαι ἐν τῷ φ. Id.An.1.3.21; βουλεύεσθαι D.18.235 (rarely ἐν φ. X.Ages.5.7); ἐς τὸ φ. ἀποδῦναι Th.1.6; αἱ ἐς τὸ φ. λεγόμεναι αἰτίαι, Id.1.23; τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ. into public, Id.3.27, cf. Pl.Grg.480c, etc.; εἰπεῖν κατὰ τὸ φ. Ar.Th.525(lyr.); ἐπὶ φανεροῖς ξυνελθεῖν on public, acknowledged terms, Th.1.69.    II of persons, manifest, conspicuous, εἰ [Διόνυσος καὶ Πὰν] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Hdt.2.146; φανερὰ . . ἦλθε κόρα S.OT507 (lyr.); Κύπρις . . φανερὰ τῶνδ ἐφάνη πράκτωρ Id.Tr.861 (lyr.); πάντων -ώτατος Βρασίδας ἐγένετο Th.4.11, cf. X.Cyr.7.5.58; οἱ -ώτεροι persons of distinction, Philostr.VA2.20.    2 open, frank, opp. ἐπίβουλος, Arist.EN1149b15.    III = τις, φ. χρέα certain debts, Mitteis Chr.71.3 (v A. D.), cf. PMasp.167.10, 194.5 (vi A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1254] bei Eur. auch 2 Endgn, offenbar, einleuchtend; zuerst bei Pind., φανερὰ ὁδός Ol. 6, 73, vgl. 13, 98; Her. εἰ φανεροὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι, wenn sie in Hellas sichtbar geworden wären, 1, 146; ἔχει πάντα φανερά 3, 24; οὐσία Is. 6, 30, Ggstz des Geldes, u. oft; vgl. Dem. 5, 8; φανερὰν κεκτῆσθαι τὴν οὐσίαν, μηδὲν φανερὸν ἐν τῇ πόλει κεκτῆσθαι Din. 1, 70; auch bekannt, berühmt, πόλις, Xen. Cyr. 7, 5,58. – Am gewöhnlichsten mit dem partic. construirt, ὃς πρότερον ἀποσπεύδων ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Her. 7, 18, es war offenbar, daß er; und so oft bei Plat., φανερὸς εἶ σοφιστὴν οὐχ ἑωρακώς, Soph. 239 d Rep. I, 388 a; Xen. An. 1, 6,8 Cyr. 1, 6,24; φανερὰ γὰρ ἐπ' αὐτῷ πτερόεσσ' ἦλθε κόρα Soph. O. R. 507; Tr. 858; Eur. oft; κατὰ τὸ φανερόν Ar. Th. 525; πάντων φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο Thuc. 4, 11; φανερὸν γενέσθαι Plat. Rep. II, 360 a u. öfter, wie Folgde; auch φανεροὶ γίγνονται ὅτι ποιοῦσι, Xen. Cyr. 2, 2,12, wie Pol. 10, 18, 4 u. Sp. – Als selbstständiger Satz steht auch φανερὸν δέ· – γάρ, zum einleuchtenden Beweise dient, daß – , s. Wolf Dem. Lpt. p. 225. – Ἐκ τοῦ φανεροῦ, = adv. φανερῶς, Her. 8, 126. 9, 1, der auch φανερῶς ἀποθανεῖν sagt, 9, 71, welches adv. auch Aesch. Prom. 1092 Eum. 913 hat, wie Soph. El. 822; Ggstz λάθρα, Plat. Conv. 182 d Legg. VIII, 838 d; ἐν τῷ φανερῷ Xen. An. 1, 3,21.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰνερός: -ά, -όν, ἀλλὰ ός, όν, ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 991, 1011˙ (ἴδε φάω)˙ ― καταφανής, ὁρατός, ἐμφανής, κατάδηλος, καὶ ἔχει πάντα φανερὰ ὁμοίως αὐτῷ Ἡρόδ. 3. 24˙ φανερ. ὄμμασιν ἐμοῖς Εὐρ. Βάκχ. 501˙ φανερόν τι δεῖξαι Σοφοκλ. Τραχ. 608˙ φανερόν τι θεῖναι, ποιεῖν Πινδ. Ο. 13. 139, Πλάτ., κλπ.˙ εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Εὐριπ. Ἠλ. 1236˙ τοὖργον παρέσται φ. Σοφ. Φιλ. 1291˙ φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 658, κλπ.˙ φ. πηγαὶ Θουκ. 2. 15˙ φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι ὁ αὐτ. 1. 17˙ φ. ἔχθραν κτήσασθαι αὐτόθι 42˙ διαφορὰ φ. ἐγένετο αὐτόθι 102˙ φ. θάνατος, ὄλεθρος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφανής, Ἀντιφῶν 123. 15, Ἀνδοκ. 8. 16˙ φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ οὖσα Ἀντιφῶν 117. 8˙ φ. γενόμενος Λυσ. 109. 24. ― Σύνταξις φανερός εἰμι, συχνάκις κεῖται μετὰ μετοχ. ὡς περίφρασις τοῦ φαίνομαι˙ φανεροί εἰσι ἀπικόμενοι, εἶναι φανερὸν ἢ γνωστὸν ὅτι..., Ἡρόδ., 3. 26˙ ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν ὁ αὐτ. 7. 18˙ ὁ μέν ἐστι φανερὸς ἐκβὰς τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Ἀντιφῶν π. Ἡρῴδου φόνου 23˙ ― ὡσαύτως ἑπομένης εἰδικῆς προτάσεως ἢ πλαγίας, φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 2, 12˙ φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 1, 17˙ ὡσαύτως ἀπροσώπ., φανερόν ἐστιν ὅτι... αὐτόθι 3, 9, 2˙ εἰ φανερὸν γένοιτο ὅτι... Πλάτ. Φαῖδρ. 70D. 2) ἐπὶ φανεροῦ μέρους δι’ οὗ δύναται νὰ εἰσβάλῃ στρατὸς εἰς τόπον τινά, φανεραὶ ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 5˙ ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται, «ἤγουν εἰς διάδηλον καὶ φανερὰν πολιτείαν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 124. 3) φ. οὐσία, ἡ κτηματικὴ περιουσία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν χρηματικήν, δηλ. τὴν ἀφανῆ, Ἀνδοκ. 15. 38, Λυσί. 894. 11, Ἰσαῖος 59. 18, Δημ. 986. 25˙ οὕτω, φανερὸν κέκτημαι μηδέν, δὲν ἔχω μηδεμίαν κτηματικὴν περιουσίαν, Δείναρχ. 99. 13˙ ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον Δημ. 1283. 3˙ ἀλλά, φανερόν τι, χρηματικὸν ποσὸν ὡρισμένον (ὡς ῥητὸν ἀργύριον, ἴδε ἐν λ. ῥητός), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 330, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. σ. 28. 4, Oxon. 4) ἐπὶ ψήφου, φ. ψήφῳ, διὰ φανερᾶς ψήφου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κρύβδην διὰ μυστικῆς ψηφοφορίας, Δημ. 1078. 19˙ ψῆφον φ. διαφέρειν Θουκ. 4. 74˙ φ. τὴν ψῆφον φέρειν Πλάτ. Νόμ. 767D· φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη αὐτόθι 855D. β) φανερὸν δέ, ὡς ἀνεξάρτητος πρότασις, μεθ’ ἣν συνήθως τίθεται γάρ, καὶ εἶναι φανερόν, διότι..., Wolf εἰς Δημοσ. Λεπτ. 459. 28˙ τεκμήριον, μαρτύριον. 5) Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐμφανῶς, προδήλως, «φανερά», Ἡρόδ. 9. 71˙ στείχειν Αἰσχύλ. Πρ. 1090˙ οἴχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 833˙ ἀκούειν Ἀριστοφ. Νεφ. 291˙ ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Θουκ. 1, 87˙ φ. ἐρᾶν, ἀντίθετ. τῷ λάθρα, Πλάτ. Συμπ. 182D· κλπ.· συγκρ. φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Θουκ. 6. 91˙ Ἐπίρρ. συγκρ. φανερωτέρως, ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων αἰσθητηρίων φανερωτέρως ἐστὶν ἡ αἴσθησις διμερὴς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2, 10 ἐν τέλει, καὶ 18˙ ὑπερθετ. -ώτατα, τὴν ἀρχὴν φανερώτατα ἀνειληφότος Ὠριγέν. τ. 3, σ. 552Β, ἀλλά, β) τὸ φανερόν, συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, ἐκ τοῦ φανεροῦ, = φανερῶς, Ἡρόδ. 5. 96., 8. 126˙ πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ., οὐχὶ κεκηρυγμένος φανερά, Θουκ. 4. 79˙ ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 16˙ ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 11, 8˙ οὕτω, ἀπὸ τοῦ φ. Διον. Ἁλ. 4. 4˙ ― ὡσαύτως, ἐν τῷ φανερῷ (σπανίως ἐν φανερῷ, Ξεν. Ἀγησ. 5. 7), ἐν τῷ φ. ἐαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 7. 5, 55˙ ἐν τῷ φ. ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 21˙ βουλεύεσθαι Δημ. 306. 2˙ ― ἐς τὸ φ. λέγεσθαι Θουκ. 1. 23˙ ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 6˙ ἀλλά. τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ., εἰς τὸ δημόσιον, ὁ αὐτ. 3. 27, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 480C, κλπ.˙ ― εἰπεῖν κατὰ τὸ φανερὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 525˙ ― ἐπὶ φανεροῖς ξυνέρχεσθαι, ἐπὶ ὅροις κοινῶς ἀνεγνωρισμένοις, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, γνωστός, ἀνεγνωρισμένος, εἰ [οἱ θεοὶ] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Ἡρόδ. 2. 146· ἐπὶ προσώπων, κατάδηλος, καταφανής, φανερά... ἦλθε κόρα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 507· Κύπρις... φανερὰ τῶνδ’ ἐφάνη πράκτωρ ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 861· πάντων φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο Θουκ, 4. 11, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5. 58· οὕτω, φανερὸν μηδὲν κατεργάζεσθαι Θουκ. 1. 17· τὴν δόσιν φ. ποιεῖν Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 8. 2) εἰλικρινής, ἀντίθετον τῷ ἐπίβουλος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 visible, apparent, qu’on peut voir ou qui se montre : φανεροὶ θεοί HDT dieux qui se montrent aux hommes, dieux visibles ; φανερὸς ἦν XÉN il était visible à tous ; φανερὰ οὐσία DÉM fortune visible, biens au soleil, immeubles ; φανερὰ ἔχθρα THC inimitié ouverte, déclarée ; fig. clair, évident, manifeste ATT ; avec un part. : ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν HDT il se mettait ouvertement à presser l’expédition ; ou avec ὅτι : φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν XÉN il est évident qu’ils font ; avec ὅπως : ὅσα μὴ φανερὰ ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν XÉN toutes les choses au sujet desquelles on ne savait pas clairement son opinion ; φανερόν ἐστι ὅτι XÉN il est évident que ; suivi d’une propos. avec γάρ ATT il est évident que, litt. cela est évident, car ; locut. adv. • ἐκ τοῦ φανεροῦ THC ouvertement, en rase campagne, de la partie visible de l’espace, càd à portée de la vue ; • ἐν φανερῷ THC, ἐν τῷ φανερῷ XÉN au grand jour, en public, publiquement ; • ἐς τὸ φανερόν au grand jour, sous les yeux de tous, en plein air;
2 qui est en vue : ἐς τὸ φανερὸν καταστῆσαί τινα XÉN placer qqn à un rang où l’on est en vue ; fig. distingué, important en parl. de pers.
Cp. φανερώτερος, Sp. φανερώτατος.
Étymologie: φαίνω.

English (Slater)

φᾰνερός
   1 clear, open τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.72) φαντὶ δ' φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.56) Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ (O. 13.98)

English (Strong)

from φαίνω; shining, i.e. apparent (literally or figuratively); neuter (as adverb) publicly, externally: abroad, + appear, known, manifest, open (+ -ly), outward (+ -ly).

English (Thayer)

φανερά, φανερόν (φαίνομαι), from (Pindar), Herodotus down, apparent, manifest evident, known (opposed to κρυπτός and ἀπόκρυφος): ἐν πᾶσιν, among all, ἐν αὐτοῖς, in their minds, τίνι, dative of the person, manifest to one, of a person or thing that has become known, T Tr WH); φανερόν γίνεσθαι: ἐν ὑμῖν, among you, ἐν with a dative of the place, πραιτώριον, 3); φανερόν ποιεῖν τινα (A. V. to make one known, i. e.) disclose who and what he Isaiah , εἰς φανερόν ἐλθεῖν, to come to light, come to open view, ἐν τῷ φανερῷ, in public, openly (opposed to ἐν τῷ κρύπτω), 6 R G, ( ); A. V. outward, outwardly). manifest i. e. to be plainly recognized or known: followed by ἐν with a dative of the thing in (by) which, δῆλος, at the end.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / φανερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και θηλ. και -ός, και φανειρός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.)
2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς] τὸ φανερόν» — απροκάλυπτα, δημοσίως
νεοελλ.
προφανής, πρόδηλος, έκδηλος, σαφής, ξεκάθαρος (α. «πρόκειται για φανερή συκοφαντία» β. «η προδοσία του είναι φανερή»)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) κάποιος, τις
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) ειλικρινής·β) αυτός που αποκαλύπτεται, που φαίνεται ποιος είναι στη διάρκεια μιας ενέργειας («πάντων φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο», Θουκ.)
2. αναγνωρισμένος («εἰ οὗτοι οἱ θεοὶ φανεροὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι», Ηρόδ.)
3. ορισμένος, καθορισμένος
4. (το αρσ. πληθ. στον συγκριτ. βαθμό ως ουσ.) oἱ φανερώτεροι
διακεκριμένα πρόσωπα
5. φρ. α) «ἐκ τοῡ φανεροῡ» και «κατὰ τὸ φανερόν» και «ἀπὸ τοῡ φανεροῡ» και «ἐν τῷ φανερῷ»
(με επιρρμ. σημ.) εμφανώς
β) «φανερῷ ψήφῳ» — με ανοιχτή ψηφοφορία (Δημοσθ.)
γ) «φέρω ἐς τὸ φανερόν» — παρουσιάζω ενώπιον του λαού (Θουκ.)
δ) «φανερὰ οὐσία» — η κτηματική, ακίνητη περιουσία, σε αντιδιαστολή προς την αφανή, όπως λ.χ. είναι η χρηματική (Ανδοκ.)
ε) «φανερόν τι» — ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό (Σχόλ. Αριστοφ.)
στ) «φανερὸν κέκτημαι μηδέν» — στερούμαι οποιασδήποτε κτηματικής περιουσίας (Δείν.).
επίρρ...
φανερώς / φανερῶς, ΝΜΑ, και φανερά Ν
με φανερό, πρόδηλο τρόπο, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φăν- του φαίνω + κατάλ. -ερός (πρβλ. παγ-ερός)].

Greek Monotonic

φᾰνερός: -ά, -όν και -ός, -όν (φαίνω
I. 1. ορατός, κατάδηλος, εμφανής, σε Ηρόδ., Αττ.· φανερός εἰμι, με μτχ., φανεροί εἰσι ἀπικόμενοι, είναι γνωστό ότι έχουν έρθει, είναι εμφανές, σε Ηρόδ.· ομοίως, φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν, σε Ξεν.
2. ανοιχτός, λέγεται για δρόμο, σε Ηρόδ.
3. φανερὰ οὐσία, αληθινή περιουσία αντίθ. προς τη χρηματική (ἀφανής), σε Δημ. κ.λπ.
4. λέγεται για τις ψήφους, φανερᾷ ψήφῳ, με ανοιχτή ψηφοφορία, αντίθ. του κρύβδην (μυστική), σε Θουκ. κ.λπ.
5. επίρρ. -ρῶς, φανερά, εμφανώς, σε Ηρόδ., Αττ.· συγκρ. φανερώτερον, σε Θουκ.· τὸ φανερόν συχνά συνοδεύεται με προθ., ως επιρρ., ἐκ τοῦ φανεροῦ, φανερώς (φανερά), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἐντῷ φανερῷ, σε Ξεν.· ἐς τὸ φανερόν, σε Θουκ.
II. λέγεται για θεούς, αναγνωρισμένος, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, διακεκριμένος, έγκριτος, διαπρεπής, έξοχος, σε Σοφ., Θουκ.