ὑάκινθος
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
I ὁ, Il. 14.348, Paus. 1.35.4; but ἡ in Sappho 94, Thphr. HP 6.8.2, Theoc., etc. (v. infr.): — wild hyacinth, bluebell, Scilla bifolia, Il. l.c., h.Cer. 7, Thphr. HP 6.8.1, Dsc. 4.62.
2 blue larkspur, Delphinium ajacis, ὑάκινθος σπαρτή Thphr. HP 6.8.2; said to have sprung up from the blood of Hyacinthus or (acc. to others) of Telamonian Ajax; and the ancients thought they could decipher on the petals the initial letters AI, or the interj. AIAI, cf. Mosch. 3.6; hence the epithets γραπτά Theoc. 10.28; αἰαστής Nic. Fr. 74.31; πολύθρηνος Id. Th. 902; πολύκλαυτος IG 14.607; cf. Ps.-Dsc. 3.73.
3 ὑάκινθος πορφυρέη, prob. Lilium martagon, Euph. 40, AP 5.146 (Mel.).
II ὑάκινθος, ἡ Hld., ὁ Ph. and J.; — a precious stone, of blue colour (J. AJ 3.7.7), perhaps aquamarine, Apoc. 21.20, Peripl. M.Rubr. 56, Luc. Syr. D. 32, Hld. 2.30, Cod.Just. 11.12.1, etc.; cf. Plin. HN 37.125.
III name of a blue colour, J. AJ 3.6.1, PHolm. 17.3; blue stuff, LXX Ex. 28.8, Ph. 2.148, J. BJ 5.55.4; χιτώνια τὴν χροιὰν ὑακίνθου Arr. Tact. 34.6.
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, auch ἡ, 1) die Hyacinthe, eine Blume, die aus dem Blute des getödteten Hyakinthos, nach Andern aus dem des Telamoniden Aias entsprossen sein soll; man wollte auf ihren Blättern die Anfangsbuchstaben υα oder αι erkennen; dah. γραπτὰ ὑάκινθος, Theocr. 10, 28; αἰαστή, Nic. bei Ath. XV, 683; auch von αι als Klageruf, πολύθρηνος, Th. 9021 als masc. kommt die Blume zuerst vor Il. 14, 348, dann h. Cer. 7. 426; scheint aber einen größern Umfang gehabt und das Geschlecht der Iris und den Rittersporn umfaßt zu haben; schwarz ist sie Theocr. 10, 28 u. Virg. Ecl. 2, 18; dah. Od. 6, 231. 23, 158 Einige den Vergleich ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας auf die Schwärze der Haare beziehen, Eust. ὅ ἐστι μελαίνας κατὰ τὸν ὑάκινθον τὸ ἄνθος (vgl. Theocr. 10, 28); da aber der Vergleich auf das voranstehende κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας geht, und Odysseus gewöhnlich mit starken Locken abgebildet ist – solche dicke Locken galten als Zeichen der Schlauheit –, so ist es wahrscheinlicher, daß nur die Lockenfülle des dichten Haares geschildert werden soll, wofür grade die kraus in einander gerollten Blüthen der Hyacinthe kein unpassendes Bild geben; oder, da diese unsere Hyacinthe eine von der alten Hyacinthe ganz verschiedene Blume sein soll, vgl. Voß Virg. Ecl. 2, 18. 50. 3, 106. 10, 39 Schweigh. Ath. XV, 683 e, die blaue Schwertlilie, iris foetidissima Linn.? Nach Andern ist es delphium Aiacis, Gartenrittersporn. – Purpurfarben, dunkel- oder braunroth ist die Hyacinthe bei Mel. 105 (V, 147); Euphor. 38 p. 89 Mein.; vgl. Ovid. Metam. 10, 211; rostfarbig, auch himmelblau und schneeweiß bei Colum., was auf Rittersporn, wie auf unsere Hyacinthe paßt. – Nach Hom. scheint die Blume häufiger fem. gewesen zu sein. – 2) ἡ ὑάκινθος, der Edelstein Hyacinth, von der Farbe der Hyacinthblume, vielleicht unser Sapphir, Sp., wie Heliod. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ ἡ)
jacinthe, fleur violette ou bleue, qu'on croyait née du sang d'Hyakinthos ou, sel. d'autres, du sang d'Ajax, fils de Télamon;
NT: hyacinthe, pierre précieuse, de la même couleur que la jacinthe, de couleur bleue sombre.
Étymologie: DELG pê emprunt.
English (Autenrieth)
hyacinth, Il. 14.348†. An entirely different flower from our hyacinth, perhaps the larkspur.
English (Strong)
of uncertain derivation; the "hyacinth" or "jacinth", i.e. some gem of a deep blue color, probably the zirkon: jacinth.
English (Thayer)
ὑακίνθου, ὁ, hyacinth, the name of a flower (Homer and other poets; Theophrastus), also of a precious stone of the same color, i. e. dark-blue verging toward black (A. V. jacinth (so R. V. with marginal reading sapphire); cf. B. D., under the word Jacinth>; Riehm, under the word Edelsteine 9) (Philo, Joseph, Galen, Heliodorus, others; Pliny, h. n. 37,9, 41): Revelation 21:20.
Greek Monolingual
ο / ὑάκινθος, ΝΜΑ, και ως θηλ. ὑάκινθος, ἡ, Α
1. βολβόρριζο φυτό με ωραίο άρωμα και όμορφα άνθη, γένος, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, με 30 περίπου είδη, κυριότερο από τα οποία είναι ο ανατολικός υάκινθος, από τον οποίο προέρχονται όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες, κν. γνωστές σήμερα ως ζουμπούλια ή γιούλια
2. ως κύριο όν. ο Υάκινθος
μυθ. i) προελληνικός θεός της γονιμότητας, της βλάστησης και του κάτω κόσμου, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα
ii) ήρωας που αναγεννιόταν μετά από τον θάνατό του, όπως ακριβώς και η φύση, και που αργότερα η παράδοση τον παρουσιάζει ως ωραιότατο νεανία, χάριν του οποίου ο Θάμυρυς εφεύρε την παιδεραστία και τον οποίο ερωτεύθηκαν επίσης ο Ζέφυρος και ο Απόλλων
νεοελλ.
(ορυκτ.) α) ορυκτό, παραλλαγή του ζιρκονίου, που είναι πολύτιμος λίθος
β) ποικιλία του κρυσταλλικού χαλαζία
2. φρ. «υάκινθος του νερού»
βοτ. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων καλλωπιστικών φυτών του γένους εϊχόρνια
αρχ.
1. το φυτό δελφίνιο το αιάντιο, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, φύτρωσε από το αίμα του νεαρού Υακίνθου, τον οποίο άθελά του σκότωσε ο Απόλλων με τον δίσκο του που ο Ζέφυρος εξέτρεψε από την κανονική του πορεία, λόγω αντιζηλίας, ή από το αίμα του Αίαντος του Τελαμωνίου
2. (κυρίως στον θηλ. τ.) είδος πολύτιμου λίθου με κυανό χρώμα, πιθ. το ζαφείρι («λήψονται τὸ χρυσίον καὶ τὴν ὑάκινθον», ΠΔ)
3. ονομασία μιας απόχρωσης του κυανού χρώματος
4. φρ. «ὑάκινθος πορφυρέη»
πιθ. είδος κρίνου, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Lilium martagon.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑάκινθος (από αρχικό τ. Fάκινθος με αντιπροσώπευση του -F- στη φωνηεντική του μορφή ως -υ-) είναι πιθ. δάνεια από κάποια γλώσσα, πιθ. μεσογειακή, όπως και το συγγενές λατ. vaccinium, είδος θαμνοειδούς φυτού].
Greek Monotonic
ὑάκινθος: ὁ και ἡ, το άνθος υάκινθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· άνθος που ξεφύτρωσε από το αίμα του Υάκινθου ή του Αίαντα (του Τελαμώνιου)· πιστεύονταν ότι τα πέταλα έφεραν τα πρώτα γράμματα του ονόματος Αίας, ΑΙ ή το επιφώνημα ΑΙΑΙ-, σε Μόσχ.· απ' όπου το επίθετο γραπτά, σε Θεόκρ. Ο υάκινθος φαίνεται να απαρτίζεται από πολλά άνθη χρώματος σκούρου μπλε· ο Όμηρ. μιλώντας για σκουρόχρωμες τρίχες κεφαλιού αναφέρει ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοῖαι, και ο Θεόκρ. τις αναφέρει μαύρες.
II. πολύτιμος λίθος, κυανού χρώματος, (πιθ.) όχι ο γνωστός υάκινθος, αλλά το ζαφείρι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑάκινθος: (ῠᾰ) ὁ и ἡ
1 гиацинт, по по друг. - ирис, шпажник или дельфиниум Hom., HH: ἁ γραπτὰ ὑάκινθος Theocr. испещренный письменами гиацинт (по преданию, этот цветок вырос из крови убитого Гиакинта, а на его лепестках сохранилось предсмертное восклицание юноши в виде букв A I);
2 гиацинт (драгоценный камень) NT.
Middle Liddell
ὑάκινθος, ὁ, ἡ,
I. the hyacinth, Il., etc.;—a flower said to have sprung up from the blood of Hyacinthus or of Ajax; and the petals were thought to bear the letters αἰ, or αἰαι, Mosch.; hence the epithet γραπτά in Theocr. The hyacinth seems to have comprehended several dark blue flowers: Hom. speaks of dark hair as ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοῖαι, and Theocr. calls it black.
II. a precious stone, of blue colour, not (prob.) our jacinth, but the sapphire, NTest.
Frisk Etymology German
ὑάκινθος: {huákinthos}
Grammar: m. f.
Meaning: Hyazinthe (Ξ 348, Sapph., Thphr., Theok., Paus. u.a.), Bez. eines blauen Stoffes od. einer blauen Farbe (LXX, Ph., J. Pap.), auch eines kostbaren Steins (sp.).
Derivative: Davon ύακίνθινος von der Hyazinthe, hyazinthfarbig (Od., E., X., Samos IVa usw.; zur Bed. vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 51 u. 218, André Ét. sur les termes de couleur dans la lg. lat. [1949] 197f. m. Lit.), -ώδης hyazinthähnlich (Dsk.), -ίζω einer Hyazinthe ähneln (Plin.). — Auch N. eines lakon. Jünglings, der nach der Sage von Apollon durch einen unglücklichen Diskuswurf getötet wurde, eig. ein vorgriech. Gott, der von Apollon verdrängt zu einem Heros herabsank. aber auch mit diesem Gott zu Ἀπόλλων Ὑάκινθος (-θος) verschmolz. Davon τὰ Ὑακίνθια (kret. ϝακ-) N. eines dor. Festes (Hdt., Th., X.), Ὑακίνθιος (kret. Βακ-) m. dor. Monatsname (Sparta, Rhodos, Thera, Kreta usw.). Nilsson Gr. Rel. 1, 317f. m. Lit. Zur ion. Lautsubstitution in Ὑάκινθος für urspr. ϝάκινθος Schwyzer 224 m. A.1, Kretschmer Glotta 13, 247 f.
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Wiederholte Versuche, das Wort mit Hilfe pelasgischer od. protoidg. Hypothesen zu erhellen, bei Carnoy, z. B. Ant. class. 24, 26, und v. Windekens Ét. pélasg. 39ff (darüber André Rev. de phil. 83, 92 und Heubeck IF 67, 203). Umstritten ist das Verhältnis zwischen ὑάκινθος und dem gleichbedeutenden lat. vaccīnium; s. W.-Hofmann s.v. und Deroy Glotta 35, 185 ff., der wie Meillet MSL 15, 162 beide Wörter als unabhängige Entlehnungen aus einer Mittelmeersprache betrachtet und damit u.a. lat. bāca Beere und gr. Βάκχος(!) verbinden will. Weitere Lit. bei v. Windekens a. O.
Page 2,952-953
Chinese
原文音譯:Ø£kinqoj 虛阿卿拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:紅碧玉
字義溯源:紅碧玉*,紅寶石,藍色寶石,紫瑪瑙
同源字:1) (ὑακίνθινος)紅碧玉的 2) (ὑάκινθος)紅碧玉
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 紫瑪瑙(1) 啓21:20
Mantoulidis Etymological
(=εἶδος λουλουδιοῦ πού φύτρωσε ἀπό τό αἷμα τοῦ Αἴαντα τοῦ Τελαμώνιου). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.